Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών για την τοπική κρατική διοίκηση ανέδειξαν τη συνέχιση βασικών τάσεων που είχαν εμφανιστεί στις Εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου: μεγάλη αύξηση της αποχής, έναρξη αποδυνάμωσης της απήχησης της ΝΔ, κατάρρευση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αύξηση της υποστήριξης στο ΚΚΕ. Η μόνη τάση που δεν καταγράφηκε σε σύγκριση με τον Ιούνιο ήταν η ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς, αφού τα κοινοβουλευτικά της σχήματα, κατά κανόνα, δεν επιδίωξαν (για λόγους που αναφέρουμε στη συνέχεια του άρθρου) να δώσουν χρίσματα σε υποψηφίους, ενώ οι όποιοι εκπρόσωποί τους (οι λιγοστοί φανεροί ή οι καλυμμένοι με το μανδύα «ανεξάρτητων» συνδυασμών) δεν κατάφεραν να αποσπάσουν ένα ποσοστό ικανό να φανερώσει μια αυξητική δυναμική στην κοινωνία.
Αυτές οι γενικές τάσεις που ανέδειξαν τα αποτελέσματα της Κυριακής διέψευσαν παταγωδώς τις θεωρίες περί δεξιάς στροφής της κοινωνίας (που είχαν φτάσει ως το σημείο να μιλούν για «εκφασισμό»), οι οποίες κυριάρχησαν στην Αριστερά μετά τις Εθνικές εκλογές του Μάη, εκπορευόμενες κυρίως από κύκλους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις δικές της πολιτικές ευθύνες για την κατάρρευση του κόμματος.
Αντί για μια φάση συντηρητικοποίησης ή δεξιάς στροφής, η ελληνική κοινωνία έδειξε στις 8 Οκτωβρίου ότι βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, στην οποία κυριαρχούν από τη μία πλευρά η πολιτική απογοήτευση και σύγχυση που αγκαλιάζει πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και από την άλλη, η αναπτυσσόμενη οργή ενάντια στην άρχουσα τάξη και το καθεστώς της, η οποία, ενώ στις τάξεις των μικροαστών συνεχίζει να συντηρεί μειοψηφικά ρεύματα υπέρ της ακροδεξιάς (Κασιδιάρης, Βελόπουλος, «Νίκη») ή της κεντρώας (φαινόμενο Κασσελάκη) δημαγωγίας, στις τάξεις των πιο προχωρημένων πολιτικά τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας αρχίζει να τροφοδοτεί μια νέα στροφή στ’ αριστερά, με κύριο εκφραστή το ΚΚΕ.
Η ταξική και πολιτική φύση της τεράστιας αποχής
Η αποχή ξεπέρασε το ποσοστό που είδαμε στις Εθνικές εκλογές του Ιουνίου (47,17%) σημειώνοντας ένα νέο ιστορικό ρεκόρ με ποσοστό 47,47%. Το πιο ακραίο παράδειγμα εμφανίσθηκε στον μεγαλύτερο Δήμο της χώρας, τον Δήμο Αθηναίων, όπου η αποχή ανήλθε στο εκπληκτικό 67,68%!
Όπως είχαμε αναφέρει με στοιχεία στο άρθρο μας αμέσως μετά τις Εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, από το ποσοστό της αποχής θα πρέπει να εξαιρεθούν 700.000 περίπου άτομα που βρίσκονται πλασματικά στους εκλογικούς καταλόγους (τα περισσότερα λόγω μετανάστευσης, και ορισμένα ακόμα λόγω θανάτου που δεν έχει διασταυρωθεί με τα ληξιαρχεία). Έτσι το πραγματικό ποσοστό αποχής στις 8 Οκτωβρίου ανέρχεται σε 43-44%, δηλαδή αφορά σχεδόν 4 εκατομμύρια ανθρώπους, σχεδόν 1 στους 2 ψηφοφόρους. Το μέγεθός της είναι, έτσι κι αλλιώς, τεράστιο και συγκροτεί το κύριο εκλογικό ρεύμα αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία.
Η μεγάλη μάζα απεχόντων έχει ως κοινό χαρακτηριστικό την πλήρη απουσία πίστης στη δυνατότητα να προκύψουν λύσεις που θα αλλάξουν ουσιαστικά τη ζωή της μέσα στο πλαίσιο του υπάρχοντος, αστικού καθεστώτος, και από τα υπάρχοντα κόμματα. Ο πυρήνας τους προέρχεται από τα πιο πληβειακά και καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας, από τους νέους και τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων, μέσα στις οποίες το χάσμα των ταξικών ανισοτήτων είναι μεγαλύτερο και οξύτερο.
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί από μια στοιχειωδώς προσεκτική ματιά στα αποτελέσματα κυρίως στις μεγάλες πόλεις, η κύρια κομματική-εκλογική προέλευση των νέων απεχόντων της 8ης Οκτωβρίου, είναι τα 2 κόμματα που έχουν κυβερνήσει τα τελευταία χρόνια, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως ο πιο μεγάλος χαμένος από την αύξηση της αποχής στην παρούσα φάση, είναι αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα της βαθιάς, «υπαρξιακής» πολιτικής του κρίσης και της εξελισσόμενης κατάρρευσης της απήχησής του στην κοινωνία τους τελευταίους μήνες.
Τα κρίσιμα πεδία για να κατανοήσουμε τις τάσεις στους ψηφίσαντες
Αφήνοντας τώρα κατά μέρος τα 4 εκατομμύρια απέχοντες και περνώντας στα συμπεράσματα από τη στάση των 5.143.899 ψηφισάντων της 8ης Οκτωβρίου, πρέπει καταρχάς να δούμε σε ποια πεδία θα εστιάσουμε για να κατανοήσουμε τις πολιτικές τάσεις που κυριαρχούν σ’ αυτούς. Έτσι, η προσοχή μας χρειάζεται να επικεντρωθεί κυρίως στις μεγάλες πόλεις, οι οποίες είναι τα κέντρα όπου διαμορφώνονται οι πολιτικές τάσεις που εξαπλώνονται σε εθνικό επίπεδο, και όπου, πάνω απ’ όλα, ζει και εργάζεται η μόνη αληθινά προοδευτική τάξη της κοινωνίας, η εργατική τάξη.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναμφίβολα, τα πιο ασφαλή πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να βγουν από την Περιφέρεια που είναι η πολυπληθέστερη στη χώρα, την Περιφέρεια Αττικής. Σε αυτήν κατοικεί η πλειονότητα των εργαζόμενων της χώρας και σχεδόν το 50% του ελληνικού πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, για να έχουμε μια πραγματική και όχι σχηματική εικόνα των τάσεων, οφείλουμε να ασχοληθούμε κυρίως με τον αριθμό των ψήφων και όχι με τα ποσοστά. Αυτό αποτελεί επιτακτικό καθήκον, από τη στιγμή που η ύπαρξη τεράστιας αποχής καθιστά τον περιορισμό σε παράθεση ποσοστών χωρίς παράθεση αριθμών ψήφων, σε πολλές περιπτώσεις, περιγραφή μιας εικονικής πραγματικότητας.
Ασφαλώς, για να κατανοήσουμε τα νέα στοιχεία που ανέδειξαν τα αποτελέσματα, ως βασικό μέτρο σύγκρισης θα πρέπει να λάβουμε τις αμέσως προηγούμενες Περιφερειακές και Δημοτικές εκλογές (Μάης 2019). Ωστόσο, λόγω της τετραετούς (και πλέον) απόστασης που μας χωρίζει από αυτές, αν θέλουμε να κατανοήσουμε ακριβέστερα τις τρέχουσες τάσεις είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε απαραίτητα ως σημείο αναφοράς και τις τελευταίες Εθνικές εκλογές, ιδίως εκεί που είχαμε ξεκάθαρες κεντρικές κομματικές στηρίξεις συνδυασμών και όπου, συνεπώς, το όποιο, ιδιαίτερο τοπικό στοιχείο ήταν λιγότερο επιδραστικό στο αποτέλεσμα.
Η ΝΔ αποδυναμώθηκε, η Άκρα Δεξιά δεν επωφελήθηκε
Η κυρίαρχη προπαγανδιστική φλυαρία των αστικών ΜΜΕ μιλά για «λαϊκή επιδοκιμασία» της κυβέρνησης. Όμως, αντίθετα, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η επιρροή της ΝΔ χαρακτηρίζεται από μια ξεκάθαρη τάση αποδυνάμωσης.
Καταρχάς, παρά τη θεσμοθέτηση ενός προκλητικά αντιδημοκρατικού νόμου που επιτρέπει την εκλογή περιφερειαρχών και δημάρχων από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 43% και πάνω, η ΝΔ στις 8 Οκτώβρη κέρδισε μόνο 7 από τις 13 περιφέρειες της χώρας. Ενόψει του 2ου γύρου μάλιστα, τουλάχιστον οι 5 από τις 6 εναπομείνασες να κριθούν στον 2ο γύρο Περιφέρειες, μοιάζει πολύ – έως και πάρα πολύ – δύσκολο να κερδηθούν από τη ΝΔ. Έτσι, από τις 11 Περιφέρειες στις οποίες η ΝΔ είχε κερδίσει το 2019 με αποκλειστικά δικό της κομματικό χρίσμα, το πιθανότερο είναι μετά και τον 2ο γύρο να πέσει πλέον σ’ έναν αριθμό κάτω από 10.
Πολύς λόγος έγινε για το γεγονός ότι απέναντι στον επίσημο υποψήφιο της ΝΔ, στις 5 από τις 6 περιπτώσεις που η εκλογή περιφερειάρχη παραπέμπεται στον 2ο γύρο, αντίπαλος είναι ένας «ανεξάρτητος αντάρτης» που προέρχεται από τις γραμμές της. Αυτό δεν δείχνει μόνο την μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τυπικά παραμένει σήμερα η «αξιωματική αντιπολίτευση». Δείχνει επίσης και το ότι αναμφίβολα, στις τάξεις των ψηφοφόρων που αρχίζουν να εγκαταλείπουν τη ΝΔ επικρατεί πολιτική σύγχυση και η δυσαρέσκειά τους για την κυβέρνηση είναι ακόμα εύπλαστη και πολιτικά ακαταστάλακτη.
Στο πλαίσιο της φιλοκυβερνητικής προπαγάνδας των αστικών ΜΜΕ αυτές τις μέρες γίνεται μια λαθροχειρία. Αθροίζεται απλώς ο αριθμός ψήφων που έλαβε η ΝΔ στις Περιφερειακές εκλογές με δικούς της υποψηφίους, χωρίς να ειπωθεί ότι σε αντίθεση με τον επίσημο κομματικό χώρο της Αριστεράς, οποίος στο σύνολό του έδωσε κεντρικές κομματικές στηρίξεις (με μόνη εξαίρεση την προερχόμενη από την Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, η ηγεσία της οποίας όμως δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι το κόμμα δεν θέλει να ανήκει στην Αριστερά), στον συνολικό χώρο της Δεξιάς, κεντρικές στηρίξεις έδωσε μόνο η ΝΔ.
Και τα τρία κοινοβουλευτικά σχήματα της Άκρας Δεξιάς, κατά κανόνα, δεν έδωσαν επίσημα κομματικά χρίσματα, είτε από πολιτική ατολμία, είτε από συνειδητή πρόθεση να βοηθηθεί η κυβέρνηση, κάνοντας έτσι διαθέσιμη μια μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων για τους συνδυασμούς της ΝΔ σε όλη τη χώρα. Αυτή η δεξαμενή διαστρέβλωσε ξεκάθαρα το αποτέλεσμα της ΝΔ, διογκώνοντάς το τεχνητά. Κατά συνέπεια, κάθε αναφορά στο άθροισμα των ψήφων της ΝΔ στις Περιφερειακές εκλογές, είναι σε σημαντικό βαθμό αναξιόπιστη για την προσπάθεια να εκτιμηθεί η πραγματική τρέχουσα επιρροή της.
Μέσα στο παραλήρημα δε, της φιλοκυβερνητικής προπαγάνδας, ο κατά δήλωσή του προσωπικός φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη, βετεράνος δημοσκόπος Δρυμιώτης, έφτασε στο σημείο να παρουσιάσει στον ΣΚΑΙ ένα κυριολεκτικά λανθασμένο άθροισμα, κάνοντας λόγο για 2.348.157 ψήφους της ΝΔ στις Περιφέρειες που διαθέτει συνδυασμούς με αποκλειστικό κομματικό χρίσμα. Όμως όσες φορές κι αν προσθέσει κάποιος τις ψήφους που έλαβε εκεί η ΝΔ, θα βγάλει τον αριθμό 2.215.806.
Στην Περιφέρεια Αττικής, παρότι η ακροδεξιά δεξαμενή με βάση τα αποτελέσματα των Εθνικών εκλογών του Ιουνίου αριθμούσε 176.427 ψηφοφόρους, ο εκλεκτός της ΝΔ, Χαρδαλιάς, έλαβε 16 χιλιάδες λιγότερες ψήφους (583.120 συνολικά) από εκείνες που είχε λάβει το 2019 (599.872 συνολικά) ο διωγμένος «κακήν κακώς» από τα νεοδημοκρατικά ψηφοδέλτια νυν Περιφερειάρχης, Πατούλης. Το σημαντικότερο στοιχείο δε, είναι ότι ο συνδυασμός της ΝΔ στην Αττική έχασε πάνω από 110 χιλιάδες ψήφους σε σύγκριση με όσες είχε λάβει το κόμμα μόλις 3,5 μήνες πριν, στις Εθνικές εκλογές του Ιουνίου (694.772 συνολικά).
Το ίδιο πτωτικά κινήθηκαν οι ψήφοι της ΝΔ σε σύγκριση με το 2019 και στην δεύτερη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας χάνοντας 80 χιλιάδων ψήφους. Σε 3 ακόμα Περιφέρειες είχε απώλειες: Δυτικής Μακεδονίας, με απώλεια 37 χιλιάδων ψήφων, Ηπείρου και Ιονίων Νησιών. Και μπορεί σε 5 άλλες Περιφέρειες που η ΝΔ είχε υποψήφιο με δικό της χρίσμα να ανέβασε τον αριθμό των ψήφων της σε σχέση με το 2019 (Στερεάς Ελλάδα, Πελοποννήσου, Ανατολικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Νοτίου Αιγαίου), αλλά στις 2 από αυτές (Ανατολικής Μακεδονίας και Ν. Αιγαίου) απέσπασε χαμηλότερο αριθμό ψήφων σε σχέση με τις Εθνικές εκλογές του Ιουνίου.
Ακόμα απογοητευτικότερο για την ΝΔ ήταν το αποτέλεσμα του νυν δημάρχου Μπακογιάννη στον μεγαλύτερο Δήμο της Ελλάδας, τον Δήμο Αθηναίων. Ο Μπακογιάννης αποτυγχάνοντας να κερδίσει από τον 1ο γύρο, έλαβε 30 χιλιάδες λιγότερες ψήφους (57.799 συνολικά) σε σύγκριση με τον Μάη του 2019 (88.921 συνολικά), δηλαδή έχασε σχεδόν το 1/3 της εκλογικής του δύναμης. Ακόμα χειρότερη καθίσταται η επίδοση του υποψηφίου της ΝΔ αν συγκριθεί με τον αριθμό ψήφων που έλαβε το κόμμα στον Δήμο Αθηναίων, στις Εθνικές εκλογές του περασμένου Ιούνη (94.406), καθώς φαίνεται ότι η ΝΔ μέσα σε 3,5 μόλις μήνες έχασε στην πρωτεύουσα της χώρας κάτι λιγότερο από το 50% των ψήφων της!
Η ίδια πτωτική εικόνα καταγράφηκε για τη ΝΔ και στους άλλους 2 πολύ μεγάλους Δήμους της χώρας. Στη Θεσσαλονίκη από σχεδόν 50 χιλιάδες ψήφους στις Εθνικές εκλογές του Ιουνίου, οι ψήφοι του συνδυασμού της ΝΔ έπεσαν στις 26 χιλιάδες, μειώθηκαν δηλαδή στο μισό. Στην Πάτρα από σχεδόν 30 χιλιάδες ψήφους τον Ιούνιο, ο υποψήφιος συνδυασμός της ΝΔ έπεσε στις 8 Οκτώβρη στις 22 χιλιάδες.
Ειδική αναφορά χρειάζεται να κάνουμε στα αποτελέσματα που είχαμε στη Θεσσαλία, τα οποία έγιναν αντικείμενο ιδιαίτερης πεσιμιστικής φιλολογίας από τις συνήθεις τα τελευταία χρόνια ρεφορμιστικές και αριστερίστικες μοιρολογίστρες, οι οποίες κάθε φορά ασχολούνται με το να διογκώνουν κάθε υπαρκτό ή ανύπαρκτο στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει πρώτη ύλη για το σκεπτικιστικό τους δηλητήριο. Σύμφωνα με την δική τους εκδοχή λοιπόν, άμεσα πολιτικοί υπεύθυνοι για τις πρόσφατες καταστροφές που προκλήθηκαν από την κρατική αδιαφορία έναντι των αναγκαίων αντιπλημμυρικών έργων όπως ο περιφερειάρχης Αγοραστός και ο δήμαρχος Βόλου, Μπέος, επιβραβεύτηκαν την Κυριακή από τους ψηφοφόρους.
Όμως τα πραγματικά στοιχεία τους διαψεύδουν. Ο εκλεκτός της ΝΔ στην Θεσσαλία, Αγοραστός, έπεσε (ή καλύτερα γκρεμίστηκε) από τις 233.378 ψήφους που είχε πάρει το 2019 στις 157.746 ψήφους. Στην καρδιά των μεγάλων καταστροφών δε, στην Καρδίτσα, ο συνδυασμός της ΝΔ έπεσε σχεδόν 6,5 μονάδες σε σύγκριση με το ποσοστό που είχε αποσπάσει το κόμμα μόλις 3,5 μήνες πριν. Αυτή η εικόνα δείχνει τάση, όχι για επιβράβευση αλλά για ξεκάθαρη αποδοκιμασία, η οποία πιθανότατα θα κοστίσει και την απώλεια αυτής της Περιφέρειας για τη ΝΔ στον 2ο γύρο.
Αυξημένο βαθμό αποδοκιμασίας εισέπραξε και ο Μπέος, ο οποίος φαίνεται ότι διασώθηκε μόνο από το γεγονός ότι, παρότι τοπικοί βουλευτές της ΝΔ τον στήριξαν ανοικτά, τυπικά δεν είχε λάβει χρίσμα από τη ΝΔ. Παρ’ όλα αυτά, ο αυθεντικός αυτός εκπρόσωπος της λούμπεν φύσης της ελληνικής άρχουσας τάξης, από τις 47.336 ψήφους που είχε λάβει τον Μάη του 2019 έπεσε στις 32.032 στις 8 Οκτωβρίου. Σε σύνολο 111.000 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στην πόλη, ο αριθμός των πολιτικά καθυστερημένων ψηφοφόρων του Μπέου παραμένει μια ξεκάθαρη μειοψηφία, η οποία δεν δικαιούται να χαρακτηρίζει με κυρίαρχο τρόπο τον λαό του Βόλου, ειδικά τον εργαζόμενο, με την πλούσια αγωνιστική και ριζοσπαστική του ιστορία και παράδοση.
Τι εκφράζει η νέα αυτή επικράτηση του Μπέου στον Βόλο από τον 1ο γύρο; Είναι ένα φαινόμενο που αντανακλά την κατάρρευση της εμπιστοσύνης των μικροαστικών και πολιτικά καθυστερημένων τμημάτων του λαού της πόλης απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα, και όχι μια πλειοψηφική τάση για «συντηρητικοποίηση» ή ακόμα χειρότερα για «φασιστικοποίηση» του βολιώτικου λαού γενικά, όπως ισχυρίζονται οι γνωστές σκεπτικιστικές μοιρολογίστρες μέσα στην Αριστερά.
Ο δημοφιλής σε εξαχρειωμένα τμήματα μικροαστών και λούμπεν προλετάριων, φυλακισμένος νεοναζί Κασιδιάρης, παρότι αυτή τη φορά το υποκριτικό αστικό δικαστικό κατεστημένο του παρείχε την δυνατότητα να κατέλθει ο ίδιος ως υποψήφιος στην Αθήνα, όχι μόνο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσοστό που θα κέρδιζε τις εντυπώσεις, αλλά είχε ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα. Έπεσε από τις 21.963 ψήφους του Μάη του 2019 στις 11.643 ψήφους την περασμένη Κυριακή. Το μέγεθος της αποτυχίας του, γίνεται καλύτερα αντιληπτό αν λάβουμε υπόψη ότι η συνολική δύναμη των 3 ακροδεξιών κοινοβουλευτικών κομμάτων στην Αθήνα τον Ιούνιο ήταν περίπου 21,5 χιλιάδες ψήφοι. Αυτό μας λέει πολλά για το πόσο συμπαγείς είναι σήμερα οι δυνάμεις της αντίδρασης, αφού φαίνεται ότι η απήχηση των νεοναζί στην Αθήνα θίχτηκε αποφασιστικά από την αυξημένη αποχή, την ώρα που οι δυνάμεις του ΚΚΕ, αλλά και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, στην πρωτεύουσα έμειναν ουσιαστικά ανέγγιχτες από αυτήν.
Η γενική εικόνα από την εκλογική επίδοση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου στις 8 Οκτωβρίου δείχνει ότι αυτό έχει εισέλθει σε μια φάση συρρίκνωσης της απήχησής του στην κοινωνία. Η κυρίαρχη συστημική του έκφραση, η ΝΔ, αποδυναμώνεται, ενώ η δημαγωγική ψευτο-αντισυστημική του τάση, η Άκρα Δεξιά, συμπεριλαμβανομένης της φασιστικής της πτέρυγας, δείχνει αδύναμη να εξισορροπήσει αυτή την αποδυνάμωση και να δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα υποστήριξης μέσα στην κοινωνία για να το χρησιμοποιήσει προς όφελος της σταθερότητας του αστικού καθεστώτος.
Αυτά τα εκλογικά δεδομένα οξύνουν τον προβληματισμό της άρχουσας τάξης, σε μια περίοδο που αυτή για να ανταπεξέλθει στη διεθνή καπιταλιστική κρίση χρειάζεται καθεστωτική σταθερότητα ώστε να επιτεθεί σφοδρότερα στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, αλλά και της παραδοσιακής εκλογικής βάσης της, των μικροαστών. Επιπλέον, υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη της να σχηματίσει τους επόμενους μήνες έναν εναλλακτικό αστικό πόλο διακυβέρνησης, με την ενοποίηση του καταρρέοντος, αστικά εκφυλισμένου ΣΥΡΙΖΑ και του οριστικά εγκαταλελειμμένου από τις πλατιές εργατικές μάζες, αστικού ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Συνεχίζεται
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος