Στο ιδρυτικό κείμενο του επιστημονικού σοσιαλισμού, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι Μαρξ και Ένγκελς εξηγούν πως: «..Οι κομμουνιστές δε σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα ενάντια σε άλλα κόμματα της εργατικής τάξης… Δεν έχουν δικά τους συμφέροντα διαφορετικά από αυτά του προλεταριάτου σαν σύνολο… Δε θέτουν καμία σεχταριστική αρχή από μόνοι τους, με την οποία να σχηματοποιήσουν και να βάλουν σε καλούπι το προλεταριακό κίνημα… Οι κομμουνιστές ξεχωρίζουν από τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης μόνο από τα εξής: 1) Στους εθνικούς αγώνες των προλεταρίων διαφορετικών χωρών τονίζουν και φέρνουν στην επιφάνεια τα κοινά συμφέροντα του προλεταριάτου σαν σύνολο, ανεξαρτήτου εθνικότητας. 2) Στα διάφορα στάδια ανάπτυξης από τα οποία πρέπει να περάσει ο αγώνας της εργατικής τάξης, αυτοί πάντα και παντού αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα του κινήματος σαν σύνολο… Οι κομμουνιστές συνεπώς είναι, από τη μια μεριά, στην πράξη το πιο πρωτοπόρο και αποφασιστικό τμήμα των κομμάτων της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα, το τμήμα εκείνο που σπρώχνει μπροστά και όλους τους υπόλοιπους. Από την άλλη μεριά, θεωρητικά, σε σχέση με την τεράστια μάζα του προλεταριάτου, έχουν το πλεονέκτημα της καθαρής κατανόησης της κατεύθυνσης, των συνθηκών και των συνολικών αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος..» (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, Τόμος 1).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ξεκίνησαν την πολιτική τους δράση σαν μια φράξια του Δημοκρατικού Κόμματος στη Γερμανία. Με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, αυτό ήταν αναπόφευκτο. Ο Ένγκελς στο άρθρο του «Ο Μαρξ και η νέα Επιθεώρηση του Ρήνου» (1848-49) γράφει για τις μικρές δυνάμεις της Κομμουνιστικής Λίγκας, μιας παράνομης προπαγανδιστικής ομάδας που δημιουργήθηκε από την πρώην «Λίγκα του Δικαίου», και για το ρόλο της στη Γερμανία, την περίοδο της επανάστασης του 1848: «..Οι λίγες εκατοντάδες μέλη της Λίγκας εξαφανίστηκαν μέσα στην εκπληκτική μάζα που είχε ξαφνικά ριχτεί με ορμή μέσα στο κίνημα. Έτσι, το γερμανικό προλεταριάτο εμφανίστηκε καταρχήν στο πολιτικό επίπεδο σαν ένα ακραίο δημοκρατικό κόμμα..» (Μαρξ –Ένγκελς, «Άπαντα», Τόμος 3).
Οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού ξεκινούσαν πάντα από το κίνημα, όπως ήταν, και εφάρμοζαν τις πιο επιδέξιες τακτικές, έτσι ώστε να συνδεθούν με το πραγματικό μαζικό κίνημα και να το διαποτίσουν με το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού. Αυτό σήμαινε, αρχικά, εμφάνιση ως η ακραία αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Η δουλειά του Μαρξ γύρω από τη «Νέα Επιθεώρηση του Ρήνου» υπήρξε ένα μοντέλο επαναστατικής αγκιτάτσιας, που συνδύαζε τον αγώνα για τα πιο προχωρημένα δημοκρατικά αιτήματα με μια αδυσώπητη υπεράσπιση των ανεξάρτητων συμφερόντων του προλεταριάτου.
«..Με αυτό τον τρόπο..», εξήγησε ο Ένγκελς, «..όταν ιδρύσαμε μια μεγάλη εφημερίδα στη Γερμανία, η σημαία μας καθορίστηκε σαν κάτι φυσικό. Μπορούσε να είναι μόνο αυτή της δημοκρατίας, αλλά μιας δημοκρατίας, η οποία πάντα έδινε έμφαση στον ειδικό χαρακτήρα του προλεταριάτου, ο οποίος δεν μπορούσε ακόμα να χαραχτεί μια για πάντα πάνω στη σημαία του. Αν δε θέλαμε να το κάνουμε αυτό, εάν δε θέλαμε να σηκώσουμε το κίνημα και να το προσκολλήσουμε στο ήδη υπάρχον, πιο πρωτοπόρο, ενεργό κομμάτι του προλεταριάτου, για να το σπρώξουμε μπροστά, τότε δε θα υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουμε, παρά να κηρύξουμε τον κομμουνισμό σε ένα μικρό επαρχιακό φύλλο και να ιδρύσουμε μια πολύ μικρή σέχτα αντί ενός μεγάλου κόμματος για δράση. Αλλά είχαμε ήδη σιχαθεί το ρόλο των ιεροκηρύκων στην ερημιά, είχαμε μελετήσει τους ουτοπιστές πολύ καλά και δεν είχαμε φτιάξει γι’ αυτό το σκοπό το πρόγραμμα μας…» (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, Τόμος 3).
Μετά τις ήττες των επαναστάσεων των 1848-49, υπήρξε μια μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο καπιταλισμό, ο οποίος βρισκόταν ακόμα στο προοδευτικό του στάδιο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν το προέβλεψαν αυτό και βάσισαν τις προοπτικές τους σε μια σχετική γρήγορη ανάκαμψη του επαναστατικού κινήματος. Μόνο αργότερα κατάλαβαν το λάθος τους και προσάρμοσαν κατάλληλα τις προοπτικές και τις τακτικές τους. Είναι όμως απαραίτητο να πούμε πως αυτό δεν είναι ένα λάθος στη μέθοδο, αλλά μόνο στη χρονική τοποθέτηση. Παρόμοια λάθη έχουν γίνει πολλές φορές από μαρξιστές στο παρελθόν, ειδικά στο πεδίο των οικονομικών προοπτικών, οι οποίες είναι ένα τρομερά δύσκολο πεδίο εξαιτίας, εκτός των άλλων παραγόντων, και της καθυστέρησης της έκδοσης των στατιστικών, όπως εξήγησε ο Ένγκελς. Τέτοια λάθη, που είναι αναπόφευκτα, με κανένα τρόπο δε μειώνουν την επιστημονική αξία των μαρξιστικών προοπτικών, αλλά απλά υπογραμμίζουν τη μεγάλη πολυπλοκότητα της πρόβλεψης σε ένα πεδίο που εμπεριέχει άπειρα περισσότερες μεταβλητές από ό,τι για παράδειγμα η αστρονομία.
Για μια περίοδο δύο δεκαετιών, στις οποίες η επανάσταση ήταν «έκτος ατζέντας», οι Μαρξ και Ένγκελς επίμονα αναδιοργάνωσαν ό,τι είχε απομείνει από την Κομμουνιστική Λίγκα του 1850 και καταπιάστηκαν με την ανάπτυξη και την εμβάθυνση της θεωρίας του σοσιαλισμού, εκπαιδεύοντας τα στελέχη ένα-ένα. Σπάζοντας στην πράξη με τις μικρές ομάδες της «επαναστατικής» εξορίας, οι Μαρξ και Ένγκελς έστρεψαν την προσοχή τους στο βρετανικό εργατικό κίνημα, πρώτα στους «Χαρτιστές» στους οποίους διένειμαν τακτικά τον Τύπο τους και μετά στα συνδικάτα.
Η Κομμουνιστική Λίγκα ήταν από την αρχή μια διεθνής οργάνωση. Παρ’ όλα αυτά, η ίδρυση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης (ΔΕΕ), της Πρώτης Διεθνούς, το 1864, αντιπροσώπευε ένα ποιοτικό βήμα μπροστά. Το ιστορικό καθήκον των υπερασπιστών του επιστημονικού σοσιαλισμού στην Πρώτη Διεθνή ήταν η διάδοση των βασικών αρχών του προγράμματος, της στρατηγικής και των τακτικών του, συμμετέχοντας σε μια πολιτικά ανομοιογενή διεθνή οργάνωση, που αποτελούνταν μεταξύ άλλων από Βρετανούς ρεφορμιστές συνδικαλιστές, Γάλλους προυντονιστές, Ιταλούς υποστηρικτές του Ματσίνι, αναρχικούς κλπ. Συνδυάζοντας τη σταθερότητα στις αρχές με τη μεγάλη ευελιξία στις τακτικές, βαθμιαία οι Μαρξ και Ένγκελς κέρδισαν την πλειοψηφία. Σ’ ένα γράμμα του στον Ένγκελς, ο Μαρξ ανέφερε χαρακτηριστικά πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει τρομερή ευελιξία, όταν πολεμούσε τις προκαταλήψεις των Βρετανών συνδικαλιστών. Με μια εκπληκτικά εύστοχη φράση, ο Μαρξ έγραφε πως ο ίδιος ήταν πάντα «ήπιος στη μορφή, αλλά άκαμπτος στο περιεχόμενο». Αυτό εκφράζει χαρακτηριστικά την προσέγγιση του Μαρξ πάνω στο ζήτημα του πώς πρέπει να δουλεύουν οι επαναστάτες στις μαζικές εργατικές οργανώσεις.
Η ΔΕΕ πέτυχε να θέσει τα θεωρητικά θεμέλια για μια γνήσια Επαναστατική Διεθνή. Αλλά δεν ήταν ποτέ μία πραγματικά μαζική εργατική Διεθνής. Στην πραγματικότητα, ήταν μια προσδοκία για το μέλλον. Η ήττα της Παρισινής Κομμούνας του 1871 είχε αποπροσανατολιστικό αποτέλεσμα πάνω στις μικρές δυνάμεις της Πρώτης Διεθνούς, η οποία μπήκε σε κρίση που χειροτέρευσε από τις ίντριγκες των αναρχικών οπαδών του Μπακούνιν. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, για να προστατέψουν τη Διεθνή, ώστε να μην πέσει στα χέρια των μπακουνιστών, που ήθελαν να την υποτάξουν ολοκληρωτικά στις τυχοδιωκτικές μικροαστικές τους τακτικές, πρώτα μετακίνησαν το κέντρο της Διεθνούς στην Αμερική και το 1872 αποφάσισαν να κηρύξουν τη διάλυσή της. Έτσι, ενώ υπερασπίζονταν τις αρχές του διεθνισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς βρέθηκαν αναγκαστικά για μια περίοδο χωρίς μια διεθνή οργάνωση.
Η Σοσιαλιστική Διεθνής (Δεύτερη Διεθνής) ιδρύθηκε το 1889. Σε αντίθεση με την Πρώτη, η Δεύτερη Διεθνής ξεκίνησε σαν μια μαζική Διεθνής που ένωσε και οργάνωσε εκατομμύρια εργατών. Είχε στις γραμμές της μαζικά κόμματα και συνδικάτα στη Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Βέλγιο κ.α. Αλλά πάνω απ’ όλα υπερασπιζόταν, τουλάχιστον στα λόγια, τις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι, το μέλλον του παγκόσμιου σοσιαλισμού φαινόταν να είναι αισιόδοξο.
Όμως, η ατυχία της Δεύτερης Διεθνούς ήταν το γεγονός ότι δημιουργήθηκε σε μια περίοδο μακράς άνθησης του καπιταλισμού. Αυτό έθεσε τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ηγετικού στρώματος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συνδικάτων. Η περίοδος 1887-1914, υπήρξε η κλασική περίοδος της σοσιαλδημοκρατίας. Πάνω στη βάση της μακρόχρονης περιόδου της οικονομικής άνθησης, ήταν δυνατόν ο καπιταλισμός να κάνει παραχωρήσεις στην εργατική τάξη, και κατά κύριο λόγο στα ανώτερα στρώματα της. Τα συνδικάτα αύξησαν τις δυνάμεις τους σε 2 και 3 εκατομμύρια στη Γερμανία και στη Βρετανία αντίστοιχα και σε 300.000 στη Γαλλία. Γενικά, αυτή ήταν μια περίοδος μεταρρυθμίσεων, όχι επανάστασης. Υπήρξαν εξαιρέσεις, όπως η Ρωσική Επανάσταση του 1905, αλλά ο γενικός χαρακτήρας της περιόδου δεν ήταν επαναστατικός.
Πριν από το 1914, οι Λένιν, Τρότσκι, Λήμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, ήταν όλοι σοσιαλδημοκράτες. Στην πραγματικότητα, όμως, διεξήγαγαν έναν αγώνα για τη γνήσια επαναστατική πολιτική του μαρξισμού μέσα στη Δεύτερη Διεθνή. Ο μόνος που πραγματικά κατανόησε το ρόλο του επαναστατικού κόμματος ήταν ο Λένιν. Ακόμα και ο Τρότσκι – παρά τη σωστή προσέγγιση που είχε στις προοπτικές της Ρωσικής Επανάστασης – ήταν συγχυσμένος πάνω σε αυτό το ζήτημα ως το 1917.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μια επιφανής επαναστάτρια που προσπάθησε να πολεμήσει τις ρεφορμιστικές πολιτικές των ηγετών του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του SPD, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην αυθόρμητη κίνηση της τάξης και στη γενική απεργία. Κατάλαβε καλύτερα από τον Λένιν το ρόλο του Κάουτσκι και των επονομαζόμενων Γερμανών «αριστερών» (κεντριστών στην πραγματικότητα), επειδή μπορούσε να τους ζει από κοντά. Ο Λένιν είχε αρχικά ψευδαισθήσεις για τον Κάουτσκι και θεωρούσε τον εαυτό του «ορθόδοξο καουτσκιστή» περίπου μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Όμως, μόνο ο Λένιν προσπάθησε συστηματικά να δημιουργήσει ένα σταθερό και συμπαγές μαρξιστικό κόμμα, οδηγώντας τις εξελίξεις στο σημείο της διάσπασης το 1912 (δύο χρόνια πριν από τη διάσπαση της Διεθνούς). Για μια περίοδο σχεδόν 10 χρόνων, οι μαρξιστές και οι μενσεβίκοι έδρασαν σαν δύο φράξιες ενός κόμματος, του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το οποίο από το 1905 ήταν το μαζικό κόμμα της ρωσικής εργατικής τάξης.
Αν η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή οργανώνοντας μια επαναστατική φράξια μέσα στο SPD πριν το 1914, η Μαρξιστική Τάση θα μπορούσε να ήταν σε πολύ ισχυρή θέση κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οι Γερμανοί σπαρτακιστές βρέθηκαν σε μια σχετικά αδύναμη θέση, παρά την παρουσία μέσα στις γραμμές τους αναγνωρισμένων ηγετών της εργατικής τάξης όπως η Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λήμπκνεχτ, ο Φράντς Μέρινγκ και ο Λέο Γιόγκιχες. Στο ξεκίνημα της Γερμανικής Επανάστασης, το Νοέμβρη του 1918, η επαναστατική πτέρυγα δεν είχε πάνω από 2.000 μέλη σε όλη τη Γερμανία (μόνο 50 στο Βερολίνο, σύμφωνα με μια αναφορά του Ράντεκ).
Βεβαίως, είναι φυσικό η επαναστατική πτέρυγα να είναι μια μικρή μειοψηφία στην αρχή της επανάστασης, όταν οι πολιτικά άπειρες μάζες μπαίνουν στην αρένα της ιστορίας και αναπόφευκτα έλκονται από τις παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις και τους ηγέτες τους. Επιπρόσθετα, οι δυσκολίες των Γερμανών μαρξιστών αυξήθηκαν από το γεγονός πως η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ ήταν στη φυλακή. Όμως, αυτοί οι παράγοντες δεν εξαντλούν το ζήτημα, παρά υπογραμμίζουν επιπρόσθετα την απόλυτη αναγκαιότητα μιας ισχυρής οργάνωσης στελεχών, η οποία δεν αυτοσχεδιάζει ή ξεπερνιέται από τα γεγονότα, αλλά πρέπει να είναι προετοιμασμένη εκ των προτέρων μέσα από μια μακρόχρονη υπομονετική δουλειά.
Αυτό ήταν ακριβώς το τεράστιο πλεονέκτημα της λενινιστικής προσέγγισης πάνω στο κόμμα, σε αντίθεση με την προσέγγιση της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Στην αγώνα της ενάντια στη στενοκέφαλη ρεφορμιστική γραφειοκρατία του SPD, έδωσε τεράστια έμφαση στην αυθόρμητη κίνηση των μαζών. Αυτή η θέση είχε μια προοδευτική πλευρά, αλλά περιείχε και μια αδυναμία. Η αυθόρμητη επαναστατική δράση της εργατικής τάξης είναι το θεμελιώδες στοιχείο κάθε επανάστασης. Αλλά μια επαναστατική κατάσταση, από τη φύση της, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Είτε θα οδηγήσει σε μια επαναστατική αλλαγή στην κοινωνία, είτε θα καταλήξει σε μια τρομερή ήττα, τα αποτελέσματα της οποίας μπορεί να διαρκέσουν πολλά χρόνια.
Για να αξιοποιηθεί το πλεονέκτημα μιας επαναστατικής κατάστασης, είναι απαραίτητη η παρουσία του υποκειμενικού παράγοντα, του επαναστατικού κόμματος και της ηγεσίας του. Η ίδια η ταχύτητα των γεγονότων σε μια επανάσταση αποκλείει την πιθανότητα το προλεταριάτο να επεξεργαστεί όλα τα απαραίτητα μαθήματα πάνω στη βάση της «δοκιμής και του λάθους». Υπάρχει ελάχιστος χώρος για πειράματα και κάθε αποτυχία πληρώνεται με ένα τεράστιο κόστος. Η εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης το 1919-1923 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αντίθετα με τον Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ απέτυχε να χτίσει μια σταθερή οργάνωση στελεχών πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης. Η απουσία σταθερών κι εκπαιδευμένων στελεχών οδήγησε τους σπαρτακιστές σε σωρεία λαθών με ολέθρια αποτελέσματα. Στο πρώτο Συνέδριο των σπαρτακιστών το Δεκέμβρη του 1918, η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ μειοψήφησαν στο ζήτημα της συμμετοχής στις εκλογές. Ενώ η Ρόζα καταλάβαινε πολύ καλά τη σπουδαιότητα της προσέγγισης των μαζικών οργανώσεων, τα νέα και ανεκπαίδευτα μέλη του κόμματος είχαν μια ανυπόμονη και υπερ-αριστερή θέση, που βοήθησε στην απομόνωσή τους από τις μάζες των σοσιαλδημοκρατικών μαζών, και ειδικά των υποστηρικτών του αριστερού ρεύματος των «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών.
Κάτω από την πίεση των μαζών, οι «αριστεροί» είχαν διασπαστεί από το SPD τον Απρίλη του 1917, με 120.000 μέλη. Στην αρχή οι Σσαρτακιστές, σωστά ενσωματώθηκαν στους «ανεξάρτητους» (το USPD), αλλά μετά έφυγαν πρόωρα στο τέλος του 1918, ισχυριζόμενοι πως «το να παραμείνουμε και άλλο θα έθετε σοβαρά σε κίνδυνο το καθήκον μας απέναντι στο προλεταριάτο και απέναντι στο σοσιαλισμό και την επανάσταση» («Η Γερμανική Επανάσταση και η διαμάχη για την ισχύ των Σοβιέτ»).
Είναι καθαρό από τα αρχεία πως η Ρόζα είχε αμφιβολίες για την αποχώρηση από το USPD και ο Γιόγκιχες ήταν σταθερά αντίθετος. Αλλά, έχοντας αποτύχει στο χτίσιμο εκπαιδευμένων μαρξιστικών στελεχών, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την υπερ-αριστερή διάθεση των νέων μελών, οι οποίοι είχαν κινηθεί πιο μπροστά από την τάξη.
Το ότι αυτό ήταν σφάλμα αποδείχτηκε από την επακόλουθη εξέλιξη του USPD. Μέσα από την εμπειρία της επανάστασης, η βάση κινήθηκε απότομα προς τ’ αριστερά και ήρθε σε αντίθεση με τους κεντριστές ηγέτες. Τον Οκτώβρη του 1920, στο Συνέδριο του Χάλε, το USPD διασπάστηκε και η πλειοψηφία προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το «απομεινάρι» διατηρήθηκε ως το 1922, όταν οι περισσότεροι από τους ηγέτες του επέστρεψαν – εκεί που ανήκαν πάντα – στο SPD.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ ήταν αναμφισβήτητα γίγαντες. Αλλά όταν δολοφονήθηκαν το 1919, η ηγεσία της επανάστασης αποκεφαλίστηκε. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει πως η κίνηση της εργατικής τάξης θα υπάρξει και χωρίς εμάς. Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη θέληση των εργατών ν’ αλλάξουν την κοινωνία. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Οι Γερμανοί εργάτες πολέμησαν σαν τίγρεις στην περίοδο 1918-23. Αν η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ δεν είχαν δολοφονηθεί, οι Γερμανοί εργάτες θα μπορούσαν χωρίς αμφιβολία να είχαν πάρει την εξουσία το 1923. Το ίδιο ισχύει και για τον Τζέιμς Κόνολλυ στη μεγάλη Ιρλανδική Επανάσταση, όπου ο θάνατος του το 1916 στέρησε την ηγεσία από τους Ιρλανδούς εργάτες. Όμως, όπως η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκντεχτ, έτσι και ο Κόνολλυ δεν είχε χτίσει ένα επαναστατικό κόμμα, βασισμένο σε σταθερές μαρξιστικές αρχές.
«..Η Τρίτη Διεθνής γεννήθηκε απευθείας μέσα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο..», εξηγούσε ο Τρότσκι. «..Είναι αλήθεια πως πολύ πριν από αυτήν, πολύ διαφορετικές τάσεις διεξήγαγαν αγώνες μέσα στη Δεύτερη Διεθνή, αλλά ακόμα και το πιο αριστερό κομμάτι, που αντιπροσώπευε ο Λένιν, απείχε πολύ από τη θεώρηση πως η επαναστατική ενότητα της εργατικής τάξης θα πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από ένα συνολικό σπάσιμο με τη σοσιαλδημοκρατία. Ο οπορτουνιστικός εκφυλισμός των εργατικών κομμάτων είναι συνδεδεμένος με την περίοδο άνθησης του καπιταλισμού στο τέλος του τελευταίου και στην αρχή αυτού του αιώνα και αποκαλύφθηκε ολοκληρωτικά, μόνο τη στιγμή που ο πόλεμος έθεσε καθαρά το ερώτημα: υπέρ των εθνικών αστικών τάξεων ή ενάντιά τους; Η πολιτική ανάπτυξη έκανε ένα ξαφνικό άλμα το 1914 και – για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Χέγκελ – “η συγκέντρωση ποσοτικών αλλαγών ξαφνικά απέκτησε ένα ποιοτικό χαρακτήρα..”» (Τρότσκι, Γραπτά 1933-36).
Πότε ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής; Κατ’ αρχάς, μπορεί να πει κανείς πως ιδρύθηκε το 1914, όταν ο Λένιν έκοψε από την παλιά Διεθνή και προέβλεψε την ανάγκη μιας νέας Διεθνούς. Απέρριψε ακόμα και το όνομα «σοσιαλδημοκράτης», χαρακτηρίζοντάς το «βρώμικο ρούχο που πρέπει ν’ αλλαχτεί από ένα νέο».
Όμως, ο Λένιν εκείνη τη στιγμή ήταν τελείως απομονωμένος. Ο Τρότσκι υπολογίζει πως ήταν σε επαφή πιθανά με 1-2 ντουζίνες υποστηρικτές στην εξορία. Στη Συνδιάσκεψη των Σοσιαλιστών που ήταν ενάντια στο πόλεμο, στο χωριό Τσίμερβαλντ της Ελβετίας το 1915, ο Λένιν αστειεύτηκε λέγοντας πως «θα μπορούσες να βάλεις όλους του Διεθνιστές του κόσμου μέσα σε δύο βαγόνια». Και παρά το ότι η νέα Διεθνής υπήρχε ήδη σαν πρόγραμμα και ιδέα από το 1914, ουσιαστικά οι μαζικές δυνάμεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς δημιουργήθηκαν μόνο πάνω στη βάση των μεγάλων γεγονότων την περίοδο 1917-1923.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μαζικά κόμματα της νέας Διεθνούς δημιουργήθηκαν μέσα από διασπάσεις από τα παλιά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Οι σέχτες αρκούνται ν’ αναφέρουν τα γραπτά του Λένιν της περιόδου 1914-17, όταν επέμενε στην ανάγκη ενός συνολικού σπασίματος με τη σοσιαλδημοκρατία, «αυτό το βρωμερό σώμα», όπως την αποκαλούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Αλλά, ο Λένιν είχε στο μυαλό του ένα σπάσιμο με τους ρεφορμιστές σαν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός αγώνα εναντίον τους και όχι μιας πράξης σωτηρίας εκτός τόπου και χρόνου. Αποζητούσε μια διάσπαση με τους σοσιαλδημοκράτες όχι για να σώσει τη δική του ψυχή, αλλά για ν’ αποσπάσει τις μάζες μακριά από τον σοσιαλπατριωτισμό» (Τρότσκι, Γραπτά 1935-36).
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, γεννήθηκαν κομμουνιστικές τάσεις μέσα σε όλα τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Στη Γαλλία, οι κομμουνιστές κέρδισαν τη πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Συνέδριο της Τουρ (1920). Η δεξιά πτέρυγα αποχώρησε με 30.000 μέλη, όμως, στην πραγματικότητα, αυτό που κατάφερε ήταν απλά να διατηρήσει μία βάση μέσα στα πιο καθυστερημένα και νωθρά στρώματα της εργατικής τάξης. Όπως προαναφέραμε οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είχαν διασπαστεί τον Απρίλη του 1917, όταν η κεντριστική πτέρυγα με ηγέτη τον Κάουτσκι ίδρυσε το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Αυτό το μαζικό κεντριστικό κόμμα διασπάστηκε με τη σειρά του τον Οκτώβρη του 1917, στο συνέδριο του Χάλε. Η πλειοψηφία ενώθηκε μαζί με του σπαρτακιστές, για να φτιάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας, ένα μαζικό κόμμα με 21 καθημερινές εφημερίδες. Παρόμοιες εξελίξεις είχαμε στην Τσεχοσλοβακία, στην Ιταλία, στη Βουλγαρία, στη Νορβηγία και σε άλλες χώρες.
Η Τρίτη (Κομμουνιστική) Διεθνής βρέθηκε σ’ ένα ποιοτικά υψηλότερο επίπεδο από τις δύο προηγούμενες. Υπερασπίστηκε ένα καθαρά επαναστατικό διεθνιστικό πρόγραμμα και είχε μια μαζική βάση εκατομμυρίων. Για άλλη μία φορά, φάνηκε πως η μοίρα της παγκόσμιας επανάστασης ήταν σε καλά χέρια. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότερες ηγεσίες των νέων κομμουνιστικών κομμάτων ήταν άπειρες. Δεν είχαν τις θεωρητικές βάσεις και την εμπειρία των ηγετών του ρωσικού κόμματος. Έκαναν πολλά λάθη, κυρίως υπερ-αριστερού χαρακτήρα, ειδικά την πρώτη περίοδο της Διεθνούς.
Στο Δεύτερο Συνέδριο της «Κομιντέρν» (Κομμουνιστική Διεθνής), οι Λένιν και Τρότσκι διεξήγαγαν έναν σκληρό αγώνα ενάντια στην «παιδική αρρώστια» του υπερ-αριστερισμού. Το μανιφέστο του Δεύτερου Συνεδρίου, γραμμένο από τον Τρότσκι, αναφέρει πως: «..Η Κομμουνιστική Διεθνής είναι το παγκόσμιο κόμμα της προλεταριακής εξέγερσης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεν έχει κανένα σκοπό και καθήκον δικό της ξέχωρα από εκείνα της ίδιας της εργατικής τάξης. Οι φιλοδοξίες των μικρών σεχτών, που κάθε μια θέλει να σώσει την εργατική τάξη με το δικό της τρόπο, είναι ξένες και εχθρικές προς το πνεύμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δε βάζει καμιά πανάκεια ή μαγική φόρμουλα, αλλά βασίζεται στη διεθνή εμπειρία του παρελθόντος και του παρόντος της εργατικής τάξης, καθαρίζει αυτή την εμπειρία από όλες τις απερισκεψίες και τις διαστρεβλώσεις, γενικεύει τις κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν και αναγνωρίζει μόνο εκείνες τις επαναστατικές φόρμουλες που είναι φόρμουλες μαζικής δράσης..» (Τρότσκι: Τα πρώτα 5 χρόνια της «Κομιντέρν», Τόμος 1.).
Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται επίσης ότι: «..Διεξάγοντας έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια στο ρεφορμισμό, στα συνδικάτα και ενάντια στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και καριερισμό, η Κομμουνιστική Διεθνής καταδικάζει την ίδια στιγμή όλες τις σεχταριστικές εκκλήσεις εγκατάλειψης των γραμμών των μαζικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή γυρίσματος της πλάτης στους κοινοβουλευτικούς και δημοτικούς θεσμούς. Οι κομμουνιστές δεν ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους από τις μάζες, που εξαπατώνται και προδίδονται από τους ρεφορμιστές και τους πατριώτες, αλλά εμπλέκονται σε έναν ασυμβίβαστο αγώνα μέσα στις μαζικές οργανώσεις και τους θεσμούς που φτιάχτηκαν από την αστική κοινωνία, με σκοπό να τους ανατρέψουν με τον πιο ασφαλή και γρήγορο τρόπο..»
Υπερ-αριστερές διαθέσεις, που αντανακλούσαν ανυπομονησία και απειρία, ήταν πολύ διαδεδομένες σε τμήματα των κομμουνιστών ηγετών στη Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία και Ιταλία. Οι συνήθεις διακηρύξεις ήταν η απόρριψη του κοινοβουλευτικού εκλογικού αγώνα, η άρνηση της δουλειάς στα ρεφορμιστικά συνδικάτα και μια σεχταριστική στάση απέναντι στα ρεφορμιστικά μαζικά κόμματα. Ο Λένιν και ο Τρότσκι πολέμησαν αυτές τις ιδέες, υιοθετώντας την τακτική του Ενιαίου Μετώπου σαν ένα τρόπο δημιουργίας μιας γέφυρας προς τις μάζες των σοσιαλδημοκρατών εργατών. Στην περίπτωση της Βρετανίας προχώρησαν ακόμα περισσότερο, υποστηρίζοντας πως το ΚΚ θα πρέπει να προσπαθήσει να εισχωρήσει στο Εργατικό Κόμμα.
Το βιβλίο του Λένιν «Αριστερισμός – η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» γράφτηκε, για ν’ απαντήσει στα επιχειρήματα των «Αριστερών», που επανεμφανίζονται συνέχεια στα γραπτά των σεχτών. Ο Λένιν εξήγησε πως «..ήταν έγκλημα να διασπάσεις τους πιο πρωτοπόρους εργάτες από τις μάζες..» και πως τέτοιες τακτικές, αντί να αποδυναμώνουν τις γραφειοκρατίες των συνδικάτων, αντίθετα βοηθούν στην ενδυνάμωσή τους. «..Το να αρνείσαι τη δουλειά στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει ότι εγκαταλείπεις τις υπανάπτυκτες ή οπισθοδρομικές μάζες των εργατών στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της μπουρζουαζίας, της εργατικής αριστοκρατίας ή των εργατών που έγιναν ολοκληρωτικά αστοί… Αν θέλεις να βοηθήσεις τις μάζες και να κερδίσεις τη συμπάθεια και την υποστήριξή τους, δε θα πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες ή τις μικροενοχλήσεις, το δικολαβισμό, τις προσβολές και τους διωγμούς από τους ηγέτες (που όντας οπορτουνιστές και σοσιαλ-σοβινιστές, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένοι με τους αστούς και την αστυνομία), αλλά πρέπει απόλυτα να δουλεύεις εκεί που οι μάζες μπορούν να βρεθούν. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για την οποιαδήποτε θυσία, για υπερπήδηση και των μεγαλύτερων εμποδίων, με στόχο τη διεξαγωγή αγκιτάτσιας και προπαγάνδας, συστηματικά, επίμονα, συνεχώς και υπομονετικά σε εκείνους τους θεσμούς της κοινωνίας και τις ενώσεις – ακόμα και στις πιο αντιδραστικές – στις οποίες μπορεί να βρεθούν προλεταριακές και ημι-προλεταριακές μάζες» (Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31,).
Ο Λένιν εξήγησε πως οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν ακόμα και παράνομη δουλειά στα συνδικάτα «Zubatof», που φτιάχτηκαν από την τσαρική αστυνομία, για να κρατήσουν τους εργάτες μακριά από τις επαναστατικές ιδέες. Ο Λένιν συμβούλευσε το μικρό βρετανικό ΚΚ να στραφεί προς τα συνδικάτα και το Εργατικό Κόμμα. Στις βρετανικές εκλογές συμβούλευσε το κόμμα να κατεβάσει υποψήφιους μόνο σε μερικές ασφαλείς περιφέρειες, όπου δεν υπήρχε δηλαδή κανένας κίνδυνος διάσπασης των ψήφων που θα ευνοούσε τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους σε βάρος του Εργατικού Κόμματος και πρότεινε να δοθεί κριτική υποστήριξη στους υποψήφιους του Εργατικού Κόμματος σε όλες τις άλλες περιφέρειες. «..Θα μπορούσαμε να κατεβάσουμε τους δικούς μας υποψήφιους σε πολύ λίγες αλλά απόλυτα ασφαλείς εκλογικές περιφέρειες, δηλαδή σε εκλογικές περιφέρειες όπου ο δικός μας υποψήφιος δε θα μπορούσε να δώσει την οποιαδήποτε έδρα στους Φιλελεύθερους σε βάρος των Εργατικών υποψηφίων. Θα μπορούσαμε να συμμετάσχουμε στην εκλογική καμπάνια μοιράζοντας προκηρύξεις, προπαγανδίζοντας τον κομμουνισμό και σε όλες τις περιφέρειες στις οποίες δεν θα έχουμε υποψηφίους θα προτρέπουμε τους εκλογείς να ψηφίσουν υπέρ του Εργατικού υποψήφιου και κατά του αστού υποψήφιου» (Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31).
Η πολιτική του Λένιν εφαρμόστηκε τελικά από το βρετανικό Κ.Κ και για ένα διάστημα πέτυχε πολύ καλά αποτελέσματα. Παρά τα λάθη του, το ΚΚ απόκτησε σημαντική απήχηση μέσα στο Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία και κατάφερε να αποκτήσει προσβάσεις μέσα στους σοσιαλδημοκράτες.
Αν τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν παραμείνει πιστά στις αντιλήψεις του Λένιν, η επιτυχία της επανάστασης θα μπορούσε να είναι εγγυημένη. Αργότερα ο σταλινικός εκφυλισμός της Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσε την καταστροφή. Τα υπερ-αριστερά ζιγκ-ζαγκ της ρωσικής γραφειοκρατίας οδήγησαν στην πολιτική της «Τρίτης Περιόδου» και του «σοσιαλ-φασισμού», με καταστροφικά αποτελέσματα για την Κομιντέρν. Το χειρότερο αποτέλεσμα ήταν στη Γερμανία, όπου η παρανοϊκή πολιτική του «σοσιαλ-φασισμού» διέσπασε και παρέλυσε το πανίσχυρο γερμανικό εργατικό κίνημα και επέτρεψε στον Χίτλερ να έρθει στην εξουσία το 1933.