Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του Κλάουντιο Μπελότι, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που αρχικά δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο στο ιταλικό μαρξιστικό περιοδικό Falce Martello και αποτελεί μια κριτική στις θέσεις του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την κρίση και τη διέξοδο απ’ αυτήν ενόψει των ευρωεκλογών.
Ο Τσίπρας επιλέχθηκε από το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) ως υποψήφιος για την προεδρεία της ΕΕ. Προσφέρει το πρόγραμμα του λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ευρώπη;
Στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η κρίση που πλήττει την ευρωζώνη είναι κομβικής σημασίας. Σε παγκόσμια κλίμακα, η κρίση απέχει πολύ από το να τελειώσει, παρά την πρόσφατη ανεμική ανάκαμψη των ΗΠΑ. Οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί από την αστική τάξη παγκόσμια δεν είναι παρά «μπαλώματα» που έχουν καταφέρει μόνο να δημιουργήσουν νέες αντιθέσεις και προβλήματα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Οι ηγέτες της αστικής τάξης, πολιτικοί και «τεχνοκράτες», μεταπηδούν από τη μία λύση στην άλλη, ενώ οι ρεφορμιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος, σε σύγχυση, απλά ακολουθούν, όντας ανίκανοι να καταλάβουν ή ακόμα και να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά της κρίσης.
Η παγκοσμιοποίηση σε κρίση
Σύμφωνα με μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε για τους Financial Times, η διεθνής ροή κεφαλαίων (τέλος του 2013) είναι 70% χαμηλότερη σε σχέση με πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Το παγκόσμιο εμπόριο που στην αιχμή της μεταπολεμικής ανάπτυξης αυξανόταν κατά περίπου 10% ετησίως ή περισσότερο, αυξήθηκε λιγότερο από 3% το 2013. Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και αγαθών ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που προώθησαν την οικονομική ανάπτυξη τις προηγούμενες λίγες δεκαετίες. Η όλο και μεγαλύτερη συγχώνευση των αγορών παγκόσμια και η κολοσσιαία ανάπτυξη του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας ήταν τα εργαλεία που επέτρεψαν στον καπιταλισμό να ξεπεράσει εν μέρει τα όρια του έθνους κράτους, μαζί με την ογκώδη αύξηση του χρέους και τη μαζική δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου σε διεθνή κλίμακα, γεγονός που βοήθησε στην προσωρινή απόκρυψη της υπερπαραγωγής.
Σήμερα και οι δύο αυτοί μηχανισμοί έχουν φτάσει στα όρια τους και με μία έννοια η παγκοσμιοποίηση ξανατυλίγει το φιλμ ανάποδα. Οι αγορές κατακερματίζονται σε εθνική βάση, κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις τράπεζες να αποσύρονται στις εθνικές τους αγορές.
Επίσης, στο βιομηχανικό μέτωπο υπάρχει το εντεινόμενο φαινόμενο του επαναπατρισμού, δηλαδή μέρος της παραγωγής επιστρέφει εντός συνόρων. Μετά από δεκαετίες που το βασικό σύνθημα στη βιομηχανία, σε όλες τις βασικές βιομηχανικές χώρες ήταν η έξοδος, ο στόχος γίνεται τώρα η αύξηση της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, συζητά ένα στόχο αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής από 16 σε 20 % του ΑΕΠ, δηλαδή αύξησή της κατά το ένα τέταρτο μέχρι το 2020.
Ακόμη και το Διαδίκτυο, ένα μέσο παραγωγής, κατανάλωσης και ανταλλαγής το ίδιο, που εμφανίστηκε εξαρχής σε παγκόσμια κλίμακα, κινδυνεύει να κατακερματιστεί από τις οικονομικές και πολιτικές συγκρούσεις για τον έλεγχο και τη δομή του, σε σημείο η Άνγκελα Μέρκελ να προτείνει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Διαδικτύου ως εγγύηση απέναντι στην κυριαρχία των ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα.
Η κρίση έχει βίαια αποκαλύψει ποια είναι η πραγματική κατάσταση: παρόλη τη συζήτηση για την ιδιωτική πρωτοβουλία, τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά, το σύστημα δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την αποφασιστική στήριξη του κράτους.
Μετά από την κρίση του 1929, η διάδοση του προστατευτισμού ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην επιδείνωση της κρίσης. Μια παρόμοια εξέλιξη σήμερα θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερους σπασμούς και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η αστική τάξη προσπαθεί να το αποφύγει με κάθε τρόπο, κάνοντας την μία σύνοδο κορυφής μετά την άλλη σε μία προσπάθεια να βρεθούν «κοινές λύσεις» και «κοινές πολιτικές» που μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο παρόμοιας κατάρρευσης.
Ολόκληρη η ιστορία του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα καταδεικνύει πώς οι παραγωγικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί από τον καπιταλισμό, έχουν υπερβεί οριστικά όχι μόνο τα όρια της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων της παραγωγής, αλλά και τους εξίσου στενούς περιορισμούς του έθνους κράτους. Καμία χώρα δεν μπορεί να δραπετεύσει την κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς σε ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο τα αγαθά και τα μέσα της παραγωγής, ειδικά στους προηγμένους τομείς, δημιουργούνται και αναπτύσσονται βάσει ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας από τον οποίο κανένας δεν μπορεί να δραπετεύσει, εκτός αν θέλει να αντιμετωπίσει μία οικονομική κατάρρευση. Από αυτήν την άποψη, τα έθνη-κράτη, και ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν καταστεί τόσο ξεπερασμένα ιστορικά, όπως ήταν τα μικροσκοπικά κρατίδια στα οποία η Ιταλία και η Γερμανία είχαν κατακερματιστεί πριν από την εθνική τους ενοποίηση. Η αστική τάξη αντιμετωπίζει μια αντίφαση στην οποία δεν υπάρχει καμία λύση στα πλαίσια του ίδιου του συστήματός της.
Σε μία προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια που είναι εγγενή στο σύστημα, η άρχουσα τάξη, υπό μια ορισμένη έννοια, έχει πάει πέρα από τα όρια του και αν αποφάσιζε να κάνει πίσω, αυτό θα σήμαινε ότι θα εκκινούσε μία διαδικασία με απρόβλεπτες συνέπειες.
Δεν είναι δυνατό να γυρίσουν πίσω τον τροχό της ιστορίας, να ελευθερώσουν το σύστημα από τις «υπερβολές» των προηγούμενων δεκαετιών και να επιστρέψουν στις «παλιές καλές ημέρες» της μεταπολεμικής περιόδου, σε ένα υποθετικά παραγωγικό, ισορροπημένο και υγιή καπιταλισμό βασισμένο στην πραγματική οικονομία και σε σχετικά σταθερές εμπορικές σχέσεις. Αντίθετα, η κρίση της παγκοσμιοποίησης θα οδηγήσει σε μεγαλύτερους κλυδωνισμούς που θα διαταράξουν περαιτέρω τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες.
Η κρίση στην Ευρωζώνη
Αυτά τα γεγονότα μας υπενθυμίσουν ότι η κρίση στην Ευρώπη είναι μόνο μια όψη της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Εντούτοις, με τον όρο παγκόσμια δεν εννοούμε ότι οι ίδιες διαδικασίες ξετυλίγονται σε κάθε χώρα συγχρόνως και με τον ίδιο τρόπο.
Η δημιουργία του ευρώ παρουσιάστηκε σαν ένα εργαλείο που μπορούσε να εγγυηθεί περισσότερο πλούτο, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών – ένα ισχυρό και αξιόπιστο νόμισμα που θα επέτρεπε φθηνό δανεισμό, θωράκιση ενάντια στον πληθωρισμό που είχε χτυπήσει σκληρά τις πιο αδύναμες χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης του ‘70.
Σήμερα, όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις έχουν μετατραπεί στο αντίθετό τους. Το ευρώ δεν είναι η αιτία της κρίσης, αλλά οι ακαμψίες που επιβάλλονται από την ίδια την ύπαρξή του έχει σαν αποτέλεσμα την όξυνση των αντιθέσεων μέσα στην Ευρώπη. Οι ανισότητες ανοίγουν ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, η πίστωση «στεγνώνει» και από ένα όργανο σωτηρίας των ευρωπαϊκών χωρών, το κοινό νόμισμα έχει μετατραπεί σε μία πέτρα γύρω από το λαιμό τους.
Εδώ βρίσκονται ριζωμένα τα αίτια για την όξυνση των συγκρούσεων και των ανταγωνισμών που έχουν πολιτικές, καθώς και οικονομικές επιπτώσεις.
Η κατάρρευση του ευρώ σήμερα θα ήταν καταστροφική και οι συνέπειες που θα είχε ένα τέτοιο γεγονός παγκόσμια θα ήταν απρόβλεπτες. Η νομισματική μετατροπή του δημόσιου χρέους και το αναπόφευκτο ξέσπασμα νομισματικών και εμπορικών πολέμων, θα προκαλούσε αναταραχή στις οικονομικές, εμπορικές και παραγωγικές συναλλαγές. Στις κρισιμότερες στιγμές της κρίσης χρέους το 2011, και ακόμα περισσότερο το 2012, η άρχουσα τάξη ατένισε την άβυσσο με τρόμο και έκανε βήματα πίσω από την άκρη του γκρεμού. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ντράγκι είπε ότι θα χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο για να αποτρέψει την κατάρρευση των εθνικών οικονομιών και με διάφορα μέσα η κρίση προσωρινά αποκλιμακώθηκε.
Δεδομένου ότι η μείωση των επιτοκίων δεν είχε σχεδόν καμία πρακτική επίδραση, ο Ντράγκι έχει κάνει κάθε δυνατή ενέργεια για να προσπεράσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το καταστατικό της ΕΚΤ (που την αποτρέπει από την υποστήριξη μεμονωμένων κρατών μελών με άμεση αγορά ομολόγων), με διάφορα προγράμματα της έμμεσης αγοράς, με γενναία χρηματοδότηση των τραπεζών για να μπορούν στη συνέχεια να εγγυηθούν για το δημόσιο χρέος κλπ.
Το μέγεθος αυτής της επιχείρησης δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι για την Ιταλία μόνο έχουν γίνει διαθέσιμα €270 δισεκατομμύρια γι’αυτές τις διαδικασίες (προς το παρόν το ποσό είναι μεταξύ €230 και €240 δισεκατομμυρίων). Επιπλέον, ο Ντράγκι ενέκρινε το αποκαλούμενο πρόγραμμα ΟΜΤ που θα επιτρέπει στην ΕΚΤ, υπό ορισμένους όρους, να αγοράσει ομόλογα κρατών, χωρίς να τίθενται όρια συναλλαγών a priori. Ο μηχανισμός του ΟΜΤ δεν έχει ενεργοποιηθεί μέχρι τώρα, αν και η απειλή ενεργοποίησής του έχει μερικώς αμβλύνει τα κερδοσκοπικά παιχνίδια πάνω στα δημόσια χρέη ευρωπαϊκών χωρών.
Η αβέβαιη φύση αυτής της κατάστασης, εντούτοις, είναι προφανής σε όλους και ως εκ τούτου έχουμε δύο αντίθετες απόψεις που αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής τάξης κάθε χώρας, οι οποίες εκφράζονται μέσα στα κόμματα της.
Ήδη το 2011 ο γερμανικός αντιπρόσωπος στην ΕΚΤ, Γιούνκερ, παραιτήθηκε λόγω της αντίθεσής του στην άμεση αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ. Πάλι, το 2012 ο Τζεν Γουαιντμαν επανέλαβε την αντίθεση της Bundesbank στις «μη συμβατικές» προτάσεις Ντράγκι, οι οποίες, εντούτοις, είχαν την υποστήριξη όλων των άλλων μελών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στο κέντρο της αντιπαράθεσης έχουμε πάντα το ίδιο ερώτημα: θα έπρεπε να υπάρξουν μορφές κοινής διαχείρισης του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη, και γενικότερα των οικονομικών κρίσεων (συμπεριλαμβανομένων των πιθανών τραπεζικών κρίσεων) ή κάθε χώρα να αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα με τους δικούς της πόρους;
Όλη η συζήτηση της περίφημης «τραπεζικής ένωσης» που υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε την αντιμετώπιση των τραπεζικών κρίσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – που θα αποσύνδεε την τραπεζική κρίση με την κρίση χρέους των κρατών – έχει αποδειχθεί μια ακόμη χίμαιρα.
Αφού η ιδέα για μία σοβαρή χρηματοδότηση της ΕΕ σε πιθανά ελλείμματα τραπεζών έγινε καπνός (εάν ήταν ποτέ μια ρεαλιστική ιδέα), η συμφωνία που επιτεύχθηκε το Δεκέμβριο προβλέπει ότι οι χασούρες των τραπεζών θα επιβαρύνουν τους μετόχους, τους κατόχους ομολόγων και τους δανειολήπτες (με καταθέσεις πάνω από €100,000) με αυτή τη σειρά. Αυτό είναι μια φαινομενικά αυστηρή θέση (δηλ. όποιος είναι υπεύθυνος πληρώνει), η οποία εάν εφαρμοζόταν σε μια γενικευμένη κρίση θα άνοιγε πραγματικά τις πόρτες σε μια νέα συντριβή τύπου Lehman brothers. Τα κεφάλαια που θα υποστηρίξουν τις τράπεζες που καταρρέουν θα πρέπει να βρεθούν από τις ίδιες τις τράπεζες, σε εθνικό επίπεδο, με την στήριξη μιας ευρωπαϊκής «ομπρέλας». Αυτή η συνταγή θα ακολουθηθεί τα επόμενα 10 χρόνια(!), από ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης που θα είναι έτοιμο το 2026(!!) με 55 δισεκατομμύρια, ικανό ίσα ίσα να καλύψει την κρίση σε μία ή δύο μεσαίου μεγέθους τράπεζες.
Το σχόλιο στους The Financial Times (5 Ιανουαρίου 2014) που υπογράφεται από τον Wolfgang Münchau, επομένως, δεν εκπλήσσει:
«Η κρίση του ευρώ δεν έχει τελειώσει, αλλά μια σημαντική αλλαγή έχει συντελεστεί. Η πολιτική συζήτηση έχει λήξει. Η απόφαση να μην οργανωθεί ένα κοινό ταμείο για τις τράπεζες της Ευρωζώνης έχει κλείσει το τελευταίο παράθυρο σε οποιαδήποτε μορφή χρήσης του χρέους ως εργαλείου διαχείρισης της κρίσης. Όλη η ρύθμιση θα πραγματοποιηθεί μέσω του αποπληθωρισμού και της λιτότητας. Το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής βρίσκεται ακόμα μπροστά. Επιπλέον, έχει αποφασιστεί ότι το χρέος θα πρέπει να μειωθεί μέσω της αποπληρωμής του, όχι με πληθωρισμό, ή κούρεμα χρέους.
«Οποιοσδήποτε με μία στοιχειώδη γνώση οικονομικής ιστορίας γνωρίζει πως για να υλοποιηθεί αυτό θα απαιτηθεί ένα επιβλητικό σύνολο μέτρων, για να το θέσουμε ήπια. Οι μόνες διαθέσιμες πολιτικές καινοτομίες για την αντιμετώπιση των δυσκολιών είναι το πρόγραμμα συναλλαγών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μέχρι τώρα μη δοκιμασμένο OMT, μέσω του οποίου μπορεί να αγοράσει το χρέος των προβληματικών κρατών και ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας (ESM).» (What euro crisis watchers should look for in 2014, By Wolfgang Münchau. Financial Times, January 5, 2014)
Βλέπουμε εδώ πως η σύγκρουση μεταξύ της αποκαλούμενης «εθνικής ευθύνης» και των «ευρωπαϊκών λύσεων» συνεχίζεται σε μια σειρά αντιπαραθέσεων που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο της υποκριτικής πρόσοψης της «ευρωπαϊκής» αρμονίας, όπου από καιρό σε καιρό η μία πλευρά επιφέρει πλήγματα στην άλλη, χωρίς να έχουμε την οριστική επικράτηση της μία πλευράς πάνω στην άλλη. Πρόσφατα, η Bundesbank έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι σε περίπτωση βαθιάς κρίσης θα ήταν κατάλληλη η εφαρμογή έκτακτων φόρων. «Οι χώρες που χρεοκοπούν θα πρέπει να επιβάλουν έναν έκτακτο φόρο στον πλούτο των πολιτών τους, έναν κεφαλικό φόρο που θα ανταποκρίνεται στην εθνική ευθύνη, σύμφωνα με την οποία οι φορολογούμενοι είναι υπεύθυνοι για τις υποχρεώσεις της κυβέρνησης τους πριν γίνει απαραίτητη η αλληλεγγύη των άλλων κρατών.» Η Φρανκφούρτη τονίζει ότι αυτά είναι επικίνδυνα και ακραία μέτρα, που θα πρέπει να εφαρμοστούν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παραδείγματος χάριν για να αποφύγουν τον κίνδυνο χρεοκοπιών, και καταλήγει: «Δεν είναι ο σκοπός της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής να εξασφαλίσει τη φερεγγυότητα των εθνικών τραπεζικών συστημάτων ή των κυβερνήσεων και δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις απαραίτητες οικονομικές ρυθμίσεις ή το ξεκαθάρισμα των ισολογισμών των τραπεζών.» (Reuters, 27 Ιανουαρίου 2014)
Η γερμανική κεντρική τράπεζα, επομένως, έχει κηρύξει τον πόλεμο στους πλούσιους… των άλλων χωρών. Είναι ένα ράπισμα στο πρόσωπο και επίσης μια ανοικτή απειλή: εκείνοι που διακινδυνεύουν την πτώχευση πρέπει να διευθετήσουν τις υποθέσεις τους, και το ζεστό χρήμα θα παραμείνει στην Γερμανία.
Η κρίση της Κύπρου: «Το Ευρώ δεν έχει την ίδια αξία παντού».
Αυτό που συνέβη με την κρίση της Κύπρου ρίχνει κάποιο φως στην παρούσα κατάσταση. Η κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών αντιμετωπίστηκε με τη χρήση αντίστοιχων μέτρων (κάπως σκληρότερης φύσης γιατί στόχευε να χτυπήσει τα κεφάλαια των Ρώσων ολιγαρχών). Πάνω σε αυτό το ζήτημα, ό,τι γράφαμε ένα χρόνο πριν παραμένει επίκαιρο:
«Η «διάσωση» της Κύπρου σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στην κρίση. Η κατάρρευση των τραπεζών σε μια χώρα που αποτελεί 0.2% της οικονομίας της Ευρωζώνης έχει προκαλέσει εκτεταμένες συνέπειες. Κατά πρώτο λόγο, η «ιερότητα» των τραπεζικών καταθέσεων έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το γεγονός ότι στο τέλος εγγυήθηκαν τις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ, δεν παραπλάνησε κανέναν. Ότι η Κομισιόν ήρθε με ένα αρχικό σχέδιο στο οποίο θα θίγονταν και οι μικροκαταθέτες αποκάλυψε πόσο μακριά είναι διατεθειμένοι να φτάσουν, ερχόμενοι σε ανοιχτή σύγκρουση με το ΔΝΤ. Αυτό που χθες ήταν μία πιθανότητα για την Κύπρο, μπορεί να γίνει βεβαιότητα για κάποια άλλη χώρα στο μέλλον σε συνθήκες μιας βαθύτερης κρίσης.
«Δεύτερον: για πρώτη φορά έχουν τοποθετηθεί φραγμοί στην μετακίνηση κεφαλαίων μέσα στην Ευρωζώνη. Αυτό θα έχει συνέπειες όχι μόνο για την κυπριακή οικονομία, με καταστρεπτικές συνέπειες για το εμπόριο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις (βλέπουμε ήδη τα σκάνδαλα με την μεροληπτική διευκόλυνση στην κίνηση κεφαλαίων). Είναι μια εξέλιξη επικών διαστάσεων. Ο Martin Wolf στους Financial Times γράφει (26 Μαρτίου 2013): «… ένα ευρώ δεν είναι πράγματι ένα ευρώ… παντού. Η έκβαση στην Κύπρο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η αξία ενός ευρώ εξαρτάται από τη φερεγγυότητα της ίδιας της τράπεζας και τη φερεγγυότητα της κυβέρνησης που στέκεται πίσω από την τράπεζα. Εάν η τράπεζα και το κράτος είναι αφερέγγυοι, οι δανειστές είναι πιθανό όχι μόνο να χάσουν ένα μεγάλο ποσοστό των χρημάτων τους εντελώς, αλλά να διαπιστώσουν ότι το υπόλοιπο είναι παγωμένο πίσω από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που εισάγονται για να αποτρέψουν μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας» (Το φαινόμενο Ντόμινο: Η κυπριακή κρίση και οι συνέπειες της).
Ευρώπη και δημοκρατία
Η κυρίαρχη πτέρυγα της αστικής τάξης στην Ευρώπη συνεχίζει να προσκολλάται στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως επειδή βλέπουν την εναλλακτική επιλογή σαν ένα άλμα στο κενό, και πράγματι έτσι είναι. «Η Ευρώπη και η δημοκρατία» παραμένουν ως εκ τούτου, προς το παρόν, δύο λέξεις-κλειδιά, γύρω από τις οποίες προσπαθούν να διατηρήσουν ένα πλαίσιο συναίνεσης. Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις αναδυόμενες «αντι-ευρωπαϊκές λαϊκίστικες δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς», και αναφέρονται συνεχώς στο 1914, επισημαίνοντας ότι μόνο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει εγγυηθεί την ειρήνη και τη συνεργασία, και ούτω καθεξής.
Δυστυχώς για αυτούς τους κυρίους, οι όροι «Ευρώπη και δημοκρατία», στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης και όλων των άγριων περικοπών, έχουν απαξιωθεί εντελώς. Είναι ένα κακό σύνθημα. Προκειμένου να πλασάρει αυτό το κακό σύνθημα, η αστική τάξη αναζητά τη βοήθεια των ρεφορμιστών ηγετών, οι οποίοι σπεύδουν με ενθουσιασμό να διαδώσουν τις αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας διαφορετικής οικονομικής πολιτικής, καθώς και τον «εκδημοκρατισμό της Ε.Ε.».
Δεν θα έπρεπε επομένως να ξαφνιάζει κανέναν η αυξανόμενη πολιτική κριτική που γίνεται στον τρόπο που η τρόικα έχει χειριστεί τα διάφορα «σχέδια προσαρμογής». Είναι σημαντικό ότι αυτή η κριτική γίνεται μέσα σε όλα τα κόμματα. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε μια αναφορά για μια έρευνα σχετικά με το ρόλο και τις λειτουργίες της τρόικας στις χώρες της Ευρωζώνης. Είναι ένα έγγραφο που γράφτηκε από κοινού, από τις ομάδες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των «λαϊκών» κομμάτων μέσα στο ευρωκοινοβούλιο, το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τρόικα, που υπαγόρευσε τους όρους «διάσωσης» για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πραγματικό σύστημα διακυβέρνησης που θα υπόκειται στον έλεγχο του ευρωκοινοβουλίου. Ο Αυστριακός Χανς Σόμποντα, πρόεδρος της προοδευτικής συμμαχίας σοσιαλιστών και δημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο (το οποίο περιλαμβάνει το ιταλικό δημοκρατικό κόμμα) θεωρεί ότι «η διάλυση της τρόικας κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας στην Ε.Ε. θα είναι μια πραγματική νίκη».
Η παραπάνω έκθεση προτείνει την εκδίωξη του ΔΝΤ από την τρόικα και την αντικατάστασή του από ένα «Ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής ένωσης, το οποίο θα υπόκειται στην κοινοτική μέθοδο».
Χωρίς αμφιβολία, κατά την εκπόνηση των προτάσεων αυτών, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο φόβος των κομμάτων που στήριξαν πολιτικές λιτότητας, για μεγάλες εκλογικές απώλειες, μετά από όσα συνέβησαν στο ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, το PSOE και το PP στην Ισπανία, τον Ολάντ στη Γαλλία, και ούτω καθεξής. Αλλά θα ήταν απλοϊκό να τα ερμηνεύσουμε όλα αυτά μόνο από τη σκοπιά των προοπτικών καριέρας μερικών πολιτικών. Είναι περισσότερο η έκφραση της διάσπασης στους κόλπους της άρχουσας τάξης που αντιμετωπίζει μια κρίση, η έκβαση της οποίας, επτά χρόνια απ’ όταν ξέσπασε, καλύπτεται ακόμα με μεγάλη αβεβαιότητα.
Επομένως, όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις πολιτικές συγκρούσεις στην Ευρώπη σαν μια διαμάχη ανάμεσα σε «Ευρωπαίους/προοδευτικούς» και «εθνικιστές/συντηρητικούς» ή ακόμα και φασίστες, είναι βαθιά νυχτωμένοι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διάσπαση της άρχουσας τάξης στη βάση συμφερόντων και προοπτικών.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και οι αντιφάσεις της
Η ενιαία αγορά και η δημιουργία του ευρώ ήταν ισχυρά εργαλεία για τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, από τις οποίες η γερμανική βιομηχανία έχει επωφεληθεί πάρα πολύ. Οι στατιστικές δείχνουν πως το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας απογειώθηκε μετά το 1999, το έτος που το ενιαίο νόμισμα εισήχθη. Ανάμεσα στο 2006 και το 2011 η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της είδε το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο (εκτός από το εμπόριο εντός της ΕΕ) να συρρικνώνεται από το 17,3 στο 15,5 τοις εκατό, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο μερίδιο της Γερμανίας αυξήθηκε.
Οι ευρωπαϊκοί στόχοι για την αύξηση της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής βασίζονται κατά κύριο λόγο στις ανάγκες της Γερμανίας, και συνδέονται με την προοπτική της ενίσχυσης της παρουσίας και της ανταγωνιστικότητάς της στην παγκόσμια αγορά.
Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση: το ενιαίο νόμισμα σήμερα υπονομεύει την ίδια την βάση της γερμανικής βιομηχανίας, δηλαδή την εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό εξηγεί τη διάσπαση στις κορυφές της άρχουσας τάξης, ακόμα και στη Γερμανία, σ’ αυτούς που υποστηρίζουν την ανάγκη για περαιτέρω προώθηση της ενοποίησης, και σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα της αντίστροφης διαδικασίας, ενδεχομένως ξεθάβοντας τα παλιά σχέδια για ένα ευρώ περιορισμένο στη βόρεια Ευρώπη. Η γέννηση του κόμματος AFD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) παρά τα χαμηλά ποσοστά που πήρε στις εκλογές (4,7 τοις εκατό), αντικατοπτρίζει αυτή τη διάσπαση. Το AFD είναι ένα δεξιό συντηρητικό κόμμα, αλλά δεν έχει προωθηθεί από ακραία εθνικιστικά ή περιθωριακά στοιχεία. Αντιθέτως, έχει την υποστήριξη μιας ισχυρής μερίδας της βιομηχανικής αστικής τάξης, ιδιαίτερα στη Βαυαρία, ενώ ανάμεσα στους υποστηριχτές του βρίσκεται ο Χανς Ολάφ Χένκελ, πρώην πρόεδρος της ομοσπονδίας γερμανών βιομηχάνων.
Η άτεγκτη γραμμή της Μέρκελ είναι επίσης μια αντανάκλαση του αδιεξόδου μεταξύ αυτών των αντιτιθέμενων δυνάμεων.
Οι αντιφάσεις δεν αφορούν μόνο τη βιομηχανία και τις αγορές. Είναι η θέση της Γερμανίας και της Ευρώπης μέσα στο παγκόσμιο πλαίσιο που γεννά συνεχώς νέα και ανεπίλυτα διλλήματα.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι μια οικονομική οντότητα κλεισμένη στον εαυτό της. Οι ανταγωνισμοί έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα και μπορούν να κατανοηθούν μόνο παγκόσμια.
Η ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση δεν είναι καθόλου μια ειρηνική διαδικασία χωρίς συνέπειες για τις παγκόσμιες σχέσεις. Πρώτα απ’ όλα, για να πετύχει απαιτείται αναμόρφωση της Ε.Ε., ώστε να μετατραπεί σε μια σταθερή οντότητα που θα αμφισβητεί την ηγεμονία των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων, ειδικότερα των ΗΠΑ και της Κίνας, σε ευρείες περιοχές του κόσμου.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ ευνόησαν – τόσο για πολιτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους – τη δημιουργία της ΕΟΚ [Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όπως η ΕΕ ήταν γνωστή τότε]. Τρεις προϋποθέσεις εγγυήθηκαν ότι αυτή η διαδικασία όχι μόνο δεν θα αποτελούσε απειλή στην παγκόσμια ηγεμονία τους, αλλά θα συνέβαλε κιόλας στην ενίσχυσή της. Η πρώτη ήταν η διαίρεση της Ευρώπης σε δύο μεγάλους συνασπισμούς. Κατά συνέπεια η ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης (το ίδιο ίσχυε για την Ιαπωνία και την νότια Κορέα). Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν η διαίρεση της ίδιας της Γερμανίας σε «έναν οικονομικό γίγαντα και ένα πολιτικό νάνο» όπως αναφερόταν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980. Η σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, και η ένταξη των μικρών ευρωπαϊκών εθνών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την άμεση στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Ευρώπη, περιόρισαν στο ελάχιστο τυχόν φιλοδοξίες που αυτές οι χώρες μπορεί να είχαν σχετικά με τη διεξαγωγή της δική τους ανεξάρτητη πολιτικής.
Ωστόσο, στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Γερμανία ενοποιήθηκε και έχει επεκτείνει σημαντικά τη βιομηχανική και οικονομική βάση της, ενώ έχει επίσης δημιουργήσει ξανά τις δικές τις σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ έχει διευρύνει τις διαφορές στην εξωτερική πολιτική μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ακόμη και μέσα στους κόλπους της Ευρώπης. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το 2003 η κυβέρνηση Μπους- Ράμσφελντ προσέφυγε στη λεγόμενη «νέα Ευρώπη» (δηλ. τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που ήταν τότε σε διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ) ενάντια στην «παλαιά Ευρώπη», δηλαδή τη Γαλλία και τη Γερμανία, που ήταν απρόθυμη να παρέμβει στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Άλλες βαθιές διαφορές εκφράζονται σήμερα μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας σε σχέση με την κρίση στην Ουκρανία. Στη Συρία και τη Λιβύη, η Γαλλία προσπάθησε να ακολουθήσει τους δικούς της στόχους, σε αντίθεση, και χωρίς να λαμβάνει υπόψη, τη θέση της Γερμανίας.
Η κρίση οξύνει και πάλι τις εθνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης. Τα πακέτα «ενίσχυσης» για την Ελλάδα δεν περιλαμβάνουν μόνο την καταδίκη της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων και των συνταξιούχων σε συνθήκες φτώχειας. Με την επιβολή των ιδιωτικοποιήσεων και της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, τους καθιστούν θηράματα του ξένου κεφαλαίου, ενώ η μικρή σφαίρα επιρροής που είχαν τα ελληνικά κεφάλαια στα Βαλκάνια (υπήρχαν περίπου δύο χιλιάδες υποκαταστήματα ελληνικών τραπεζών στην περιοχή) έχουν γίνει επίσης πεδίο αρπαγής για ξένους επενδυτές.
Η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Παρά τα ωραία λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει Ευρωπαϊκή Ένωση που να είναι δημοκρατική, προοδευτική και να νοιάζεται για το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η ουτοπία μιας ενωμένης Ευρώπης στη βάση του καπιταλισμού, αν γινόταν ποτέ πραγματικότητα, θα οδηγούσε σε μια περαιτέρω συγκέντρωση των δυνάμεων, τόσο οικονομικών όσο και πολιτικών, από την πλευρά της άρχουσας τάξης. Θα ήταν ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου χίλιες φορές πιο ισχυρό από τα υπάρχοντα έθνη-κράτη, ο σκοπός του οποίου θα ήταν να επιτεθεί περαιτέρω στις συνθήκες εργασίας, τα δημοκρατικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος, να εφαρμόσει αντεργατικές πολιτικές εγχώρια και μια επιθετική πολιτική στη διεθνή σκηνή, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τους τεράστιους ανταγωνιστές στον αγώνα για την κατάκτηση των αγορών, των πρώτων υλών και των στρατηγικών θέσεων σε όλο τον κόσμο.
Έτσι μπορούμε να δούμε πώς το πρόγραμμα της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης, ή ακόμα και μιας πραγματικής ομοσπονδίας, θα ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των ισχυρότερων τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, κυρίως του γερμανικού. Σε τελική ανάλυση, αυτό εξηγεί τη θέση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των ρεφορμιστών, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι λυγίζει μπροστά στα ισχυρότερα τμήματα της άρχουσας τάξης.
Ωστόσο, το κύριο σημείο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα σήμερα δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Δύο αιώνες πριν, η ενοποίηση της Γερμανίας, ή της Ιταλίας, σήμαινε τη διεύρυνση των αγορών και τη δημιουργία της βάσης για μια σύγχρονη βιομηχανία και μια πραγματική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι φεντεραλιστές σήμερα αναφέρονται συχνά στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αλλά η Αμερικανική Επανάσταση ήταν μια πάρα πολύ προοδευτική εξέλιξη, ακριβώς επειδή άνοιξε το δρόμο για μια ανερχόμενη αστική τάξη, τον φορέα ενός συστήματος που, παρ ‘όλες τις ανισότητες και τις αδικίες του, αντιπροσώπευε ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός για την ανθρωπότητα. Οι ενωτικοί στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο οποίος αναμόρφωσε τα θεμέλια της Ένωσης, υποστηριζόταν όχι μόνο από τη βιομηχανική αστική τάξη (σκοπός της οποίας ήταν να δημιουργήσει χώρο για τον εαυτό της σε βάρος της οικονομίας των σκλάβων του Νότου), αλλά και από την εργατική τάξη και τη δημοκρατική μικροαστική τάξη, στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Η σημερινή προσπάθεια συνένωσης της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση θα οδηγούσε μόνο σε κοινωνική οπισθοδρόμηση. Εξάλλου, θα ήταν μια εξέλιξη που θα διαιρούσε την άρχουσα τάξη και δεν μπορεί παρά να προκαλούσε την αντίθεση της εργατικής τάξης που έχει ήδη βιώσει τα θαύματα της «Ευρώπης» με τη μορφή των βάναυσων περικοπών στις κοινωνικές υπηρεσίες, την καταστροφή των συνταξιοδοτικών συστημάτων, των ιδιωτικοποιήσεων, της αβεβαιότητας και της καταστροφής των εργασιακών δικαιωμάτων.
Τι είδους δημοκρατία, τι είδους «Ευρώπη των λαών » θα προέκυπτε σε αυτή τη βάση; Να μια ερώτηση στην οποία κανένας ηγέτης της Αριστεράς δεν έχει ακόμη κατορθώσει να απαντήσει.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην Ευρώπη, ούτε οφείλεται στην απώλεια της εξουσίας των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε όλο τον κόσμο η αστική «δημοκρατία» γίνεται όλο και περισσότερο κενό γράμμα, με την εξουσία να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια. Παντού ψηφίζονται όλο και σκληρότεροι κατασταλτικοί νόμοι, ενώ όλες οι βασικές αποφάσεις παίρνονται χωρίς τον παραμικρό δημόσιο έλεγχο. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται χωρίς να αλλάξει τίποτα… Και όλα αυτά δεν οφείλονται στη «νεοφιλελεύθερη ιδεολογία», αλλά στο γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει πλέον τίποτα να προσφέρει στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Στο κοινοβούλιο της πλουσιότερης και πιο ισχυρής χώρας στον κόσμο, των ΗΠΑ, η πραγματική πλειοψηφία δεν αποτελείται από Ρεπουμπλικάνους ή Δημοκρατικούς, αλλά από εκατομμυριούχους, οι οποίοι για πρώτη φορά αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Αυτό είναι το πραγματικό πρόσωπο μιας «δημοκρατίας» των εκατομμυριούχων, γεγονός που δεν κρύβεται όσο κι αν προσπαθούν να σπείρουν αυταπάτες ότι μπορεί να ανανεωθεί ή να αλλάξει!
Οι ευρωεκλογές του Μάη και η πολιτική σύγκρουση
Η τρέχουσα αστάθεια στο εσωτερικό της Ευρωζώνης πιέζει τις διάφορες άρχουσες τάξεις να αναζητήσουν λύσεις σε εθνικό επίπεδο, μια ιδέα που υποστηρίζεται τόσο από τη γερμανική κυβέρνηση όσο και από την Bundesbank. Αλλά μακροπρόθεσμα μια τέτοια λύση θα χρησιμεύσει μόνο για να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο τις χώρες που ήδη βρίσκονται σε κίνδυνο και θα καταστήσει αναπόφευκτες νέες κρίσεις που θα υπονομεύσουν τα ίδια τα θεμέλια του ευρώ. Οι ελιγμοί του Ντράγκι και οι διάφοροι ασταθείς συμβιβασμοί που κατά καιρούς έχουν τεθεί σε εφαρμογή δεν μπορούν να λύσουν αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση.
Ένα μέρος από τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης προωθεί την ιδέα της πολιτικής ένωσης, δηλαδή της μετατροπής της Ευρώπης σε ένα πραγματικό ομοσπονδιακό κράτος κατά το πρότυπο του αμερικάνικου μοντέλου, σαν έναν τρόπο επίλυσης αυτής της αντίφασης.
Στην πορεία προς τις ευρωεκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 25 Μαΐου, η Βίβιαν Ρέντιν, μέλος του Λαϊκού Κόμματος και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρότεινε να μπει στην ημερήσια διάταξη της προεκλογικής εκστρατείας της για τις ευρωεκλογές η διεκδίκηση για «μια πραγματική πολιτική ένωση». «Πρέπει να οικοδομήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης με την Κομισιόν ως κυβέρνηση και δύο σώματα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη «Γερουσία» των κρατών-μελών». Σύμφωνα με την Ρέντιν, μια τέτοια διαδικασία θα ήταν «το καλύτερο όπλο ενάντια στους ευρωσκεπτικιστές» (Telegraph, 8 Ιανουαρίου, 2014).
Ακούμε όλο και περισσότερο τέτοιες δηλώσεις, καθώς αυξάνεται ο φόβος ότι τα «λαϊκιστικά» κόμματα που είναι περισσότερο ή λιγότερο εχθρικά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να αποτελέσουν σημαντική δύναμη, έως και το ένα τρίτο του επόμενου Ευρωκοινοβουλίου.
Η διαμάχη για τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέσπασε την Ομάδα των Φιλελευθέρων, την τρίτη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αρχική πρόταση να ανατεθεί στον σημερινό Επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων, τον σκληροπυρηνικό Όλι Ρεν να αντικαταστήσει τον απερχόμενο Μπαρόζο ως Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απορρίφθηκε με επιτυχία από την υποψηφιότητα του Guy Verhofstadt. Αυτό θεωρήθηκε ως νίκη για τους «ευρωπαϊστές», η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην υποστήριξη των Γερμανών Φιλελευθέρων. Η δήλωση που έκανε ο Verhofstadt, μετά τη νίκη της υποψηφιότητας ήταν σαφής: «Οι ευρωπαϊστές δέχονται επίθεση σε έναν μεγάλο αριθμό κρατών μελών, γι ‘αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό εκείνοι που εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να είμαστε ενωμένοι για την καταπολέμηση των αντιδραστικών δυνάμεων του εθνικισμού και του λαϊκισμού που διασπείρουν το φόβο και την αμφιβολία στο μυαλό των πολιτών της Ευρώπης (3 Φεβρουαρίου, 2014).
Σε μια προσπάθεια να δώσει μια επίφαση αξιοπιστίας στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία είναι γνωστά παγκοσμίως για τις χειρότερες πολιτικές λιτότητας που προωθούνται μέσα από ανώνυμους γραφειοκράτες χωρίς λαϊκή εντολή, εισήχθηκε μια αισθητική αλλαγή στη διαδικασία για το διορισμό του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο διορισμός θα συνεχίσει να γίνεται από την Κομισιόν (δηλαδή τη συνάντηση των προέδρων ή των πρωθυπουργών των κρατών μελών), αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται «υπόψη» το αποτέλεσμα των εκλογών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει την εξουσία να εγκρίνει ή να απορρίπτει τον προτεινόμενο υποψήφιο. Έτσι τα μεγάλα κόμματα διαλέγουν τους υποψηφίους που θα συνδέσουν με τη λίστα τους με αυτό το «δημοκρατικό» κόλπο. Ακόμη και πριν από τους Φιλελεύθερους, οι Σοσιαλιστές επέλεξαν τον υποψήφιό τους στο πρόσωπο του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον Γερμανό Martin Schulz. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Σοσιαλιστές δείχνουν τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό για αυτή τη δημοκρατική φάρσα, τόσο πολύ που ο Ολάντ πρότεινε προκριματικές εκλογές για την επιλογή του υποψηφίου.
Το Λαϊκό Κόμμα, η κύρια δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το κόμμα έντεκα πρωθυπουργών της Ε.Ε., καθώς και του τωρινού προέδρου Μπαρόζο, διχάστηκε για το αν θα κατέβαζε υποψήφιο και τελικά συμφώνησε να λάβει απόφαση κάποια στιγμή τον Μάρτιο, παρά την αντίθεση επιφανών πολιτικών, όπως η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βαν Ρομπάι, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την παραμονή του ευρωπαϊστή Γιούνκερ [Ο Γιούνκερ επελέγη τελικά ως υποψήφιος].
O μύθος των Ευρωομολόγων
Όπως πάντα, οι ρεφορμιστές ευθυγραμμίζονται και συμβάλουν στην προώθηση των ψευδαισθήσεων και της προπαγάνδας της λεγόμενης «προοδευτικής» αστικής τάξης. Η μαγική λέξη της σοσιαλδημοκρατίας (και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) είναι τώρα τα «Ευρωομόλογα». Η εναλλακτική λύση των σοσιαλδημοκρατών στον στενό “εγωισμό” της γερμανικής κυβέρνησης είναι η πρότασή τους να κοινωνικοποιήσουν το χρέος σε ευρωπαϊκή κλίμακα και να τροποποιήσουν το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αυτή είναι η κεντρική ιδέα στην οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι ρεφορμιστές και όπως θα δούμε είναι επίσης το κύριο στοιχείο που είναι κοινό με το πρόγραμμα που προέβαλε ο Τσίπρας.
Αλλά ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι θα μπορούσε πραγματικά να τεθεί σε εφαρμογή πολύ σύντομα. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Η ενοποίηση του δημόσιου χρέους θα σήμαινε άμεση ενοποίηση των προϋπολογισμών των επιμέρους κρατών μελών σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, και αμέσως μετά την ενοποίηση του φορολογικού συστήματος για την υποστήριξη αυτού του προϋπολογισμού. Πέρα από όλη τη συζήτηση για τη δημοκρατία, η γερμανική αστική τάξη θα απαιτήσει σε αντάλλαγμα αυστηρό έλεγχο των δαπανών και της φορολογίας όλων των χωρών. Θα ήταν μια συγκεντροποίηση όλων των πολιτικών λιτότητας πολλαπλασιαζόμενων στο νιοστό βαθμό. Θα ήταν ακόμη χειρότερα, αν αυτή η κοινωνικοποίηση των διαφόρων εθνικών χρεών εφαρμοζόταν μόνο μερικώς, καθώς αυτό θα αναπαρήγαγε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα το μηχανισμό της διαφοράς μεταξύ του τμήματος του δημόσιου χρέους που θεωρείται ” υγιές” και του «τοξικού» τμήματος του χρέους.
Κοινωνικοποίηση του χρέους δεν σημαίνει ισομερισμός του προβλήματος με στόχο τη μείωση του. Σημαίνει απλά την αναπαραγωγή του σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και καμία έκκληση για «αλληλεγγύη» δε θα μπορέσει να πείσει όσους έχουν τα χρήματα, δηλαδή τη γερμανική αστική τάξη, για να ακολουθήσει αυτό το δρόμο.
Παρόλα αυτά, ο Ντράγκι προσπάθησε να υιοθετήσει αυτήν την πολιτική από την πίσω πόρτα, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, για να ξεπεράσει τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται από το καταστατικό της ΕΚΤ σε σχέση με την αγορά των κρατικών ομολόγων. Αυτό έχει αμφισβητηθεί από την Bundesbank, καθώς και από μια σειρά από Γερμανούς πολιτικούς και έχει απορριφθεί από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι συνεπάγεται τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας της Γερμανίας, η οποία θα πρέπει να σηκώσει όλα τα βάρη από τυχόν απώλειες. Η υπόθεση στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, το οποίο είναι τώρα αντιμέτωπο με την επιλογή είτε να θάψει το πρόβλημα (μέχρι να ξεσπάσει η επόμενη κρίση), υιοθετώντας τα επιχειρήματά τους (πράγμα που θα σήμαινε ότι θα εναντιωθεί ανοιχτά σε όλα τα μέτρα του Ντράγκι), ή την απόρριψή του, ανοίγοντας μια θεσμική σύγκρουση με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Όσο προσπαθεί κανείς να προσπεράσει αυτό το ζήτημα, αυτή η αντίφαση θα είναι αναπόφευκτη.
Ούτε είναι αλήθεια ότι αν η ΕΚΤ επρόκειτο να αρχίσει την εκτύπωση χρήματος το πρόβλημα θα λυνόταν. Δεν έχει λυθεί στις ΗΠΑ, όπου το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί και η Federal Reserve πρέπει να αντλήσει χρήματα της τάξης των $80 δις το μήνα για να κρατήσει την οικονομία στη ζωή, μια πολιτική που ισοδυναμεί με το να οδηγεί κανείς ένα όχημα στην κατηφόρα χωρίς φρένα. Στην πραγματικότητα, μόλις ξεκίνησε η συζήτηση για τον περιορισμό αυτής της πολιτικής, νέες αντιθέσεις γεννήθηκαν, προκαλώντας μια φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες ήδη βιώνουν επιβράδυνση στην ανάπτυξη.
Εάν η Ευρώπη εφαρμόσει τη νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας, το αποτέλεσμα θα είναι μια σειρά από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των διαφόρων νομισμάτων, σε συνδυασμό με την αναζωπύρωση του πληθωρισμού και πιθανώς έναν εμπορικό πόλεμο.
Ούτε ο κεϋνσιανισμός ούτε ο μονεταρισμός μπορούν να δώσουν λύση σε αυτή την κρίση, η οποία είναι μια οργανική κρίση του καπιταλισμού, αν και είναι αλήθεια ότι οι δυσκαμψίες που επιβάλλονται από το ενιαίο νόμισμα έχουν επιδεινώσει το πρόβλημα. Αυτές οι ψευδαισθήσεις αποδεικνύουν απλώς πόσο οι ρεφορμιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος, οι οποίοι είναι εντελώς ανίκανοι να κατανοήσουν το βάθος αυτής της κρίσης, εξακολουθούν να προσκολλώνται σε ένα παρελθόν που ποτέ δεν πρόκειται να επιστρέψει. Για εκείνα τα κόμματα στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας, θα ήταν καταστροφικό να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα στοιχεία σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 43 τοις εκατό μεταξύ του 2008 και του 2010: οι θνησιγένειες βρεφών αυξήθηκαν κατά 20%, 19% εκ των οποίων ήταν λιποβαρή. Στην επαρχία της Αχαΐας 70% του πληθυσμού δεν μπορούν να αγοράσουν συνταγογραφούμενα φάρμακα. Το AIDS αυξάνεται, ενώ η φυματίωση και η ελονοσία έχουν επιστρέψει.
Σαράντα εκατομμύρια άνεργοι, 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι στη φτώχεια… για εκατομμύρια ανθρώπους η λέξη «Ευρώπη» συνδέεται σήμερα με τη μιζέρια και την απόγνωση. Μη έχοντας σαφή ταξική θέση ακριβώς για το θέμα αυτό, σημαίνει ότι αφήνεται χώρος στη δημαγωγία των δυνάμεων της δεξιάς και της άκρας δεξιάς.
Η υποψηφιότητα Τσίπρα και το πρόγραμμά του
Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, το οποίο συγκεντρώνει δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ (Ελλάδα), η Ενωμένη Αριστερά και το PCE (Ισπανία), η Κομμουνιστική Επανίδρυση (Ιταλία , το ΚΚΓ και το Parti de Gauche (Γαλλία ), το γερμανικό Die Linke, το Πορτογαλικό Bloco de Esquerda, κλπ., αποφάσισε στο συνέδριό του το Δεκέμβριο να παρουσιάσει τον Αλέξη Τσίπρα ως υποψήφιο για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να αναλύσουμε διεξοδικά τα πολιτικά θεμέλια πάνω στα οποία έχει γίνει αυτή η πρόταση προκειμένου να κατανοηθούν οι προοπτικές της. Θα καρποφορήσουν οι ελπίδες που γεννήθηκαν στους κόλπους της ιταλικής αριστεράς από την υποψηφιότητα του Τσίπρα στις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές; Είναι δυνατόν να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των εργαζομένων , να καταπολεμήσει την ανεργία, τη λιτότητα και τη μαζική εξαθλίωση με βάση τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτή η ερώτηση απέχει πολύ από το να είναι ακαδημαϊκή. Σε αντίθεση με την Ιταλία, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στη Γαλλία) κόμματα που ανήκουν στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς έχουν γνωρίσει τα τελευταία χρόνια μια σημαντική αύξηση στην εκλογική τους υποστήριξη. Σε αντίθεση με τις πολιτικές λιτότητας που πραγματοποιούνται από τα δύο κόμματα της δεξιάς και των Σοσιαλιστών, έχουν γεννήσει μαζικά κινήματα και διαδηλώσεις που εν μέρει έχουν εκφραστεί σε ψήφους στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας.
Ως εκ τούτου, είναι ακόμα πιο σημαντικό να καταλάβουμε τι θέσεις θα πρέπει να προβάλουν αυτά τα αριστερά κόμματα, και ποιο πρόγραμμα και ποια πολιτική προοπτική μπορεί να δώσει απάντηση στην τρέχουσα κρίση.
Στα τέλη Ιανουαρίου ο Τσίπρας εξέδωσε μια προγραμματική δήλωση στην οποία παρουσιάζει θέσεις που βρίσκονται στα όρια ενός αριστερού φιλοευρωπαϊσμού. Τα βασικά της σημεία είναι:
1. Να μπει τέλος στη λιτότητα.
2. Ένα New Deal για την Ευρώπη που θα χρηματοδοτηθεί μέσω φθηνού δανεισμού από την ΕΚΤ. Σύμφωνα με τον Τσίπρα, το μοντέλο των ΗΠΑ θα είναι το παράδειγμα της επιτυχίας: «Οι ΗΠΑ το έκαναν. Γιατί δεν μπορούμε κι εμείς;» (Πού βλέπει ο Τσίπρας αυτές τις επιτυχίες στις ΗΠΑ είναι ένα μυστήριο).
3. Διευκόλυνση δανεισμού για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
4. Χρησιμοποίηση πόρων των διαρθρωτικών ταμείων (Structural Fund) για τη δημιουργία θέσεων εργασίας
5. Ακύρωση του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, το οποίο απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς από έτος σε έτος, τουλάχιστον σε περιόδους ύφεσης.
6. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να είναι δανειστής έσχατης ανάγκης, δηλαδή η ΕΚΤ πρέπει να τυπώσει χρήμα για να χρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος: «Η μοίρα του ευρώ και η ευημερία των λαών της Ευρώπης μπορεί να εξαρτάται από αυτό».
7. Οι πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να κάνουν ό,τι και οι ελλειμματικές χώρες, ώστε να διορθωθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες εντός της Ευρώπης, δηλαδή θα πρέπει να εξάγουν λιγότερο και να εισάγουν περισσότερο.
8. Μια ευρωπαϊκή διάσκεψη του χρέους , όπως αυτή του « 1953 , η οποία έγινε ουσιαστικά για να απαλλαγεί η Γερμανία από τα οικονομικά βάρη που είχε συσσωρεύσει στο παρελθόν , βοήθησε στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής γερμανικής δημοκρατίας και άνοιξε το δρόμο για την οικονομική επιτυχία της χώρας αυτής. ” Ευρωομόλογα και την κοινωνικοποίηση του χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
9. Ο διαχωρισμός των εμπορικών και επενδυτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων ανάλογο με αυτή που υπολοίησε ο Ρούσβελτ το 1933 με τον νόμο Glass – Steagall.
10. Αποτελεσματική ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη φορολόγηση των υπεράκτιων οικονομικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τα παραπάνω, η κρίση οφείλεται κυρίως στον οικονομικό φιλελευθερισμό και όχι στις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Το πρόγραμμα είναι εμπνευσμένο από τον κλασικό Κεϋνσιανισμό και δεν περιέχει εργατικές διεκδικήσεις. Η Ευρωζώνη περιγράφεται ως ο «ιδανικός χώρος» για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην Σοσιαλδημοκρατία, στην οποία γίνεται μία τελευταία έκκληση: «Η πραγματικότητα δεν μπορεί να δώσει άλλο χρόνο στην ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Εδώ και τώρα, οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να κάνουν μια ιστορική μετατόπιση προς τα εμπρός επαναπροσδιορίζοντας τον εαυτό τους στη συλλογική αντίληψη και συνείδηση ως πολιτική δύναμη της δημοκρατικής Αριστεράς».
Έχοντας εγκαταλείψει κάθε αναφορά στη ταξική πάλη, προσπαθώντας απλά να δώσει συμβουλές στην άρχουσα τάξη για το ποιες είναι οι πιο αποτελεσματικές πολιτικές για την άμβλυνση της κοινωνικής κρίσης και προσπαθώντας να εντυπωσιάσει την αστική τάξη με «κραυγές πόνου» (αν δεν αλλάξει κάτι η Ευρώπη θα βουλιάξει, το ευρώ θα καταρρεύσει, η άκρα δεξιά θα ενισχυθεί, κλπ).
Ψευδαισθήσεις και πραγματικότητα
Για την Ευρωπαϊκή Αριστερά η υιοθέτηση αυτού του προγράμματος σημαίνει την υποστήριξη μιας πτέρυγας της άρχουσας τάξης, καλύπτοντας την πραγματική της φύση με μια «κοινωνική» και «δημοκρατική» ρητορική.
Είναι άσκοπο να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά λέξεις όπως «αλληλεγγύη», «δημοκρατία» και «Ευρώπη των λαών» σε μια προσπάθεια να αλλάξει το πρόσωπο της πραγματικότητας. Στον καπιταλισμό μπορούμε να έχουμε μόνο μια Ευρώπη, την καπιταλιστική Ευρώπη. Αν η αστική τάξη έχει τον έλεγχο, το κράτος θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και αυτό ισχύει τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το να αγνοούμε αυτή τη βασική αλήθεια σημαίνει να εξαπατούμε τόσο τον εαυτό μας όσο και τους εργαζόμενους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη σήμερα χρησιμοποιεί τον όρο «αντι-ευρωπαϊκή» για να επιτεθεί στους αντιπάλους της. Αφοσίωση στην «Ευρώπη» θεωρείται το πρώτο και πιο βασικό πιστοποιητικό αξιοπιστίας.
Τo Mανιφέστο του Τσίπρα προσφέρει ακριβώς ένα τέτοιο πιστοποιητικό αξιοπιστίας: «Πρέπει να επανενώσουμε την Ευρώπη και να την ανασυνθέσουμε σε μια δημοκρατική και προοδευτική βάση». Και παρακάτω: «Η δημοκρατική αναδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο κατ ‘εξοχήν πολιτικός στόχος. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να επεκταθεί το πεδίο της δημόσιας παρέμβασης με τη συμμετοχή των πολιτών στην ευρωπαϊκή χάραξη πολιτικής και στο σχεδιασμό των υπηρεσιών. Παράλληλα, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν ιδρύματα με άμεση δημοκρατική νομιμότητα, όπως τα ευρωπαϊκά και τα εθνικά κοινοβούλια».
Ήδη τον Σεπτέμβριο ο Τσίπρας ήταν πολύ σαφής στην παρέμβασή του στο φόρουμ Kreisky που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την ομιλία του παρακάτω.
Ο Τσίπρας δήλωσε την ικανοποίησή του «εβρισκόμενος ανάμεσα σε Αυστριακούς φίλους που μοιράζονται μαζί μου, υποθέτω, τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι. Το κοινό μας σπίτι το οποίο σήμερα απειλείται από μια επικίνδυνη κοινωνική και πολιτική ωρολογιακή βόμβα βαθιά στα θεμέλιά του. Μια ωρολογιακή βόμβα που μπορούμε και πρέπει να εξουδετερώσουμε». Στη συνέχεια εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι «η επανεμφάνιση του ναζισμού συνδέεται με τις σκληρές πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την τρόικα των δανειστών και των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων». Διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1990 η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε πολιτικές που αποσκοπούσαν στη ρύθμιση του καπιταλισμού, προσθέτοντας ότι, “Αν οι σοσιαλδημοκράτες είχαν ακολουθήσει την κληρονομιά κρατικών αξιωματούχων, όπως ο Bruno Kreisky, ο Willy Brandt ή ο Olof Palme, η Ευρώπη δεν θα είχε βυθιστεί στη σημερινή νεοφιλελεύθερη έρημο.» Στη συνέχεια κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην κρίση του 1929, η οποία πιστεύει ότι προκλήθηκε από τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες σε σύνδεση με τον κανόνα του Χρυσού, στις οποίες οι κυβερνήσεις της εποχής δεν εντόπισαν το «αρχιτεκτονικό σφάλμα στο σχεδιασμό» και στη σημερινή άρνηση εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων να αναγνωρίσουν τις ακαμψίες της Ευρωζώνης, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα: σήμερα, όπως και τότε στο θρίμαβο του ναζισμό.
Δεν θα σταθούμε πάρα πολύ στην επανάληψη ολόκληρης της ανάλυσης του Τσίπρα, η οποία εντοπίζει τα αίτια της κρίσης στη λιτότητα και την πολιτική της διαχείριση. Αρκεί να πούμε ότι η ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δεν αναφέρεται – έστω και κατά λάθος – οπουδήποτε σ’ ολόκληρη την ομιλία του. Αυτό πιθανώς να συμβαίνει για να μην ταράξει το σοσιαλδημοκρατικό ακροατήριο του (και κυρίως τα αφεντικά τους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη θηλιά που έχει περάσει γύρω από το λαιμό της Ελλάδας). Έτσι, ο κ. Τσίπρας παρουσιάζει τον ακόλουθο κατάλογο προτάσεων ως απάντηση στην κρίση:
Παρά όλα τα ελαττώματα της ευρωζώνης ο Τσίπρας λέει τα εξής:
«Ωστόσο, τώρα που είμαστε σε αυτήν, το κόστος της διάλυσης θα ήταν φρικτό για όλους μας. Έτσι, ακόμη και αν πιστεύουμε ότι είναι μια άθλια νομισματική ένωση που χωρίζει τους λαούς μας μέσω του ενιαίου νομίσματος, έχουμε καθήκον να την επανασχεδιάσουμε… αν οι τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις συνεχίσουν τη σημερινή πολιτική, η Ευρώπη θα διαλυθεί» και ως εκ τούτου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές στην Ελλάδα και θα επιτύχει μια θεμελιώδη πολιτική αλλαγή. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα θα τείνει το χέρι στους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, στους σκεπτόμενους ανθρώπους, τους φιλελεύθερους της Ευρώπης, σε όλους τους Ευρωπαίους που δεν θέλουν η Ευρώπη να διολισθήσει σε ένα εφιάλτη».
«Και εμείς θα τους ζητήσουμε να ενωθούν μαζί μας σε ένα κοινό σκοπό: Τη σταθεροποίηση της Ευρωζώνης – ένα πρώτο βήμα προς μια ανοικτή, δημοκρατική και συνεκτική Ευρώπη. Για να το κάνουμε αυτό, θα πρέπει να κάνουμε μία δυναμική επαναδιαπραγμάτευση με τους κύριους θιασώτες του θεσμοθετημένου νεοφιλελευθερισμού στη Φρανκφούρτη, στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι». [Για κάποιο λόγο εδώ ο Τσίπρας ξεχνά να αναφέρει την Ουάσιγκτον… ]
«Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα θέσει στο τραπέζι ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο θα περιλαμβάνει μια σωστή τραπεζική ένωση, μια κεντρική διαχείριση του δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ, ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πάνω απ’ όλα, ζητάμε μια ειδική διάσκεψη για το ευρωπαϊκό χρέος σε ολόκληρη την περιφέρεια, ανάλογη με τη Διάσκεψη του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος, όπου αποφασίστηκε η περικοπή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, ένα μορατόριουμ για την καταβολή των τόκων και ρήτρα ανάπτυξης. «Αυτές είναι οι ελάχιστες απαιτήσεις μιας μελλοντικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
• Μπορούν να πραγματοποιηθούν σήμερα χωρίς οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στη Συνθήκη.
• Χωρίς καμία απάιτηση στους Γερμανούς ή τους Αυστριακούς φορολογούμενους να πληρώσουν για την Περιφέρεια.
• Χωρίς καμία απώλεια της κυριαρχίας των Κοινοβουλίων μας.»
«Η μόνη εναλλακτική λύση είναι να αποδεχθώ τον αργό θάνατο του έθνους μου και την αργή αποσύνθεση της Ευρωζώνης – η οποία θα καταστρέψει την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Εν κατακλείδι, το κόμμα μου, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ως σκοπό να προωθήσει μια ευρωπαϊκή ατζέντα για τη σωτηρία της Ευρωζώνης ως μέσο για να δώσει στην Ελλάδα την ευκαιρία να ανασάνει… Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να κάνουμε το καλό. Σε όλη την Ευρώπη».
Στο συνέδριο του Die Linke που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο, διαπιστώθηκε η ίδια μετατόπιση προς τα δεξιά, όπου διαγράφηκαν μια σειρά από αποσπάσματα επικριτικά προς την Ε.Ε. από τα προγραμματικά κείμενα, ενόψει των εκλογών του Μαΐου.
Για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία!
Παρ’ όλες τις αξιώσεις για το αντίθετο, η κρίση της Ευρωζώνης απέχει πολύ από να έχει επιλυθεί. Αντίθετα, νέοι και μεγαλύτεροι σπασμοί προετοιμάζονται: οικονομικές, χρηματοοικονομικές και πολιτικές κρίσεις και πάνω απ’ όλα μαζικά κινήματα, των οποίων η Ελλάδα υπήρξε απλά το πρελούδιο. Αυτές είναι οι προοπτικές για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να προετοιμαστεί. Ο ρόλος της δεν είναι να συμβουλεύει, αλλά να χτίσει μία εναλλακτική για εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες και νεολαίους που βρίσκονται μπροστά σε αδιέξοδο και οι οποίοι δεν θα έχουν καμία άλλη επιλογή από το να παλέψουν.
Αν ο Τσίπρας και η «Ευρωπαϊκή Αριστερά» έχει αυταπάτες ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το ιδανικό έδαφος στο οποίο μπορεί να κάνει μεταρρυθμίσεις, υπάρχουν και άλλοι στην αριστερά που πιστεύουν ότι «επανάκτηση» της εθνικής κυριαρχίας – δηλαδή η έξοδος από το ευρώ – μπορεί να ανοίξει χώρο για εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές. Η τελευταία θέση που υιοθετήθηκε κυρίως από τάσεις σταλινικής προέλευσης, οι οποίες μετατοπίστηκαν από τη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» στη «ανεξάρτητη νομισματική πολιτική σε μία χώρα».
Σ’ αυτή τη σύγκρουση μέσα στην Αριστερά, η οποία είναι ανίκανη να χαράξει μία πολιτική ταξικής ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης και η οποία περιορίζεται στο να ψάχνει για πιθανούς εταίρους στο ένα ή το άλλο τμήμα της αστικής τάξης, βλέπει κανείς πόσο πίσω έχει γυρίσει το εργατικό κίνημα από τις δεκαετίες κυριαρχίας του ρεφορμισμού και του σταλινισμού.
Αλλά η ιστορία κινείται προς τα εμπρός πολύ πιο γρήγορα από ό, τι οι ηγέτες του εργατικού κινήματος, οι οποίοι εξακολουθούν να ονειρεύονται μια επιστροφή στο παρελθόν – πράγμα αδύνατο.
Αν – ή, ακριβέστερα, όταν – η κρίση φτάσει σε μια αποφασιστική στιγμή σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια επιλογή που δεν αφήνει περιθώρια για ημίμετρα: είτε να «σώσει το ευρώ», όπως προτείνει ο κ. Τσίπρας, ή να έρθει σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να θέσει σε κίνηση μια διαδικασία που θα οδηγήσει σε ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, ξεκινώντας με τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των κύριων μοχλών της οικονομίας, σε συνδυασμό με τον κρατικό έλεγχο στην κυκλοφορία των κεφαλαίων και το εξωτερικό εμπόριο. Το να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να ψάξουμε για μία μέση οδό θα οδηγούσε σε καταστροφική ήττα.
Η ιδέα ότι «σήμερα τίποτα δεν μπορεί να αποφασιστεί σε εθνικό επίπεδο και ως εκ τούτου η μάχη θα πρέπει να δοθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο» μπορεί να ακούγεται πολύ ριζοσπαστική, αλλά στην πράξη σημαίνει να πούμε στους εργαζόμενους στην Ελλάδα ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να λύσουν τα προβλήματά τους μέχρι να έχουμε ένα μαζικό κίνημα στην Ευρώπη.
Η άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού, η οποία οξύνεται από την κρίση, σημαίνει ότι είναι σχεδόν αναπόφευκτο η διαδικασία να ξετυλίγεται μέσα από το σπάσιμο ενός ή περισσοτέρων «αδύναμων κρίκων» στην Ευρώπη. Η αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των διαφόρων εθνικών αστικών τάξεων στο εσωτερικό της ΕΕ, η όξυνση των συγκρούσεων, το γεγονός ότι οι πολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις είναι όλο και πιο ανοιχτές, όλα αυτά δεν είναι η αρχή του φασισμού ή βαρβαρότητα, όπως κλαψουρίζουν οι ρεφορμιστές, αλλά μάλλον μια διαδικασία που μπορεί να ευνοήσει επαναστατικές εξελίξεις και να αποδυναμώσει την ικανότητα της άρχουσας τάξης να αντιδράσει. Αφού αποδείχθηκε αποτυχημένη σε πολλά μέτωπα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταφέρει μια «επιτυχία»: Αποτέλεσε ένα εξαιρετικό εργαλείο για τη συγκέντρωση των δυνάμεων της αστικής τάξης σε ηπειρωτική κλίμακα, πολλαπλασιάζοντας την ικανότητα των μεμονωμένων κρατών μελών να φορτώσουν την κρίση στις πλάτες των εργαζομένων. Κάθε φορά που οι εργαζόμενοι προσπαθούν να σηκώσουν κεφάλι, είτε στην Ελλάδα ή την Ισπανία, αμέσως έρχονται αντιμέτωποι με ένα «ενιαίο μέτωπο» της άρχουσας τάξη, η οποία, πίσω από τις φιλοευρωπαϊκές κραυγές, συσπειρώνεται, αυξάνει τον έλεγχό της πάνω στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία και επιβάλλει τις πολιτικές της με βάναυσο τρόπο.
Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί μέρος της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, θα έχει κάποια προοδευτική πτυχή στο βαθμό που θα αποδυναμώσει και την αστική τάξη και τους ρεφορμιστές και θα καταστήσει ευκολότερο το ξεδίπλωμα μιας επαναστατικής κατάστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το σπάσιμο με τις αστικές πολιτικές υπέρ της Ε.Ε. αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, εάν η Αριστερά επιθυμεί να πραγματοποιήσει αυτό το έργο. Μόνο με την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου μπορεί κανείς να επιτύχει τη μόνη πραγματικά προοδευτική μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας – σοσιαλιστική επειδή θα βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και τη συλλογική διαχείριση των τραπεζών, των μεγάλων βιομηχανιών, των επικοινωνιών και των κύριων κλάδων της οικονομίας, προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες της κοινωνίας και δημοκρατική επειδή οι λαοί θα συμμετέχουν σε αυτή την ένωση μόνο σε γνησίως εθελοντική και συνειδητή βάση, έχοντας το δικαίωμα της ενσωμάτωσης, αλλά και του αποχωρισμού εφόσον το επιθυμούν.
Μάρτης 2014
Ο Κλαούντιο Μπελότι είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης