Η περίοδος 1941-1945 ήταν αυτή μέσα στην οποία προετοιμάστηκε, εκδηλώθηκε και ηττήθηκε το σημαντικότερο επαναστατικό κίνημα του ελληνικού εργατικού κινήματος, στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ, μέσα από το πολιτικό του μέτωπο το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το στρατιωτικό του σκέλος, τον ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός).
Στις 27 Απρίλη 1941 τα γερμανικά στρατεύματα του Χίτλερ μπήκαν στην Αθήνα και η Ελλάδα βρέθηκε υπό την τριπλή κατοχή της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Οι ναζί μπήκαν στην Αθήνα έχοντας εξασφαλίσει τη συνθηκολόγηση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, διορίζοντας κατοχικό πρωθυπουργό τον ίδιο τον αρχηγό του ελληνικού στρατού, τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Ο κεντρικός σκοπός της ναζιστικής Κατοχής ήταν η εξαντλητική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας προς όφελος της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ. Έτσι, το επίπεδο ζωής γρήγορα κατρακύλησε στην άβυσσο της λιμοκτονίας. Αυτό, σε συνδυασμό με το αίσθημα ταπείνωσης από το σκλάβωμα σ’ έναν ξένο κατακτητή, οδήγησε τους εργάτες, τους αγρότες και τους νέους της χώρας στην εξέγερση.
Αντίθετα με τους εργάτες και τους αγρότες, η ελληνική αστική τάξη, στο μεγαλύτερο μέρος της συντάχτηκε ανοικτά με τους ναζί και τους προμήθευε τους δοσίλογους πρωθυπουργούς, τον Γ. Τσολάκογλου, τον Ιωάννη Λογοθετόπουλο και τον Ιωάννη Ράλλη, ενώ ένα άλλο μέρος της, συντάχθηκε με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, και οι εκπρόσωποί του στρογγυλοκάθισαν στα σαλόνια των «συμμάχων», στο Λονδίνο και το Κάιρο.
Το μαζικό κίνημα της αντίστασης
Το μαζικό κίνημα της αντίστασης στην Ελλάδα από τη μία πλευρά πολεμούσε για την απελευθέρωση από τους ξένους κατακτητές, και από την άλλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά και εκείνη των φτωχών αγροτών από τη ληστεία του εμπόρου, του τραπεζίτη και του τοκογλύφου.
Έτσι επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα η πρόβλεψη που είχε κάνει ο Λέον Τρότσκι στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου για την κατάσταση στην κατεχόμενη Ευρώπη και η οποία περιέχεται στο κείμενό του το 1939 με τίτλο «Δεν αλλάζουμε Πορεία»: «Απ’ όλες τις μορφές δικτατορίας η ολοκληρωτική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο ανυπόφορη….Είναι αδύνατο να βάλουν ένα φαντάρο με ένα τουφέκι πλάι σε κάθε Πολωνό, Νορβηγό, Δανό, Ολλανδό, Βέλγο, Γάλλο εργάτη και αγρότη. Ο ναζισμός δεν έχει καμιά συνταγή για να μετατρέψει τους ηττημένους λαούς από εχθρούς σε φίλους. Μπορεί να περιμένει κανείς με βεβαιότητα τη γοργή μετατροπή όλων των κατακτημένων χωρών σε πυριτιδαποθήκες…». (Λ. Τρότσκι, «Writings 1939 – 40», σελ. 298).
Το Φθινόπωρο του 1941 (27 Σεπτέμβρη) και τον Χειμώνα του 1942 (16 Φλεβάρη) αντίστοιχα, ιδρύθηκε το ΕΑΜ και το στρατιωτικό του σκέλος, ο ΕΛΑΣ, με κύρια πολιτική δύναμη το ΚΚΕ. Στη διάρκεια των τριάμισι χρόνων Κατοχής, οι μικρές αυθόρμητες ανταρτο-ομάδες, κυρίως αγροτών, που συγκροτούσαν τον ΕΛΑΣ εξελίχθηκαν σ’ έναν ηρωικό μαζικό στρατό δεκάδων χιλιάδων μαχητών, ο οποίος υπό την ηγεσία Καπετάνιων που αναδεικνύονταν μέσα από τον αγώνα, ελευθέρωσε σχεδόν όλη τη χώρα, εκτός από τις πολύ μεγάλες πόλεις.
Ταυτόχρονα, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις της εργατικής τάξης στις μεγάλες πόλεις έγραψαν τη δική τους ιστορία απαράμιλλου ηρωισμού. Στις 12 Απρίλη 1942 ξέσπασε σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα η πρώτη απεργία στη ναζιστικά κατεχόμενη Ευρώπη, η 9ήμερη γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Στο αποκορύφωμά της, αυτή η απεργία αγκάλιασε πάνω από 50.000 εργαζόμενους και υποχρέωσε την κατοχική κυβέρνηση να δεχτεί τα αιτήματα των απεργών.
Επιπλέον, στις 23-24 Φλεβάρη και στις 5 Μάρτη του 1943, είχαμε μια αληθινή εξέγερση ενάντια στα σχέδια των ναζί να επιστρατεύσουν Έλληνες εργαζόμενους, με γενική πολιτική απεργία στην Αθήνα, με τη συμμετοχή στους δρόμους του ¼ του πληθυσμού της πόλης. Η απεργία ήταν πολύ αιματηρή, με τους αστυνομικούς και τους Γερμανούς να ρίχνουν χειροβομβίδες και να πυροβολούν με αυτόματα τον λαό, ρίχνοντας δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Αλλά στο τέλος το κίνημα νίκησε και η επιστράτευση αναβλήθηκε.
Σύμφωνα με την Σύντομη Επίσημη Ιστορία του ΚΚΕ (ΚΕ ΚΚΕ 1988) ο ΕΛΑΣ μαζί με την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ) αριθμούσαν περίπου 150.000 ένοπλους. Ήταν μια δύναμη ισχυρότερη από την Κόκκινη Φρουρά των μπολσεβίκων του 1917 στη Ρωσία. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το ΕΑΜ είχε πάνω από 2 εκ. μέλη, ενώ το ΚΚΕ διέθετε 412.000 μέλη (τον Οκτώβρη του 1940 τα μέλη του ΚΚΕ δεν ξεπερνούσαν τις 10.000)..Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονι Ήντεν, απέδιδε το 1943 στο ΕΑΜ την υποστήριξη του 75% του ελληνικού λαού, ενώ οι «Τάιμς» του Λονδίνου το 90%.
Η πρωτοφανής μαζικότητα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ίδιου του «κορμού» τους, του ΚΚΕ, θα μπορούσε άνετα να οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων, τον Οκτώβριο του 1944. Την ίδια στιγμή, οι αστικές αντιστασιακές οργανώσεις, η κεντρώα Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) και ο φιλοβασιλικός και δημιούργημα των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών, Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), ήταν ασήμαντες, ενώ ο δεύτερος συνεργαζόταν και με τους Γερμανούς κατακτητές για να πλήξουν τον ΕΛΑΣ.
Δυαδική εξουσία
Στη κατεχόμενη Ελλάδα είχαμε μια κλασική κατάσταση δυαδικής εξουσίας: από τη μια πλευρά βρισκόταν η εξουσία της τριπλής Κατοχής με το ελληνικό κράτος των δοσίλογων, και από την άλλη, η αναδυόμενη εξουσία της Ελεύθερης Ελλάδας, η εξουσία των εργατών και των φτωχών αγροτών.
Τον επαναστατικό και προοδευτικό χαρακτήρα αυτής της εξουσίας αποδέχονταν ακόμα και επίλεκτα στελέχη του βρετανικού ιμπεριαλισμού όπως ο στρατιωτικός πράκτορας Κρίς Γουντχάουζ, ο οποίος έγραφε στο βιβλίο του «Το Μήλο της Έριδος» (εκδ. Μίνωας, 2021): «Το ΕΑΜ είχε δημιουργήσει πράγματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Οι επικοινωνίες στις ορεινές περιοχές με τον ασύρματο, με αγγελιοφόρους, με τηλέφωνα, ποτέ δεν ήταν τόσο άρτιες. Ακόμα και οι αυτοκινητόδρομοι είχαν βελτιωθεί. Τα δώρα του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού είχαν βρει τον δρόμο τους προς τα βουνά. Σχολεία, αυτοδιοίκηση, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούσαν και πάλι. Θέατρα, εργοστάσια, τοπικά συμβούλια, λειτουργούσαν για πρώτη φορά. Οργανώθηκε κοινοτική ζωή, στη θέση της πατροπαράδοτης ατομιστικής ζωής του Έλληνα αγρότη..».
Στο επίκεντρο της νέας εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα βρίσκονταν οι θεσμοί της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην Ευρυτανία τον Δεκέμβρη του 1942, και σύντομα εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές της Στερεάς, στη Θεσσαλία και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το κυρίαρχο όργανο της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης ήταν η Γενική Συνέλευση του Λαού. Όλες οι επιτροπές ήταν αιρετές, υπόλογες και ανακλητές. Όπως σημείωσε ο Χρήστος Τυροβούζης στο βιβλίο του «Αυτοδιοίκηση και λαϊκή δικαιοσύνη 1942-1945» (εκδ. Προσκήνιο) τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ «φαίνεται πως ενεργούσαν περισσότερο με βάση την ιδεολογική επίδραση των ρωσικών “σοβιέτ” και τη γνώση των συνθηκών της περιοχής, παρά σαν εντολοδόχοι της κεντρικής ηγεσίας τους, η οποία εκδήλωσε μέτριο και επιφυλακτικό ενδιαφέρον για τους νέους θεσμούς». Μια άλλη αυθεντική πηγή για τους θεσμούς αυτούς ήταν το βιβλίο του συντάκτη του Κώδικα Λαϊκής αυτοδιοίκησης στην Ευρυτανία, του Γεωργούλα Μπέικου με τίτλο «Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα» (εκδ. Θεμέλιο).
Σταλινική υπονόμευση της νέας εξουσίας
Όμως, οι νέοι θεσμοί εξουσίας που αναπτύσσονταν στην ελεύθερη Ελλάδα, δεν ήταν συμβατοί με την πολιτική γραμμή και τους στόχους της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ και των εντολέων της, των σταλινικών γραφειοκρατών της ΕΣΣΔ. Οι κοινός σκοπός τους ήταν να περιοριστεί το κίνημα στα πλαίσια της «εθνικής απελευθέρωσης» και της αστικής δημοκρατίας μέσα στον καπιταλισμό. Έτσι, με μια σειρά παρεμβάσεων από την ηγεσία του ΚΚΕ, η Λαϊκή Δικαιοσύνη και η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση υποβαθμίστηκαν και καταργήθηκαν. Ταυτόχρονα, η ηγεσία παρενέβη και ενάντια στη δράση των φτωχών αγροτών που επιθυμούσαν να επιβάλουν την απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων και των τσιφλικιών, χαρακτηρίζοντας, όπως συνέβη στην Ευρυτανία, «άρπαγες» τους ακτήμονες και «αριστεριστές» τους ΕΛΑΣίτες και τα τοπικά μέλη του ΚΚΕ που υποστήριζαν την απαλλοτρίωση.
Σε όλη την περίοδο της Κατοχής η ηγεσία του ΚΚΕ έμεινε πιστή στη σοσιαλδημοκρατική «θεωρία των σταδίων» και σε μια μορφή πρακτικής εφαρμογής της, την επιδίωξη κυβερνήσεων Λαϊκών Μετώπων. Τη θεωρία των σταδίων, ο σταλινισμός, με διάφορες μορφές την προωθούσε διεθνώς ήδη από τον θάνατο του Λένιν. Αυτή η θεωρία κατάγεται από τις ιδέες των Ρώσων μενσεβίκων, οι οποίες είχαν πολεμηθεί από τον Λένιν. Υποστήριζε ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να επιδιώκει ως ενδιάμεσο στάδιο πριν από την εργατική-σοσιαλιστική εξουσία τον σχηματισμό κυβερνήσεων με (ανύπαρκτα) «προοδευτικά» τμήματα της αστικής τάξης με σκοπό την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Τα Λαϊκά Μέτωπα, ως η ειδική κυβερνητική μορφή του ενδιάμεσου αυτού σταδίου που προέβλεπε η θεωρία των σταδίων, υιοθετήθηκαν στο 7ο συνέδριο της ΚΔ το 1936.
Η θεωρία των σταδίων είναι πολιτικά λαθεμένη και αντιδραστική, διότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η αστική τάξη, ακόμα και στις πιο καθυστερημένες χώρες, έχει πάψει να παίζει προοδευτικό ιστορικό ρόλο. Αποκλειστικό μέλημά της είναι η διατήρηση της κυριαρχίας της με κάθε μέσο και σε στενή σύνδεση με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Η εφαρμογή της θεωρίας αυτής από τα ελεγχόμενα από τον σταλινισμό κομμουνιστικά κόμματα με τη μορφή των Λαϊκών Μετώπων, είχε ολέθριες συνέπειες για την εργατική τάξη. Αυτές αποτυπώθηκαν το 1936 στην ήττα των επαναστάσεων στη Γαλλία και την Ισπανία, καθώς και στην ήττα πολλών άλλων επαναστάσεων στα χρόνια που ακολούθησαν, επιτρέποντας ουσιαστικά στον καπιταλισμό να επιβιώσει. Ενώ υποτίθεται ότι τα Λαϊκά Μέτωπα στόχευαν στην ενίσχυση της αντιφασιστικής πάλης, ήταν αυτά που άνοιξαν τον δρόμο για την επικράτηση του φασισμού, και τελικά για τη σφαγή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
ΚΚΕ, σταλινισμός και θεωρία των σταδίων
Η ηγεσία του ΚΚΕ πιστή στη θεωρία των σταδίων λοιπόν, υποστήριζε πως το μαζικό κίνημα της Κατοχής πρέπει να περιοριστεί στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, να κατακτηθεί η ανεξαρτησία και η αστική δημοκρατία και να μετατεθεί για το αόριστο μέλλον η πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Με αυτόν τον τρόπο, οι σταλινικοί ηγέτες: α) αγνοούσαν τα στοιχειώδη μαρξιστικά διδάγματα από την Οχτωβριανή επανάσταση και την πολιτική των μπολσεβίκων και της ΚΔ της εποχής του Λένιν και του Τρότσκι, τα οποία είχαν ως θεμέλιο λίθο την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης στον αγώνα για την εξουσία χωρίς «ενδιάμεσα στάδια», και β) στην πράξη ευνοούσαν τα σχέδια των Βρετανών ιμπεριαλιστών και των Ελλήνων καπιταλιστών που ήθελαν να αναστηλώσουν την εξουσία τους στην Ελλάδα, με το βασικό τους εμπόδιο να είναι οι ριζοσπαστικοποιημένες μάζες εργατών και αγροτών που ήταν οργανωμένες στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Οι ηγέτες του ΚΚΕ υπεράσπιζαν αυτή τη γραμμή όχι απλώς γιατί δεν ήταν μαρξιστές, αλλά γιατί πάνω από όλα, ήταν εθελοντικά πιόνια στην εξωτερική πολιτική της σταλινικής σοβιετικής γραφειοκρατίας. Ενδεικτικό στοιχείο για τη δουλικότητά τους ήταν το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες της Κατοχής δεν ήταν στις προθέσεις τους να πάρουν πρωτοβουλίες αντίστασης, γιατί έμεναν πιστοί στο επαίσχυντο Σύμφωνο Φιλίας που είχε υπογράψει τον Αύγουστο του 1939 ο Στάλιν με τον Χίτλερ («Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ»). Μόνο όταν ο Χίτλερ παραβίασε αυτό το Σύμφωνο και επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ το καλοκαίρι του 1941, αποφάσισαν να λάβουν πρωτοβουλίες ίδρυσης αντιστασιακών οργανώσεων.
Ο Στάλιν και η σοβιετική γραφειοκρατία δεν ήθελαν τη νίκη της επανάστασης στην Ελλάδα γιατί δεσμεύονταν από τις συμφωνίες που είχαν κάνει με τον βρετανικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για την κατανομή της κυριαρχίας στον μεταπολεμικό κόσμο. Στο βωμό της λογικής αυτών των συμφωνιών που έλαβαν συγκεκριμένη μορφή στις Διασκέψεις της Τεχεράνης το 1943 και της Μόσχας το 1944, και οριστικοποιήθηκαν στη Γιάλτα το 1945, ο Στάλιν διάλυσε (το 1943) χωρίς απόφαση συνεδρίου την τιμημένη Κομμουνιστική Διεθνή που είχαν ιδρύσει ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι μπολσεβίκοι, και επέβαλε στους ηγέτες του ΚΚΕ να προδώσουν την ελληνική επανάσταση. Έτσι, τα συμφέροντα και το κίνημα της ελληνικής εργατικής τάξης υποτάχθηκαν κυνικά στα συμφέροντα και τις επιλογές της σταλινικής σοβιετικής γραφειοκρατίας. Αυτή είναι η γενική, τελική αιτία για την ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση, αλλά και για την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο 1946-1949.
Αυτές οι ήττες έχουν τις ρίζες τους στον ίδιο τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του πρώτου εργατικού κράτους, της ΕΣΣΔ, ο οποίος, μέσω του σταλινικού ηγετικού μηχανισμού της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), άσκησε καταστροφική πολιτική επίδραση στο άπειρο ΚΚΕ των τελών της δεκαετίας του 1920. Η κυρίαρχη σταλινική κλίκα της Διεθνούς έλεγξε την ηγεσία του κόμματος, διέγραψε τα καλύτερα μαρξιστικά στελέχη όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος ήταν υποστηρικτής των απόψεων του Τρότσκι, και κυριάρχησε με πειθήνια όργανα όπως ο διορισμένος στη θέση του Γραμματέα από τη σταλινική ηγεσία της ΚΔ το 1931, Νίκος Ζαχαριάδης.
Ελέγχοντας την ηγεσία του ΚΚΕ η σταλινική γραφειοκρατία πέρασε και τυπικά στο πρόγραμμα του κόμματος τη θεωρία των σταδίων. Σταθμός στην αλλαγή του προγράμματος, ήταν οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ στις 12 Γενάρη του 1934. Οι αποφάσεις αυτές, γράφτηκαν από τον εκπρόσωπο της ηγεσίας της ΚΔ, Μανουίλσκι. Για να εξοβελίσουν την εργατική εξουσία ανακάλυψαν ισχυρά υπολείμματα φεουδαρχίας στην Ελλάδα και έναν ανολοκλήρωτο υποτίθεται, αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό. Έτσι, εμφάνιζαν ως ανεπίκαιρη τη σοσιαλιστική επανάσταση και προσδιόριζαν ως πρώτο αναγκαίο στάδιο την αστικοδημοκρατική επανάσταση, ώστε τάχα να ολοκληρωθεί ο καπιταλισμός στη «μισοφεουδαρχική Ελλάδα».
Ο πρώτος καρπός της στρατηγικής του 1934 ήταν το Σύμφωνο Σκλάβαινα–Σοφούλη, δηλαδή η συμφωνία με το αστικό κόμμα των Φιλελευθέρων, η οποία οδήγησε στην προδοσία της επαναστατικής γενικής απεργίας της Θεσσαλονίκης το 1936, ανοίγοντας το δρόμο για τη δικτατορία του Μεταξά.
Η ξεδιάντροπη συνθηκολόγηση του Λιβάνου
Η θεωρία των σταδίων είχε τοποθετηθεί από τους σταλινικούς μέσα στο ιδρυτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ. Αυτό ήταν το πρόγραμμα μιας καπιταλιστικής «δημοκρατίας» στην Ελλάδα, όπου απλώς οι εργατικές οργανώσεις θα λειτουργούσαν ελεύθερα, και όπου το κράτος, ο στρατός και η αστυνομία θα ξεκαθαρίζονταν από τους συνεργάτες των ναζί και τους ανθρώπους του Μεταξά.
Ήδη πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, με την απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ (1η Ιουλίου 1941) υποστηριζόταν ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης «από όλα τα κόμματα», τα αστικά και το ΚΚΕ, με σκοπό την προκήρυξη εκλογών για μια συντακτική συνέλευση. Η πολιτική της συνεργασίας με τα αστικά κόμματα οδηγούσε και σε συνεργασία με τον προστάτη τους, τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Πιστή σ’ αυτή την πολιτική, η ηγεσία του ΚΚΕ αρνήθηκε την πρόταση των Γιουγκοσλάβων ανταρτών για τη δημιουργία ενός κοινού στρατηγείου των αντάρτικων δυνάμεων Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας, και αντίθετα, υπέγραψε συμφωνία, με την οποία ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στη διοίκηση του Βρετανικού Στρατηγείου. Και σε όλο αυτό το διάστημα, ο στόχος της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν να μπει σε μια συμμαχική κυβέρνηση με τους αστούς.
Σε αυτή τη λογική ήταν υποταγμένη η δημιουργία στις 10 Μαρτίου 1944 της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της λεγόμενης κυβέρνησης του Βουνού στην Ελεύθερη Ελλάδα, με τη συμμετοχή αστικών «προσωπικοτήτων» χωρίς κανένα λαϊκό έρεισμα, όπως ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Σβώλος, αλλά και η εκλογή του Εθνικού Συμβουλίου από 1,8 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες τον Απρίλιο του 1944. Φαινομενικά, αυτά αποτελούσαν όργανα μιας νέας εξουσίας, αλλά στην πράξη χρησιμοποιήθηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ απλά σαν μέσο διαπραγμάτευσης με σκοπό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση με τους αστούς. Στην πραγματικότητα, η ΠΕΕΑ έπαιρνε την εξουσία από τα χέρια του αντάρτικου και την παζάρευε με την αστική τάξη και τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές.
Την ίδια στιγμή που σχηματιζόταν η «κυβέρνηση του βουνού», οι εκπρόσωποι της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ πήγαιναν στο Λίβανο για να διαπραγματευτούν τη συμμετοχή τους στη διορισμένη από τη Βρετανία κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Γ. Παπανδρέου είχε μεταφερθεί από την Αθήνα με τη σύσταση του Βρετανού πρεσβευτή Ρεξ Λήπερ, αφού πρώτα είχε δώσει ένα συμβουλευτικό υπόμνημα σε Βρετανούς πράκτορες για το πώς να διαλύσουν το ΕΑΜ.
Έτσι, τον Μάη του 1944, στη σκιά της καταστολής του αντιφασιστικού κινήματος των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλεξάνδρεια από τους Βρετανούς (με 50 επίσημα καταγεγραμμένους νεκρούς και 20.000 Έλληνες στρατιώτες που φυλακίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης), οι σταλινικοί ηγέτες υπέγραψαν τελικά τη Συμφωνία του Λιβάνου, δηλώνοντας υποταγή στη νέα «εθνική κυβέρνηση» που έφτιαξαν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, αναλαμβάνοντας 6 από τα 20 υπουργεία.
Το φάντασμα του «τροτσκισμού»
Αποδεδειγμένα, οι εντεταλμένοι εκπρόσωποι του Στάλιν προέτρεψαν ξεκάθαρα τους ηγέτες του ΚΚΕ να προχωρήσουν σ’ αυτές τις ολέθριες υποχωρήσεις. Η έκθεση του διαπραγματευτή του ΕΑΜ στο Λίβανο, Πέτρου Ρούσου, προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, ήταν διαφωτιστική. Ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ζητήσαμε αν είναι δυνατό να έχουμε την άποψη της σοβιετικής κυβέρνησης πάνω στα ελληνικά ζητήματα από τον πρώτο σύμβουλο της πρεσβείας. Μετά από δέκα μέρες, ο σύμβουλος με κάλεσε και μου έκανε την ακόλουθη ανακοίνωση: “Ο πρεσβευτής σας διαβιβάζει την ακόλουθη προσωπική γνώμη του: α) Η Συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. γ) Πρέπει να μπείτε στην κυβέρνηση. δ) Να φροντίσετε να γίνει γνωστή η γνώμη αυτή στα βουνά”». Φυσικά, αυτή δεν ήταν καθόλου η «γνώμη του πρέσβη», αλλά εκείνη του ίδιου του Στάλιν.
Όταν τα νέα της Συμφωνίας του Λιβάνου έφθασαν στα ελευθερωμένα βουνά, ξεσηκώθηκε θύελλα. Οι αντάρτες αντέδρασαν. Η Συνδιάσκεψη της Κομματικής Οργάνωσης Μακεδονίας – Θράκης καταδίκασε τη Συμφωνία και ζήτησε την ακύρωσή της. Για να καμφθούν οι αντιδράσεις των ανταρτών χρειάστηκε νέα επέμβαση της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Έτσι εμφανίσθηκε στα ελληνικά βουνά μια σοβιετική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ποπόφ. Την επομένη μέρα οι «Times» του Λονδίνου έγραψαν με μεγάλους τίτλους: «Οι σοβιετικοί έστειλαν μια αποστολή δια να συμβουλεύσουν τους Έλληνες Τροτσκιστές». Κάθε επαναστατική διάθεση για τους αστούς διεθνώς, ήταν συνώνυμο του τροτσκισμού.
Αργότερα, μετά τα Δεκεμβριανά, ο Τσόρτσιλ μιλώντας στη Βρετανική Βουλή ανέφερε ότι «χωρίς την πολιτική μας στην Ελλάδα θα είχε εγκαθιδρυθεί ωμός και θριαμβευτής ο τροτσκισμός». Και για να τονίσει το κοινό με τον Στάλιν, μίσος του απέναντι στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα, συμπλήρωσε: «Νομίζω ότι η λέξη τροτσκιστής είναι ο καλύτερος όρος για να περιγράψουμε τον Έλληνα κομμουνιστή.»
Οι σταλινικοί αναλαμβάνουν υπουργεία
Τον Ιούλιο του 1944 η «Sunday Observer» του Λονδίνου ανέφερε ότι οι ηγέτες του ΕΑΜ «είναι έτοιμοι να μπουν στην κυβέρνηση. Όμως διστάζουν να κάνουν αυτό το βήμα χωρίς να πάρουν την έγκριση αυτών που εκπροσωπούν, μη τυχόν αυτό διασπάσει ακόμα παραπέρα το κίνημα αντίστασης και φέρει εμφύλια διαμάχη στην Ελλάδα… Το κύριο εμπόδιο στην πλήρη ενότητα είναι η αδιάλλακτη στάση που έχει υιοθετηθεί από ορισμένους κατώτερους ηγέτες του ΕΑΜ».
Για να μετριάσουν αυτές τις αντιδράσεις οι σταλινικοί ζήταγαν από τους αστούς και τους Βρετανούς μία μόνο παραχώρηση: να δηλώσει ο Βασιλιάς Γεώργιος ότι δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα μέχρι να γίνει δημοψήφισμα. Αλλά τελικά, συμφώνησαν να υπηρετήσουν έναν «Πανελλαδικό» συνασπισμό με το βασιλιά. Αυτός ο όρος ήταν ενσωματωμένος στη Συμφωνία του Λιβάνου που υπογράφτηκε τον Μάη. Όπως ακριβώς στην Ιταλία οι σταλινικοί είχαν σώσει τον αντιδραστικό στρατηγό Μπαντόλιο, τον Βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε τον Γ’ και τον Οίκο της Σαβοΐας, έτσι και στην Ελλάδα στήριξαν τον αντιδραστικό Παπανδρέου και τον Οίκο των Γλίξμπουργκ.
Η προδοτική σταλινική γραμμή θα μπορούσε να αλλάξει μόνο με δημοκρατική συζήτηση και αλλαγή πολιτικής και ηγεσίας. Αλλά δεν υπήρχε μια οργανωμένη επαναστατική τάση μέσα στο κόμμα που να παλέψει γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι, η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ για να δημιουργήσει τετελεσμένα ενέκρινε ομόφωνα στις 2 και 3 Αυγούστου 1944 τη Συμφωνία του Λιβάνου, και στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 οι 6 υπουργοί του ΕΑΜ πέταξαν για το Κάιρο. Ο Αλέξανδρος Σβώλος ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών, ο Γιάννης Ζέβγος το υπουργείο Γεωργίας, ο Μιλτιάδης Πορφυρογέννης το υπουργείο Εργασίας, ο Νίκος Ασκούτσης το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ο Ηλίας Τσιριμώκος το υπουργείο Δημόσιων Έργων και ο Άγγελος Αγγελόπουλος το υφυπουργείο Οικονομικών. Η ανυπόληπτη στον λαό κυβέρνηση του Καΐρου, εφοδιάστηκε με μια επίφαση λαϊκής υποστήριξης.
Όμως αυτή η κυβέρνηση δεν μπορούσε να ενώσει ούτε την άρχουσα τάξη. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Ανδρικόπουλος στο βιβλίο «1944-ΚΡΙΣΙΜΗ ΧΡΟΝΙΑ» (εκδ. Διογένης) τα ακόλουθα: «Λίγο πριν την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, οι αστοί πολιτικοί ενέτειναν τις συνωμοσίες τους για ν’ αναρριχηθούν ξανά στην εξουσία. Η ομάδα Λαμπράκη, Ρέντη, Σιδέρη προετοίμαζαν μια δική τους δικτατορία. Οι “Λαϊκοί” Στράτος, Μαρκεζίνης, Τσαλδάρης συζητούσαν με υπουργούς του κατοχικού πρωθυπουργού Ράλλη, με το παλάτι, με το Γρίβα και τα Τάγματα Ασφαλείας. Η κλίκα Γονατά με στελέχη του Πάγκαλου, Ράλλη και Πλαστήρα που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς σχεδίαζαν άλλη δικτατορία»
Η δεύτερη πράξη της προδοσίας στην Καζέρτα και το μοίρασμα του κόσμου
Λίγες μέρες μετά ήρθε η δεύτερη πράξη της προδοσίας. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 η ηγεσία του ΚΚΕ υπέγραψε και τη «Συμφωνία της Καζέρτας», με την οποία οι ανταρτικές δυνάμεις ουσιαστικά αποφασίστηκε να διαλυθούν, καθώς τέθηκαν υπό τις διαταγές της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», η οποία έθετε τις δυνάμεις αυτές «υπό τας διαταγάς του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι». Ο ΕΛΑΣ στο εξής θα διοικούταν από τον Σκόμπι και οι αντάρτες Καπετάνιοι θα έπρεπε να απαγορεύσουν κάθε απόπειρα των μονάδων τους να καταλάβουν την εξουσία. Έτσι, τυπικά λύθηκε το πρόβλημα των στρατιωτικών στηριγμάτων της νέας κυβέρνησης, η οποία πριν από την Καζέρτα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις δυνάμεις του Ζέρβα, στα δυο απομένοντα στην Αίγυπτο βασιλικά αποσπάσματα (Ορεινή Ταξιαρχία και Ιερός Λόχος) και στα μισητά Τάγματα Ασφάλειας των δοσιλόγων.
Μάλιστα η νέα κυβέρνηση, η οποία στο τέλος του Σεπτέμβρη έδρευε στην Καζέρτα της Ιταλίας, από ανασφάλεια κάλεσε ανοιχτά τους συμμάχους να καταλάβουν την Ελλάδα. Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ διαφώνησαν, αλλά παρέμειναν στην κυβέρνηση. Έτσι οι σταλινικοί, με το να παραμείνουν στην κυβέρνηση, επέτρεψαν να χρησιμοποιηθεί το κύρος τους σαν κάλυμμα της συνωμοσίας που προετοιμαζόταν ενάντια στον ελληνικό λαό.
Αμέσως μετά την Καζέρτα, ο Στάλιν σε μια συμφωνία με τον Τσόρτσιλ στη Διάσκεψη της Μόσχας ξεπούλησε και τυπικά την ελληνική επανάσταση. Εκεί, στις 9 Οκτωβρίου 1944 παρουσία των υπουργών Εξωτερικών Μολότοφ και Ήντεν έγινε το μοίρασμα του κόσμου, και ιδιαίτερα των Βαλκανίων, σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί όπως έγραφε χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του ο Τσόρτσιλ, με την Ελλάδα να συμφωνείται ότι περνά σε βρετανική κυριαρχία. Από τότε οι υμνητές του Στάλιν αρνήθηκαν την ύπαρξη του περίφημου αυτού χαρτιού με το οποίο προδόθηκε η ελληνική επανάσταση. Αλλά τα ίδια τα γεγονότα δεν αφήνουν αμφιβολία ότι όλα έγιναν όπως τα κατέγραψε ο Τσόρτσιλ.
Ντε φάκτο εξουσία του ΕΑΜ και επαναστατική κατάσταση
Ήδη, ένα χρόνο πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, η πτώση του Μουσολίνι στην Ιταλία τον Ιούνιο του 1943 μετά από μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις, είχε επιδράσει σαν ηλεκτροσόκ σε όλη την Ευρώπη. Ο επαναστατικός αναβρασμός έφτασε στην Ελλάδα όπου ήταν εγκατεστημένος ο ιταλικός στρατός κατοχής. Αυτός άρχισε να συμφιλιώνεται με τους Έλληνες εργάτες ανταλλάσσοντας όπλα με πολιτικά ρούχα. Οι ναζί αναγκάστηκαν να στείλουν επίλεκτα στρατεύματα στη μεγαλύτερη ιταλική φρουρά στην Ελλάδα στη Λάρισα για να την αφοπλίσουν.
Λίγες μέρες πριν από την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων τον Οκτώβρη του 1944, σχεδόν όλη η ελληνική ύπαιθρος και μεγάλες επαρχιακές πόλεις είχαν ελευθερωθεί από τον ΕΛΑΣ, μαζί με συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, όπως η Καισαριανή και η Κοκκινιά, παρά τα συχνά τρομοκρατικά μπλόκα. Ο ΕΛΑΣ εισέπραττε φόρους από τους πλούσιους και μοίραζε τρόφιμα στον λαό. Η Εθνική Πολιτοφυλακή, η αστυνομική δύναμη του ΕΛΑΣ, είχε αναλάβει την τήρηση της τάξης, συλλαμβάνοντας συνεργάτες των Γερμανών και μαυραγορίτες. Η εξουσία βρισκόταν πια στα χέρια του ένοπλου ΕΛΑΣ.
Ο πόθος για εκδίκηση της δωσίλογης ελληνικής αστικής τάξης και για την ανατροπή του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Μια γνήσια επαναστατική κομμουνιστική ηγεσία στο κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θ’ απευθυνόταν στους εργάτες και τους αγρότες, στους Έλληνες και Άγγλους φαντάρους, στους Γιουγκοσλάβους και Βουλγάρους αγωνιστές, με τα συνθήματα της σοσιαλιστικής αλλαγής και της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων, θα έπαιρνε την εξουσία και θα επηρέαζε αποφασιστικά την πορεία των γεγονότων σε όλη την Ευρώπη. Όμως η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ είχε ήδη δεσμευτεί στο Λίβανο και την Καζέρτα να υποτάξει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην αστική τάξη και τους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές.
Ας μπούμε λίγο στο κλίμα αυτών των κρίσιμων ημερών. Στις 6 Οκτώβρη το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, με μια ανακοίνωση – όνειδο κάλεσε «όλους τους πατριώτες να επιδείξουν το πιο υψηλό βαθμό πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης.». Και συνέχιζε: «Οι εγκληματίες πολέμου όποιοι και ν’ είναι θα τιμωρηθούν, αλλά αυτό είναι έργο της Εθνικής Κυβέρνησης. Αποφεύγετε τις αυτοδικίες…Γίνετε τώρα πρωτομάστορες της δημόσιας τάξης… όλοι ενωμένοι για να ολοκληρώσουμε μαζί με τον ΕΛΑΣ και τους συμμάχους μας την απελευθέρωση της Ελλάδας κάτω από την αιγίδα της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας».
Στις 12 Οκτωβρίου τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα αποχώρησαν. Στις 13 και στις 14 Οκτωβρίου μεγάλα πλήθη κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας. Ο Βρετανός υπουργός Μακ Μίλαν, έγραφε αργότερα στις Αναμνήσεις του για εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη: «Υπήρχαν όλοι οι κλασικοί όροι για μια επαναστατική κατάσταση. Η κυβέρνηση ήταν αδύνατη και επίστρεφε από μια μακριά εξορία χωρίς εξουσία και κύρος.».
Στις 14 Οκτώβρη το ΕΑΜ οργάνωσε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος. Ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς (Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, Εστία, σελ. 509-511) χωρίς συμπάθεια προς το ΕΑΜ, περιέγραφε το κλίμα εκείνης της μέρας: «Ποτέ δεν είδε η Αθήνα τέτοια συγκέντρωση λαϊκών μαζών, που γεμίζανε ακατάπαυστα το Σύνταγμα, την Ομόνοια κι όλο το μήκος των οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου και άλλους δρόμους γειτονικούς με πλήθος σημαίες και πινακίδες. Οι κόκκινες σημαίες σήμερα νομίζω πως ήτανε περισσότερες από τις γαλανόλευκες, οι αγγλικές κι αμερικανικές ήτανε λίγες. Το πλήθος ήταν οργανωμένο αξιοθαύμαστα για πλήθος ελληνικό και διαιρεμένο κατά τομείς και επαγγέλματα. Περιλάβαινε πρόσωπα από όλες τις ηλικίες, που υπάκουαν τύφλα σε συνθήματα που τους δινότανε με τα χωνιά κι επαναλάμβαναν ρυθμικά ορισμένες κραυγές μαθημένες από πριν. Η κραυγή που δέσποζε σ’ όλη αυτήν την ανθρωποθάλασσα ήτανε: “Κάπα – Κάπα – Έψιλον!”. Είδα πάλι μες στη διαδήλωση παπάδες και γριές και παιδάκια σε μεγάλο αριθμό. Την τάξη κρατούσε ο ΕΛΑΣ και την κρατούσε καλά, χωρίς καμία σχεδόν επέμβαση της αστυνομίας…Στον αέρα υπάρχει η Ρωσική Επανάσταση..κι λαός βρήκε μια λέξη και την πιπιλίζει ολοένα “Λαοκρατία”».
Την επόμενη μέρα η αστική τάξη έκανε τη δίκη της ανεξάρτητη εμφάνιση. Ο Θεοτοκάς στο ίδιο βιβλίο (σελ. 512-513) περιγράφει: «15 Οκτωβρίου. Σήμερα απάντησε η αστική τάξη. Ο φόβος των αντικομουνιστικών στοιχείων θαυματούργησε και κατάφεραν να οργανώσουν, σε μια νύχτα, μια μεγάλη διαδήλωση όλων των εθνικιστικών οργανώσεων, που δεν είχε βέβαια τον όγκο της χτεσινής διαδήλωσης. Η απροσδόκητη αυτή επίδειξη της αστικής δύναμης εξερέθισε τους κομμουνιστές, που αντιδράσανε στην αρχή με συναγωνισμό κραυγών και κατόπι με μικρές αντιδιαδηλώσεις. Έγινε ανταλλαγή από λόγια πικρά και προσβλητικά. Συχνά άκουγε κανείς σχόλια για τα θρυλικά “σαλόνια του Κολωνακίου”. Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου.». Τα ταξικά στρατόπεδα ορθώνονταν το ένα απέναντι στο άλλο.
Πίσω από τις πλάτες των ΕΑΜικών υπουργών τα τάγματα ασφαλείας, η φασιστική οργάνωση Χ και όλο το παρακράτος των δοσίλογων εξοπλιζόταν από τους Βρετανούς και προετοιμαζόταν για την τελική αναμέτρηση. Ταυτόχρονα, τα στρατεύματα των Βρετανών αποτελούσαν το πραγματικό στήριγμα της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι εφάρμοζε μια πολιτική λιτότητας και ανατιμήσεων στα βασικά είδη κατανάλωσης.
Αντιπολιτευτικές ταλαντεύσεις
Τι έκαναν όμως οι καλύτεροι αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ; Απλώς πειθάρχησαν στις εντολές της ηγεσίας και του Κρεμλίνου; Κάθε άλλο. Ήδη αναφερθήκαμε στις αντιδράσεις στη Συμφωνία του Λιβάνου. Τα ίδια τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ μαρτυρούν την ύπαρξη αντιπολιτευτικών διαθέσεων από τ’ αριστερά μέσα στην Κατοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κώστας Καραγιώργης στην εισήγηση του στην Α΄ Συνδιάσκεψη Περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ στις 5 Μαΐου 1944 ανέφερε τα εξής: «Γενικά όλο το διάστημα της ανάπτυξης του κινήματος μας, κάτω από τον ίσκιο της αντάρτικης δύναμης, μόνιμη ήταν η τάση για εξτρεμισμούς, για εξουσία, για εαμικό κράτος..και χρειάστηκε μόνιμη επαγρύπνηση της κομματικής καθοδήγησης για την έγκαιρη εξουδετέρωση τέτοιων τάσεων».
Το αποκορύφωμα των αντιπολιτευτικών διαθέσεων από τ’ αριστερά ήρθε από τον ίδιο τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του ΕΛΑΣ, τον Άρη Βελουχιώτη (κι ενώ ήδη ο Σαράφης είχε διαφωνήσει με τη Συμφωνία του Λιβάνου). Το Νοέμβρη του 1944, ο Άρης Βελουχιώτης, έχοντας προχωρήσει στην εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους ταγματασφαλίτες και τη φασιστική οργάνωση Χ, κάλεσε στη Λαμία όλους τους Καπετάνιους θέτοντας το ζήτημα της απειθαρχίας και της «προετοιμασίας να χτυπηθούμε τώρα με τους Εγγλέζους». Οι περισσότεροι Καπετάνιοι όμως δεν πείσθηκαν. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή διακατέχονταν από πολλές ακόμα αυταπάτες για την ηγεσία του ΚΚΕ. Έτσι ο Άρης βρέθηκε πολιτικά απομονωμένος.
Προκλήσεις της αντίδρασης
Η βρετανική στρατιωτική ηγεσία απαιτούσε την πλήρη υποταγή του ΕΛΑΣ, ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ απλώς αντιπρότεινε να αφοπλιστούν μαζί και οι συνεργάτες των Γερμανών. Ο Παπανδρέου στις 28 Νοέμβρη υπέβαλλε ένα σχέδιο δημιουργίας «εθνικού στρατού» που προέβλεπε την ένταξη των δύο φιλοβασιλικών στρατιωτικών τμημάτων (Ορεινή Ταξιαρχία και Ιερός Λόχος) στο νέο στρατό ως σώμα, και από την άλλη πλευρά, την πλήρη διάλυση του ΕΛΑΣ και την επαναστρατολόγηση των ανδρών του ατομικά. Με αυτή την πρόκληση, οι Βρετανοί έχοντας εξασφαλίσει την ανοχή του Στάλιν και γνωρίζοντας την απροθυμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία, ήθελαν να εξωθήσουν το ΕΑΜ σε μια σύγκρουση χωρίς πιθανότητες νίκης για να ξεμπερδεύουν μαζί του.
Έτσι, η λαϊκή δυσφορία από τη βία και την τρομοκρατία της κυβέρνησης και των παρακρατικών συνεργατών των ναζί, σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση των Άγγλων για απόλυτη υποταγή, ανάγκασαν την ηγεσία του ΚΚΕ να προχωρήσει σε ρήξη με την κυβέρνηση. Στις 30 Νοέμβρη ο Γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος και ο Μήτσος Παρτσαλίδης ζήτησαν «ταυτόχρονη διάλυση της Ορεινής Ταξιαρχίας». Η αντιπρόταση απορρίφθηκε και την 1η Δεκέμβρη ο Σκόμπι διέταξε τον ΕΛΑΣ να διαλυθεί μέχρι τις 10 Δεκέμβρη. Τελικά, στις 2 Δεκέμβρη του 1944 η ηγεσία του ΚΚΕ απέσυρε τους ΕΑΜικους υπουργούς από την κυβέρνηση.
«Δεκεμβριανά»: μαζικός ηρωισμός και γραμμή ήττας
Αμέσως μετά την παραίτηση των ΕΑΜικών υπουργών, στις 3 Δεκέμβρη, διοργανώθηκε από το ΕΑΜ μια τεράστια διαδήλωση. Σε αυτήν τα βρετανικά στρατεύματα και η αστυνομία πυροβόλησαν αδιάκριτα χιλιάδες διαδηλωτές στο Σύνταγμα. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 33 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Στις 4 του Δεκέμβρη, η σταλινική ηγεσία κάλεσε μια γενική απεργία, ελπίζοντας ότι θα ξαναφέρει τους Άγγλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτή τη φορά, κύρια οι ακροβολισμένοι πρώην συνεργάτες των ναζί, οι Χίτες και οι ταγματασφαλίτες, έδωσαν τον τόνο στη σφαγή, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα του σοβιετικού απεσταλμένου Ποπόφ που παρακολουθούσε τα γεγονότα από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία».
Η άγρια καταστολή έδωσε το έναυσμα για μια μεγάλη εξέγερση, την οποία με κάθε τρόπο η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε να ελέγξει και να την κρατήσει μέσα στα πλαίσια της γραμμής της. Οι λιγοστές δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας, μαζί με χιλιάδες πρόχειρα οπλισμένους μαχητές κατέλαβαν τα αστυνομικά τμήματα, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα προάστια της Αθήνας και περιόρισαν τις αστικές δυνάμεις στο κέντρο της Αθήνας, στα όρια του Κολωνακίου.
Όμως οι ηγέτες του ΚΚΕ, ενώ πια το επίκεντρο της καταστολής ήταν τα βρετανικά στρατεύματα, έδωσαν εντολή να μην χτυπηθεί κανένας Βρετανός στρατιώτης, παρά μόνο οι Έλληνες συνεργάτες τους. Ο «Ριζοσπάστης» την ίδια μέρα που ο Σκόμπι έδινε τελεσίγραφο στον ΕΛΑΣ ν’ αποσυρθεί από την Αθήνα, χαιρέτιζε τον σφαγέα Τσόρτσιλ ως «έναν πρωταγωνιστή του πολέμου για την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών», ενώ κατήγγειλε τις «αντιλαϊκές δυνάμεις που προσπαθούσαν να παρασύρουν το λαό σε αντι-αγγλικό δρόμο». Αλλά οι οδηγίες του «ελευθερωτή των λαών» προς τον Σκόμπι ήταν κάτι παραπάνω από σαφείς: «Ενεργήστε σαν να βρίσκεστε σε κατακτημένη πόλη» και «Καμία ειρήνη χωρίς νίκη».
Ταυτόχρονα, οι σταλινικοί ηγέτες, αντί να καλέσουν ενισχύσεις, να καταλάβουν όλες τις πόλεις και να ξεσηκώσουν τον λαό, έστειλαν στις 9 Δεκέμβρη τον Βελουχιώτη και τον Σαράφη μαζί με τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο, υποτίθεται για να εξολοθρεύσει τις δυνάμεις του Ζέρβα. Ουσιαστικά, ο Άρης απομακρύνθηκε για να μην πραγματοποιήσει την απειλή του να κινήσει τον ΕΛΑΣ προς την Αθήνα. Επίσης, οι δυνάμεις του Καπετάν Γιώτη (Χαρίλαου Φλωράκη) δεν μπήκαν ποτέ στο κέντρο της Αθήνας. Τα αντάρτικα σώματα της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας περίμεναν μάταια εντολή να κατέβουν στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη, ένα σύνταγμα Ινδών που είχε περικυκλωθεί από τους αντάρτες του Καπετάνιου Μάρκου Βαφειάδη, αφέθηκε ουσιαστικά να διαφύγει και να ενισχύσει τελικά τις δυνάμεις του Σκόμπι.
Μέχρι τις 15 του Δεκέμβρη ο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ήταν νικητής στην Αθήνα. Ο Άγγλος πρεσβευτής Λίπερ έγραφε αργότερα: «Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της μάχης, οι βρετανικές δυνάμεις που αριθμητικά υστερούσαν πολύ, ήταν περιορισμένες στο κέντρο της πόλεως. Αν ο ΕΛΑΣ είχε δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και έσπευδε προς το κεντρικό τμήμα της πόλεως πιθανώς να είχε επιτύχει…. Ευτυχώς, δεν προσπάθησαν».
Το εμπειροπόλεμο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ υπό τον Άρη Βελουχιώτη παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε από τη νεοδημιουργημένη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ. Το νέο αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε πλέον ως αρχηγό τον Γιώργη Σιάντο με συνεργάτες του, τους ανώτερους αξιωματικούς Μάντακα και Χατζημιχάλη «γνωστούς για τη νωθρότητα της σκέψης τους και την αβουλία τους» κατά τον Περικλή Ροδάκη («ΕΛΛΑΔΑ 1941 – 1945: ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», Θεόδωρος Κουτσουμπός, εκδόσεις Λέων). Τις μάχες έδωσε μόνος του ο εφεδρικός ΕΛΑΣ και οι μαχητές της ΕΠΟΝ με 20.000 άνδρες και με λίγα, ελαφρά όπλα. Μόνο 1.500 άνδρες του τακτικού ΕΛΑΣ από την Πελοπόννησο συμμετείχαν στη μάχη.
Οι νεαροί αντάρτες έφεραν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τα εμπειροπόλεμα στρατεύματα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Ακόμη και έτσι όμως, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας μαζί με τον ηρωικό λαό της πρωτεύουσας μπορούσε να έχει κερδίσει τη μάχη, αν έριχνε όλο το βάρος της επίθεσης εναντίον των βρετανικών δυνάμεων. Αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που τμήματα του ΕΛΑΣ συλλαμβάνανε αυθόρμητα Βρετανούς στρατιώτες ή ολόκληρα στρατιωτικά τους τμήματα, και διατάσσονταν από την ηγεσία να τους ελευθερώσουν. Επιπλέον, όταν ο ίδιος ο Τσόρτσιλ αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα για να επιβλέψει την εξέλιξη της μάχης, οι ΕΛΑΣιτες έσκαψαν τούνελ και τοποθέτησαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών κάτω από τη «Μεγάλη Βρετανία» όπου ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε καταλύσει. Αυτά όμως δεν πυροδοτήθηκαν ποτέ.
Τελικά, ο Σκόμπι είχε όλο τον αναγκαίο χρόνο για να λάβει ενισχύσεις, και έτσι πέρασε στην αντεπίθεση. Από τις 15 μέχρι τις 25 Δεκέμβρη εκτελέστηκαν 1.650 πτήσεις από την Ιταλία με τις οποίες μεταφέρθηκαν Βρετανοί στρατιώτες και πολεμικό υλικό. Η απροθυμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να νικήσει τον αντίπαλο, σε συνδυασμό με την αύξηση των δυνάμεων των Βρετανών, έγειρε την πλάστιγγα σε βάρος του κινήματος. Στο μεταξύ, η ΟΠΛΑ κλιμάκωνε τις εκκαθαρίσεις σε βάρος οποιουδήποτε διαφωνούσε με την προδοτική σταλινική πολιτική, προεξαρχόντων των τροτσκιστών αγωνιστών, δολοφονώντας δεκάδες από αυτούς…
Στα τέλη του Δεκέμβρη, ο Στάλιν βοήθησε ενεργά να πνιγεί στο αίμα η επανάσταση. Στις 29 Δεκεμβρίου 1944 ο σοβιετικός υπουργός εξωτερικών Βισίνσκι, ο παλιός μενσεβίκος που καταδίωκε τον Λένιν το καλοκαίρι του 1917 σαν προδότη των Γερμανών και Γενικός εισαγγελέας στις Δικές της Μόσχας, θα καλέσει τον Έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα και θα του ανακοινώσει επισήμως την τοποθέτηση σοβιετικού πρεσβευτή στην Αθήνα. Ήταν μια ρητή αναγνώριση από τη σοβιετική γραφειοκρατία της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και των τετελεσμένων της ήττας του ηρωικού Δεκέμβρη.
Μετά από βάρβαρους αγγλικούς βομβαρδισμούς των εργατικών συνοικιών, τελικά ο ΕΛΑΣ λύγισε. Στις 5 Γενάρη 1945, μετά από 33 μέρες άνισης μάχης, ο ΕΛΑΣ εγκατέλειψε την Αθήνα. Ένας λαϊκός στρατός που το μεγαλύτερο μέρος του ουσιαστικά δεν πήρε μέρος στη μάχη, υποχρεώθηκε στο τέλος να είναι ηττημένος και ταπεινωμένος.
Η ελληνική αστική αντίδραση και ο Τσόρτσιλ κατηγόρησαν το ΚΚΕ ότι τον Δεκέμβρη του 1944 επεδίωξε την κατάληψη της εξουσίας. Μια απλή μάτια στα γεγονότα όμως, δεν αφήνει αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ποτέ δεν θέλησε να πάρει την εξουσία. Απλώς χρησιμοποίησε το κίνημα σαν μέσο πίεσης για ένα καλύτερο μερίδιο στην αστική εξουσία.
Το σταλινικό όνειδος της Βάρκιζας
Ωστόσο, στις αρχές του 1945 στην υπόλοιπη Ελλάδα κυριαρχούσε ακόμα ο ΕΛΑΣ με μια μαχητική δύναμη πάνω από 75.000 άνδρες. Μια σημαντική μάχη είχε χαθεί, αλλά όχι και ο πόλεμος. Η ηγεσία του ΚΚΕ όφειλε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του κινήματος και να οργανώσει την αναμέτρηση με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Εκείνος, λόγω των μαχών στο Δυτικό Μέτωπο δεν μπορούσε να στείλει απεριόριστες δυνάμεις στην Ελλάδα. Όμως, η ηγεσία προτίμησε να ολοκληρώσει την υποταγή της. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 υπέγραψε ανακωχή με την κυβέρνηση του Νίκου Πλαστήρα, με τον οποίο οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει τον φθαρμένο πλέον Γ. Παπανδρέου.
Στις 2 Φλεβάρη 1945 στην Βάρκιζα, και συγκεκριμένα στη βίλα του δεξιού πολιτικού ηγέτη Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ύστερα από μακρές συζητήσεις και πολλές ταλαντεύσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ-ΕΑΜ, ο Γ. Σιάντος υπέγραψε στις 12 Φεβρουάριου την ομώνυμη Συμφωνία. Αυτή προέβλεπε ο ΕΛΑΣ να παραδώσει 41.500 τουφέκια, 2.015 πολυβόλα, 163 όλμους και 32 πυροβόλα, ενώ οι εκλογές και το δημοψήφισμα για τη μοναρχία θα διεξάγονταν «εν καιρώ». Η Συμφωνία αποτελούσε πλήρη και ντροπιαστική υποταγή. Τα «πολιτικά αδικήματα των ηθικών αυτουργών» (δηλαδή της ηγεσίας) αμνηστεύτηκαν. Τα άλλα «αδικήματα» (των απλών αγωνιστών), τα «κοινά» θα διώκονταν. Με άλλα λόγια, οι ηγέτες, απαλλάχθηκαν και οι απλοί αγωνιστές παραδόθηκαν στα νύχια της αντίδρασης. Ενδεικτικά, από την Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τον Μάρτη του 1946 έγιναν από την αντίδραση 1300 δολοφονίες, 6.600 τραυματισμοί, 31.600 βασανισμοί, 600 απόπειρες φόνου, 300 βιασμοί, 18.800 φυλακίσεις και 85.000 συλλήψεις.
Αργότερα, ο Γ. Σιάντος, θα κατηγορηθεί από τον αρχιερέα του ελληνικού σταλινισμού Νίκο Ζαχαριάδη ως πράκτορας. Πράκτορας υπήρξε πράγματι, αλλά όχι της Βρετανίας. Όπως και όλη η υπόλοιπη ηγεσία, μαζί και ο Ζαχαριάδης, όλοι τους ήταν «πράκτορες» της πολιτικής της σταλινικής σοβιετικής γραφειοκρατίας. Αυτοί οι ηγέτες έκαναν τα ίδια με τους ηγέτες του Ιταλικού και του Γαλλικού ΚΚ, οι οποίοι μπήκαν στις κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» του Μπαντόλιο και του Ντε Γκολ αντίστοιχα, και επίσης αφόπλισαν τους αντάρτες.
Στη σκιά της Γιάλτας
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, υπογράφτηκε στη σκιά της Διάσκεψης της Γιάλτας, ανάμεσα στον Στάλιν, τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ. Αυτή άρχισε στις 5 Φλεβάρη 1945 και εκεί οριστικοποιήθηκε η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσόρτσιλ ερωτώμενος από δημοσιογράφο για την πορεία των διαπραγματεύσεων στη Γιάλτα, ευχαρίστησε τον «στρατάρχη» Στάλιν «διότι δεν έδειξε υπέρμετρο ενδιαφέρον διά τας ελληνικάς υποθέσεις».
Στις 24 Απριλίου 1945, ο Ι. Β. Στάλιν απαντώντας σε μια επιστολή στον Τσόρτσιλ έγραφε: «…Δεν γνωρίζω αν εις την Ελλάδα εσχηματίσθη πραγματικά αντιπροσωπευτική Κυβέρνησις και κατά πόσο πραγματικά η Κυβέρνησις εις το Βέλγιο είναι δημοκρατική. Την Σοβιετική Ένωσιν δεν την ερώτησαν όταν εκεί εσχηματίζοντο αι κυβερνήσεις αυταί. Η Σοβιετική Κυβέρνησις δεν είχε διατυπώσει την αξίωσιν όπως αναμιχθή εις τας υποθέσεις αυτά, διότι αντιλαμβάνεται όλη την σημασία που έχουν το Βέλγιον και η Ελλάς δια την ασφάλειαν της Μεγάλης Βρετανίας» («Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος – Η αλληλογραφία Στάλιν – Τσόρτσιλ – Ρούσβελτ – Τρούμαν», εκδόσεις «Μέλισσα» ).
Η επίδραση της Γιάλτας πάνω στην Βάρκιζα, παρότι την αρνούνται οι σταλινικοί, ήταν καταλυτική. Στις 11 Φλεβάρη, πριν βάλει την υπογραφή του στη Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο Γ. Σιάντος σε συνέντευξή του στους εκπρόσωπους του διεθνούς Τύπου, επικαλέστηκε το πνεύμα της Συμφωνίας της Γιάλτας λέγοντας τα εξής: «Εφ’ όσον οι μεγάλοι σύμμαχοι αποφάσισαν (εννοώντας στη Γιάλτα) πως η παρουσία του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα ήταν χρήσιμη, σημαίνει πως ήταν. Πιστεύουμε πως η σύγκρουση μεταξύ ΕΛΑΣ και Βρετανών είναι αποτέλεσμα μιας θλιβερής παρεξήγησης, η οποία, ελπίζουμε, θα ξεχαστεί».
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζαχαριάδης ενέκρινε και επίσημα την Βάρκιζα, τονίζοντας από τις στήλες του Ριζοσπάστη ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας πρέπει να εκτελεστεί γρήγορα και 100%, και ότι «αν κάποιος μέσα απ’ τις γραμμές μας στις πόλεις είτε στα βουνά, αντιδρά ακόμα, εμείς θα τον χτυπήσουμε ανοιχτά και θα τον διώξουμε». Αυτή ήταν η γραμμή προδοσίας και απομόνωσης του Άρη Βελουχιώτη, η οποία οδήγησε στον θλιβερό χαμό του στις 16 Ιουνίου 1945.
Από τότε οι σταλινικοί έχουν προβάλει επανειλημμένα τη δικαιολογία περί «δυσμενούς συσχετισμού των δυνάμεων». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Στα τέλη του 1944 και τις αρχές 1945 ο συσχετισμός των δυνάμεων για την ελληνική εργατική τάξη ήταν καλύτερος από ποτέ. Ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε ακάθεκτος σε όλα τα μέτωπα. Η Γιουγκοσλαβική Επανάσταση βάδιζε προς τη νίκη. Ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία κατέλαβε την εξουσία παρά τις αγγλικές απειλές, και ενώ οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ήταν πολύ λιγότερες από αυτές του ΕΛΑΣ. Οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ανταγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι αντεπιθέσεις των Γερμανών στο Βέλγιο και την Ιταλία δεν επέτρεπαν στους Βρετανούς να στείλουν στην Ελλάδα πολλές ενισχύσεις.
Αν λοιπόν σε αυτές τις συνθήκες το ΚΚΕ βασιζόταν στο τεράστιο κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία. Όμως οι ανίκανοι ηγέτες του, υπέταξαν το μαζικό κίνημα στα συμφέροντα της σταλινικής σοβιετικής γραφειοκρατίας, η οποία έτρεμε ότι ένας συνδυασμός επαναστατικών νικών σε Γιουγκοσλαβία, Ιταλία και Ελλάδα θα αποτελούσε ένα «επικίνδυνο» παράδειγμα για τη σοβιετική εργατική τάξη, από την οποία η γραφειοκρατία είχε σφετεριστεί την εξουσία.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο στηρίχθηκε κατά κόρον στο εξαιρετικό βιβλίο του Θόδωρου Κουτσουμπού με τίτλο «Ελλάδα 1941 – 1945: Πόλεμος των Χωρικών και κοινωνική επανάσταση», το οποίο αποτελεί έναν πολύτιμο βοηθό για την κατανόηση των μεγάλων γεγονότων αυτής της περιόδου από κάθε ενδιαφερόμενο αγωνιστή.