Η ύπαρξη του έθνους, του εθνικού κράτους και της εθνικής συνείδησης είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής του καπιταλισμού. Πριν από την εμφάνιση του καπιταλισμού, δεν υπήρχε καμιά εθνική συνείδηση, με την έννοια της σύγχρονης εποχής. Η φεουδαρχική κοινωνία κυριαρχείτο από τον ατομικισμό και ο κόσμος έβλεπε τον εαυτό του ως μέλος του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας, κλπ. Χρειάστηκε η ανάπτυξη του καπιταλισμού, μια οικονομική επανάσταση, για να οδηγηθούν τα πράγματα στην οικογενειακή αγορά και τη συνένωση των ανθρώπων σε έθνος.
Η συγκέντρωση των ανθρώπων και των παραγωγικών δυνάμεων κάτω από το εθνικό κράτος ήταν ένα προοδευτικό ιστορικό καθήκον της μπουρζουαζίας. Είναι πάνω σε αυτή την υλική βάση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη την περίοδο από το 1789 και μετά, την εποχή δηλαδή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που βλέπουμε να εμφανίζεται το έθνος και η εθνική συνείδηση.
«Για την πλήρη νίκη της εμπορευματικής παραγωγής», γράφει ο Λένιν, «οι μπουρζουάδες πρέπει να κατακτήσουν την οικογενειακή αγορά, αλλά και πολιτικά να ενοποιήσουν τις περιοχές των οποίων ο πληθυσμός μιλά την ίδια γλώσσα …. Εδώ έγκειται η οικονομική θεμελίωση των εθνικών κινημάτων ….Κάθε εθνικό κίνημα τείνει προς το σχηματισμό εθνικού κράτους, μέσα από το οποίο οι σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισμού εξυπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο» («Το Δικαίωμα των Εθνών για Αυτοδιάθεση»). Είναι γι’ αυτό, που ένα έθνος είναι αποτέλεσμα της ιστορικά φυσιολογικής εξέλιξης μιας οντότητας, η οποία αναδύθηκε μέσα από συνθήκες πολέμου, εισβολών, αναταραχής και διάλυσης των παλιών συνόρων και δημιουργίας άλλων καινούργιων.
Από τη σκοπιά του μαρξισμού και με τη γενική του έννοια, το εθνικό κράτος αναδύθηκε μέσα από μια ανεπτυγμένη και ισορροπημένη κοινότητα με κοινή περιοχή, οικονομία, γλώσσα και κουλτούρα. Όμως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις του κανόνα, όπου με δεδομένο το νόμο της συνδυασμένης και ανισόμερης ανάπτυξης, το εθνικό κράτος αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες (Βρετανία) ή διαφορετικές γλώσσες (Βέλγιο). Έθνη μπορούν να δημιουργηθούν εκεί που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων συναντούμε στη διάρκεια των τελευταίων 100 χρόνων, με τα πιο αξιοσημείωτα να βρίσκονται στα Βαλκάνια και στη Μ. Ανατολή.
Στη βάση του καπιταλισμού, ο οποίος εξωθεί σε νέες αγορές, δύναμη και σφαίρες επιρροής, οι ισχυροί υποδουλώνουν τους ανίσχυρους. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η τάση της εθνικής καταπίεσης πήρε οξεία μορφή και συνδυάστηκε με την καταπίεση των μειονοτήτων μέσα στο κράτος. Στο βιβλίο του «Ο Ιμπεριαλισμός το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού», ο Λένιν εξηγεί: «Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και οικονομικού στραγγαλισμού της υποδουλωμένης πλειοψηφίας του πληθυσμού παγκόσμια από μια φούχτα ανεπτυγμένων χωρών».
Ο καπιταλισμός δεν έλυσε το εθνικό πρόβλημα. Απεναντίας, στην παρακμή του επιδείνωσε τα προβλήματα σε παγκόσμια κλίμακα. Η ατομική ιδιοκτησία και οι δημιουργημένες από τον καπιταλισμό παραγωγικές δυνάμεις, που ξεπέρασαν τα όρια της εθνικής αγοράς, μετέτρεψαν το εθνικό κράτος σε έναn απίστευτο φραγμό για την παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνίας. Έτσι, έχουμε τον εθνικισμό να λειτουργεί στη σημερινή εποχή ως καθοδηγητής, με εκρηκτικές επιπτώσεις, από την Ευρώπη μέχρι τα Βαλκάνια, από την Ινδική υπο-ήπειρο ως τη Μ. Ανατολή.
Η αποικιακή επανάσταση έφερε το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης στο προσκήνιο, ξεσηκώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους από την Αφρικανική Ήπειρο μέχρι την Ασία. Η επανεμφάνιση του εθνικού ζητήματος αντανακλά το βαθύ αδιέξοδο του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς επίσης και την αποτυχία των ηγετών των εργατικών οργανώσεων να προσφέρουν διέξοδο. Σε καπιταλιστική βάση, δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη επίλυση του εθνικού ζητήματος.
Οι μπολσεβίκοι και το Εθνικό Ζήτημα
Ακολουθώντας τον Μαρξ, ο Λένιν χρησιμοποίησε το εθνικό ζήτημα στη Ρωσία σαν μέσο εξοπλισμού της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας και ενοποίησης των καταπιεσμένων εθνοτήτων κάτω από τη σημαία της εργατικής τάξης. Σε απάντηση της εθνικής καταπίεσης, οι Ρώσοι μαρξιστές υποστήριξαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, κάτι που σημαίνει την ολοκλήρωση του διαχωρισμού των κρατών. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τους τσάρους της Ρωσίας, των οποίων η αυτοκρατορία λειτουργούσε ως «φυλακή των εθνοτήτων». Τέτοια ήταν η διάταξη της αυτοκρατορίας των Μεγαλορώσων, της άρχουσας εθνότητας, που αποτελούσε μόνο το 48% του πληθυσμού. Όλοι όσοι βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας (Πολωνοί, Λιθουανοί, Εσθονοί, Λετονοί, Φιλανδοί, Ουκρανοί, κλπ.) στερούνταν των δικαιωμάτων τους και συστηματικά καταπιέζονταν από τον τσαρισμό. Ήταν αυτή η κατάσταση που προσέδωσε εκρηκτική δύναμη στο εθνικό ζήτημα στη Ρωσία.
Για να πείσει και να φέρει με το μέρος του τις καταπιεσμένες μάζες, ο Λένιν στάθηκε ενάντια στη βίαιη ενσωμάτωση των εθνοτήτων μέσα στα σύνορα ενός ευρύτερου κράτους. Με αυτή τους τη θέση, οι μπολσεβίκοι δεν ήταν «ευαγγελιστές του διαχωρισμού». Αντίθετα, εκδήλωναν την ειλικρινή τους πρόθεση να αγωνιστούν με αδιαλλαξία ενάντια σε κάθε είδους εθνικής καταπίεσης. «Το να κατηγορεί κάποιος αυτούς που υποστηρίζουν την αυτοδιάθεση (δηλαδή την ελευθερία απόσχισης) ότι ενθαρρύνουν το διαχωρισμό, είναι ηλιθιότητα και υποκρισία, αφού είναι σαν να κατηγορεί αυτούς που συνηγορούν υπέρ της ελευθερίας στα διαζύγια ότι ενθαρρύνουν την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών» (Λένιν – «Το Δικαίωμα των Εθνών για Αυτοδιάθεση», αγγλική έκδοση, σελίδα 83).
Όμως, το αίτημα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης επρόκειτο να προκαλέσει την έντονη διαμάχη μέσα στο Ρωσικό Κόμμα, με την εναντίωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Μπουχάριν, του Πιατάκοβ και άλλων. Η ουσία της αντίθεσής τους βρισκόταν στο ότι κάτω από τον καπιταλισμό η αυτοδιάθεση ήταν ουτοπία, ενώ κάτω από συνθήκες σοσιαλισμού θα ήταν αντιδραστική.
Αλλά, το επιχείρημα είναι από την αρχή ως το τέλος λανθασμένο, γιατί αγνοεί την περίοδο και τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είναι ξεκάθαρο πως κάτω από την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, η ύπαρξη ανεξάρτητων και σταθερών μικρών κρατών είναι αδύνατη. Επίσης, κάτω από συνθήκες σοσιαλισμού, όπου θα έχουμε τον προοδευτικό μαρασμό, δηλαδή την εξελικτική απονέκρωση του κράτους, η ύπαρξη εθνικών συνόρων θα αδυνατίζει ολοένα και περισσότερο. Αλλά, μέχρι να φθάσουμε ως εκεί, οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να εκπαιδεύονται και να κινητοποιούνται προς την ανατροπή του καπιταλισμού. Μόνο μια σωστή, διαλεκτική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος μπορεί να εξυπηρετήσει αυτό το στόχο.
Πάνω απ’ όλα, το σύνθημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης είναι ένα ισχυρό όπλο υπονόμευσης του αστικού εθνικισμού, ενώ την ίδια ώρα κερδίζει την εμπιστοσύνη των εργατών του καταπιεσμένου έθνους. Η υπεράσπιση του δικαιώματος διαχωρισμού εξυπηρετεί έτσι, τελικά, την ελεύθερη ενοποίηση των λαών. Για να πειστούν τα πιο καθυστερημένα πολιτικά στρώματα των εργατών, που έχουν εθνικιστικές προκαταλήψεις, είναι αναγκαίο να τονιστεί το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν είχε κανένα συμφέρον από την οποιαδήποτε καταπίεση της εθνικής μειοψηφίας. Την ίδια ώρα και με αδιάλλακτη εχθρότητα ενάντια στο δηλητήριο της μικρής εθνικής διανόησης και του σωβινισμού χρειάζεται η επιχειρηματολογία για την ενότητα της εργατικής τάξης κάτω από μια σημαία.
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και ο σεχταρισμός
Ο Τρότσκι έγραφε: «Οι σεχταριστές αγνοούν το γεγονός ότι ο εθνικός αγώνας, ο οποίος είναι ένας λαβύρινθος μα και μια αρκετά σημαντική μορφή ταξικού αγώνα, δεν μπορεί να ανασταλεί με απλές αναφορές για τη μελλοντική παγκόσμια επανάσταση».
Το αίτημα για αυτοδιάθεση των εθνών πρέπει να απορρέει από τα γεγονότα και όχι από ιδεολογικές νόρμες. Γι’ αυτό και η προβολή του δεν μπορεί να είναι σώνει και καλά υποχρεωτική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για εθνότητες και όχι για ομάδες, θρησκευτικές κάστες ή οποιεσδήποτε άλλες μειονότητες. Πάνω απ’ όλα, ο Λένιν έβλεπε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης να υποτάσσεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. «Οι αστοί θέτουν πάντοτε τα εθνικά τους αιτήματα σε εξέχουσα θέση και έτσι είναι πάντα της μόδας. Όμως, για το προλεταριάτο, αυτά τα αιτήματα υποτάσσονται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ταξικού αγώνα» (Ibid, σελίδα 21). Και αλλού γράφει: «Όταν αναγνωρίζουμε την ισότητα και τα ίσα δικαιώματα σε ένα εθνικό κράτος, αυτό που πάνω απ’ όλα υπολογίζουμε και βγάζουμε μπροστά ως κυρίαρχο ζήτημα, είναι η συμμαχία των εργατών όλων των εθνών. Εκτιμούμε κάθε εθνικό αίτημα και εθνικό διαχωρισμό και ενεργούμε πάντοτε από τη σκοπιά του ταξικού αγώνα, που διεξάγει η εργατική τάξη». Στο τέλος-τέλος λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ένα αστικοδημοκρατικό αίτημα και όχι σοσιαλιστικό.
Ο Λένιν εξήγησε επανειλημμένα ότι το μαρξιστικό πρόγραμμα πάνω στο εθνικό ζήτημα είναι στην ουσία μια εναντίωση στην εθνική καταπίεση, στην κατάπνιξη της εθνικής κουλτούρας, κλπ. Σήμερα, διάφοροι σεχταριστές προβάλλουν την αυτοδιάθεση σε κάθε νέα μεταβολή της κατάστασης, χωρίς καν να υπολογίσουν την πραγματική κατάσταση ή να μετρήσουν τις συνέπειες. Βλέπουν την αυτοδιάθεση ως την πανάκεια, παντού και πάντοτε εφαρμόσιμη κάτω από όλες τις συνθήκες. Αυτού του τύπου οι «λενινιστές», επειδή δεν έχουν ιδέα για τις μεθόδους του Λένιν και απλά ξοδεύουν το σάλιο τους αναφερόμενοι σε αυτόν, πέφτουν συνεχώς σε σύγχυση. Να γιατί είναι αναγκαίο να αναπτύξουμε τη θεωρία του μαρξισμού και να τη συνδέσουμε με τις πραγματικές συνθήκες και όχι απλά να επαναλαμβάνουμε όπως οι παπαγάλοι μερικές φράσεις από τον Λένιν ή τον Τρότσκι.
Το «Εθνικό» στα Βαλκάνια και τη Γιουγκοσλαβία
Όταν το εθνικό πρόβλημα επανεμφανίστηκε στην Γιουγκοσλαβία, οι σεχταριστές ήταν ευαγγελιστές της διάλυσης της χώρας στο όνομα της «αυτοδιάθεσης». Μιας διάλυσης που, προετοίμασε το δρόμο για τους αντιδραστικούς πολέμους και τον εφιάλτη που ακολούθησε. Δεν τους ενδιαφέρουν οι αιματηρές συνέπειες ή τα «συμφέροντα του ταξικού αγώνα». Συνθηκολογώντας με το μικροαστικό εθνικισμό, μετατράπηκαν σε αρχηγούς ομάδων που επευφημούν το εθνικό ξεκαθάρισμα και τη σοβινιστική παραφροσύνη.
Αντίθετα από την «ανεξαρτησία» της Κροατίας, της Σλοβενίας, του Κοσόβου ή της Βοσνίας, αντίθετα δηλαδή από τη «βαλκανοποίηση» της περιοχής, ο μόνος δρόμος για το μέλλον των λαών των Βαλκανίων ήταν και είναι η σοσιαλιστική ομοσπονδία. Δεν υπήρχε κανένα προοδευτικό στοιχείο στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Για άλλη μια φορά, η μοίρα των μικρών λαών έγινε κυνικά αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αυτό δείχνει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του λενινισμού και του μικροαστικού εθνικισμού. Ο Λένιν υποστήριξε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης αποκλειστικά και μόνο από τη σκοπιά του ταξικού αγώνα, της ενότητας της εργατικής τάξης. Ακόμα και οι σοσιαλδημοκράτες, πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο στα Βαλκάνια, έθεσαν στην πρώτη γραμμή το σύνθημα της δημοκρατικής ομοσπονδίας των Βαλκανίων, ως τη μόνη έξοδο από το τρελοκομείο που δημιουργήθηκε από τις χωριστές εθνικιστικές μαριονέτες. Ακόμα και η λέξη «βαλκανοποίηση» έγινε συνώνυμη με τα μπαλώματα των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των διαφιλονικούμενων πολιτειών και κρατών.
Σήμερα, αυτή η ομοσπονδία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε καπιταλιστική βάση, γι’ αυτό και καλούμε σε αγώνα για τη σοσιαλιστική ομοσπονδία των Βαλκανίων, που θα δώσει τη δυνατότητα στους λαούς της χερσονήσου να επιλύσουν τα προβλήματά τους. Μια τέτοια ομοσπονδία θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτόνομες δημοκρατίες μέσα σε κοινά σύνορα, όπως έγινε και με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αυτό θα άφηνε πίσω τη «βαλκανοποίηση» της περιοχής.
Εκείνοι που υποστηρίζουν τη βαλκανική συνομοσπονδία (σοσιαλιστές ή και άλλοι) ενισχύουν απλά την αντιδραστική «βαλκανοποίση», μέσα από μια χαλαρή συμμαχία των ξεχωριστών ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών. Στις συζητήσεις που έγιναν γύρω από αυτό το ζήτημα κατά την περίοδο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διεθνιστές τάχθηκαν αποφασιστικά ενάντια σε μια τέτοια συνομοσπονδία και υπέρ μιας βαλκανικής ομοσπονδίας, η οποία αργότερα πραγματοποιήθηκε μερικώς από τον Τίτο, όταν εγκαθιδρύθηκε η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία.
Μέση Ανατολή
Στη Μ. Ανατολή, δεν μπορεί σε καπιταλιστική βάση να υπάρξει λύση στο Παλαιστινιακό Πρόβλημα. Το 1948, οι μαρξιστές εναντιώθηκαν στην εκδίωξη των Παλαιστινίων και το διαμελισμό της χώρας τους. Αλλά, σήμερα υπάρχει το Ισραήλ, με ένα λαό που ζει εκεί και το ζητούμενο είναι το πώς θα υπάρξει εγγύηση για την πατρίδα των Παλαιστινίων και το πώς θα τεθεί τέρμα στην εθνική τους καταπίεση, αλλά ταυτόχρονα και το πώς θα ικανοποιηθεί η επιθυμία των Ισραηλινών να έχουν τη δική τους πατρίδα.
Η πολιτική και οι μέθοδοι της PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), δηλαδή η ατομική τρομοκρατία και η δουλική συμπεριφορά έναντι των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων για δεκαετίες τώρα, αποδείχθηκαν χρεοκοπημένες. Μόνο ένα επαναστατικό πρόγραμμα μπορεί να δώσει διέξοδο, με άξονά του το κάλεσμα σε κοινό αγώνα των Ισραηλινών εργατών και των αραβικών μαζών. Μόνο μια σοσιαλιστική επανάσταση στο Ισραήλ και σε όλα τα αραβικά κράτη που το περιτριγυρίζουν, μπορεί να οδηγήσει σε ένα σοσιαλιστικό ομόσπονδο κράτος των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και συνδεδεμένο με μια σοσιαλιστική ομοσπονδία της Μ. Ανατολής.
Λένιν και Διαρκής Επανάσταση
Δεν υπάρχει μια συνταγή για κάθε εθνικό πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, είναι η μέθοδος του μαρξισμού, η μέθοδος του διαλεκτικού υλισμού και της ταξικής ανάλυσης, που μας επιτρέπουν να εξαγάγουμε τα σωστά συμπεράσματα, όπως οι μπολσεβίκοι το 1917.
Στα γραπτά του Λένιν, υπάρχει μια σαφής διαφορά μεταξύ του εθνικού ζητήματος πριν και μετά το 1917. Πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν θεωρούσε πως το εθνικό μπορούσε να λυθεί σε καπιταλιστική βάση. Όμως, στη βάση του Οκτώβρη, η επίλυση του εθνικού σφιχτοδέθηκε με τη μοίρα της εργατικής τάξης και της ανατροπής του καπιταλισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν καθαρά επιβεβαιώνουν αυτή την πρόβλεψη.
Η Ρωσική Επανάσταση έδωσε μια τεράστια ώθηση στην αποικιακή επανάσταση. Το αποικιακό κίνημα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη νίκη της Κινεζικής Επανάστασης το 1944-9, έφτασε σε νέα ψηλότερα επίπεδα. Ο ίδιος ο Λένιν αναγνώρισε δυο φάσεις στην εθνικοδημοκρατική επανάσταση. Η πρώτη φάση διήρκεσε από το 1789 ως το 1871, περίοδος κατά την οποία δημιουργήθηκαν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Η δεύτερη διήρκεσε από το 1905 και μετά, συμπεριλαμβάνοντας την Α. Ευρώπη και την Ασία.
Το 1920 στο Β’ Συνέδριο της Κομουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν εξήγησε ότι η λύση του «εθνικού» περνούσε μέσα από την προλεταριακή επανάσταση. Η αστική τάξη δεν ήταν πλέον ικανή να ηγηθεί του αγώνα, καθώς αυτή αλυσοδέθηκε με τον ιμπεριαλισμό και πέρασε στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης. «Ο ακρογωνιαίος λίθος ολόκληρης της πολιτικής της Κομουνιστική Διεθνούς πάνω στο εθνικό και το αποικιακό ζήτημα», όπως ο Λένιν εξήγησε, «είναι ότι αυτή πρέπει να φέρνει πιο κοντά στην ενοποίηση τους προλετάριους και γενικά τις εργαζόμενες μάζες όλων των εθνών και των χωρών, για κοινό επαναστατικό αγώνα για ανατροπή των γαιοκτημόνων και των μπουρζουάδων. Αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να εγγυηθεί τη νίκη επί του καπιταλισμού, που είναι απαραίτητη για την εξαφάνιση της εθνικής καταπίεσης και της ανισότητας» Preliminary Draft of Theses on the National and Colonial Questions, 5 June 1920).
Ήταν σε εκείνο το Συνέδριο, που πάρθηκε η απόφαση για αντικατάσταση του όρου «εθνική επανάσταση» με τον όρο «αστικοδημοκρατική», έτσι ώστε η έμφαση της υποστήριξης των μαρξιστών να είναι μόνο γενικά στα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα. Ο Λένιν προχώρησε πιο πέρα: «Σε όλες τις αποικίες και τις υποανάπτυκτες χώρες θα πρέπει να κτίσουμε ομάδες αγωνιστών και κομματικές οργανώσεις, αρχίζοντας αμέσως την προπαγάνδα για οργάνωση αγροτικών σοβιέτ, κατάλληλων στις προκαπιταλιστικές συνθήκες. Πέραν αυτού όμως, η Κομμουνιστική Διεθνής θα πρέπει να προωθήσει και θεωρητικά να στηρίξει τη θέση ότι με τη βοήθεια του προλεταριάτου των ανεπτυγμένων χωρών, οι υποανάπτυκτες χώρες μπορούν να περάσουν πέρα από το σοβιετικό σύστημα και μέσα από συγκεκριμένα στάδια ανάπτυξης να φτάσουν στον κομουνισμό, παρακάμπτοντας το στάδιο του καπιταλισμού» (The Report of the Commission on the National and Colonial Questions, 26 July 1920). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από τη θεωρία του Τρότσκι για τη Διαρκή Επανάσταση. Ο Τρότσκι εξήγησε ότι η αστική τάξη στις αποικιακές χώρες ήλθε ιστορικά στο προσκήνιο καθυστερημένα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο επαναστατικό ρόλο και να φέρει σε πέρας την αστικοδημοκρατική επανάσταση, όπως έκανε η αστική τάξη του 18ου και 19ου αιώνα. Οι μπουρζουάδες των αποικιών αλυσοδέθηκαν με τα συμφέροντα των τσιφλικάδων και του ιμπεριαλισμού και πέρασαν στην πλευρά της αντεπανάστασης. Έτσι, τα ανολοκλήρωτα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα πέρασαν στους ώμους της νέας επαναστατικής τάξης, της τάξης του προλεταριάτου. Όμως, όταν η εργατική τάξη ανέλθει στην εξουσία δε θα πρέπει να περιοριστεί στα αστικά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένου και του εθνικού ζητήματος, αλλά θα πρέπει να προχωρήσει αμέσως στα σοσιαλιστικά καθήκοντα: της απαλλοτρίωσης των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών.
Με άλλα λόγια, το εθνικό ζήτημα που είναι μια αναβολή του παρελθόντος, μπορεί να επιλυθεί μόνο με τον ερχομό της εργατικής τάξης στην εξουσία. Αυτό είναι το ζήτημα που έχει σχέση με όλα τα εθνικοδημοκρατικά καθήκοντα, οπουδήποτε και αν αυτά δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Η μόνη διέξοδος για τους λαούς της Ινδικής υπό-ηπείρου, της Μ. Ανατολής, της Λ. Αμερικής, της Αφρικής, ακόμα και της Ευρώπης, βρίσκεται στη σοσιαλιστική ομοσπονδία της περιοχής τους, ως μέρος της παγκόσμιας ομοσπονδίας σοσιαλιστικών κρατών. Σε σχέση με την Ιρλανδία, όπου το ζωντανό σώμα της χώρας διαμελίστηκε από το βρετανικό ιμπεριαλισμό, μόνο η άνοδος στην εξουσία της εργατικής τάξης των 32 κομητειών μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Καμιά λύση σε καπιταλιστική βάση
Σε καπιταλιστική βάση, δεν μπορεί να υπάρξει λύση του εθνικού ζητήματος. Η επανεμφάνιση του εθνικισμού σε χώρες, όπου το εθνικό ζήτημα θεωρείτο από καιρό τώρα λυμένο, είναι προϊόν της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Το εθνικό ζήτημα δεν περιορίστηκε στις πρώην αποικιακές χώρες, αλλά επεκτάθηκε σήμερα και στις ανεπτυγμένες χώρες. Κατά βάθος, αυτή η κρίση αντανακλά τη θεμελιακή αντίφαση της συμπίεσης των παραγωγικών δυνάμεων από το εθνικό κράτος και την ατομική ιδιοκτησία. Η κρίση επανέφερε στο προσκήνιο το παλιό δηλητήριο του εθνικισμού. Στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, της ιμπεριαλιστικής κρίσης, το εθνικό ζήτημα αναβιώνει και πάλι παντού με τις πιο τραγικές και αιματηρές συνέπειες. Αυτή η διαδικασία σταματά όταν η εργατική τάξη μετατρέπεται σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους, κάτι που οδηγεί τις μάζες έξω από τον εφιάλτη. Όπως εξήγησε ο Λένιν, το εθνικό ζήτημα είναι «ζήτημα ψωμιού».
Χωρίς μια σωστή στάση πάνω στο εθνικό ζήτημα, η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα πραγματοποιείτο. Συστατικό μέρος αυτής της έκβασης αποτελεί, από το 1903 και μετά, η ανάγκη διατήρησης της ενότητας της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της, απαλλαγμένης από διακρίσεις εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές. «Στην εθνική σφαίρα, η πολιτική του μπολσεβικισμού είχε ακόμα μιαν πλευρά, φαινομενικά αντίθετη προς την πρώτη, που όμως στην πραγματικότητα ήταν το συμπλήρωμά της», εξήγησε ο Τρότσκι. «Μέσα στα πλαίσια του κόμματος και γενικά των εργατικών οργανώσεων, ο μπολσεβικισμός παρέμεινε στον αυστηρό συγκεντρωτισμό και αμείλικτα στράφηκε ενάντια σε κάθε ίχνος εθνικιστικού λεκέ, που θα μπορούσε να έστρεφε εργάτες ενάντια σε εργάτες ή να έβαζε σε κίνδυνο την ενότητά τους. Ενώ κατηγορηματικά απέρριπτε το δικαίωμα στο αστικό κράτος να επιβάλλει σε μια εθνική μειονότητα υποχρεωτική ιθαγένεια ή ακόμα και γλώσσα, την ίδια ώρα ο μπολσεβικισμός πραγματοποιούσε με ειλικρίνεια το ιερό καθήκον για την όσο το δυνατό περισσότερη ενότητα των εργατών διαφορετικών εθνοτήτων, δια μέσου της εθελοντικής ταξικής πειθαρχίας. Έτσι, απέρριψε αποφασιστικά την ιδέα να κτιστεί το κόμμα στη βάση της αρχής της εθνικής ομοσπονδίας. Μια επαναστατική οργάνωση είναι μόνο το εργαλείο για τη δημιουργία του μελλοντικού κράτους και όχι το πρότυπο για αυτό. Ένα εργαλείο που θα έπρεπε να υιοθετηθεί για τη δημιουργία του σύγχρονου προϊόντος, αλλά που δεν θα έπρεπε να περιέχεται σε αυτό. Έτσι, μια συγκεντρωτική οργάνωση μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία του επαναστατικού αγώνα, ακόμα και εκεί όπου ο στόχος είναι να καταστρέψει τη συγκεντρωτική καταπίεση των εθνοτήτων».
Όπως είναι φανερό, ο Λένιν άφησε μια μοναδική διαλεκτική και δυναμική προσφορά στο εθνικό ζήτημα, η οποία θα βρει τη θέση της ανάμεσα στο θεωρητικό θησαυροφυλάκιο του εργατικού κινήματος. Τα εθνικά σύνορα δημιουργήθηκαν από τον καπιταλισμό και έχουν από καιρό τώρα μετατραπεί σε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Το δικό μας καθήκον παραμένει η απαλλοτρίωση των μονοπωλίων, η εξαφάνιση των συνόρων και η ελεύθερη συνεργασία των λαών. Είναι σε αυτή την πορεία, που τελικά το εθνικό ζήτημα θα βρει τη λύση του.
* Ο Ρομπ Σιούελ είναι συγγραφέας και υπεύθυνος έκδοσης το βρετανικού μαρξιστικού περιοδικού “Socialist Appeal“
Μετάφραση: Μιχάλης Δημοσθένους