Ζούμε σε μια περίοδο αιφνίδιων και δραστικών αλλαγών στη διεθνή κατάσταση. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών και οι πολιτικές του έχουν εισαγάγει τεράστια αστάθεια στην παγκόσμια πολιτική, την παγκόσμια οικονομία και τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Τραμπ δεν προκάλεσε ο ίδιος αυτή την αναταραχή – η οποία αποτελεί έκφραση της κρίσης του καπιταλισμού – όμως οι ενέργειές του έχουν επιταχύνει δραματικά την πορεία των γεγονότων. Οι αντιφάσεις που συσσωρεύονταν για καιρό κάτω από την επιφάνεια έχουν έρθει απότομα στην επιφάνεια, ανατρέποντας πλήρως την κατάσταση. Η λεγόμενη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που υπήρχε επί δεκαετίες, καταρρέει τώρα μπροστά στα μάτια μας.
Στην ανάλυση της διεθνούς κατάστασης πρέπει να ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που έχει προ πολλού ολοκληρώσει τον ιστορικό του ρόλο. Στην εποχή της παρακμής του παράγει πολέμους, κρίσεις και καταστροφή του περιβάλλοντος, που μακροπρόθεσμα απειλεί την ίδια την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να σκιαγραφήσει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης και να υπογραμμίσει την ανάγκη του χτισίματος μιας επαναστατικής οργάνωσης ικανής να δώσει διέξοδο, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Εν κατακλείδι, η αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να αναπτύξει περαιτέρω τις παραγωγικές δυνάμεις αποτελεί την αιτία της κρίσης. Η οικονομία ασφυκτιά μέσα στα όρια του έθνους κράτους και τα όρια που θέτει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Επί δεκαετίες οι καπιταλιστές προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτούς τους περιορισμούς με διάφορα μέσα: αύξηση της ρευστότητας, ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου κ.ο.κ. Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα πλέον οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Η εκλογή του Τραμπ
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τον Νοέμβριο του 2024, αντιπροσώπευε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική κατάσταση και μία εκδήλωση της κρίσης νομιμοποίησης της αστικής δημοκρατίας, η οποία δεν είναι ιδιαίτερο φαινόμενο στις ΗΠΑ αλλά χαρακτηρίζει όλες τις χώρες. Παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες του κυρίαρχου τμήματος της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ και του κατεστημένου να αποτρέψουν τη νίκη του, ο Τραμπ εξασφάλισε μία αποφασιστική νίκη.
Αυτό το αποτέλεσμα έχει ευρέως ερμηνευθεί, ιδίως από φιλελεύθερους σχολιαστές, τα κύρια μέσα ενημέρωσης και τμήματα της «Αριστεράς», ως ένδειξη μιας ευρύτερης στροφής προς τα δεξιά στην πολιτική σκηνή σε ΗΠΑ και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τέτοιες «εξηγήσεις» είναι επιφανειακές και παραπλανητικές. Επιπλέον, μας ωθούν σε εξαιρετικά επικίνδυνα συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα στο ότι ο Τζο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί τάχα αντιπροσωπεύουν μια πιο προοδευτική και «δημοκρατική» εναλλακτική λύση, ένας ισχυρισμός που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα γεγονότα.
Η κυβέρνηση του Μπάιντεν ήταν απολύτως αντιδραστική, κάτι που φάνηκε ιδιαιτέρως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ας θυμηθούμε ότι ο «Τζο της γενοκτονίας» παρείχε στον Νετανιάχου μία λευκή επιταγή για να προχωρήσει στη μαζική σφαγή των Παλαιστινίων στη Γάζα. Οργάνωσε μία εκστρατεία βίαιης καταστολής κατά φοιτητών και άλλων που τολμούσαν να αντιταχθούν σε αυτή την αντιδραστική πολιτική.
Ομοίως, στην περίπτωση της Ουκρανίας, φέρει την ευθύνη για τη σκόπιμη πρόκληση της σύγκρουσης που οδήγησε σε μία αιματηρή σφαγή, παρέχοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και στρατιωτική βοήθεια στο αντιδραστικό καθεστώς του Κιέβου, και ακολουθώντας επικίνδυνη πολιτική πρόκλησης κατά της Ρωσίας.
Στην προεκλογική εκστρατεία, ο Τραμπ παρουσίασε τον εαυτό του ως «υποψήφιο της ειρήνης», σε αντίθεση με τις πολεμοχαρείς πολιτικές της κλίκας του Μπάιντεν. Αυτή η διάκριση είχε ιδιαίτερη επιρροή σε ψηφοφόρους σε εκλογικές περιφέρειες με σημαντικό μουσουλμανικό και αραβικό πληθυσμό.
Ενώ είναι αλήθεια ότι ένα στρώμα αντιδραστικών στοιχείων συνέβαλε στη νίκη του Τραμπ, αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί να εξηγήσει το εύρος της επιτυχίας του και το γεγονός ότι αύξησε τις ψήφους του σε σχεδόν κάθε δημογραφική ομάδα, ακόμη και σε εργατογειτονιές μαύρων και Λατινοαμερικανών εργατών. Στην πραγματικότητα, σε αρκετές πολιτείες όπου ο Τραμπ είχε πολύ καλά αποτελέσματα ή αύξησε τα ποσοστά του, οι ψηφοφόροι ταυτόχρονα ενέκριναν προοδευτικά μέτρα, όπως την προστασία των δικαιωμάτων στην άμβλωση ή την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο βασικός παράγοντας που βρίσκεται πίσω από τη νίκη του Τραμπ έγκειται στην ικανότητά του να αξιοποιήσει, να εκφράσει και να κινητοποιήσει ένα ευρύ και βαθιά ριζωμένο αίσθημα κατά του κατεστημένου που διαπερνά την αμερικανική κοινωνία.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του φαινομένου φαίνεται στην αντίδραση του κοινού στην υποτιθέμενη δολοφονία του Διευθύνοντος Συμβούλου της United Healthcare από τον Λουίτζι Μαντζιόνε. Ενώ η πράξη καθαυτή ήταν σοκαριστική, η αντίδραση του κοινού — που χαρακτηρίστηκε από συμπάθεια προς τον φερόμενο ως δράστη αντί για το θύμα — ήταν ακόμη πιο αποκαλυπτική.
Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα παράδοξο φαινόμενο. Ο Τραμπ, παρά το ότι είναι δισεκατομμυριούχος και περιβάλλεται από άλλους δισεκατομμυριούχους, κατάφερε να παρουσιαστεί ως ο εκφραστής του θυμού ενάντια στο κατεστημένο. Αυτή η αντίφαση αναδεικνύει τον ασυνεπή και διαστρεβλωμένο χαρακτήρα της τρέχουσας πολιτικής διάθεσης. Παρ’ όλα αυτά, αντανακλά μία γνήσια και ευρέως διαδεδομένη οργή απέναντι στους κύριους θεσμούς: προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, προς τις πολιτικές ελίτ και απέναντι στον κρατικό μηχανισμό συνολικά.
Η βασική αιτία αυτού του θυμού ενάντια στο κατεστημένο βρίσκεται στην κρίση του καπιταλισμού. Έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις από την κρίση του 2008, από την οποία το σύστημα δεν έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως. Δεν βιώνουμε απλώς μια ακόμη κυκλική κρίση του καπιταλισμού, αλλά μια οργανική κρίση του καπιταλισμού. Η υποστήριξη προς την αστική δημοκρατία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είχε χτιστεί επί δεκαετίες πάνω στην ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να καλύψει κάποιες βασικές ανάγκες της εργατικής τάξης (υγεία, εκπαίδευση, συντάξεις…) και στην προσδοκία ότι το βιοτικό επίπεδο κάθε γενιάς θα βελτιώνονταν, έστω και οριακά, σε σύγκριση με αυτό της προηγούμενης γενιάς.
Αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει πλέον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1970, πάνω από το 90% των τροαντάχρονων είχε υψηλότερα εισοδήματα από ό,τι οι γονείς τους στην ίδια ηλικία. Ωστόσο, μέχρι το 2010, αυτό το ποσοστό είχε μειωθεί στο 50%. Μέχρι το 2017, μόνο το 37% των Αμερικανών προέβλεπε ότι τα παιδιά τους θα πετύχαιναν καλύτερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο που είχαν οι ίδιοι.
Σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των ΗΠΑ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι πραγματικοί μισθοί της αμερικανικής εργατικής τάξης είτε έχουν μείνει στάσιμοι είτε έχουν μειωθεί, ιδιαίτερα αφότου πολλές θέσεις εργασίας μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό. Ομοίως, το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής αναφέρει πως οι μισθοί των νοικοκυριών με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν έχουν παρουσιάσει σχεδόν καμία αύξηση από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, την ώρα που το κόστος ζωής συνεχίζει να ανεβαίνει.
Την ίδια στιγμή παρατηρείται μια προκλητική συσσώρευση πλούτου. Από τη μία πλευρά, μια χούφτα δισεκατομμυριούχων αυξάνουν διαρκώς την περιουσία τους. Από την άλλη, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να τα βγάλει πέρα. Αντιμετωπίζουν περικοπές, τη συνεχή συρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης λόγω του πληθωρισμού, αυξημένους λογαριασμούς ενέργειας, στεγαστική κ.ά.
Τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα, τα κοινοβούλια, η δικαστική εξουσία — όλα δικαιολογημένα αντιμετωπίζονται ως θεσμοί που εκπροσωπούν τα συμφέροντα μιας μικρής προνομιούχας ελίτ, λαμβάνοντας αποφάσεις για την υπεράσπιση των δικών τους στενών και εγωιστικών συμφερόντων και όχι για την κάλυψη των αναγκών της πλειοψηφίας.
Η κρίση του 2008 ακολουθήθηκε από βίαιες περικοπές λιτότητας σε όλες τις χώρες. Όλες οι κατακτήσεις του παρελθόντος βρέθηκαν στο στόχαστρο. Οι μάζες είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να δέχεται επίθεση, ενώ οι τράπεζες διασώζονταν με δημόσιο χρήμα. Αυτό προκάλεσε τεράστιο θυμό, μαζικά κινήματα και, κυρίως, μια πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησης όλων των αστικών θεσμών.
Στην αρχική του φάση, αυτό το κλίμα — που αποτυπώθηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στα μαζικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα γύρω στο 2011 — βρήκε έκφραση στα αριστερά. Υπήρξε μία άνοδος αριστερών, αντισυστημικών προσωπικοτήτων και κομμάτων στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες: Podemos, ΣΥΡΙΖΑ, Τζέρεμι Κόρμπιν, Μπέρνι Σάντερς, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, καθένα από αυτά τα κινήματα πρόδωσε τελικά τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Τα όρια της ρεφορμιστικής πολιτικής των ηγεσιών τους αποκαλύφθηκαν.
Ήταν η πλήρης αποτυχία αυτών των αριστερών ηγετών που άνοιξε τον δρόμο για την άνοδο αντιδραστικών δημαγωγών όπως ο Τραμπ.
Οι ίδιες διεργασίες συντελούνται στις περισσότερες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες: κρίση του καπιταλισμού, επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη, χρεοκοπία της Αριστεράς και άνοδος δεξιών δημαγωγών που έχουν καβαλήσει το κύμα της οργής ενάντια στο κατεστημένο.
Κίνδυνος φασισμού ή βοναπαρτισμού;
Ακόμη και πριν την εκλογή του Τραμπ, υπήρξε μια θορυβώδης εκστρατεία στα αστικά ΜΜΕ και στην Αριστερά για να καταγγελθεί ως φασίστας.
Ο μαρξισμός είναι επιστήμη. Όπως κάθε επιστήμη, διαθέτει μια επιστημονική ορολογία. Λέξεις όπως «φασισμός» έχουν, για εμάς, συγκεκριμένη σημασία. Δεν είναι απλώς βρισιές ή ταμπέλες που μπορούμε βολικά να κολλάμε σε οποιονδήποτε δεν μας αρέσει.
Ας ξεκινήσουμε με έναν ακριβή ορισμό του φασισμού. Από μαρξιστική σκοπιά, ο φασισμός είναι ένα αντεπαναστατικό κίνημα – ένα μαζικό κίνημα που αποτελείται κυρίως από το λούμπεν προλεταριάτο και την εξαγριωμένη μικροαστική τάξη. Χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός για να συντρίψει και να διασπάσει την εργατική τάξη και να εγκαθιδρύσει ένα ολοκληρωτικό κράτος, στο οποίο η αστική τάξη παραδίδει την εξουσία του κράτους σε μια φασιστική γραφειοκρατία.
Κύριο χαρακτηριστικό του φασιστικού κράτους είναι ο ακραίος συγκεντρωτισμός και η απολυταρχική κρατική εξουσία, στα πλαίσια της οποίας οι τράπεζες και τα μεγάλα μονοπώλια προστατεύονται, αλλά υπόκεινται σε αυστηό κεντρικό έλεγχο από μια μεγάλη και ισχυρή φασιστική γραφειοκρατία. Στο Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;, ο Τρότσκι εξηγεί:
«Ο γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, ανέβηκε στην εξουσία πατώντας στη ράχη της μικρομπουρζουαζίας που τη μεταμόρφωσε σε πολιορκητικό κριό ενάντια στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τις οργανώσεις της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία είναι λιγότερο από κάθε τι άλλο κυβέρνηση της μικρομπουρζουαζίας. Αντίθετα είναι η δικτατορία, η πιο αλύπητη, του μονοπωλιακού κεφαλαίου».
Τέτοια, σε γενικές γραμμές, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του φασισμού. Πώς συγκρίνονται αυτά με την ιδεολογία και το περιεχόμενο του φαινομένου Τραμπ; Έχουμε ήδη την εμπειρία μίας κυβέρνησης του Τραμπ, η οποία — σύμφωνα με τις καταστροφικές προειδοποιήσεις των Δημοκρατικών και ολόκληρου του φιλελεύθερου κατεστημένου — θα προχωρούσε στην κατάργηση της δημοκρατίας. Δεν έκανε ωστόσο κάτι τέτοιο.
Δεν ελήφθησαν αποφασιστικά μέτρα για να περιοριστεί το δικαίωμα στην απεργία και τη διαδήλωση, ούτε για να καταργηθούν οι ελεύθερες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Διεξάχθηκαν εκλογές όπως συνήθως, και τελικά, παρότι υπήρξε γενική αναταραχή, τον διαδέχθηκε στις εκλογές ο Τζο Μπάιντεν. Ό,τι και να πει κανείς για την πρώτη κυβέρνηση του Τραμπ, δεν είχε απολύτως καμία σχέση με οποιονδήποτε τύπο φασισμού.
Επιπρόσθετα, ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει σημαντικά από τη δεκαετία του 1930. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η αγροτιά, που εκπροσωπούσε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, έχει πλέον περιοριστεί σε πολύ μικρούς αριθμούς, και επαγγέλματα που προηγουμένως θεωρούνταν «μεσαία τάξη» (δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, δάσκαλοι) έχουν προλεταριοποιηθεί, με αυτούς τους κλάδους να εντάσσονται σε συνδικάτα και να προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Το κοινωνικό βάρος της εργατικής τάξης ενισχύθηκε δραματικά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κατά την τεράστια οικονομική άνοδο που ακολούθησε το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιδεολογία του Τραμπισμού — στο βαθμό που υπάρχει — απέχει πολύ από τον φασισμό. Μακριά από την επιθυμία για ένα ισχυρό κράτος, το ιδανικό του Ντόναλντ Τραμπ είναι αυτό του ελεύθερου καπιταλισμού της αγοράς, στον οποίο το κράτος διαδραματίζει μικρό ή κανέναν ρόλο (με εξαίρεση τους δασμούς).
Άλλοι έχουν εγείρει την ιδέα ότι ο Τραμπ αντιπροσωπεύει ένα βοναπαρτιστικό καθεστώς. Η ιδέα εδώ, και πάλι, είναι να παρουσιαστεί ο Τραμπ ως δικτάτορας που έχει βάλει στόχο να συντρίψει την εργατική τάξη. Αλλά αυτή η ταμπέλα επίσης δεν εξηγεί τίποτα. Στην πραγματικότητα, μακριά από το να επιδιώκει να συντρίψει την εργατική τάξη, ο Τραμπ απευθύνεται σε αυτήν δημαγωγικά και προσπαθεί να την κατευνάσει. Φυσικά, ως αστός πολιτικός, εκπροσωπεί συμφέροντα που είναι θεμελιωδώς αντίθετα με αυτά των εργαζομένων. Αλλά αυτό δεν τον καθιστά δικτάτορα.
Είναι δυνατόν να επισημάνουμε το ένα ή το άλλο στοιχείο στη σημερινή κατάσταση που θα μπορούσε να θεωρηθεί στοιχείο βοναπαρτισμού. Αυτό ενδέχεται να ισχύει. Ωστόσο παρόμοια σχόλια θα μπορούσαν να γίνουν για σχεδόν κάθε πρόσφατο αστικό δημοκρατικό καθεστώς.
Απλώς το να υπάρχυνη ορισμένα στοιχεία ενός φαινομένου δεν συνεπάγεται ακόμη την πραγματική εμφάνιση του φαινομένου αυτού καθ’ αυτού. Μπορεί, βεβαίως, να πει κανείς ότι υπάρχουν στοιχεία βοναπαρτισμού στον τραμπισμό. Όμως αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο με το να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει πραγματικό βοναπαρτιστικό καθεστώς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος «βοναπαρτισμός» είναι πολύ ελαστικός. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πραγμάτων, ξεκινώντας από την κλασική έννοια του βοναπαρτισμού, που ουσιαστικά συνεπάγεται με διακυβέρνηση με την ισχύ του ξίφους. Δεν είναι εποικοδομητικό να αναλύσουμε την τρέχουσα κυβέρνηση του Τραμπ στην Ουάσιγκτον με αυτόν τον τρόπο, αφού, παρά τις πολλές ιδιαιτερότητές της, παραμένει μια αστική δημοκρατία. Το καθήκον μας δεν είναι να κολλάμε ετικέτες στα πράγματα, αλλά να παρακολουθούμε τη διαδικασία καθώς εξελίσσεται και να κατανοούμε τις ουσιώδεις πτυχές της.
Τεκτονικές μετατοπίσεις στις παγκόσμιες σχέσεις
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ αντιπροσωπεύει μια σημαντική στροφή στις παγκόσμιες σχέσεις και το τέλος της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που υπήρχε επί 80 χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό αποτελεί μία αναγνώριση της σχετικής παρακμής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ύπαρξης ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Ρωσίας και, ιδιαίτερα, της Κίνας, του κύριου ιμπεριαλιστικού αντιπάλου του στην παγκόσμια σκηνή.
Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν εξαιρετικά ισχυρές. Με την Ευρώπη και την Ιαπωνία κατεστραμμένες από τον πόλεμο, η Αμερική αντιπροσώπευε το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 60% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Ο μόνος σοβαρός αντίπαλός της στη διεθνή σκηνή ήταν η Σοβιετική Ένωση, η οποία, έχοντας νικήσει τη ναζιστική Γερμανία και προελάσει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αναδείχθηκε επίσης ενισχυμένη από τον πόλεμο.
Η κινεζική επανάσταση ενίσχυσε περαιτέρω το σταλινικό μπλοκ. Οι ΗΠΑ εργάστηκαν για την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας σε μια προσπάθεια να σταματήσουν την «προέλαση του κομμουνισμού». Η σοβιετική γραφειοκρατία δεν ενδιαφερόταν για παγκόσμια επανάσταση και ήταν έτοιμη να καταλήξει σε modus vivendi με την Ουάσιγκτον, όπως αυτό εκφράστηκε στην πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης».
Έτσι ακολούθησε μια περίοδος σχετικής ισορροπίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, δύο πυρηνικών δυνάμεων, γνωστή ως Ψυχρός Πόλεμος. Στα πλαίσια της αμερικανικής κυριαρχίας, δημιουργήθηκαν μια σειρά επίσημοι θεσμοί για τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) και της παγκόσμιας οικονομίας (το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα που ιδρύθηκαν στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς). Αυτή η ισορροπία ενισχύθηκε από τη μεταπολεμική οικονομική άνοδο, μια περίοδο εξαιρετικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτή η περίοδος διήρκεσε μέχρι την κατάρρευση του σταλινισμού το 1989–1991 και την αποκατάσταση του καπιταλισμού στη Ρωσία και την Κίνα. Αυτό προκάλεσε μια ακόμη σημαντική στροφή στη διεθνή κατάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν γίνει η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη, χωρίς να αμφισβητείται από κανέναν.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1991 εναντίον του Ιράκ διεξήχθη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με τη Ρωσία να ψηφίζει υπέρ και την Κίνα απλώς να απέχει. Φαινόταν ότι δεν υπήρχε αντίθεση στην κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Από οικονομική άποψη, η Ουάσιγκτον προώθησε την παγκοσμιοποίηση και τον «νεοφιλελευθερισμό»: δηλαδή τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση της παγκόσμιας αγοράς υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ και τη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους.
Αυτή η περίοδος ανεμπόδιστης κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έχει σταδιακά διαβρωθεί κατά τα τελευταία 35 χρόνια, έως το σημείο που έχει πλέον αναδειχθεί μια εντελώς νέα κατάσταση.
Καθοδηγούμενες από την υπέρτατη αλαζονεία τους, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τις εισβολές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, εδώ η ιστορία άρχισε να κινείται αντίστροφα. Οι Αμερικανοί βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτούς τους αδιέξοδους πολέμους για 15 χρόνια, με μεγάλο κόστος για τις ίδιες όσον αφορά τις δαπάνες και τις απώλειες προσωπικού. Τον Αύγουστο του 2021, αναγκάστηκαν σε ταπεινωτική υποχώρηση από το Αφγανιστάν.
Αυτές οι εμπειρίες άφησαν τον αμερικανικό λαό χωρίς όρεξη για ξένες στρατιωτικές περιπέτειες και την αμερικανική άρχουσα τάξη πολύ επιφυλακτική στο να δεσμεύσει χερσαίες δυνάμεις στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, με την άνοδο νέων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων, η σχετική ισορροπία δυνάμεων παγκοσμίως μεταβαλλόταν. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν έμαθε τίποτα από αυτές τις εμπειρίες. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη νέα ισορροπία δυνάμεων και, αντίθετα, προσπάθησε να διατηρήσει την κυριαρχία του, με αποτέλεσμα να εμπλακεί σε μια σειρά συγκρούσεων που δεν μπορούσε να κερδίσει.
Ένας πολυπολικός κόσμος;
Η διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από τεράστια αστάθεια στις παγκόσμιες σχέσεις. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του αγώνα για παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ των ΗΠΑ, της ισχυρότερης ιμπεριαλιστικής δύναμης στον κόσμο, η οποία βρίσκεται σε σχετική παρακμή, και της Κίνας, μιας νεότερης, πιο δυναμικής, ανερχόμενης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Γινόμαστε μάρτυρες μιας γιγαντιαίας μετατόπισης, συγκρίσιμης σε κλίμακα με την κίνηση των τεκτονικών πλακών στον φλοιό της Γης. Τέτοιες μετακινήσεις συνοδεύονται από εκρήξεις κάθε είδους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία — όπου ετοιμάζεται μια ταπεινωτική ήττα για τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ — και η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή είναι εκφράσεις αυτού του γεγονότος.
Η προσέγγιση του Τραμπ στις παγκόσμιες σχέσεις αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια αναγνώρισης του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι ο μοναδικός παγκόσμιος χωροφύλακας. Κατά την άποψή του, και κατά την άποψη των στενών συνεργατών του, η προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία και την απόλυτη κυριαρχία είναι εξαιρετικά δαπανηρή, μη εφικτή και επιζήμια για τα βασικά εθνικά συμφέροντα ασφαλείας τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ παύουν να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη ή ότι οι πολιτικές του Τραμπ εξυπηρετούν τα συμφέροντα των καταπιεσμένων λαών του κόσμου. Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ αποτελεί μια σαφή οριοθέτηση του τι είναι και τι δεν είναι βασικά εθνικά συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τη Βόρεια Αμερική.
Όταν ο Τραμπ λέει ότι η Αμερική χρειάζεται να ελέγχει τη Διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία, εκφράζει τις ανάγκες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η Διώρυγα του Παναμά είναι ένας κρίσιμος εμπορικός δρόμος που συνδέει τον Ειρηνικό με τον Κόλπο του Μεξικού και μέσω του οποίου διέρχεται το 40% της αμερικανικής κίνησης εμπορευματοκιβωτίων.
Όσο για τη Γροιλανδία, κατείχε πάντα μια σημαντική γεωστρατηγική θέση, γι’ αυτό οι ΗΠΑ διατηρούν στρατιωτική παρουσία στο νησί. Η παγκόσμια υπερθέρμανση έχει οδηγήσει σε αυξημένη ναυτιλιακή κίνηση μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού μέσω του Αρκτικού Ωκεανού. Λιγότερος παγετός σημαίνει ευκολότερη πρόσβαση στον βυθό της θάλασσας, όπου υπάρχουν τεράστια αποθέματα σπάνιων γαιών. Το ίδιο το νησί διαθέτει επίσης σημαντικά κοιτάσματα κρίσιμων ορυκτών (σπάνιες γαίες, ουράνιο) καθώς και φυσικού αερίου και πετρελαίου, που πλέον καθίστανται περισσότερο προσβάσιμα, εν μέρει λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Εδώ οι ΗΠΑ ανταγωνίζονται την Κίνα και τη Ρωσία για τον έλεγχο αυτών των εμπορικών διαδρομών και πόρων.
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ βασίζεται στην αναγνώριση των περιορισμών της αμερικανικής ισχύος. Η συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι μια προσπάθεια αποδέσμευσης των ΗΠΑ από μια σειρά δαπανηρών συγκρούσεων (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) μέσω συμφωνιών, με σκοπό να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και να επικεντρωθούν στον κύριο αντίπαλό τους στη διεθνή σκηνή, την Κίνα.
Σε ολόκληρη την περίοδο από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου — ή ίσως ακόμη και πριν από αυτή — ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός διατηρούσε το πρόσχημα ότι ενεργεί υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξαπλώνει τη δημοκρατία και την «τάξη πραγμάτων βασισμένη σε κανόνες», υπερασπίζεται «το ιερό αξίωμα της ακεραιότητας των εθνικών συνόρων» κ.ο.κ.
Ενεργούσαν μέσω «πολυμερών» διεθνών θεσμών, οι οποίοι φαίνονταν ουδέτεροι και στους οποίους όλες οι χώρες είχαν λόγο: τον ΟΗΕ, τον ΠΟΕ, το ΔΝΤ κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν απλώς ένα φύλλο συκής. Ήταν πάντα μια φάρσα. Είτε τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εκφράζονταν μέσω αυτών των θεσμών, είτε απλώς τους αγνοούσαν τελείως. Η διαφορά τώρα είναι ότι ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για κανένα από αυτά τα προσχήματα. Φαίνεται αποφασισμένος να σκίσει ολόκληρο το εγχειρίδιο κανόνων και να εκφράσει τα πράγματα πιο ανοιχτά, όπως πραγματικά είναι.
Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι, αντιμέτωποι με την ανεξέλεγκτη αμερικανική ισχύ, η ιδέα ενός πολυπολικού κόσμου ήταν κάτι προοδευτικό, που θα επέτρεπε στις καταπιεσμένες χώρες μεγαλύτερο βαθμό κυριαρχίας, ένα ιδανικό για το οποίο πρέπει να παλέψουμε. Τώρα μπορούμε να πάρουμε μια γεύση του πώς θα μπορούσε να είναι ένας «πολυπολικός» κόσμος: ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χωρίζουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, εκφοβίζοντας χώρες να υποταχθούν στη μια ή στην άλλη μεγάλη δύναμη.
Η σχετική παρακμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού
Πρέπει να τονίσουμε ότι όταν μιλάμε για την παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, εννοούμε μια σχετική παρακμή. Δηλαδή μια πτώση σε σύγκριση με την προηγούμενη θέση του και σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν, σε κάθε επίπεδο, η πιο ισχυρή και πιο αντιδραστική δύναμη στον κόσμο.
Το 1985, οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 36% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τώρα έχει περιοριστεί στο 26% (2024). Την ίδια περίοδο, η Κίνα πήγε από το 2,5% στο 18,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η Ιαπωνία, που έφτασε στο 18% το 1995, έχει πλέον καταρρεύσει σε μόλις 5,2%.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία μέσω του ελέγχου των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ένα τεράστιο 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων είναι σε δολάρια ΗΠΑ (ενώ μόνο το 2% είναι σε κινεζικό γουάν), αν και το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί από 73% το 2001. Το δολάριο επίσης αντιπροσωπεύει το 58% των τιμολογήσεων εξαγωγών παγκοσμίως. Από πλευράς καθαρής εκροής Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ως προσεγγιστικού μέτρου εξαγωγής κεφαλαίου), οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη θέση παγκοσμίως με 454 τρισ. δολάρια, ενώ η Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ) έρχεται δεύτερη με 287 τρισ. δολάρια.
Το οικονομικό κύρος μιας χώρας της προσδίδει διεθνή ισχύ, αλλά αυτό πρέπει να στηρίζεται από στρατιωτική ισχύ. Οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιου συνόλου, με την Κίνα να έρχεται δεύτερη στο 12% και τη Ρωσία τρίτη με 4,5%. Οι ΗΠΑ δαπανούν περισσότερα από τα επόμενα δέκα κράτη της κατάταξης συνολικά.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του κόσμου. Η κολοσσιαία οικονομική δύναμη της Κίνας και οι αντίστοιχες πρόοδοι στη στρατιωτική ισχύ της, μαζί με τη στρατιωτική υπεροχή που έχει επιδείξει η Ρωσία στα πεδία μάχης της Ουκρανίας, συνιστούν σοβαρή πρόκληση. Έτσι, από όλες τις πλευρές, οι περιορισμοί της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ αποκαλύπτονται αδυσώπητα.
Αυτή η σχετική παρακμή εκδηλώνεται οικονομικά με τη μερική φυγή κεφαλαίων από το δολάριο, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και τις αμερικανικές μετοχές. Καθώς τα αμερικανικά μονοπώλια αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από διεθνείς αντιπάλους, ιδιαίτερα από την Κίνα, οι αμερικανικές μετοχές δεν θεωρούνται πλέον από τους επενδυτές η σίγουρη επιλογή που ήταν παλαιότερα. Ομοίως, καθώς το ομοσπονδιακό δημόσιο χρέος των ΗΠΑ διογκώνεται και η αμερικανική κυβέρνηση καταφεύγει σε μεγαλύτερη χρηματοδότηση μέσω ελλειμμάτων, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα δεν θεωρούνται πλέον το ασφαλές καταφύγιο που ήταν κάποτε. Αυτό έχει οδηγήσει σε αποδυνάμωση του δολαρίου — παρά τους αμερικανικούς δασμούς — και στη μείωση της κυριαρχίας του στον χώρο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Αυτό αντιπροσωπεύει μια «διόρθωση της αγοράς», φέρνοντας την τιμή του αμερικανικού νομίσματος, των περιουσιακών στοιχείων και των ομολόγων πιο κοντά στη ρεαλιστική, μειωμένη οικονομική θέση του αμερικανικού καπιταλισμού. Παρ’ όλα αυτά, όπως και με τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και τον παλιό ρόλο της Αμερικής ως «χωροφύλακα» του κόσμου, δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική στο δολάριο όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Γι’ αυτό και δυναμώνει ο συναγερμός για τους στρατηγούς του κεφαλαίου για τον χαοτικό αντίκτυπο που θα είχε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην παγκόσμια οικονομία μια πιθανή κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο δολάριο.
Αυτός είναι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο η σχετική παρακμή του αμερικανικού καπιταλισμού και η αναδυόμενη «πολυπολικότητα» θα συμβάλουν στην ενίσχυση της αβεβαιότητας και της αστάθειας σε παγκόσμια κλίμακα. Ένας-ένας, όλοι οι πυλώνες της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων διαβρώνονται και υπονομεύονται, με εκρηκτικές συνέπειες — οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές.
Συνεχίζεται στο Β’ Μέρος