Ο πόλεμος θέτει τα πάντα με αυστηρούς όρους και έτσι βάζει όλες τις τάσεις σε δοκιμασία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε σε μια σειρά από διασπάσεις εντός των κομμουνιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες, καθώς και στην πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ τους. Για να προχωρήσουμε μπροστά είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στις γνήσιες λενινιστικές πολιτικές, σε αυτό και σε όλα τα ζητήματα.
Μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο πήραν εντελώς διαφορετικές θέσεις. Στη δεξιά πτέρυγα του κινήματος, αρκετά κόμματα υιοθέτησαν μια θέση λίγο-πολύ ανοιχτής υποστήριξης της άρχουσας τάξης της χώρας τους και του δυτικού ιμπεριαλισμού. Μια ιδιαίτερα υποκριτική τέτοια περίπτωση είναι η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (PCE). Το PCE είναι μέρος μιας κυβέρνησης συνασπισμού με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE). Η αντιπρόεδρος της Ισπανίας Γιολάντα Ντίαθ και ο υπουργός Αλμπέρτο Γκαρθόν είναι μέλη του κόμματος, ενώ και ο γενικός γραμματέας του PCE είναι υπουργός Εξωτερικών.
Αυτή η κυβέρνηση είναι σταθερά προσηλωμένη στην υπεράσπιση του ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού και έχει στείλει όπλα και βοήθεια στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα όμως, το PCE εκδίδει ανακοινώσεις που απαιτούν τη διάλυση του ΝΑΤΟ και εναντιώνονται στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και αυτή η καθαρά λεκτική αποκαλούμενη «αντίθεσή» του στον ΝΑΤΟϊκό ιμπεριαλισμό, διατυπώνεται με όρους «ειρήνης» αφηρημένα και υπεράσπισης των «διεθνών θεσμών» και του «διεθνούς δικαίου».
Παρόμοια θέση έλαβε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (PCF), το οποίο καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως παραβίαση του «διεθνούς δικαίου» και των «διεθνών συνθηκών». Στο ίδιο πνεύμα, το PCF υποστηρίζει τη «στρατηγική ανεξαρτησία της Γαλλίας», που είναι το σλόγκαν το οποίο χρησιμοποιεί η γαλλική άρχουσα τάξη για να προσποιηθεί ότι παίζει έναν ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια αρένα. Επιπλέον, ενώ καλεί σε «ειρήνη», το PCF υποστηρίζει πλήρως τις κυρώσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Ρωσία, σαν με κάποιο τρόπο οι οικονομικές κυρώσεις να μην αποτελούν επίσης μέρος του πραγματικού πολέμου. Στην ουσία η θέση τους είναι αυτή της ουράς της γαλλικής αστικής τάξης, η οποία στις πρώτες μέρες του πολέμου ζητούσε κι εκείνη «ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις» σε μια προσπάθεια να κρατήσει μια κάπως πιο ανεξάρτητη θέση από αυτή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Ένας μεγάλος αριθμός επονομαζόμενων κομμουνιστικών κομμάτων, έχοντας εγκαταλείψει τον λενινισμό πολύ καιρό πριν, γοητεύεται από την ιδέα της «ειρήνης» αφηρημένα και των «διεθνών θεσμών», ιδιαίτερα του ΟΗΕ.
Αυτό απέχει πολύ από τη θέση του Λένιν απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο Λένιν επέμενε ότι οι κομμουνιστές δεν είναι πασιφιστές, καθώς υπάρχουν πόλεμοι που θεωρούμε ότι είναι δικαιολογημένοι: πόλεμοι εθνικής απελευθέρωσης, πόλεμοι ενάντια στον ιμπεριαλισμό και επαναστατικοί πόλεμοι. Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι συνέπεια του ιμπεριαλισμού, ο μόνος συνεπής τρόπος να αγωνιστούμε κατά του πολέμου είναι να αγωνιστούμε κατά του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού συστήματος από το οποίο αναδύεται. Το σύνθημα του Λένιν κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν αυτό της «ειρήνης», αλλά το «μετατρέψτε τον πόλεμο σε εμφύλιο». Κάλεσε, δηλαδή, τους εργαζόμενους να πολεμήσουν τη δική τους άρχουσα τάξη. Εξήγησε ότι ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελείωνε, αλλά ότι μια ιμπεριαλιστική «ειρήνη» θα ήταν απλώς η περίοδος προετοιμασίας για νέους πολέμους αργότερα. Επομένως, επέμεινε ο Λένιν, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί πραγματική ειρήνη ήταν η πάλη για τον σοσιαλισμό.
Όσο για τους «διεθνείς θεσμούς», ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι απέρριπταν έντονα τον πρόγονο του ΟΗΕ, την Κοινωνία των Εθνών, την οποία περιέγραφαν ως «κουζίνα κλεφτών» – δηλαδή ένα μέρος όπου οι διαφορετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μοιράζονται τα λάφυρά τους.
Ο Λένιν θεώρησε αυτό το ζήτημα τόσο σημαντικό που συμπεριέλαβε την απόρριψη της Κοινωνίας των Εθνών στους περίφημους 21 όρους για την ένταξη κομμάτων στην Κομμουνιστική Διεθνή. Αυτοί είχαν σκοπό να καθαρίσουν τη νέα οργάνωση από αναξιόπιστα οπορτουνιστικά στοιχεία, τα οποία είχαν ενταχθεί κάτω από την πίεση της βάσης: «χωρίς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, κανένα διεθνές δικαστήριο, καμία συζήτηση για μείωση των εξοπλισμών, καμία “δημοκρατική” αναδιοργάνωση της Κοινωνίας των Εθνών, δεν θα μπορέσουν να σώσουν την ανθρωπότητα από νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους».
Η θέση των επαναστατών μαρξιστών στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (δεν υιοθέτησαν το όνομα «κομμουνιστές» παρά μόνο μετά τον πόλεμο) συνοψίστηκε στο ρητό του Καρλ Λίμπκνεχτ, «ο κύριος εχθρός της εργατικής τάξης βρίσκεται στην ίδια της τη χώρα».
Αυτή η βασική διεθνιστική αρχή έχει εγκαταλειφθεί από πολλά κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο σε εκείνες τις χώρες που είναι μέρος του ΝΑΤΟ ή υποστηρίζουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αλλά και στην άλλη εμπόλεμη πλευρά. Έτσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (CPRF) πήρε επίσης μια επαίσχυντη σοβινιστική θέση, υπερασπίζοντας άκριτα τον Πούτιν και τον πόλεμο που διεξάγει προς το συμφέρον της ρωσικής άρχουσας τάξης.
Διάσπαση στη Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στην Αβάνα
Αυτή η άθλια συνθηκολόγηση οδήγησε σε μια ανοιχτή σύγκρουση στην 22η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (IMCWP), η οποία έλαβε χώρα στην Αβάνα της Κούβας στις 27-29 Οκτωβρίου 2022. Η IMCWP είναι μια ετήσια διάσκεψη, που ξεκίνησε να πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) το 1998. Κομμουνιστικά κόμματα από όλο τον κόσμο συναντώνται για να συζητήσουν και η διάσκεψη συνήθως τελειώνει με μια κοινή δήλωση, η οποία προκύπτει συναινετικά και όχι με ψηφοφορία μετά από τη συζήτηση.
Αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Ενώ συντάχθηκε μια κοινή δήλωση, δεν ασχολήθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος αναφέρθηκε μόνο επιφανειακά. Η δήλωση τελείωνε με τα λόγια: «Ενωμένοι στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό!». Αλλά τα πάνω από 70 κόμματα που συμμετείχαν απείχαν πολύ από το να είναι ενωμένα σε αυτό το ζήτημα.
Στην πραγματικότητα, η συνάντηση ήταν έντονα διχασμένη σχετικά με τον πόλεμο της Ουκρανίας. Στην παρέμβασή του, το Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (RCWP) υποστήριξε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας ήταν «δίκαιος και αμυντικός» και ότι το καθήκον των κομμουνιστών ήταν να υποστηρίξουν το ρωσικό αστικό κράτος καθώς πολεμούσε «για να καταστείλει τον φασισμό και να βοηθήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στην Ουκρανία».
Το CPRF, από την πλευρά του, που ορθώς κατηγορήθηκε από το ΚΚΕ ότι στηρίζει τον Πούτιν και το κόμμα του («Ενωμένη Ρωσία»), απάντησε ότι στην πραγματικότητα ο Πούτιν είναι αυτός που στηρίζει εκείνους! «Δεν είναι ότι το CPRF “έχει δείξει αλληλεγγύη στην Ενωμένη Ρωσία και τον Πρόεδρο Πούτιν”, αλλά [Η Ενωμένη Ρωσία και ο Πρόεδρος Πούτιν], λόγω ιστορικών επιταγών, αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον δρόμο που απαιτούσε επίμονα το CPRF για πάνω από τρεις δεκαετίες».
Έτσι, δημοσιεύτηκαν δύο ξεχωριστές διακηρύξεις για τον πόλεμο. Η μία προτάθηκε από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (RCWP), το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (CPRF) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας (CPU), η οποία βασικά επαναλάμβανε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η ρωσική άρχουσα τάξη για να δικαιολογήσει την επέμβασή της στην Ουκρανία – «πασπαλίζοντάς» τα με μια γενναία δόση «κομμουνιστικής», «προλεταριακής» και «αντιφασιστικής» φρασεολογίας. Δεν περιέχει καμία απόπειρα ανάλυσης των πολεμικών στόχων της ρωσικής καπιταλιστικής τάξης, ούτε και έστω μία λέξη κριτικής στον Πούτιν και το αντιδραστικό καπιταλιστικό καθεστώς του. Το ότι αυτό προτάθηκε από δύο ρωσικά κόμματα που αυτοαποκαλούνται «κομμουνιστικά» είναι μια απόλυτα σκανδαλώδης συνθηκολόγηση στον σοσιαλσοβινισμό. Αυτή η δήλωση υπογράφηκε από 23 κόμματα στην IMCWP και από άλλες 12 οργανώσεις που δεν συμμετείχαν στη συνάντηση.
Σε απάντηση, δημοσιοποιήθηκε μια αντι-διακήρυξη, η οποία είχε υπογραφεί από 24 κόμματα που συμμετείχαν στην IMCWP, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, συν άλλα τέσσερα εκτός της IMCWP. Το κείμενο ξεκινά με την περιγραφή του πολέμου ως καπιταλιστικού πολέμου και από τις δύο πλευρές. Επίσης, απορρίπτει κάθε ισχυρισμό ότι η ρωσική κυβέρνηση έχει οποιαδήποτε σχέση με τον αντιφασιστικό αγώνα ή με το φιλοσοβιετικό αίσθημα, επισημαίνοντας σωστά ότι η Ρωσία είναι μια καπιταλιστική χώρα, κάτι που ορισμένοι δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν:
«Η Ρωσική Ομοσπονδία, ούσα ένα αστικό κράτος, είναι μόνο ονομαστικά, στο πλαίσιο του αστικού δικαίου, κληρονόμος της ΕΣΣΔ, ενώ δεν έχει τίποτα κοινό με την ΕΣΣΔ ούτε στη βάση ούτε στο εποικοδόμημά της. Κατά τη διάρκεια των 30 χρόνων της “ανεξαρτησίας” της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δημιουργήθηκε χρηματοπιστωτικό και μονοπωλιακό κεφάλαιο, η βιομηχανία, η εκπαίδευση και η υγεία καταστράφηκαν συστηματικά, η ανεργία αυξήθηκε και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγάλωσε, τα εργατικά δικαιώματα και οι δημοκρατικές ελευθερίες εξαλείφθηκαν».
Αυτό το δεύτερο ψήφισμα επικρίνει επίσης σωστά «τη στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, την προώθηση μιας εξαιρετικά αντιδραστικής εθνικιστικής ιδεολογίας, την υποκίνηση εθνικιστικού μίσους, τη δημιουργία εθνικιστικών ένοπλων ομάδων», καθώς και την καταστολή των εργατικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Αλλά ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος του ψηφίσματος είναι το σημείο πέντε, το οποίο εξηγεί πώς θα μπει ένα τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία:
«Είμαστε βέβαιοι ότι μόνο η ουκρανική εργατική τάξη ενωμένη με το ρωσικό προλεταριάτο και με την υποστήριξη των εργατών του κόσμου μπορούν να σταματήσουν την ιμπεριαλιστική σφαγή. Η αστική τάξη της Ουκρανίας, της Ρωσίας και του κόσμου κινητοποίησε και όπλισε τους εργάτες. Είναι απαραίτητο αυτοί οι εξοπλισμοί να στραφούν ενάντια στις εμπόλεμες κυβερνήσεις, να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος μεταξύ των λαών σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τάξεων. Μόνο αυτό θα επιτρέψει στην εργατική τάξη να βάλει τέλος στον ιμπεριαλισμό ως πηγή πολέμων και να σχηματίσει σώματα εργατικής εξουσίας, καθώς και να μεταμορφώσει τα μαχόμενα κράτη προς το συμφέρον των εργαζομένων».
Αυτό είναι απολύτως σωστό, και στην πραγματικότητα είναι μια επανάληψη των επιχειρημάτων που διατύπωσε ο Λένιν κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι στην ισπανική εκδοχή της δήλωσης, η οποία έχει επίσης δημοσιευθεί στον επίσημο ιστότοπο της IMCWP, λείπει ολόκληρη αυτή η ενότητα, έχοντας αντικατασταθεί από μια συζήτηση για «άμεσες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις», «κατάπαυση του πυρός», «διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν από όλες τις πλευρές στη σύγκρουση» (χωρίς να διευκρινίζεται ποιος θα πρέπει να πραγματοποιήσει μια τέτοια έρευνα) κλπ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αγγλική εκδοχή, η οποία εξηγεί σωστά ότι είναι καθήκον της εργατικής τάξης να πολεμήσει τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.
Το διεθνιστικό αυτό ψήφισμα εξαπολύει στη συνέχεια μια σωστή και σκληρή κατά μέτωπο επίθεση στους υποστηρικτές του φιλορωσικού ψηφίσματος:
«Είναι ντροπιαστικό και εγκληματικό για τους κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο να ακολουθούν τις κυβερνήσεις των αστικών χωρών και να εργάζονται για τα συμφέροντα της εθνικής τους αστικής τάξης, να υποστηρίζουν το ένα ή το άλλο μπλοκ αστικών χωρών. Το απαράλλαχτο καθήκον μας είναι να βοηθήσουμε τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο να συνειδητοποιήσουν ότι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι δεν οδηγούν στη χειραφέτηση της εργασίας, αντιθέτως την υποδουλώνουν ακόμη περισσότερο, ότι στην ιμπεριαλιστική σύγκρουση η εργατική τάξη δεν έχει συμμάχους στους κυρίαρχους κύκλους, παρά μόνο εχθρούς, ότι οι φίλοι της είναι μόνο οι προλετάριοι, όποια εθνικότητα κι αν έχουν».
Συμφωνούμε απόλυτα με αυτό. Υπάρχουν βέβαια κάποια σημεία όπου θα μπορούσε να γίνει κριτική στο διεθνιστικό ψήφισμα. Η ανάλυση των αιτιών και του χαρακτήρα του πολέμου στο πρώτο μέρος είναι πολύ σχηματική και ελλιπώς αναπτυγμένη. Δεν αναφέρεται καθόλου στον ρόλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την προκλητική επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή εδώ και 30 χρόνια. Δεν ασχολείται με το αντιδραστικό κίνημα Μαϊντάν του 2014 και το καθεστώς που εγκαθίδρυσε κλπ. Πολλά από αυτά τα σημεία εξηγούνται στην κοινή δήλωση της συνάντησης της Αβάνας, αλλά το διεθνιστικό ψήφισμα θα είχε ενισχυθεί με τη συμπερίληψή τους.
Πώς δεν μπορεί να χτιστεί μια Διεθνής
Τα παραπάνω είναι συμπτώματα ενός σημαντικού προβλήματος στη μέθοδο που χρησιμοποιείται για το χτίσιμο της IMCWP. Το γεγονός ότι κόμματα που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση, μπορούν να υπογράψουν μια κοινή δήλωση αποφεύγοντας τα επίμαχα ζητήματα, ακόμη και αν αυτά είναι κεντρικά για την παγκόσμια κατάσταση, και στη συνέχεια να κάνουν δύο πρόσθετες δηλώσεις με αντίθετες απόψεις, γελοιοποιεί την ιδέα της οικοδόμησης μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, η IMCWP βασίζεται στη διπλωματία και όχι σε μια ειλικρινή διαπάλη ιδεών.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλά από τα κόμματα που υπέγραψαν την τελική δήλωση, είχαν μια καθαρά αστική πασιφιστική θέση εμπιστοσύνης στους «διεθνείς θεσμούς», ενώ μερικά από αυτά (όπως το PCE στην Ισπανία) συμμετέχουν σε κυβερνήσεις που αποτελούν μέρος του ΝΑΤΟ και στέλνουν όπλα και χρηματοδότηση στην Ουκρανία. Το PCE και άλλα κόμματα που κρατάνε μια παρόμοια στάση, μπορούν ανενόχλητα στη συνέχεια να υπογράφουν την κοινή δήλωση της IMCWP της Αβάνας, που μιλάει για τον αγώνα για τον σοσιαλισμό, τα συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου και την προώθηση του μαρξισμού και του λενινισμού, ενώ συμμετέχουν σε μια φιλοϊμπεριαλιστική κυβέρνηση.
Ακόμη και μεταξύ εκείνων των οργανώσεων που υπέγραψαν τη δεύτερη – πιο σωστή σε ζητήματα αρχών – δήλωση, υπάρχει κάμποση υποκρισία. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να εξηγήσει το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Νότιας Αφρικής (SACP) – το οποίο είχε μια πολιτική δύο σταδίων για δεκαετίες και ήταν μέρος της καπιταλιστικής κυβέρνησης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου για σχεδόν 30 χρόνια (μιας κυβέρνησης που διέταξε τις δυνάμεις ασφαλείας να ανοίξουν πυρ σε απεργούς εργάτες ορυχείων στη Μαρικάνα, προς υπεράσπιση των συμφερόντων των πολυεθνικών ιδιοκτητών των ορυχείων) – επιτρέπεται να βάλει το όνομά του σε ένα ψήφισμα που λέει ότι «είναι ντροπιαστικό και εγκληματικό για τους κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο να ακολουθούν τις κυβερνήσεις των αστικών χωρών και να εργάζονται για τα συμφέροντα της εθνικής τους αστικής τάξης»;
Αυτό θα ήταν αδιανόητο στην Κομμουνιστική Διεθνή του Λένιν. Υπήρχαν πολλές οξείες αντιπαραθέσεις όσο ο Λένιν ζούσε, και υπήρχαν περιπτώσεις που ο ίδιος ο Λένιν ήταν στη μειοψηφία. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε να πει «εντάξει, μπορούμε να έχουμε μια κοινή δήλωση αποφεύγοντας τα κρίσιμα ζητήματα διαφωνίας και μετά κάθε τάση θα μπορεί να κάνει τη δική της ξεχωριστή δήλωση για τα θέματα αυτά». Μια τέτοια διαδικασία ευτελίζει την ίδια την ιδέα μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, όχι στην «ομοφωνία» και σίγουρα όχι στη «συναίνεση».
Η οξύτητα της διάσπασης που έλαβε χώρα στη συνάντηση της Αβάνας είναι το αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, που έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα, αλλά και της μεθόδου αποφυγής των διαφορών που χρησιμοποιούταν στις προηγούμενες IMCWP.
Υπήρχαν επίσης πολλά κόμματα παρόντα που δεν φαίνεται να έχουν υπογράψει καμία από τις δύο δηλώσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βρετανίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, μεταξύ άλλων.
Η διαμάχη στη συνάντηση της Αβάνας συνεχίστηκε με μια σειρά επιθέσεων αναμεταξύ συμμετεχόντων κομμάτων και με δημόσιες δηλώσεις του CPRF, του RCWP, του ΚΚΕ κλπ. Η διάσπαση που αναδείχθηκε στη συνάντηση της Αβάνας είχε σοβαρές συνέπειες για αρκετά από τα εμπλεκόμενα μέρη.
Οδήγησε σε μια διάσπαση του RCWP, επηρεάζοντας ιδιαίτερα την Νεολαία του και το συνδικαλιστικό του μέτωπό. Το κόμμα κατέληξε να είναι σκιά του εαυτού του. Η σοσιαλσοβινιστική θέση που υιοθέτησε η ηγεσία του RCWP στον πόλεμο στην Ουκρανία, σε ευθεία αντίθεση με τον ισχυρισμό της ότι υπερασπίζεται τις μαρξιστικές και λενινιστικές αρχές, έχει καταστρέψει το κόμμα. Πριν από αυτό, η ηγεσία μπορούσε να ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στα αριστερά του CPRF, αλλά τώρα έχει υιοθετήσει ακριβώς την ίδια σοβινιστική θέση. Η υποκρισία και τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» από τη μια πλευρά της δημόσιας στάσης της ηγεσίας και από την άλλη έναντι των μελών του κόμματος, τελικά αποκαλύφθηκαν.
Η διάσπαση μεταξύ των συμμετεχόντων στην IMCWP οδήγησε τώρα στην απόφαση, που έλαβε το ΚΚΕ, να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία, το ευρωπαϊκό αντίστοιχο της IMCWP, και πιθανότατα θα οδηγήσει στη διάλυση της ίδιας της IMCWP στην προσεχή συνεδρίασή της στην Τουρκία. Από αυτές τις εξελίξεις πρέπει να αντληθούν διδάγματα. Μια Διεθνής μπορεί να οικοδομηθεί μόνο στη βάση της πολιτικής αποσαφήνισης και της συμφωνίας σε αρχές, όχι της διπλωματίας και των κενών ομιλιών.
Η αποκαλούμενη Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα
Η διάσπαση μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων που ήρθε στο προσκήνιο στη συνάντηση της Αβάνας είχε προετοιμαστεί με το σχηματισμό της λεγόμενης Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας (WAP), που προωθήθηκε από το Κόμμα Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας και στην οποία συμμετείχαν διάφορα κόμματα της IMCWP. Η οργάνωση της Πλατφόρμας φαίνεται να έχει πολλούς πόρους και έχει οργανώσει πέντε διεθνείς συναντήσεις σε διάστημα ενός έτους με όλα τα έξοδα πληρωμένα (δύο στο Παρίσι, μία στη Σεούλ, μία στο Βελιγράδι και μία στο Καράκας).
Η πολιτική γραμμή αυτής της Πλατφόρμας δηλώνεται πολύ ξεκάθαρα στην ιδρυτική της «Διακήρυξη του Παρισιού». Τα κύρια σημεία της είναι ότι «δεν υπάρχουν οικονομικά στοιχεία που να δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της Κίνας ή της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστικές», «ότι η Ρωσία, η Κίνα και η ΛΔΚ είναι οι στόχοι της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας επειδή αντιπροσωπεύουν μια σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ηγεμονία των ιμπεριαλιστών», ότι «πρέπει να αμφισβητήσουμε την παραπλανητική και επικίνδυνη πρακτική ορισμένων δυνάμεων που αυτοαποκαλούνται “κομμουνιστικές” και “σοσιαλιστικές”, οι οποίες έχουν χαρακτηρίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια “ενδοϊμπεριαλιστική” σύγκρουση στην οποία και οι δύο πλευρές είναι εξίσου επιθετικές και υπαίτιες» και επιπλέον, ότι «η Ρωσία και η Κίνα ειδικότερα είναι σε θέση όχι μόνο να αμυνθούν στον ιμπεριαλιστικό εκφοβισμό, αλλά και να βοηθήσουν μικρές ή οικονομικά αδύναμες αναπτυσσόμενες χώρες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να απελευθερωθούν από τον ιμπεριαλιστικό αποικισμό και τη σκλαβιά του χρέους». Και ως συνέπεια αυτού, η Πλατφόρμα υποστηρίζει ότι ο λαός «πρέπει να εκπαιδεύεται» σε αυτά τα ζητήματα και ότι οι αντιιμπεριαλιστές πρέπει να υποστηρίζουν τη νίκη της Ρωσίας και της Κίνας: «νίκη στις δυνάμεις της εθνικοαπελευθερωτικής και αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης!»
Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στην Πλατφόρμα είναι ένα περίεργο κράμα μικρών μαοϊκών σεχτών, τιτοϊκών οργανώσεων, μερικών ιταλικών περιθωριακών ομάδων κλπ. Το RCWP έχει παίξει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι απέναντι της. Ενώ συμμετείχε στις συναντήσεις και υπερασπιζόταν δημόσια τις κύριες ιδέες της Πλατφόρμας, απέφυγε να υπογράψει τη δήλωση σε μια προσπάθεια συγκάλυψης της πραγματικής του στάσης.
Εκτός από ορισμένα κόμματα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορούν να θεωρηθούν αριστερά, υπάρχουν και κάποιες ανοιχτά αντιδραστικές οργανώσεις στην Πλατφόρμα. Ανάμεσά τους είναι η Vanguardia Española, μια ισπανική σοβινιστική σέχτα που αναμιγνύει την υποστήριξη στον ισπανικό αποικισμό της Αμερικής με αναφορές στον μαρξισμό. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Όταν εγκαταλείψεις μια ταξική προσέγγιση και υιοθετήσεις μια σοβινιστική θέση, όλα είναι εφικτά. Στην πραγματικότητα, ένα από τα ερεθίσματα για τη διάσπαση στο RCWP ήταν η κίνηση της ηγεσίας του προς τη συνεργασία με την ομάδα του Λιμόνοφ, το ανοιχτά φασιστικό Εθνικό Μπολσεβίκικο Κόμμα της Ρωσίας. Παράλληλα, το «Κομμουνιστικό» Κόμμα (Ιταλία) του Μάρκο Ρίτσο (επίσης μέρος της WAP) είχε μια εκλογική συμμαχία με άτομα που είχαν συνδεθεί με το φασιστικό κόμμα Forza Nuova, όλα στο όνομα της «υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας».
Επίσης μέρος της Πλατφόρμας είναι το κυβερνών κόμμα της Βενεζουέλας, το PSUV, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει ασκήσει μια πολιτική αντίθετη από εκείνη που οδήγησε στις κατακτήσεις και τα προχωρήματα της Μπολιβαριανής επανάστασης υπό τον Τσάβες. Η πολιτική του περιλαμβάνει την ιδιωτικοποίηση εργοστασίων που είχαν εθνικοποιηθεί στο παρελθόν, το πάρσιμο της γης των αγροτών για να δοθεί πίσω στους παλιούς γαιοκτήμονες, τη φυλάκιση συνδικαλιστών αγωνιστών και την εφαρμογή ενός βάναυσου μονεταριστικού πακέτου για να πληρώσουν οι εργαζόμενοι το τίμημα της καπιταλιστικής κρίσης.
Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες, το PSUV χρησιμοποίησε τον κρατικό μηχανισμό για να εξαπολύσει μια επίθεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PCV), που έφτασε στο σημείο το Ανώτατο Δικαστήριο να απομακρύνει την εκλεγμένη ηγεσία του PCV και να την αντικαταστήσει με μια ad hoc διοίκηση που αποτελείται από μη κομματικά μέλη. Αυτό έγινε για να αποσπάσει νομικά την εκλογική καταγραφή του κόμματος.
Όσον αφορά το μέγεθός της, η λεγόμενη Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα είναι τελείως αδύναμη. Αλλά οι θέσεις που προωθεί είναι πιο διαδεδομένες, ιδιαίτερα η ιδέα ότι κατά κάποιο τρόπο η Κίνα και η Ρωσία είναι αντιιμπεριαλιστικές και διαδραματίζουν προοδευτικό ρόλο στις παγκόσμιες σχέσεις.
Είναι η Ρωσία και η Κίνα αντιιμπεριαλιστικές;
Έχουμε ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα λεπτομερώς αλλού (βλέπε κείμενό μας), αλλά θα πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι και οι δύο χώρες είναι καπιταλιστικές. Στη Ρωσία, ο καπιταλισμός αποκαταστάθηκε μετά το 1991 από την εκφυλισμένη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης – ένα γραφειοκρατικό στρώμα που δεν αρκούταν στο να αντλεί τεράστια προνόμια από την κρατικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία, και ανταυτού ήθελε να μετατραπεί σε ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Αυτό το έκαναν μέσω της λεηλασίας της κρατικής περιουσίας, σε μια αντιδραστική διαδικασία που οδήγησε στη βίαιη κατάρρευση του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου, ρίχνοντας την εργατική τάξη δεκαετίες πίσω.
Μετά από μια περίοδο κατά την οποία η νέα καπιταλιστική άρχουσα τάξη βρισκόταν πλήρως υπό την κυριαρχία του δυτικού ιμπεριαλισμού (τα χρόνια του Γιέλτσιν), απέκτησε στη συνέχεια αυτοπεποίθηση και άρχισε να διεκδικεί τα δικά της συμφέροντα, πρώτα σε περιφερειακό επίπεδο (Γεωργία, Ουκρανία, Καύκασος) και στη συνέχεια, αν και σε μικρότερο βαθμό, στον παγκόσμιο στίβο (Συρία, Αφρική).
Στην Κίνα, η διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης έλαβε χώρα μέσα σε μια παρατεταμένη χρονική περίοδο, με το «Κομμουνιστικό» Κόμμα να παραμένει σταθερά στην εξουσία. Τώρα πια εξυπηρετεί εντελώς διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας: όχι πλέον αυτές της σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Αρχικά, αυτή η μετάβαση συνέβη επιτρέποντας την είσοδο ξένου κεφαλαίου. Αλλά σταδιακά, η κινεζική καπιταλιστική τάξη άρχισε να διεκδικεί τα δικά της ξεχωριστά συμφέροντα, υπό την προστασία του κινεζικού κράτους. Όλο και περισσότερο, η Κίνα γίνεται μια ιμπεριαλιστική δύναμη, αν και σχετικά αδύναμη σε σύγκριση με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Εξάγει κεφάλαιο, το οποίο επενδύει στο εξωτερικό για να εξασφαλίσει πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, να προστατεύσει τους εμπορικούς της δρόμους και να ελέγξει επενδυτικές ευκαιρίες και αγορές για τις εξαγωγές της. Στην πορεία, ήρθε σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Αυτό είναι το νόημα των εμπορικών και στρατιωτικών εντάσεων μεταξύ των δύο.
Ωστόσο, πρέπει να έχουμε μια αίσθηση του μέτρου. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη δύναμη παγκόσμια λόγω του οικονομικού του βάρους και του ελέγχου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η στρατιωτική του δύναμη προέρχεται από την οικονομική του δύναμη και τη δυνατότητά του να επιτυγχάνει μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας. Ναι, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ βρίσκεται σε πορεία σχετικής αποδυνάμωσης, αλλά μόνο σχετικής. Ναι, η Κίνα και σε μικρότερο βαθμό η Ρωσία είναι ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ πιο αδύναμες από τις ΗΠΑ.
Το καθήκον των κομμουνιστών δεν είναι να υποστηρίξουν το ένα μπλοκ ενάντια στο άλλο, αλλά αντίθετα να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης παντού ενάντια σε αυτά της άρχουσας τάξης, και κυρίως της δικής μας ντόπιας άρχουσας τάξης.
Η διάσπαση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βραζιλίας
Το πιο ενδιαφέρον πολιτικά αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι η πρόσφατη διάσπαση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βραζιλίας (PCB), η οποία προκλήθηκε άμεσα από τη συμμετοχή της ηγεσίας του σε αυτές τις συναντήσεις της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας, μια κίνηση που ήταν ενάντια στην πολιτική του κόμματος όπως συμφωνήθηκε στο πιο πρόσφατο συνέδριό του.
Μέσα στο PCB, μια αριστερή αντιπολίτευση δημιουργήθηκε ενάντια στην πολιτική υποστήριξης των συμφερόντων της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης της Κίνας και της Ρωσίας. Ο πρώην γενικός γραμματέας του PCB Ιβάν Πινιέιρο ήταν επικριτικός για τη συμμετοχή του κόμματος στις συναντήσεις της WAP και τις δηλώσεις που έγιναν σε αυτές από την ηγεσία του κόμματος. Αφού εμποδίστηκε γραφειοκρατικά να εκφράσει τις κριτικές του απόψεις εσωτερικά, αποφάσισε να δημοσιοποιήσει ένα κείμενο τον Ιούνιο.
Η ηγεσία του PCB απάντησε στην αυξανόμενη υποστήριξη προς την αριστερή αντιπολίτευση γύρω από τον Πινιέιρο, ιδιαίτερα ισχυρή στις γραμμές της Νεολαίας του κόμματος, καταφεύγοντας σε γραφειοκρατικά μέτρα και διαγραφές. Η αριστερή αντιπολίτευση ζήτησε να συγκληθεί το συνέδριο του κόμματος, που ήδη είχε καθυστερήσει για καιρό, ώστε όλες οι διαφορές να συζητηθούν δημοκρατικά. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε η κλίκα στην ηγεσία, καθώς φοβόταν ότι θα κατέληγε στη μειοψηφία αν υπήρχε μια δημοκρατική συζήτηση στη βάση του κόμματος. Τα πράγματα οδήγησαν σε ρήξη στα τέλη Ιουλίου, όταν η ηγεσία αποφάσισε να διαγράψει πέντε μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Πινιέιρο, με αβάσιμες κατηγορίες.
Αντί να αποθαρρυνθούν, αυτοί που διαγράφτηκαν ξεκίνησαν μια αντεπίθεση, γράφοντας ένα Μανιφέστο για την Επαναστατική Ανασυγκρότηση του PCB. Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, ένας αυξανόμενος αριθμός κομματικών, τοπικών και περιφερειακών οργανώσεων, πυρήνων και οργανώσεων νεολαίας δήλωσαν την υποστήριξή τους στην αριστερή αντιπολίτευση και τάχθηκαν υπέρ της Επαναστατικής Ανασυγκρότησης του PCB. Όπως εξηγεί ο Ιβάν Πινιέιρο:
«Πιστεύω ότι το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ήταν η σπίθα που πυροδότησε αυτή την έντονη πόλωση… μας ανάγκασε να συζητήσουμε θέματα που πολλοί από εμάς διστάζαμε να αντιμετωπίσουμε, συμπεριλαμβανομένου του χαρακτήρα του κινεζικού κράτους και του σημερινού χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, της ταξικής αυταπάτης της λεγόμενης πολυπολικότητας, του ρόλου των κομμουνιστών μπροστά σε έναν πόλεμο μεταξύ εθνικών αστικών τάξεων που μετατρέπουν τα προλεταριάτά τους σε κρέας για τα κανόνια και ο οποίος είναι αδιαχώριστος από τις ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες».
Η δεξιά μετατόπιση της ηγεσίας του PCB δεν περιορίστηκε μόνο στις διεθνείς υποθέσεις. Όπως επεσήμανε η αριστερή αντιπολίτευση του Πινιέιρο, συνδυάστηκε με μια αυξανόμενη προσαρμογή στην αστική δημοκρατία και στην κυβέρνηση του Λούλα, η οποία είναι μια κυβέρνηση ανοιχτής ταξικής συνεργασίας. Το γεγονός ότι το PCB λαμβάνει κρατική εκλογική χρηματοδότηση βοηθά την κομματική γραφειοκρατία να αποκτήσει έναν βαθμό ανεξαρτησίας από τις γραμμές του κόμματος, στερεοποιώντας έτσι τις ρεφορμιστικές της τάσεις.
Εμείς χαιρετίζουμε τον αγώνα που διεξάγει η διαγραμμένη αριστερή αντιπολίτευση του PCB και τις προσπάθειές της για επαναστατική ανασυγκρότηση. Βρισκόμαστε σε στενή συμφωνία με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες σε βασικά ζητήματα της διεθνούς και εθνικής πολιτικής, και αυτό θέτει το έδαφος για αδελφική συνεργασία, όπως είχε γίνει ξανά πριν μια δεκαετία όταν ο Πινιέιρο ήταν γενικός γραμματέας του κόμματος. Αυτή η συνεργασία επεκτάθηκε στο ζήτημα της Ουκρανίας και στον αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Μαϊντάν το 2014. Φυσικά, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των οργανώσεών μας – αναπόφευκτα – αλλά συμφωνούμε σε ένα θεμελιώδες ζήτημα: στεκόμαστε σταθερά στις αρχές της προλεταριακής ταξικής πάλης, ενάντια σε οποιαδήποτε συνεργασία με την αστική τάξη και σε κάθε μορφή «σταδίων» που τοποθετεί τη σοσιαλιστική επανάσταση σε ένα μακρινό, άπιαστο μέλλον.
Εξέγερση της νεολαίας: επιστροφή στον Λένιν!
Η διαμάχη για τη θέση απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία δεν ήταν το μόνο στοιχείο στην κρίση του PCB. Υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο είναι κοινό με την κρίση σε πολλά άλλα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο.
Την πρόσφατη περίοδο, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του λοκντάουν, ένα στρώμα νεολαίας εντάχθηκε στο κόμμα, ελκυόμενο από το κομμουνιστικό του όνομα. Αυτά ήταν φρέσκα, νέα στρώματα, εμποτισμένα με επαναστατικό πνεύμα, και σύντομα συγκρούστηκαν με την ηγεσία, η οποία δεν ήταν σε θέση να τους προσφέρει έμπνευση ή πολιτική εκπαίδευση. Μερικοί από τους νέους που στρατολογήθηκαν έγιναν αρκετά δημοφιλείς σε διάφορες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την από μέρους τους υπεράσπιση των ιδεών του κομμουνισμού. Η δημοτικότητά τους θεωρήθηκε απειλή για την ηγεσία του κόμματος και έτσι έγιναν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από γραφειοκρατικά μέτρα. Η χρήση διοικητικών μέτρων για την επίλυση πολιτικών διαφωνιών είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι μιας ηγεσίας που δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στις δικές της ιδέες.
Αυτό το φαινόμενο – η εισροή νεολαίας στα κομμουνιστικά κόμματα, που έλκονται από το όνομα και τα σύμβολα τους, η απόρριψη των ρεφορμιστικών πολιτικών και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού των ηγεσιών και η χρήση γραφειοκρατικών μέτρων για την καταστολή της – είναι αρκετά διαδεδομένο. Το «Κομμουνιστικό» Κόμμα του Ρίτσο στην Ιταλία έχασε τη Νεολαία του. Το Κίνημα Νέων Κόνολι (CYM) έσπασε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιρλανδίας στις αρχές του 2021, μετά από μια σειρά διασπάσεων και συγκρούσεων. Στην Ισπανία, το PCE μόλις πρόσφατα εκδίωξε ολόκληρη την ηγεσία της Νεολαίας του (UJCE) και διόρισε μια ad hoc ηγεσία, αφότου η Νεολαία άσκησε έντονη κριτική στον ρεφορμισμό της ηγεσίας του PCE και φιμώθηκε στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος. Η λίστα συνεχίζεται.
Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, τα νέα και νεαρά, ριζοσπαστικά στοιχεία έλκονται προς τη φιγούρα του Στάλιν ως αντίδραση ενάντια στον ρεφορμισμό της ηγεσίας του κόμματος. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά λάθος.
Μια γρήγορη εξέταση των πολιτικών του Στάλιν θα αποκάλυπτε ότι αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη ρήξη με τον Λένιν και τον λενινισμό. Ενώ ο Λένιν υπερασπίστηκε σθεναρά μια στρατηγική μη εμπιστοσύνης στους αστούς φιλελεύθερους και την ανάγκη να πάρει την εξουσία η εργατική τάξη, ο Στάλιν επανέφερε τη μενσεβίκικη θεωρία των «δύο σταδίων» της συμμαχίας με την «προοδευτική αστική τάξη», η οποία οδήγησε σε καταστροφή στην Κίνα, στην Ισπανία και αλλού. Ενώ ο Λένιν αντιτάχθηκε στους «διεθνείς θεσμούς» όπως η Κοινωνία των Εθνών, την οποία περιέγραψε ως «κουζίνα κλεφτών», ο Στάλιν εισήγαγε την ΕΣΣΔ στην Κοινωνία των Εθνών το 1934. Ενώ ο Λένιν υποστήριζε τον προλεταριακό διεθνισμό, ο Στάλιν φλέρταρε με τις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στη συνέχεια διέλυσε την Κομμουνιστική Διεθνή τον Μάιο του 1943 ως κίνηση καλής θέλησης.
Σχετικά με το ζήτημα των μεθόδων κομματικής δημοκρατίας και δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, πρέπει να πούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, αυτοί οι νεολαίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με γραφειοκρατικές μεθόδους που είναι τυπικά σταλινικές και δεν έχουν καμία σχέση με την καθαρή σημαία του λενινιστικού δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Όσο ζούσε ο Λένιν, η συζήτηση ευδοκιμούσε εντός της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του ρωσικού κόμματος, πάνω σε πολλά διαφορετικά ζητήματα: τις διαπραγματεύσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ, το ζήτημα των συνδικάτων, τη Νέα Οικονομική Πολιτική, το Ενιαίο Μέτωπο, τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο και τα συνδικάτα κλπ. Αυτό έκανε το κόμμα και τη Διεθνή ισχυρότερα, όχι το αντίθετο.
Ζητάμε από τους συντρόφους τις συντρόφισσες που είναι μέλη κομμουνιστικών κομμάτων και που δικαίως αντιπολιτεύονται τις ηγεσίες τους, να εξετάσουν προσεκτικά αυτά τα ζητήματα καθώς δεν έχουν απλώς ιστορικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, είναι εξαιρετικά σχετικά με τις συζητήσεις που γίνονται σήμερα μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων για τον ιμπεριαλισμό, το χαρακτήρα της Ρωσίας και της Κίνας, τον ρόλο των BRICS και την ιδέα ενός λεγόμενου «πολυπολικού» κόσμου.
Φυσικά, κάποιοι θα πουν: «μα είστε τροτσκιστές!» Και πράγματι είμαστε. Υπερασπιζόμαστε τις ιδέες και τις παραδόσεις του Τρότσκι, αλλά πιστεύουμε ότι δεν διαφέρουν από τις ιδέες και τις παραδόσεις του Λένιν. Σε όλα τα προαναφερθέντα ζητήματα (ανεξαρτησία της εργατικής τάξης, αντίθεση στη συνεργασία με την αστική τάξη, προλεταριακός διεθνισμός και μια δημοκρατική συγκεντρωτική μορφή οργάνωσης) δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ των Λένιν και Τρότσκι μετά το 1917.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί που αυτοαποκαλούνται «τροτσκιστές» έχουν στην πραγματικότητα συνθηκολογήσει με την άρχουσα τάξη, και σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν υιοθετήσει μια προδοτική φιλοϊμπεριαλιστική θέση. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για την αποκαλούμενη Τέταρτη Διεθνή, της οποίας το σκανδαλώδες σύνθημα είναι «κυρώσεις στη Ρωσία, όπλα για την Ουκρανία». Είναι ντε φάκτο στην ίδια πλευρά με τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ, δηλαδή με τη δική τους άρχουσα τάξη, σε αυτόν τον πόλεμο.
Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις γνήσιες ιδέες του Τρότσκι και είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψης μιας ταξικής προσέγγισης, με τον ίδιο τρόπο που εκείνα τα «κομμουνιστικά» κόμματα που υποστηρίζουν τη δική τους ιμπεριαλιστική άρχουσα τάξη δεν έχουν καμία σχέση με τον Λένιν ή τον λενινισμό, ανεξάρτητα από το πώς θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται.
Είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι σε όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία είναι κρίσιμα για τους κομμουνιστές σήμερα, είναι απαραίτητο να σπάσουμε με τον ρεφορμισμό και τον σοβινισμό, και να υιοθετήσουμε μια ταξική προσέγγιση. Δηλαδή, είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στον Λένιν. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να τεθεί η βάση για την ανοικοδόμηση μιας γνήσιας και επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς που μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με πολιτικό αγώνα και όχι με διπλωματικά τεχνάσματα.
Χόρχε Μαρτίν
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος