Παρά τις πολύπλευρες αντιδράσεις για το περιεχόμενό του, το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο Πλεύρη υπερψηφίστηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου από τη Βουλή. Πρόκειται για έναν νόμο που κλιμακώνει τον αντιμεταναστευτικό και ρατσιστικό αυταρχισμό του ελληνικού αστικού κράτους και της άρχουσας τάξης, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα μια σειρά πτυχές του που ως τώρα εφαρμόζονταν «άτυπα».
Το σχέδιο νόμου ανακοινώθηκε παράλληλα με τη χυδαία τροπολογία που είχε εισαχθεί σε άσχετο νομοσχέδιο στα μέσα Ιούλη, , σύμφωνα με την οποία αναστάλθηκε για τρεις μήνες η εξέταση «αιτήσεων χορήγησης ασύλου από άτομα που εισέρχονται στη χώρα παράνομα με οποιοδήποτε πλωτό μέσο που προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική» και «τα άτομα αυτά επιστρέφονται, χωρίς καταγραφή, στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής». Μάλιστα, γι’ αυτήν την επαίσχυντη τροπολογία – που μεταξύ άλλων παραβιάζει ευθέως τις Συνθήκες της Γενεύης για τα δικαιώματα των προσφύγων – η κυβέρνηση επικαλέστηκε τη διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με τη δυνατότητα λήψης μέτρων κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση αυτή, «σε περίπτωση δημοσίου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους»!
Η πρόθεση της κυβέρνησης καθίσταται ξεδιάντροπα σαφής από τον ίδιο τον Υπουργό, που από το βήμα της Βουλής είπε ότι «το μήνυμα που εκπέμπουμε είναι σαφές: καθίστε εκεί που είστε, δεν είστε ευπρόσδεκτοι εδώ πέρα, δεν τυγχάνετε διεθνούς προστασίας, δεν θα εκβιάσετε την Ελληνική Δημοκρατία». Πρόκειται δηλαδή για επέκταση στο νομικό πλαίσιο, της ευρύτερης λεγόμενης «αποτρεπτικής πολιτικής» – που περιλαμβάνει κάθε είδους αυταρχικές και παράνομες μεθόδους όπως τα «pushbacks» του Λιμενικού και η στοχοποίηση διασωστών – με την οποία υποτίθεται ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε «αντιδημοφιλή προορισμό» για τους ξεριζωμένους μετανάστες και πρόσφυγες.
Πολύπλευρη καταστρατήγηση στοιχειωδών δικαιωμάτων
Αυτός ο νέος νόμος διαπνέεται από την κορφή ως τα νύχια από το ρατσιστικό πνεύμα που εξέφρασε ο Πλεύρης και διαχρονικά χαρακτηρίζει την ελληνική άρχουσα τάξη και το κράτος της, ενώ παράλληλα δημιουργεί, ουσιαστικά, ένα «Δίκαιο β´ κατηγορίας» για τους μετανάστες.
Έτσι, με τον νέο νόμο θεωρείται ποινικό αδίκημα όχι μόνο η είσοδος στη χώρα χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα, αλλά και η ίδια η παραμονή, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και πρόστιμο τουλάχιστον 5.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μπορεί ανά πάσα στιγμή να συλλαμβάνει και να καταδικάζει σε φυλάκιση και βαριά πρόστιμα οποιονδήποτε μετανάστη βρει χωρίς άδεια διαμονής. Και όσοι έχουν άδεια θα βρίσκονται υπό τον διαρκή κίνδυνο να χάσει την ισχύ της έστω και για λίγο και αμέσως να βρεθούν ποινικά διωκόμενοι, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμα πιο ευάλωτοι απέναντι στην αυθαιρεσία των εργοδοτών τους, των εκμισθωτών των κατοικιών τους, και του ίδιου του κράτους με τα κάθε είδους «διαδικαστικά» κωλύματα που μπορούν να καθυστερήσουν την ανανέωση μιας άδειας διαμονής.
Παράλληλα, καταργείται ρητά η δυνατότητα παροχής άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς και εξαιρετικούς λόγους μετά την παραμονή για διάστημα τουλάχιστον 7 ετών, με τον νόμο να αποκλείει έτσι προκαταβολικά και καθολικά ένα ενδεχόμενο που μέχρι τώρα έτσι κι αλλιώς κρινόταν ανά περίπτωση από τη Δικαιοσύνη. Όπως ανέφερε χυδαία ο ίδιος ο Πλεύρης, «άπαξ και μπεις παράνομα στη χώρα, θα είσαι πάντα παράνομος».
Επιπλέον, ο νόμος διευκολύνει την πραγματοποίηση απελάσεων μέσω της προσθήκης των λεγόμενων «ασφαλών τρίτων χωρών» στον ορισμό της χώρας επιστροφής. Ο χαρακτηρισμός ως «ασφαλείς», ορισμένων χωρών διαμέσου των οποίων αιτούντες άσυλο με καταγωγή από συγκεκριμένες χώρες εισήλθαν στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται ήδη για τη μαζική απόρριψη αιτημάτων ασύλου χωρίς αυτά να εξεταστούν – με το πρόσχημα ότι το άσυλο θα έπρεπε να ζητηθεί από την εκάστοτε «ασφαλή τρίτη χώρα». Μάλιστα, η κυβέρνηση περιλαμβάνει την Τουρκία σε αυτές τις «ασφαλείς» χώρες για ανθρώπους με καταγωγή από μια σειρά χώρες της Μ. Ανατολής, κάτι το οποίο ακυρώθηκε με πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ λόγω του αυταπόδεικτα «μη ασφαλούς» χαρακτήρα του τουρκικού καθεστώτος, αλλά αποφασίστηκε ξανά από την κυβέρνηση. Και τώρα, με τον νέο νόμο, όχι μόνο αυτά τα αιτήματα για άσυλο θα απορρίπτονται χωρίς εξέταση, αλλά θα δρομολογείται αμέσως και η απέλαση των αιτούντων προς αυτές τις «ασφαλείς τρίτες χώρες». Έτσι, για παράδειγμα, αιτούντες άσυλο με προέλευση από τη Συρία του αντιδραστικού φονταμενταλιστικού καθεστώτος Τζολάνι, θα παραδίδονται χωρίς καν να εξεταστεί το αίτημά τους στα χέρια του προστάτη του τζιχαντιστικού συριακού καθεστώτος Ερντογάν!
Ταυτόχρονα, σε περίπτωση δρομολογούμενης απέλασης ή οικειοθελούς αποχώρησης διευρύνονται σχεδόν απεριόριστα οι λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν διοικητική κράτηση. Αφενός συμπεριλαμβάνονται πλέον λόγοι «εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας τάξης», μια αόριστη «ομπρέλα» κάτω από την οποία μπορεί να χωρέσει οποιαδήποτε περίπτωση, δίνοντας ουσιαστικά το ελεύθερο να επιβάλλεται αδιακρίτως αυτό το υποτίθεται «έσχατο» μέτρο της κράτησης. Και αφετέρου, διευρύνεται ως λόγος κράτησης ο «κίνδυνος διαφυγής», συμπεριλαμβάνοντας αυθαίρετα κριτήρια όπως η «μη ύπαρξη κατοικίας ή γνωστής διαμονής», με τα μέλη του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών να διερωτώνται εύστοχα να διερωτώνται εύστοχα αν «παράγκες ή εγκαταλελειμμένα εργοστάσια όπου πολλοί εργοδότες στοιβάζουν μετανάστες εργάτες (που ουδέποτε είχαν δυνατότητα για άλλη επιλογή) θα θεωρούνται κατοικία».
Κι ενώ με βάση τα παραπάνω το μέτρο της κράτησης θα μπορεί πλέον να εφαρμόζεται γενικευμένα και αναίτια, ο νέος νόμος επιμηκύνει και το μέγιστο χρονικό διάστημα της κράτησης στους 24 μήνες, σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα, που απαγορεύει τη στέρηση ελευθερίας για χρονικό διάστημα άνω των 18 μηνών χωρίς ποινική καταδίκη. Όλα αυτά, τη στιγμή που πλήθος Αρχών και οργανώσεων έχουν καταγγείλει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στα κέντρα κράτησης.
Ο καπιταλισμός ασύμβατος με τα δημοκρατικά δικαιώματα
Το μόνιμο επιχείρημα της ελληνικής και κάθε αστικής κυβέρνησης διεθνώς για να δικαιολογηθεί η καταπάτηση στοιχειωδών δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων – όταν δεν συνίσταται σε ρατσιστικές κραυγές περί κινδύνου «λαθροεποικισμού» – είναι ότι οι μετανάστες είναι «πάρα πολλοί» για να μπορέσουν να «απορροφηθούν» ομαλά από την εκάστοτε χώρα.
Για κάθε λογικό άνθρωπο, η ύπαρξη περισσότερων εργατικών χεριών σε μια χώρα σημαίνει μεγαλύτερος παραγόμενος πλούτος και αυξημένη κοινωνική ευημερία. Αλλά ο παραλογισμός του καπιταλιστικού συστήματος επιβάλλει κάθε τι που παράγεται να πρέπει να μπορεί να πουληθεί στην αγορά έναντι κάποιου αξιόλογου κέρδους για τους καπιταλιστές. Αν αυτό δεν είναι εφικτό λόγω του τσακισμένου βιοτικού επιπέδου της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας, τότε ο μεγαλύτερος παραγόμενος πλούτος αντί για ευλογία γίνεται κατάρα: η παραγωγή πρέπει να μειωθεί και οι «πλεονάζοντες» εργαζόμενοι πρέπει αν είναι ντόπιοι να πεταχτούν στην ανεργία και αν είναι μετανάστες να πνιγούν, να φυλακιστούν, να απελαθούν.
Η κοινή αιτία για τα δεινά των ντόπιων και των μεταναστών εργατών είναι, επομένως, ο ίδιος ο καπιταλισμός. Μόνο με τον επαναστατικό, σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας – δηλαδή με την κοινωνικοποίηση της οικονομίας και τον ορθολογικό, δημοκρατικό σχεδιασμό της – μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως ολόκληρο το υπάρχον εργατικό δυναμικό και να εξασφαλιστεί η ευημερία που μπορούν να προσφέρουν οι τεράστιες σημερινές δυνατότητες της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Πάτροκλος Ψάλτης



