Αναδημοσιεύουμε από την “Αυγή” ένα άρθρο του σ. Νάσου Θεοδωρρίδη για το νομσχέδιο περί ιθαγένειας.
Με τις νέες ρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το νομικό καθεστώς της ιθαγένειας λήγει πολιτικά και οριστικά –σε βάρος της (ακρο)δεξιάς εθνοκεντρικής προσέγγισης– η περίφημη διαμάχη που είχε ενσκήψει στο ελληνικό κοινωνικό στερέωμα μετά την ψήφιση του πρωτοποριακού νόμου 3838/2010, ο οποίος στη συνέχεια είχε ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε μία από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας.
Ωστόσο, η πρώτη αυτή ευχάριστη και θετική διαπίστωση δεν αναιρεί την αναγκαιότητα μιας καλόπιστης και προοδευτικής κριτικής, ιδίως μάλιστα όταν κορμό της συμπολίτευσης που πρωτοστάτησε σε αυτό το εγχείρημα αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα με μακρά κινηματική αντιρατσιστική παράδοση και επεξεργασμένες θέσεις στο ζήτημα αυτό και παράλληλα, όταν αρμόδια αν. υπουργός Μετανάστευσης είναι η Τασία Χριστοδουλοπούλου, μια εμβληματική προσωπικότητα του δικαιωματικού χώρου, με πλούσιους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στο ενεργητικό της, και αρμόδιος γενικός γραμματέας ο Βασίλης Παπαδόπουλος, δικηγόρος με άριστες νομικές γνώσεις επί του θέματος, ενώ εκτιμώ ότι καθοριστική υπήρξε και η συμβολή εξαίρετων στελεχών (καθηγητών και επιστημόνων) της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως ο Δ. Χριστόπουλος. Με δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία, θα ανέμενε κανείς εύλογα ότι ο πήχης των προσδοκιών θα έπρεπε να τεθεί πολύ ψηλότερα.
Σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο, η απόκτηση της ιθαγένειας για τα παιδιά αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα κατά την εγγραφή τους στην πρώτη τάξη του Δημοτικού σχολείου (πράγμα απολύτως λογικό), υπό τον όρο όμως ο ένας τουλάχιστον γονέας να έχει συμπληρώσει δεκαετή νόμιμη διαμονή στη χώρα και μάλιστα κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης να διαθέτει τη σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους μετανάστες άδεια επί μακρόν διαμένοντος ή τη σπανιότατη άδεια αορίστου χρόνου, δυσχεραίνοντας υπέρμετρα τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ιθαγένειας σε φυσικά πρόσωπα (τέκνα) που ουδεμία ευθύνη φέρουν για το οποιοδήποτε είδος άδειας διαμονής χαρακτηρίζει το νομικό καθεστώς του γονέα τους.
Υποστηρίζω ευθέως ότι ακόμη και το κριτήριο της «νόμιμης διαμονής» του γονέα παιδιού που γεννήθηκε στην Ελλάδα είναι πολιτικά προβληματικό για μια ριζοσπαστική αντίληψη περί ιθαγένειας, καθώς θα αρκούσε το κριτήριο της πραγματικής διαμονής ώστε να διαπιστωθούν οι αληθινοί και υπαρκτοί δεσμοί μιας οικογένειας με τη χώρα της οποίας διεκδικείται η ιθαγένεια για λογαριασμό του τέκνου.
Κατά τη γνώμη μου, ο ρητός αποκλεισμός μεγάλου αριθμού παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα από γονείς που πληρούν μεν το κριτήριο της πραγματικής –και όχι περιστασιακής– διαμονής στη χώρα, αλλά που, παρά τη θέλησή τους, δεν τους είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να αποκτήσουν άδεια διαμονής και άρα να «πιστοποιήσουν» και τυπικά το υπαρκτό γεγονός της κοινωνικής τους ένταξης θα οδηγήσει μοιραία στη δημιουργία ενός παράδοξου νομικού καθεστώτος, αφού εντελώς ίδιες πραγματικές καταστάσεις θα υπάγονται σε ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους ρυθμίσεις.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη κι αν γίνει αποδεκτή η νόμιμη διαμονή, δεν παύει να είναι εξαιρετικά αυστηρός και περιοριστικός ο όρος της κατοχής άδειας αορίστου χρόνου ή επί μακρόν διαμένοντος, αφού πρακτικά και επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε κάποιον που ζει νομίμως επί δέκα έτη στη χώρα με συνεχείς ανανεώσεις νόμιμης διετούς άδειας και σε κάποιον που ζει ίδια χρόνια έχοντας λάβει στο τέλος μια αναβαθμισμένη άδεια.
Σε όλα τα παραπάνω γνωρίζω και σέβομαι απόλυτα τον αντίλογο. Οι ρυθμίσεις που προώθησε η κυβέρνηση επιχειρούν προφανώς να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει νέα αρνητική απόφαση εκ μέρους του ΣτΕ και έτσι επέδειξαν «υπερβάλλοντα ζήλο» ως προς τις ασφαλιστικές δικλίδες. Ομως θεωρώ εσφαλμένη και πολιτικά φοβική την προσέγγιση αυτή, διότι η νομολογία δεν είναι αναλλοίωτη αλλά επηρεάζεται από τα κοινωνικά ρεύματα και από το πολιτικό κλίμα αλλαγής, δεδομένου μάλιστα ότι η πλειονότητα της κοινωνίας υπήρξε εξαρχής θετική ως προς το θέμα των ανήλικων τέκνων.
Τέλος, φρονώ ότι οι διατάξεις αυτές θα είχαν ενδεχομένως ένα νόημα μόνο εάν ταυτόχρονα συνοδεύονταν από μια γενναία πολιτική μαζικής νομιμοποίησης μεταναστών, ώστε όλοι οι γονείς που έχουν ζήσει χωρίς χαρτιά επί μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα μας να έχουν τη δυνατότητα να τακτοποιηθούν και να λάβουν με εύκολο τρόπο τις σχετικές άδειες που απαιτούνται, ώστε στη συνέχεια να εξασφαλίσουν και την ιθαγένεια που δικαιούνται όλα τα παιδιά εκείνα που δεν έχουν γνωρίσει άλλη χώρα ως πατρίδα παρά μόνο την Ελλάδα.