1. Η κρίση και οι αυταπάτες
Η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης η οποία θα οδηγήσει στο ιδρυτικό Συνέδριο του ενιαίου πολιτικού φορέα, επέλεξε, αντί ενός σαφούς κυβερνητικού προγράμματος με συγκεκριμένες κατευθύνσεις και δεσμεύσεις, να καταθέσει για συζήτηση ένα μάλλον ανώδυνο σχέδιο διακήρυξης με το οποίο δείχνει πως επιδιώκει να διατηρήσει ισορροπίες, παρά να προκαλέσει ανατροπές και να δώσει καθαρά μηνύματα(1). Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, όπως προκύπτει από το σχέδιο διακήρυξης και από την «πραγματιστική» στροφή της πολιτικής του τις πρώτες 150 ημέρες μετά τις εκλογές, φαίνεται πως είναι παγιδευμένος σε δύο αυταπάτες. Ένα τμήμα των στελεχών του, έμπλεο αφέλειας και ναρκισσισμού, πιστεύει πως οι ψηφοφόροι των δύο διαδοχικών εκλογών του περασμένου καλοκαιριού επέλεξαν να υπερψηφίσουν μαζικά τα ψηφοδέλτια του συνδυασμού ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, θέλοντας να επιβραβεύσουν την πολιτική και κινηματική συνέπεια του σχήματος. Ένα άλλο τμήμα στελεχών του, μεγαλύτερο και διαρκώς διευρυνόμενο, θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιλέχθηκε από το 27% των ψηφοφόρων ως ο ικανότερος πολιτικός φορέας της αριστεράς για να απεγκλωβίσει τη χώρα από την οικονομική και πολιτική κρίση και να την οδηγήσει στη διέξοδο.
Όσοι θεωρούν πως η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ προέκυψε ως αποτέλεσμα της μέχρι τότε πολιτικής του – ως ένα βαθμό και της προσωπικής πολιτικής τους – δεν μπορούν, και ως εκ τούτου δεν επιχειρούν, να ερμηνεύσουν την ασύμμετρη αύξηση της κοινωνικής δυναμικής του σχήματος, η οποία οδήγησε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Οι πολίτες της χώρας αν ήθελαν να επιβραβεύσουν τη συνεπή στάση ενός αριστερού κόμματος θα το έκαναν ψηφίζοντας ΚΚΕ. Αν μελετήσει κανείς τις δημοσκοπήσεις στο διάστημα από τις 23 Απριλίου 2010 (ημερομηνία αναγγελίας από τον Γ.Α.Π. στο Καστελόριζο της προσφυγής της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης) μέχρι τον διορισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου στις 11 Νοεμβρίου 2011, θα διαπιστώσει πως η άνοδος των ποσοστών του ΚΚΕ, αντίθετα από του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν σταθερή και σημαντική. Το ΚΚΕ έφτασε – και σε κάποιες δημοσκοπήσεις ξεπέρασε – το 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε μεταξύ του 4% και 8%(2).
Άστοχη, αν και όχι τόσο ξεκάθαρα και γι’ αυτό παρά τις πιθανώς αγαθές προθέσεις τους επικίνδυνη, είναι κι η θέση εκείνων των στελεχών που θεωρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιλέχθηκε ως η βέλτιστη (ή η μόνη) «αριστερή λύση» στο πρόβλημα της κρίσης. Αν οι πολίτες της χώρας αναζητούσαν «αριστερό διαχειριστή» θα επέλεγαν να ακολουθήσουν και να υπερψηφίσουν τη Δημοκρατική Αριστερά, η οποία υιοθέτησε από την ίδρυσή της, το προφίλ της «αριστεράς της ευθύνης», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Η ΔΗΜΑΡ δημιουργήθηκε, στηρίχθηκε και προωθήθηκε δυναμικά από τα ΜΜΕ, για να συγκροτήσει – πιθανώς μαζί με ένα «καθαρό» εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ – την αριστερή βαλβίδα εκτόνωσης του συστήματος, στόχο που παρά τις προσπάθειες δεν πέτυχε.
Την πολιτική στροφή της κρίσιμης μάζας του εκλογικού σώματος σηματοδότησε η διακυβέρνηση Παπαδήμου. Αυτή η περίοδος, κατά την οποία την Ελλάδα κυβερνούσαν χωρίς προσχήματα τα «hedge funds» και οι τράπεζες, με πρωθυπουργό ένα διορισμένο εκπρόσωπό τους, ήταν εξαιρετικά διδακτική. Τότε συνειδητοποιήσαμε πως το οικονομικό, πολιτικό και αξιακό αδιέξοδο που βιώνουμε δεν αφορά στην ελληνική οικονομία και στις δημοσιονομικές «αμαρτίες» της αλλά ούτε και στην ευρωπαϊκή ή ακόμα και στην παγκόσμια οικονομία. Συνειδητοποιήσαμε πως το αδιέξοδο είναι συστημικό• ο καπιταλισμός και το δυτικό μοντέλο «ανάπτυξης»(3), κατέρρευσαν λόγω των εσωτερικών τους αντιφάσεων. Οι Έλληνες εργαζόμενοι παρά την οδυνηρή θέση τους έχουν ένα μοναδικό ιστορικό προνόμιο: βιώνουν το αδιέξοδο και τη χρεωκοπία του καπιταλισμού, του κυρίαρχου Παραδείγματος, γεγονός που τους επιβάλλει ως επιβιωτική αναγκαιότητα την αναζήτηση και διαμόρφωση ενός νέου, διαφορετικού Παραδείγματος.
2. Η εναλλαγή Παραδειγμάτων
Ο Τόμας Κουν (1922-1996), το έργο του οποίου «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» σφράγισε τη φιλοσοφία της επιστήμης τον 20ο αιώνα, επιχειρώντας την προσέγγιση της «πραγματικής επιστήμης», εισήγαγε την έννοια του επιστημονικού Παραδείγματος ως μίας ενιαίας δομής αποτελούμενης από θεωρίες, νόμους, κανόνες, μεθόδους, αξίες, πειραματικές διατάξεις, εφαρμογές και κυρίως πρότυπες λύσεις προβλημάτων. Γύρω από το Παράδειγμα εργάζεται η επιστημονική κοινότητα ασκώντας «κανονική επιστήμη»• η εργασία της αφορά μόνο στην επεξεργασία και ανάπτυξη του Παραδείγματος, καθώς και στην επίλυση «επιτρεπτών» προβλημάτων με «επιτρεπτές» μεθόδους. Αμφισβητώντας κεντρικές θέσεις του Λογικού Θετικισμού, για τον οποίο η επιστήμη είναι ένα ενιαίο ορθολογικό γνωστικό εγχείρημα, γραμμικό και προοδευτικό, διατύπωσε την άποψη πως τα διαδοχικά στο χρόνο αλλά και τα σύγχρονα αντιμαχόμενα Παραδείγματα, είναι ασύμμετρα – χωρίς κοινό μέτρο – και ασύμβατα. Ακόμα κι αν χρησιμοποιούν ομώνυμους όρους, οι συνιστώσες τους – έννοιες, μέθοδοι, πρότυπες λύσεις – διαφέρουν, καθιστώντας τη μεταξύ τους σύγκριση αντικειμενικά αδύνατη.
Η εναλλαγή Παραδειγμάτων, στη φιλοσοφία της επιστήμης του Κουν, δεν είναι αποτέλεσμα ορθολογικής εξελικτικής διαδικασίας, αλλά πλήρους μεταστροφής σε μία διαφορετική εμπειρία και σε ένα διαφορετικό κοσμοείδωλο. Σε περιόδους επιστημονικής κρίσης, συνήθως λόγω συσσώρευσης ανωμαλιών στο ισχύον Παράδειγμα, η «κανονική επιστήμη» δίνει τη θέση της στην «ιδιόρρυθμη επιστήμη»• η επιστημονική κοινότητα δεν εργάζεται τότε σε ένα Παράδειγμα αλλά σε περισσότερα, ασύμβατα μεταξύ τους, που συνυπάρχουν σε κατάσταση έντονης αντιδικίας. Η περίοδος της κρίσης – της επιστημονικής επανάστασης – ολοκληρώνεται με την επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος και την συστηματοποίηση μίας νέας «κανονικής επιστήμης».
3. Η αναγκαιότητα του επαναστατικού χαρακτήρα
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για κυβέρνηση της Αριστεράς σε συνδυασμό με τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του και την αντισυστημικότητά του, δύο κεντρικά χαρακτηριστικά του τα οποία εντός του καπιταλιστικού συστήματος τον είχαν καταδικάσει σε διαρκή πάλη για την πολιτική του επιβίωση, είναι αυτά που οδήγησαν την πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων να τον επιλέξει ως κυρίαρχο φορέα συγκρότησης ενός νέου Παραδείγματος.
Στο περιβάλλον της τοπικής και διεθνούς ιδιόρρυθμης συγκυρίας τα εναλλακτικά Παραδείγματα που συγκρούονται είναι δύο: ένα με αριστερό πρόσημο, που έχει κληθεί να συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κι ένα ολοκληρωτικό, το οποίο διαμορφώνεται από τα κεφάλαιο, με τη συμμετοχή των θεσμικών οργάνων που ελέγχει (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κλπ.). Ο «μπαμπούλας» των νεοναζί της Χρυσής Αυγής και των αντίστοιχων φασιστικών συμμοριών της υπόλοιπης Ευρώπης (Γερμανία, Ολλανδία, Ουγγαρία κλπ.), όπως κι ο «δράκος» της τρομοκρατίας στην Αμερική, είναι μεταξύ των βασικών υποστηρικτικών εργαλείων του συστήματος: στο βωμό της ασφάλειας και της προστασίας του «δυτικού ονείρου», οι εξαντλημένοι ηθικά και οικονομικά εργαζόμενοι και οι προλεταριοποιημένοι αυτοαπασχολούμενοι και μικροεπιχειρηματίες θα φανούν πρόθυμοι να θυσιάσουν όσες ελευθερίες και δικαιώματα τους έχουν απομείνει.
Η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ οφείλουν να αντιληφθούν πως πολιτικά οι λαοί βρίσκονται πλέον πιο μπροστά από τα αριστερά κόμματα• κατανοούν τις συγκρούσεις και θέτουν αυτοί τους στόχους: μετά τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών και τη σημαντική άνοδο της αριστεράς στις γαλλικές εκλογές, στην Καταλονία το συνολικό ποσοστό των αριστερών κομμάτων υπερδιπλασιάστηκε, στις δημοτικές εκλογές στο Γκρατς της Αυστρίας, το Κ.Κ. Αυστρίας ξεπέρασε το 20%, ενώ, τόσο στην Ευρώπη όσο και την Αμερική, η πρωτοπορία των κινημάτων έχει περάσει σε αυτο-οργανωμένες συλλογικότητες (Indignados, Occupy Wall Street, Κίνημα των Πλατειών κλπ.) και ο διαβρωμένος από το σύστημα συνδικαλισμός έχει απαξιωθεί. Η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ οφείλουν να αντιληφθούν το βάρος της ιστορικής ευθύνης του σχήματος απέναντι στους εργαζόμενους όλου του κόσμου. Οι καθηγητές Cédric Durand και Razmig Keucheyan, σε άρθρο τους στη γαλλική εφημερίδα Libération λίγες ημέρες μετά τις ελληνικές εκλογές, αναρωτήθηκαν: «Θα μπορούσε άραγε η στήριξη στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά να γίνει, για τις νέες γενιές, ό,τι ήταν η στήριξη του Βιετνάμ για τη γενιά του ΄68 – ένας ισχυρός μοχλός κινητοποίησης σε παγκόσμια κλίμακα;»(4). Η μετεκλογική στάση ενός μέρους των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπέρ μιας ασαφούς «ρεαλιστικής» πολιτικής ισορροπιών, επικεντρωμένης στη διαχείριση της κρίσης χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις, όπως και το εφεύρημα μιας «αντιμνημονιακής πολιτικής» εντός του συστήματος, συνιστούν καίριες δομικές αντιφάσεις με την εκφρασμένη λαϊκή βούληση για ανατροπή.
Το νέο Παράδειγμα που οφείλει να συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτό που προτείνει η «Πρωτοβουλία για έναν Επαναστατικό ΣΥΡΙΖΑ», η διακήρυξη της οποίας είναι ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συζητηθεί ισότιμα στο Συνέδριο• δεν είναι απαραίτητο να είναι ούτε αυτό που σκιαγραφούν η «ΑΝΑΣΑ» ή οι «Ενεργοί Πολίτες» ή οι άλλες συλλογικότητες και ανένταχτοι στα κείμενα που κατέθεσαν στη Συνδιάσκεψη. Τα μοναδικά προαπαιτούμενα του νέου Παραδείγματος είναι, αφενός, η αριστερή ριζοσπαστική ταυτότητα και, αφετέρου, η a priori συνολική απόρριψη του καπιταλιστικού προτύπου• το νέο Παράδειγμα όχι μόνο δεν πρέπει να ταυτίζεται με το σύστημα, αλλά δεν πρέπει και να εγκολπώνεται δομικά στοιχεία του.
Hasta la Victoria Siempre
Αλέξανδρος Τσατσαρούνος
Μέλος ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ 6ης Δ.Κ. Αθήνας
(1) Στις εκλογές του 2012 το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήταν: «Ανατροπή στην Ελλάδα – Μήνυμα στην Ευρώπη».
(2) http://www.eklogika.gr/gallup
(3) Στα ελληνικά με την λέξη ανάπτυξη αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικές έννοιες: στην ανάπτυξη-growth, στην οποία στοχεύει ο καπιταλισμός και στην ανάπτυξη-development, στην οποία στοχεύουν οι κοινωνίες.
(4) Στα ελληνικά: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=5690 και στο πρωτότυπο στα γαλλικά: http://www.liberation.fr/monde/2012/05/14/syriza-ou-le-moment-de-changer-l-europe_818663
{fcomment}