Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΗ κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι υποψήφιοι για την προεδρία – Μέρος...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι υποψήφιοι για την προεδρία – Μέρος 4ο

Κριτική στις τελικές πλατφόρμες που παρουσίασαν οι 5 υποψήφιοι πρόεδροι του ΣΥΡΙΖΑ στο Διαρκές Συνέδριο.

Ένα «Διαρκές Συνέδριο» χωρίς συνέδριο

Το Διαρκές Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ με τις ομιλίες των 5 υποψηφίων προέδρων, αποτέλεσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του βαθύτατου πολιτικού τέλματος στο οποίο έχει περιέλθει το κόμμα. Από διαδικαστική σκοπιά ήταν ένα μνημείο αντιδημοκρατικότητας, ενώ από πολιτική σκοπιά ήταν μια ακόμα εκδήλωση της προχωρημένης παρακμής της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας στην εγχώρια εκδοχή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του καταστατικού του κόμματος, το Διαρκές Συνέδριο είναι ένα σώμα που συγκαλείται για τη λήψη «κρίσιμων αποφάσεων». Aπό τη στιγμή που φέρει τον τίτλο «συνέδριο», και μάλιστα συγκαλείται για να ληφθούν «κρίσιμες αποφάσεις», αυτονόητα προϋποθέτει μια διαδικασία συζήτησης, όπου οι αντιπρόσωποι καλούνται να συμβάλουν με τοποθετήσεις. Αυτό που παρακολουθήσαμε όμως το περασμένο Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου δεν ήταν μια διαδικασία συλλογικής συζήτησης. Ήταν μια «πασαρέλα» 5 κομματικών ηγετών, οι οποίοι εκφώνησαν λόγους χωρίς διάλογο και αντίλογο, με τους «συνέδρους» να περιορίζονται – αδιαμαρτύρητα – στον ρόλο των ακροατών-χειροκροτητών.

Η Πολιτική Γραμματεία και η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ μοιράζονται από κοινού την ευθύνη γι’ αυτήν την παρακμιακή, αντιδημοκρατική φάρσα, μαζί βέβαια με τους ίδιους τους 5 υποψήφιους προέδρους, οι οποίοι υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της, απολαμβάνοντας κάθε της λεπτό. Και όχι απλώς την απόλαυσαν, αλλά είχαν και το πολιτικό θράσος να συμπεριλάβουν στους «εμπνευσμένους» λόγους τους, τις γνωστές «κορώνες» για την ανάγκη ενός κόμματος δημοκρατικού, κόμματος των μελών κ.λπ.

Έφη Αχτσιόγλου: αυτοθαυμασμός για το (δεξιό) μνημονιακό παρελθόν, αριστερές ευχές για το μέλλον

«Μην περιμένετε να μετανιώσουμε για όσα πετύχαμε. Είμαστε περήφανοι και περήφανες για τη διαδρομή μας». Αυτή ήταν ίσως η πιο σημαντική φράση στην ομιλία της Έφης Αχτσιόγλου από το βήμα του συνεδρίου (Μπορείτε ολόκληρη να την διαβάστε εδώ) γιατί συμπυκνώνει την πεισματική άρνηση του συνόλου της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ειλικρινή αυτοκριτική και να βγάλει ουσιαστικά πολιτικά συμπεράσματα από την κατάρρευση της επιρροής του κόμματος στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Ο μέσος εργαζόμενος ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ κατανοεί ότι το πρόβλημα της μεγάλης πολιτικής αναξιοπιστίας του κόμματος που οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση του 2023, ξεκίνησε από τη στιγμή που η ηγεσία αθέτησε τις αντιμνημονιακές της δεσμεύσεις, αψήφισε τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 και ανέλαβε την ευθύνη να εφαρμόζει τα μνημόνια λιτότητας για 4 χρόνια στην κυβέρνηση. Αντίθετα, ο μέσος καριερίστας γραφειοκράτης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για ευνόητους, ιδιοτελείς λόγους, αποδίδει συστηματικά την εκλογική κατάρρευση σε κάθε τι άλλο εκτός από τις ολέθριες πολιτικές της επιλογές. Και μάλιστα, όχι μόνο κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τι συνέβη το καλοκαίρι του 2015, αλλά ακόμα χειρότερα, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα που βάφτιζαν το κρέας «ψάρι», επιχειρεί συστηματικά να παρουσιάσει την προδοσία και τη δεξιά κυβερνητική πολιτική σαν ιστορική επιτυχία!

Με την ομιλία της στο Διαρκές Συνέδριο, η Έφη Αχτσιόγλου έγινε ο κύριος πολιτικός εκφραστής αυτής της συνειδητής παραχάραξης, βαφτίζοντας χωρίς ντροπή την πορεία προς την υποταγή στην τρόικα, «συγκλονιστική πορεία που οδήγησε στην ιστορική αλλαγή του 2015», και την εφαρμογή των Μνημονίων στην κυβέρνηση, το ίδιο ανερυθρίαστα, «μια μεγάλη νίκη» που τάχα οδήγησε στην «απελευθέρωση της χώρας μας από τα μνημόνια» και στην «ανάκτηση της πολιτικής κυριαρχίας της πατρίδας μας».

Της παραχάραξης αυτής, προηγήθηκε στην ομιλία της Αχτσιόγλου μια κοινή επωδός για όλους τους υποψήφιους: η (γλοιώδης) αποθέωση του Αλέξη Τσίπρα. Μόνο που η υποψήφια πρόεδρος ξεπέρασε κάθε όριο σε αυτή την αποθέωση, θυμίζοντας κάτι από τους ύμνους που απηύθυναν προς τον Στάλιν οι σύνεδροι των σταλινικά εκφυλισμένων ΚΚ σε συνέδρια που διεξάγονταν κατά την εποχή της παντοδυναμίας του. Περίπου όπως έκαναν και εκείνοι με τον «Πατερούλη», έτσι και η Αχτσιόγλου επιχείρησε να αποδώσει στην Αλέξη Τσίπρα μεταφυσικές ικανότητες και φανταστικά επιτεύγματα. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Και όλες και όλοι ξέρουμε ότι αυτή η συναρπαστική διαδρομή είχε και θα έχει για πάντα τη σφραγίδα του Αλέξη Τσίπρα. Γιατί ήταν αυτός που έθεσε πρώτος και ξεκάθαρα το στόχο για την κυβέρνηση της Αριστεράς σε πείσμα πολλών που μας έλεγαν ότι ο δικός μας ρόλος εξαντλείται στη διαμαρτυρία. Γιατί εκεί που άλλοι έβλεπαν αδιέξοδα, ο Αλέξης Τσίπρας έβλεπε δυνατότητες. Και έτσι κατάφερε να ηγηθεί σε ένα ρεύμα που πέτυχε το ιστορικά αδιανόητο. Την Αριστερά στην κυβέρνηση. Το παλιό πολιτικό και οικονομικό σύστημα στην Ελλάδα θορυβήθηκε. Όπως και οι ιδεολογικοί μας αντίπαλοι εντός και εκτός της χώρας. Και από εκείνη τη μέρα έχουν έναν και μόνο στόχο: να μην επιτρέψουν ξανά να βρεθούμε στην κυβέρνηση.»

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, αφού ο Ήφαιστος χτύπησε με ένα σφυρί το κεφάλι του Δία, από μέσα πετάχτηκε η Αθηνά πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας μια ασπίδα. Κάπως έτσι συνέβη και με τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση της Αριστεράς, σύμφωνα με την Έφη Αχτσιόγλου. Δεν ήταν οι κοινωνικές συνθήκες και το μαζικό αντιμνημονιακό κίνημα που την ανέδειξαν ως επίκαιρο σύνθημα στο προσκήνιο, δεν ήταν τα χιλιάδες αριστερά μέλη και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ που αφιέρωσαν κόπο και χρόνο για να γίνει πραγματικότητα. Ο ρόλος που έπαιξαν αυτά υποβαθμίζεται και στη θέση τους μπαίνει ο χυδαία διογκωμένος ρόλος του ηγέτη που – συγκυριακά και καιροσκοπικά όπως αποδείχθηκε – εκπροσώπησε αυτή την υπόθεση, για να την προδώσει στο τέλος.

Επιπλέον, είναι γνωστό ότι το «πολιτικό σύστημα» θορυβήθηκε τόσο πολύ από την «Αριστερά» στην κυβέρνηση που, για παράδειγμα, ένας από τους πιο στρατηγικούς και έγκυρους εκφραστές της άρχουσας τάξης, ο διευθυντής της Καθημερινής, Αλέξης Παπαχελάς, αισθάνθηκε την ανάγκη να ευχαριστήσει για λογαριασμό της τάξης του την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα στη μέση της θητείας της, με το γνωστό ειδικό του άρθρο υπό τον εύγλωττο τίτλο «Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».

Και μετά τη σταλινίζουσα αυτή ανασκευή της Ιστορίας, προφανώς στο βωμό της συλλογής ψήφων από τους θαυμαστές του χαρισματικού αρχηγού που μετά την εκλογική συντριβή πήδηξε πρώτος για να σωθεί από το βυθιζόμενο καράβι, η υποψήφια διάδοχός του συμπλήρωσε την απόπειρα που είχε κάνει στη συνεδρίαση της ΚΕ του Ιουλίου για να συγκαλύψει τα αίτια της εκλογικής ήττας (θυμηθείτε την εδώ) με νέες φανταστικές «αιτίες»: «Πρώτη: δεν συλλάβαμε έγκαιρα και ουσιαστικά ότι η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο που σφράγισε την δική μας εμπειρία, άρχισε να φθίνει και να υποχωρεί οριστικά από το 2018. Μετά το 2018 είχε διαμορφωθεί πια μια νέα συνθήκη. Άλλα ήταν τα κοινωνικά αιτούμενα, άλλες ήταν οι προσδοκίες.» Η χυδαία ανάπλαση της πραγματικότητας, εμφανίζεται εδώ βέβαιη για τον εαυτό της. Πόσα ψέματα και πόση σκόπιμη θολότητα μέσα σε τόσο λίγες φράσεις! Καταρχάς, η αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» δεν υποχώρησε από μόνη της. Την έβγαλε από το πολιτικό προσκήνιο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τασσόμενη έμπρακτα με το μνημόνιο.

Επιπλέον, λέγοντας ότι τάχα μετά το 2018 οι προσδοκίες και τα κοινωνικά αιτήματα ήταν άλλα, η υποψήφια πρόεδρος δεν μας ξεκαθαρίζει το σημαντικότερο: οι προσδοκίες και τα κοινωνικά αιτήματα τίνος; Αν συμπεριλαμβάνει σε αυτό και τον εργαζόμενο λαό, οφείλουμε να πούμε ότι αυτός ποτέ δεν έπαψε να ζητά τα ίδια πράγματα: ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και μια κυβέρνηση που θα υπηρετεί τα συμφέροντα και τα δικαιώματά του. Και δυστυχώς αυτά τα αιτήματα αρνήθηκε να τα πραγματοποιήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Αν, αντίθετα, υπονοείται εδώ η άρχουσα τάξη, τότε πρέπει να διευκρινιστεί ότι και τα δικά της αιτήματα παρέμειναν τα ίδια: μια κυβέρνηση που θα την ελέγχει πλήρως, κυβέρνηση σταθερή από το δικό της παραδοσιακό κόμμα. Γι’ αυτό και κλιμάκωσε την απόπειρα να ανέβει η ΝΔ του Μητσοτάκη στην εξουσία το συντομότερο, και ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ να μετασχηματιστεί σε ένα τυπικό κεντρώο, αστικό κόμμα. Και δυστυχώς, αυτό το αίτημα και αυτή η προσδοκία άρχισε να προωθείται συστηματικά από τον Αλέξη Τσίπρα και την λοιπή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα της «διεύρυνσης».

Η δεύτερη συμπληρωματική αιτία για την εξήγηση της εκλογικής ήττας που συμπεριέλαβε στην ομιλία της η Αχτσιόγλου είναι εξίσου εξοργιστική με την πρώτη: «Ανάμεσα όμως στο 2019 και στο 2023 δεν αξιοποιήσαμε την πολιτική ευκαιρία που μας έδωσε ο λαός….Οι δεσμοί μας με τις εργαζόμενες γυναίκες, με τους νέους, με τα δυναμικά στρώματα των επιστημόνων, με τους επαγγελματίες, και κυρίως με το αίτημά τους για ριζικές αλλαγές και βελτίωση στην ποιότητα της ζωής τους, ασθένησαν και το κόμμα μας αναλωνόταν σε μάχες χαρακωμάτων αντί να αφουγκράζεται, να συνομιλεί με το μοναδικό και πολύτιμο σύμμαχό μας: την ελληνική κοινωνία.»

Μα ποιος μπορεί να πιστέψει στα σοβαρά – αν δεν είναι ένας αποχαυνωμένος από την πολιτική αυτοϊκανοποίηση και τον αυτοθαυμασμό γραφειοκράτης του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς ενός πρώην υπουργού – ότι οι δεσμοί του κόμματος με αυτά τα στρώματα ασθένησαν ξαφνικά μετά το 2019, χωρίς οι πολιτικές που άσκησε η ηγεσία στην κυβέρνηση να έχουν παίξει ρόλο; Και ποιος μπορεί να θεωρήσει ότι αυτή η μη ερμηνεία, η οποία παράγεται όχι από την προσπάθεια για ειλικρινή αναζήτηση πολιτικών αιτιών αλλά από την αγωνία να σβηστούν τα ίχνη του πραγματικού υπαιτίου, δηλαδή της ηγεσίας, μπορεί να ικανοποιήσει όλους αυτούς που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ και να τους κάνει να αλλάξουν άποψη;

Ανάλογης πολιτικής ποιότητας ιδέες περιλαμβάνουν και τα 4 «στρατηγικά» σημεία που κατέθεσε ως οριστική πλατφόρμα υποψηφιότητας η Έφη Αχτσιόγλου. «1ο: Το κράτος της νέας εποχής». Ένα «κράτος στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου», ένα «κράτος-στρατηγό στην υπηρεσία των πολλών. Με δημόσιες αξιόπιστες και καθολικές υπηρεσίες υγείας. Με ένα νέο ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας. Με δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, ποιοτική και δημοκρατική..Αλλά και ένα κράτος διαφάνειας. Χωρίς ασυλίες για τους Τραπεζίτες, με ελεγκτικούς μηχανισμούς ισχυρούς και ανεξάρτητους αλλά και με δομές κοινωνικού ελέγχου». Αλλά για μισό λεπτό! Όλα αυτά οι εργαζόμενοι τα έχουν ξανακούσει, και μάλιστα πολλές φορές. Είναι το ίδιο προγραμματικό ρεφρέν που τραγουδά εδώ και πάνω από 40 χρόνια η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, τόσο στην ΠΑΣΟΚική, όσο και στην ΣΥΡΙΖΑΙική εκδοχή της. Μάλιστα, η ΠΑΣΟΚική της εκδοχή έλαβε 6 και η ΣΥΡΙΖΑική εκδοχή ακόμα 2 ισχυρές λαϊκές εντολές σε όλο αυτό το διάστημα για να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα, αλλά ακόμα μένουν ανεφάρμοστα! Μάλιστα στις 2 από αυτές, εντολοδόχος ήταν μια ηγεσία στην οποία συμμετείχε και η Έφη Αχτσιόγλου.

Οι εργαζόμενοι της χώρας, και ιδιαίτερα τα πιο προχωρημένα πολιτικά τους τμήματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά, δεν είναι ανόητοι. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι σοσιαλδημοκρατικές ιδέες είναι λόγια του αέρα, με μια διπλή έννοια: ούτε μπορούν να εφαρμοστούν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, αλλά ούτε οι σοσιαλδημοκράτες που τις επικαλούνται επιθυμούν στην πραγματικότητα να διεξάγουν πραγματικό αγώνα για να τις εφαρμόσουν.

«2: Ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο» με «προτεραιότητα στον πρωτογενή τομέα, τη βιομηχανία, τις νέες τεχνολογίες, με την εμπλοκή στην παραγωγική δραστηριότητα χιλιάδων ΜμΕ», χρηματοδοτούμενο από «χρηματοδοτικά εργαλεία του κράτους», αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για την πολιτική προστασία, τις υποδομές, την ενεργειακή μετάβαση με προτεραιότητα στις ενεργειακές κοινότητες και όχι στην κερδοφορία εταιρικών κολοσσών» για να διευρύνουμε τα κοινά αγαθά που ανήκουν σε όλους μας. Το νερό, ο αέρας, οι παραλίες αλλά και η επιστημονική γνώση: από τους αλγόριθμους μέχρι τα εμβόλια. Γιατί αυτές είναι οι μάχες της νέας εποχής…Και θέτουμε την ψηφιακή πρόοδο στην εξυπηρέτηση του πολίτη, όχι για να ψηφιοποιούμε τη γραφειοκρατία αλλά για να απαλλαχθούμε από αυτήν». Τι όμορφο λοιπόν, και πάνω απ’ όλα τι αριστερό, παραγωγικό μοντέλο!

Μόνο που υπάρχει ένα «μικρό» πρόβλημα. Για να έχουν όλα αυτά πολιτική ουσία, ο υποστηρικτής τους οφείλει να εξηγήσει το πώς είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν χωρίς 2 βασικές προϋποθέσεις, τις οποίες υποστηρίζουμε μόνο οι κομμουνιστές και μας διαχωρίζουν από τους φαφλατάδες καριερίστες της σοσιαλδημοκρατίας. Η πρώτη είναι η επαναστατική ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου και του αποφασιστικού ελέγχου της ΕΕ στις οικονομικές προτεραιότητες της χώρας, η οποία έχει αποδειχθεί ότι δεν ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει τέτοια παραγωγικά μοντέλα. Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι η συνειδητοποίηση ότι αυτά μπορούν να γίνουν πράξη μόνο ως ένα μέρος των ριζικών αλλαγών που θα φέρει στην οικονομία η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Όποιος αρνείται να υπερασπίσει αυτές τις δύο προϋποθέσεις, απλώς υποστηρίζει ότι μπορεί να πείσει τους καπιταλιστές να γίνουν προοδευτικοί και να παραιτηθούν εθελοντικά από τα αντιδραστικά τους προνόμια. Με άλλα λόγια, υποκαθιστά το αναγκαίο αριστερό πρόγραμμα αγωνιστικών διεκδικήσεων με αριστερές ευχές.

«3ο: Ο κόσμος της εργασίας μπροστά» με «πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς, επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σταθερές θέσεις εργασίας, μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς μείωση μισθών, ενιαίοι κανόνες και δικαιώματα για τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως της μορφής εργασίας, έλεγχο των συνθηκών εργασίας, με ισχυρούς κρατικούς μηχανισμούς». Αλλά για μια στιγμή και πάλι! Η Έφη Αχτσιόγλου ήταν υπουργός Εργασίας για 3 περίπου χρόνια (5 Νοεμβρίου 2016 – 9 Ιουλίου 2019). Γιατί δεν προχώρησε στην πραγματοποίηση αυτών των μέτρων; Και αν υπήρχαν κάποιες συνθήκες ιδιαίτερες, «ανωτέρας βίας», που δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο, γιατί ανεχόταν να μένει στην κυβέρνηση, να εισπράττει τον παχυλό της υπουργικό μισθό και να εφαρμόζει νόμους που κινούνταν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όπως ο μνημονιακός αντεργατικός νόμος 4172 που είχε ψηφιστεί το 2013 επί κυβέρνησης Σαμαρά και καταργούσε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, αλλά και μέτρα όπως η αύξηση του ποσοστού της απαιτούμενης απαρτίας για τη λήψη απόφασης για απεργία και η διευκόλυνση της επιβολής «λοκ άουτ» από τους εργοδότες σε περίπτωση κήρυξης απεργίας από τους εργαζόμενους;

Το γεγονός ότι η Έφη Αχτσιόγλου δεν μπαίνει στον κόπο να απαντήσει σ’ αυτά τα εύλογα ερωτήματα, εκφράζει και το πόσο σοβαρά θα πρέπει να πάρει κανείς την υποστήριξη της στις φιλεργατικές ιδέες της ίδιας της πλατφόρμας της, αλλά και το πόσο άνετα αισθάνεται με το γεγονός ότι στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν υπάρχει μια αληθινά αριστερή τάση με έναν πραγματικά αριστερό υποψήφιο πρόεδρο, ο οποίος θα μπορούσε να τις απευθύνει αυτά τα ερωτήματα.

Ακριβώς την ίδια πολιτική (αν)αξιοπιστία έχει και το τέταρτο σημείο της πλατφόρμας της Αχτσιόγλου. Σε αυτό βλέπει κανείς ευχές για τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, όταν είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση που είχε ως εξέχον στέλεχος την ίδια, είχε στις γραμμές της ταυτόχρονα και τους ξενόφοβους και εθνικιστές δημαγωγούς ηγέτες των ΑΝΕΛ, ανέχτηκε τον φράχτη που δολοφονεί πρόσφυγες στον Έβρο, διαχειρίστηκε τα απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους, αρνήθηκε να διαχωρίσει την Εκκλησία από το κράτος, δεν τόλμησε να θεσμοθετήσει τον γάμο των ομοφυλοφίλων, δεν ψήφισε τους αναγκαίους νόμους για να δώσει σε όλους τους εργαζόμενους μετανάστες της χώρας τα πλήρη δικαιώματα του Έλληνα πολίτη, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δικαιωμάτων, και δεν έκανε ούτε ένα πρακτικό βήμα προώθησης του εργατικού-λαϊκού ελέγχου στο στρατό, την αστυνομία και το δικαστικό σύστημα.

Συνεπώς, η τελική πλατφόρμα που παρουσίασε στο «Διαρκές Συνέδριο» η Έφη Αχτσιόγλου, πάσχει από τη γενικότερη πολιτική μάστιγα που μαστίζει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή από την επίμονη υπεράσπιση όλων των επιλογών που οδήγησαν στην εκλογική κατάρρευση του Μάη και του Ιούνη. Και όσο πιο επίμονη γίνεται αυτή η υπεράσπιση, τόσο πιο μεγάλη γίνεται και η πολιτική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο πιο αναπότρεπτη και μαζική καθίσταται και η τάση εγκατάλειψης του κόμματος από την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με ή χωρίς την Έφη Αχτσιόγλου στη θέση της προέδρου.

Στέφανος Κασσελάκης: ναρκισσιστική δημαγωγία δίχως τέλος

Η ομιλία του νέου αστέρα της πολιτικής δημαγωγίας Στέφανου Κασσελάκη στο Διαρκές Συνέδριο, έδωσε νέα τροφή για προβληματισμό σχετικά με το είδος των πολιτικών «τεράτων» που μπορεί να γεννήσει η «διεύρυνση προς το κέντρο», για να χρησιμοποιήσουμε και την επίσημη ονομασία που έδωσε ως περιτύλιγμα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στη δεξιά στροφή και τον αστικό εκφυλισμό της.

«Θέτω υποψηφιότητα για Πρόεδρος επειδή οι ψυχές αυτού του τόπου δικαιούνται την ευκαιρία να παλέψουν τους μηχανισμούς των συμφερόντων – και να τους κερδίσουν.» Η σωτηρία των ψυχών της Ελλάδος είναι πολύ μεγάλο πράγμα, σκέφτηκε ο Κασσελάκης, ως άλλη Λίνα Νικολακοπούλου, και γι’ αυτό κατέβηκε υποψήφιος. Τέτοιες μεγαλειώδεις ατάκες προσέφερε στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς το Διαρκές Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ! Φανταστείτε, τι έχει ακόμα να προσφερθεί σ’ αυτή την υπόθεση αν τελικά η πλειονότητα των ψυχών της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ εκλέξει αυτόν τον αυτοδημιούργητο ψυχοποιμένα στη θέση του προέδρου.

«Τη φωνή του λαού ακούν τα μεγάλα συμφέροντα της χώρας και γι’ αυτό έχουν λυσσάξει μαζί μου.» Τι κι αν ο λαμπερός αυτός πολιτικός αστήρ έχει ακούσει τα κολακευτικότερα σχόλια για την αριστεία του και την σοβαρότητά του (την «αταίριαστη» όπως λένε με την Αριστερά) από τους γνωστότερους εκπροσώπους των μεγάλων συμφερόντων, όπως ο Άδωνης Γεωργιάδης, ο Άρης Πρωτοσάλτε κ.α. Το δημαγωγικό του αφήγημα – ειδικά από τη στιγμή που επενδύει πάρα πολλά στη στήριξη του κόσμου που μέχρι χτες αποθέωνε τις αντι-ολιγαρχικές κορώνες του φανατικού πλέον υποστηρικτή του, Παύλου Πολάκη – έχει ανάγκη από έναν πόλεμο από τα μεγάλα συμφέροντα, και έτσι, ο υποψήφιος πρόεδρος είναι αποφασισμένος να τον εφεύρει.

Συνεχίζοντας στα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας, αξίζει να σταθούμε σε μία ακόμα ενδιαφέρουσα ατάκα του αυτοδημιούργητου ψυχοβοσκού: «Κάθε φορά που ρωτάω τα μέλη μας, “Τι σημαίνει Αριστερά”, η απάντηση είναι: ένας αξιακός κώδικας, μια στάση ζωής για δικαιοσύνη, ανεκτικότητα, και προστασία στον αδύναμο. Αυτές οι Αξίες με εκφράζουν πλήρως.» Αυτό ήταν λοιπόν! Ο Στέφανος Κασσελάκης, ορίζοντας την έννοια της Αριστεράς, δείχνει πια πεπεισμένος ότι κανείς δεν δικαιούται να αμφιβάλει για την αριστεροσύνη του. Τι κι αν ο ορισμός που δίνει αντιστοιχεί στον τυπικό ορισμό της φιλανθρωπίας. Ό,τι και να λένε όσοι «παλιομοδίτες» πιστεύουν ακόμα ότι η έννοια «Αριστερά» δηλώνει ένα πολιτικό ρεύμα των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές και το σύστημά τους, ο Κασσελάκης έχει ανάγκη έναν ορισμό που θα χωρέσει στην Αριστερά και τους εκμεταλλευτές και το σύστημά τους. Ο ορισμός της φιλανθρωπίας μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά άριστα.

Και αφού λοιπόν, η κασσελάκειος Αριστερά χωράει και τους εκμεταλλευτές δεν μπορεί να μην έχει και μια ζεστή γωνίτσα για την πιο αντιδραστική δύναμη του πλανήτη, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. «Και αντί το μέλλον μου να καταδικαστεί από τις παθογένειες της πατρίδας μου, είχα μια διέξοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες – σε αυτήν την χώρα με βαθιά ριζωμένες ανισότητες, με πολύ προβληματική ιστορία στην γεωπολιτική, με έλλειψη εθνικού αισθήματος πέρα από το Αμερικανικό Όνειρο του Πλουτισμού και του Ατομικισμού. Και όμως, αυτή η προβληματική χώρα μου προσέφερε ένα πάτημα. Και μετά μου προσέφερε ευκαιρίες να αποδείξω τον εαυτό μου. Έδωσε σε έναν ακαδημαϊκό μετανάστη την ευκαιρία να αρχίσει από κάπου.»

Συνεπώς, όλα ήταν μια θλιβερή παρεξήγηση. Δεν υπάρχει ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας αυτής της χώρας, η συστηματική κλοπή και εκμετάλλευση του πλούτου των φτωχών χωρών, οι επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα, η παγκόσμια απειλή από το μεγάλο πυρηνικό της οπλοστάσιο κ.λπ. Υπάρχει μόνο μια χώρα που πάσχει από έλλειψη πατριωτικού αισθήματος και έχει ορισμένα προβλήματα στην γεωπολιτική της ιστορία και στις αξίες που κυριαρχούν στο εσωτερικό της. Αλλά αυτά δεν την εμποδίζουν να βοηθά τους μετανάστες, άρα τελικά να είναι φιλάνθρωπη, με άλλα λόγια σύμφωνα με τον Κασσελάκη, να είναι κι αυτή «αριστερή». Έτσι, μπορεί να μας χωρίζουν πλέον 15 χρόνια από τότε που ο Κασσελάκης συμμετείχε ενεργά στην εκλογική καμπάνια του Τζο Μπάιντεν, αλλά μας αποδεικνύει ότι σήμερα είναι ακόμα πιο πιστός φίλος των αντιδραστικών συμφερόντων στα οποία είναι ταγμένος ο αγαπημένος του πολιτικός που έγινε πλέον πρόεδρος των ΗΠΑ.

Και ο Κασσελάκης συνέχισε, πάντα στους ίδιους υψηλούς τόνους ναρκισσισμού: «Αυτό ακριβώς είναι το κεντρικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Δεν δίνουμε ευκαιρίες στους ανθρώπους της. Δεν δίνουμε την ευκαιρία στους νέους να αρχίσουν από κάπου.» Τόσα συνέδρια, συνδιασκέψεις, αποφάσεις, κείμενα τάσεων, βιβλία, συζητήσεις και αναλύσεις, στα πάνω από 120 χρόνια που υπάρχει Αριστερά στην Ελλάδα, δεν είχαν διαπιστώσει αυτή τη μεγάλη αλήθεια, που ήρθε επιτέλους να βροντοφωνάξει ο Κασσελάκης με την υποψηφιότητά του. Όλες οι θέσεις, διαπιστώσεις και εκτιμήσεις για τον αντιδραστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν προϊόν παρανόησης. Το πρόβλημα των προβλημάτων στην Ελλάδα είναι ότι δεν δίνουμε – όλοι γενικώς – ευκαιρίες στους ανθρώπους της.

Αλλά τα βάσανα επιτέλους τελειώνουν. Βρέθηκε πλέον ο άνθρωπος που θα μοιράσει τις ευκαιρίες απλόχερα και θα πραγματοποιήσει το ελληνικό μας το όνειρο. «Κατεβαίνω για Πρόεδρος της παράταξης μας γιατί οι Ελληνίδες και Έλληνες δικαιούνται μια ευκαιρία στο δικό τους Ελληνικό Όνειρο. Το Όνειρο της ατομικής αυτοπραγμάτωσης και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο πατριωτικό από το να προστατεύεις τις ζωές στον τόπο σου. Και να τους δίνεις έμπρακτα ένα έντιμο, ξεκάθαρο μονοπάτι στο Ελληνικό Όνειρο». Ουδέποτε στα ελληνικά πολιτικά χρονικά, με μόνη εξαίρεση ίσως αυτή του συμπαθούς Αρμάνδου Δελαπατρίδη, ο οποίος είχε όμως πολύ σοβαρά ιατρικά ελαφρυντικά, δεν τόλμησε ένας πολιτικός άνδρας να εκφωνήσει τόσο ακραία ναρκισσιστικούς λόγους.

Και λίγο πριν κλείσει την ομιλία του με τον τρόπο που αναμενόταν, δηλαδή με την καθιερωμένη από όλους τους υποψήφιους, γλοιώδη αποθέωση στα ανύπαρκτα κατορθώματα του Αλέξη Τσίπρα («αυτός έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ μεγάλο» κ.λπ.), ο Στέφανος Κασσελάκης, προειδοποίησε τους ψηφοφόρους του κόμματος: «Αν θέλετε να γυρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ασφαλές λιμάνι της αριστερής καθαρότητας, μάλλον δεν είμαι η κατάλληλη υποψηφιότητα». Σίγουρα δεν μπορεί να φανταστεί κανείς κάποιον κάτοικο αυτής της χώρας που να θεωρεί ότι ο Κασσελάκης επιθυμεί έναν καθαρά αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, οπότε αυτή η προειδοποίηση μάλλον δεν χρειαζόταν να αναφερθεί.

Ωστόσο, ακριβώς επειδή το Διαρκές Συνέδριο περιλάμβανε έναν μεγάλο αριθμό από παλιά στελέχη της γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία για κάποιο λόγο επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά, στο κλείσιμό του ο Κασσελάκης δεν μπορούσε παρά να υποσχεθεί μια «αυτοδύναμη κυβέρνηση της Αριστεράς που αυτή τη φορά δεν θα ηττηθεί». Αλλά σαν αυθεντικός δημαγωγός, δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό πολιτικά και προγραμματικά, ούτε καν με την παράθεση αριστερών ευχών, όπως έκανε στη δική της ομιλία η Έφη Αχτσιόγλου. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Ο καθένας μπορεί να φανταστεί ελεύθερα ό,τι επιθυμεί. Άλλωστε η διάψευση των αριστερών φαντασιώσεων που μπορεί να έχει στο μυαλό του ο καθένας δεν έχει πραγματικό πολιτικό κόστος για τον δημαγωγό.

Η αγαπημένη λέξη της εκστρατείας του Κασσελάκη, όπως γνωρίζουμε, είναι η λέξη αυτοδημιούργητος. Αλλά όλη αυτή η ανυπόφορη ναρκισσιστική του δημαγωγία – ας το ξανατονίσουμε, γιατί δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε – δεν είναι καθόλου αυτοδημιούργητη. Σε τελική ανάλυση, αποτελεί ένα γνήσιο προϊόν της δεξιάς στροφής, του αστικού εκφυλισμού και της γενικευμένης παρακμής της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη οι εργαζόμενοι και οι νέοι που τη δοκίμασαν και την εγκατέλειψαν να στραφούν πλέον στις ιδέες και το πρόγραμμα του κομμουνισμού.

Νίκος Παππάς: στοχοπροσήλωση στους «νοικοκυραίους»

Η ομιλία του Νίκου Παππά επιβεβαίωσε ότι τελικά είναι δυνατό από έναν υποψήφιο να επιδιωχθεί με αξιώσεις το φαινομενικά ακατόρθωτο: να διαμορφωθεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ μια πολιτική πλατφόρμα δεξιότερη από αυτήν του Στέφανου Κασσελάκη. Αρκεί το περιεχόμενό της να συνοψίζεται στο τρίπτυχο «διεύρυνση προς το κέντρο – μεσαία τάξη – πατριωτισμός».

Σε αντίθεση με την Αχτσιόγλου και τον Κασσελάκη, ο Παππάς δεν αναλώθηκε σε αριστερές ευχές και ελληνικά όνειρα. Μπήκε απευθείας σε αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο την κομματική γραφειοκρατία και τον μεγάλο αριθμό καιροσκόπων που προσέγγισαν τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια: πώς θα ξανακερδίσουμε τις εκλογές! Ανέφερε: «Για να κερδίσουμε λοιπόν τις εκλογές δεν πρέπει να στείλουμε σήμα αναδίπλωσης. Πρέπει να επαναβεβαιώσουμε και να ενισχύσουμε την ταυτότητα του σύγχρονου κόμματος της αριστερής προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης». Με τα λόγια αυτά, ο Νίκος Παππάς επιθυμεί να δηλώσει, να φωνάξει, για μία ακόμα φορά, ότι δεν είναι ένας δευτερεύων και συγκυριακός υπερασπιστής της δεξιάς στροφής, αλλά ένας από τους κεντρικούς της εμπνευστές. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, στην πραγματικότητα φωνάζει ότι είναι και ένας από τους κεντρικούς υπεύθυνους για τον ίδιο τον αστικό εκφυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ και την συνεπαγόμενη από αυτόν εκλογική κατάρρευση.

Η κοινωνική έκφραση αυτής της κατά Παππά αναγκαίας πολιτικής κατεύθυνσης είναι η στροφή στη μεσαία τάξη: «Είναι μείζον ζήτημα να επανασυνδεθούμε, όχι μόνο με τη νεολαία, τα στρώματα της μισθωτής εργασίας και της επισφάλειας, αλλά και με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους, με τη μεσαία τάξη.» Για μία ακόμα φορά, με αυτά τα λόγια αποδεικνύεται ότι ο πυρήνας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει απωλέσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει γιατί εγκαταλείπεται μαζικά από την εργατική τάξη και τη νεολαία λόγω της δεξιάς του στροφής, οι ηγέτες του κόμματος φαντασιώνονται ότι το πρόβλημα είναι ο φόβος που προκαλεί μια ενδεχόμενη αριστερή στροφή στη «μεσαία τάξη». Και φυσικά, λησμονούν σκόπιμα ότι η φάση κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ συνδέθηκε περισσότερο με τα μεσαία στρώματα, ήταν ακριβώς η περίοδος που είχε συσπειρώσει την εργατική τάξη και τη νεολαία στη βάση ριζοσπαστικών αριστερών διακηρύξεων.

Ολοκληρώνοντας το δεξιόστροφο πολιτικό τρίπτυχο της πλατφόρμας του, ο Παππάς επέλεξε να αναφερθεί με πατριωτικό στόμφο στα εθνικά θέματα: «Αν έρθει μία συμφωνία με την Τουρκία που αποδομεί όσα κατακτήσαμε την περίοδο 2015 – 2019, που υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα, που υπονομεύει τη σταθερότητα στην περιοχή, να μην περιμένουν καμία συναίνεση από τη δημοκρατική παράταξη και την Αριστερά. Δεν θα δώσουμε τέτοια συναίνεση.» Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Άγγλου συγγραφέα του 18ου αιώνα Σάμουελ Τζόνσον «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός απατεώνα», στη περίπτωση του Νίκου Παππά θα μπορούσε να ειπωθεί: «Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός αμετανόητα οπορτουνιστή». Στο μυαλό των Παππάδων, το πολιτικό κέρδισμα της μεσαίας τάξης είναι ταυτόσημο με τη πλειοδοσία στις πατριωτικές της προκαταλήψεις. Και όπως ακριβώς αυτές οι προκαταλήψεις, κατά κανόνα βοηθούν το μεγάλο κεφάλαιο να εφαρμόσει το πρόγραμμά του σε βάρος (και) της μεσαίας τάξης, έτσι και η πατριωτική ατζέντα του Παππά, η οποία χρόνια τώρα άλλωστε είναι και η επίσημη ηγετική -κυβερνητική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να προσελκύει τη μεσαία τάξη, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να επιταχύνει την προχωρημένη διαδικασία αστικού εκφυλισμού του κόμματος.

Στέφανος Τζουμάκας: επηρμένη «προοδευτική» φλυαρία

Οι απόψεις για το αν ο Στέφανος Τζουμάκας αποτελεί την αριστερότερη υποψηφιότητα από τους 5 υποψηφίους προέδρους του ΣΥΡΙΖΑ, διίστανται, και είναι φυσικό, αφού οι πλατφόρμες και τα πολιτικά πεπραγμένα όλων τους, είναι δεξιόστροφα και οι διαφορές δυσδιάκριτες. Σίγουρα όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι συγκεκριμένα η ομιλία του στο Διαρκές Συνέδριο (μαζί με τη γνωστή πολιτική έπαρση του βετεράνου σοσιαλδημοκράτη που σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους υποψήφιους έχει συμμετάσχει στη νιότη του με υψηλό προσωπικό ρίσκο σε πραγματικούς και πολύ ιστορικούς μαζικούς αγώνες) περιείχε σαφώς αριστερότερη φρασεολογία σε σύγκριση με τις πρόσφατες, υπόλοιπες δημόσιες τοποθετήσεις του ως υποψήφιος πρόεδρος. Ωστόσο, για μία ακόμα φορά, η πολιτική τοποθέτηση του Τζουμάκα χαρακτηρίστηκε από ένα έντονα άτολμο και αόριστο περιεχόμενο, πολύ επιδερμική ανάλυση, και κυρίως, από μια εθνική σκοπιά, αντί για την αναγκαία για μια πραγματικά αριστερή υποψηφιότητα, ταξική σκοπιά.

Ξεκινώντας από το ζήτημα της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πρώην υπουργός του «ευρωπαϊστή-εκσυγχρονιστή» (στην πραγματικότητα, απλώς φιλοκαπιταλιστή δημαγωγού) Κώστα Σημίτη, υποστήριξε την ανάγκη αυτή να ανεξαρτητοποιηθεί από τις επιλογές των ΗΠΑ και «να αποκτήσει κρατική οντότητα», «να αποκτήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης του 21ου αι.» με «ομοσπονδία, κεντρική κυβέρνηση, Γερουσία και πολιτική αυτονομία ως «ενδιάμεση δύναμη Ειρήνης, Συνεργασίας και Ανάπτυξης  και δύναμη αποτροπής της επερχόμενης αναμέτρησης ΗΠΑ-ΚΙΝΑΣ, στη λογική του δεύτερου ψυχρού πολέμου που έχει ήδη ξεκινήσει.»

Οι θέσεις αυτές δεν έχουν τίποτα το αριστερό ή προοδευτικό. Δεν στρέφονται ενάντια στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, υπό τον ζυγό του οποίου στενάζουν εκατομμύρια Ευρωπαίοι εργαζόμενοι και υποφέρουν εκατομμύρια ακόμα άνθρωποι στις πρώην ευρωπαϊκές αποικίες, αλλά αντίθετα, προωθούν τη χειραφέτηση και την ισχυροποίησή του. Η ομοσπονδιακή ενοποίηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως έχει δείξει η ίδια η ζωή, είναι μια υπόθεση ουτοπική, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών καπιταλιστικών συμφερόντων, αλλά και βαθιά αντιδραστική, γιατί θεωρητικά θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο σε βάρος της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και των λαών που ληστεύει συστηματικά ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός.

Η θέση που περιείχε η ομιλία του Τζουμάκα για τις καταστροφικές πυρκαγιές είναι γενικά σωστή. Υποστήριξε ότι «το κύριο ζήτημα είναι οι αλλαγές χρήσης γης» και ότι «τις πυρκαγιές τις βάζουν άνθρωποι σε περιοχές που η γη έχει αξία για την αλλαγή χρήσης της γης, για κατοικίες, ξενοδοχεία, εργοστάσια και άλλες οικονομικές δραστηριότητες, και επίσης σωστά υποστήριξε ότι «χρειάζονται άμεσες προσλήψεις και αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών», τονίζοντας ότι την ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις που δεν χρηματοδοτούν τις αναγκαίες δαπάνες για έργα υποδομής και προστασίας των Δασών.» Ωστόσο, ο υποψήφιος πρόεδρος δεν τόλμησε να μιλήσει συγκεκριμένα για τις μεγάλες πολιτικές ευθύνες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στη δική της μνημονιακή κυβερνητική θητεία συνέβαλε στην εγκατάλειψη της υπόθεσης της πρόληψης και της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών.

Στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης της χώρας, ενώ στο στόχαστρο του Τζουμάκα (αυτονόητα σωστά) βρέθηκαν οι «πολιτικές επιλογές κυβερνήσεων και της ολιγαρχίας» και η «κερδοσκοπική δράση των καρτέλ», στην ανάλυσή του δεν ανέφερε πουθενά τη λέξη «καπιταλισμός», φανερώνοντας ότι στην πολιτική σκέψη του βετεράνου υπουργού του ΠΑΣΟΚ, ο καπιταλισμός μένει ουσιαστικά στο απυρόβλητο.

Ως αποτέλεσμα αυτού, υιοθετεί μια εθνική οπτική για την κρίση και την αντιμετωπίζει ως εξαίρεση στη γενική κατάσταση της ΕΕ. Έτσι, αντί να προσδιορίσει στην ομιλία του ως μόνη διέξοδο από την κρίση και το αδιέξοδο του καπιταλισμού τους μαζικούς αγώνες της εργατικής τάξης, ο Τζουμάκας πρότεινε την ανάγκη για μια «Εθνική συζήτηση για δέκα μεγάλα θέματα στην Οικονομία», με «εκπροσώπους όλων των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου και των παραγωγικών τάξεων» για την τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων με πόρους που «θα προέλθουν από μια αναδιάρθρωση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ ή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων». Με άλλα λόγια, υποστηρίζει μια καθόλου αριστερή λύση, δηλαδή τη συνεννόηση με τα κόμματα και τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης που δημιούργησαν την κρίση.

Στο τέλος της ομιλίας του, ο Τζουμάκας διατύπωσε την κεντρική πολιτική ιδέα της πλατφόρμας του: «Βασική μου αρχή είναι η αυτονομία της Πολιτικής έναντι της διαπλοκής και της επιδίωξης συμφερόντων που επιχειρούν εμπλοκή ακόμα και σε προοδευτικά κόμματα. Είμαι υπέρ της πολιτικής αυτονομίας και της δυνατότητας του κάθε κόμματος να ορίζει τη πολιτική Είμαι υπέρ ενός προοδευτικού προγράμματος και μιας ηγεσίας  χωρίς τακτικισμούς. Χρειάζεται μια προοδευτική στρατηγική εξόδου από την κρίση που να δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες και βεβαιότητες για εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών.. Η κρατικοποίηση μέρους του τραπεζικού συστήματος και της ενέργειας είναι όχι μόνο αναγκαία επιλογή αλλά και απαραίτητη εξέλιξη μιας εκτεταμένης κρατικής οικονομίας που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά. Η χώρα χρειάζεται δίκαιη διανομή του εθνικού πλούτου, δίκαιη αμοιβή για αντίστοιχη εργασία για κάθε πολίτη….Η προοδευτική μας πολιτική προϋποθέτει τη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, που μέχρι τώρα δεν επιτελούν την αποστολή τους με προτροπή της κυβέρνησης της Ν.Δ. με τα γνωστά αποτελέσματα της επικράτησης της κερδοσκοπίας και των καρτέλ.»

Εδώ βλέπουμε ότι ο παλιός σοσιαλδημοκράτης πέφτει σ’ ένα σοβαρό λάθος, που κανείς σοβαρά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οφείλεται στην άγνοια, και γι’ αυτό ακριβώς, έχει τον χαρακτήρα ενός συνειδητού ατοπήματος. Η «αυτονομία της πολιτικής» από τα ταξικά συμφέροντα είναι μια πολύ παλιά μικροαστική αυταπάτη. Η πολιτική ως γενικό στοιχείο του κοινωνικού εποικοδομήματος, πάντοτε, αντανακλά υλικά, ταξικά συμφέροντα. Το ζητούμενο για ένα αριστερό κόμμα δεν είναι η γενική αυτονομία από τα ταξικά συμφέροντα, αλλά η αυθεντική εκπροσώπηση των ταξικών συμφερόντων των εκμεταλλευομένων ενάντια στα συμφέροντα των εκμεταλλευτών. Το μόνο προοδευτικό οικονομικό πρόγραμμα που οφείλει να υιοθετεί ένα αριστερό κόμμα είναι ένα πρόγραμμα που θα έχει ως στρατηγικό σκοπό την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Από αυτή τη σκοπιά, η κρατικοποίηση μέρους των τραπεζών και του τομέα της ενέργειας που υποστηρίζει ο Τζουμάκας, είναι μέτρα αποσπασματικά και εντελώς ανεπαρκή. Θα μπορούσαν σε συγκεκριμένες συνθήκες κάλλιστα να τα λάβουν και κυβερνήσεις καπιταλιστικών κομμάτων, ενώ και η γενικόλογη «δίκαιη αμοιβή» για κάθε εργασία είναι μια αόριστη ευχή, στην οποία θα μπορούσε συμφωνήσει κάθε δημαγωγός απολογητής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Ευκλείδης Τσακαλώτος: υποκριτικές αριστερές ατάκες

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στη δική του ομιλία δεν προσπάθησε να παρουσιάσει κάποια πλατφόρμα και περιορίστηκε σε γενικόλογα σχόλια-ατάκες, μάλλον χωρίς ειρμό. Ίσως γιατί η υποψηφιότητά του από την πρώτη στιγμή είχε συμβολικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο μιας απόπειρας απλώς να καταγραφεί η αξιοσημείωτη εσωκομματική δύναμη της Ομπρέλας, της οποίας είναι ο επικεφαλής. Όμως τελικά με αυτές τις «επιμελώς ατημέλητες» αλλά πολιτικά αποκαλυπτικές δημόσιες τοποθετήσεις του, αυτό που καταγράφει τελικά είναι η ένδεια της Ομπρέλας σε αριστερή πολιτική και πρόγραμμα.

«Πιστεύω ότι χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάκαμψης, που συμπεριλαμβάνει τον προγραμματικό λόγο και την πολιτική δράση του ΣΥΡΙΖΑ.», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Τσακαλώτος. Ωστόσο, όσο κι αν ψάξει κανείς στην ομιλία του δεν μπορεί να βρει τίποτα που να θυμίζει ένα τέτοιο σχέδιο.

Σχολιάζοντας κριτικά τις απόψεις του Νίκου Παππά για τη μεσαία τάξη, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ανέφερε: «Μέσα στο κόμμα έχουμε βασικές διαφορές που πρέπει να λύσουμε, όπως για τα μεσαία στρώματα. Πράγματι -όπως είπε ο Νίκος Παππάς- το σχέδιο Πισσαρίδη οδηγεί στην διάλυση των ΜμΕ. Μπορούμε να κάνουμε ένα σχέδιο για να ενισχύσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Εγώ λέω μπορούμε, με ένα σχέδιο ενίσχυσής τους και πρόσβασής τους στον τραπεζικό δανεισμό. Αλλά, αν λέει η ΝΔ ότι θα τους μειώσουμε τους φόρους, πώς μπορούμε εμείς να πούμε ότι θα τους μειώσουμε περισσότερο; Η Αριστερά θέλει κοινωνικό κράτος που απαιτεί χρηματοδότηση και φορολογία. Θα την κάνουμε αυτή την συζήτηση;» Στην πραγματικότητα όμως, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν διαφωνεί ουσιαστικά με τον Νίκο Παππά. Γιατί το αποφασιστικό ζήτημα σε σχέση με τα μεσαία στρώματα δεν είναι το αν αυτά θα πληρώσουν λιγότερους ή περισσότερους φόρους. Αυτή είναι μια συζήτηση που ταιριάζει να γίνεται όχι μεταξύ αριστερών, αλλά μεταξύ αστών πολιτικών.

Όχι, δεν είναι αριστερή πολιτική η φορολογία στους μικροαστούς, όπως διαλαλεί ο Τσακαλώτος. Οι φόροι στους μικροαστούς πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, δηλαδή στο έδαφος της κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, είναι δεξιά πολιτική, γιατί καταλήγουν κυρίως στις τσέπες των καπιταλιστών μέσα από επιδοτήσεις, επενδυτικά κίνητρα, κρατικές παραγγελίες, εργολαβίες δημοσίων έργων, κρατικά δάνεια κ.λπ. και επίσης, στις τσέπες διεφθαρμένων κρατικών γραφειοκρατών και κυβερνητικών παραγόντων. Ούτε όμως από την άλλη πλευρά, τα μεσαία στρώματα θα σωθούν από τον αφανισμό που τους επιφυλάσσει η καπιταλιστική κρίση με λιγότερους φόρους. Μπορούν να σωθούν, και συνεπώς και να κερδηθούν σταθερά στην Αριστερά, μόνο με μια πολιτική που θα τα προστατέψει δραστικά από την απόπειρα συντριβής τους από το μεγάλο κεφάλαιο.

Μια τέτοια πολιτική είναι μόνο η επαναστατική σοσιαλιστική πολιτική, η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων, την κοινωνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος για να μπορούν να σβηστούν τα πανωτόκια και τα ληστρικά χρέη των μικροαστών, και τη βαριά φορολόγηση ΜΟΝΟ του μεγάλου κεφαλαίου και της μεγάλης περιουσίας. Αλλά με αυτά τα ΜΟΝΑ αληθινά σωτήρια μέσα για την μεσαία τάξη μέτρα, ο Τσακαλώτος, ο Παπάς, αλλά και όλοι οι άλλοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ πως…διαφωνούν.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σχόλιο στην ομιλία Τσακαλώτου ήταν το ακόλουθο: «Επιτρέπεται να είμαι περήφανος για τις ιδέες και τις αναλύσεις της Αριστεράς; Όταν λέγανε οι φιλελεύθεροι ότι αν μειώσουμε τους φόρους στους πλούσιους θα φέρει επιχειρηματικότητα και ανάπτυξη, οι αριστεροί οικονομολόγοι έλεγαν ότι αν μειώσεις τους φόρους απλά θα κάνεις τους πλούσιους πιο πλούσιους. Όταν έλεγαν ότι με την μείωση των μισθών θα ενισχυθούν οι επενδύσεις, εμείς λέγαμε ότι αντίθετα δεν θα κατευθυνθούν οι επιχειρήσεις σε τεχνολογικές επενδύσεις αλλά στην μείωση ή στην καθήλωση των μισθών. Δεν πρέπει να είμαστε περήφανοι που τα λέγαμε τότε και δικαιωθήκαμε;» Αν πραγματικά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επιθυμεί εδώ να λάβει μια ειλικρινή απάντηση, θα του λέγαμε πως όχι, δεν επιτρέπεται ο ίδιος να είναι καθόλου υπερήφανος. Γιατί ως υπουργός Οικονομικών δεν έκανε αριστερή, αλλά δεξιά φορολογική πολιτική.

Επί υπουργίας του, την ώρα που τα μερίσματα των μετόχων εταιρειών είχαν φορολογικό συντελεστή 15% και ο φόρος πολυτελούς διαβίωσης για τα ΙΧ άνω των 2.500 κυβικών, τις πισίνες και τα αεροσκάφη είχε συντελεστή 13%, ο αντίστοιχος συντελεστής φόρου σε βασικά είδη και υπηρεσίες λαϊκής κατανάλωσης ανερχόταν σε 24% και το αφορολόγητο για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους μειώθηκε.

Έχοντας ήδη ανασύρει λοιπόν στη μνήμη μας αυτές τις αναμνήσεις από το δεξιό υπουργικό του παρελθόν, το αριστερό ιδεολογικό κήρυγμα που περιείχε η ομιλία Τσακαλώτου μας ακούγεται ακόμα πιο υποκριτικό: «Εγώ πιστεύω ότι αν δεν δίνεις τις ιδεολογικές μάχες δεν μπορείς να κερδίσεις την ηγεμονία. Οι κυρίαρχες ιδέες, όπως έλεγε ο Μαρξ, είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης, αν δεν πολεμήσεις για την ηγεμονία με τις δικές σου προτάσεις και ιδέες, ό,τι προτείνεις θα ενσωματώνεται στην ηγεμονία του αντιπάλου». Πράγματι, ο Μαρξ είπε ότι οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες τις άρχουσας τάξης. Αλλά επίσης, είπε ότι το κράτος στον καπιταλισμό είναι το κράτος της άρχουσας τάξης και ότι, συνεπώς, οι αριστεροί ηγέτες θα πρέπει να βοηθήσουν την εργατική τάξη να γκρεμίσει αυτό το κράτος και όχι να το διαχειρίζονται βάζοντας στους εργαζόμενους και στα φτωχά λαϊκά στρώματα περισσότερους άμεσους και έμμεσους φόρους με σκοπό να το σώσουν από τη χρεοκοπία, όπως έκανε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Αυτός ο διαπρύσιος κήρυκας της αριστεροσύνης, που επικαλείται τσιτάτα από τον Μαρξ ενώ όλοι γνωρίζουν ότι εφάρμοσε ως υπουργός τις συνταγές των παιδιών του Φρίντμαν, έχοντας την αξίωση να πλασάρεται ως αριστερός υποψήφιος δεν εκθέτει μόνο την τάση της Ομπρέλας που τον έχει ως επικεφαλής της. Με την περίσσια υποκρισία που εκπέμπει στο όνομα της Αριστεράς η υποψηφιότητά του, μετατρέπεται σε ένα ακόμα αντι-αριστερό επιχείρημα στα χείλη της Δεξιάς και της άρχουσας τάξης. Και μιλώντας συγκεκριμένα για τη μάχη μεταξύ των 5 υποψήφιων για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στα πιο απελπισμένα, δύσπιστα με την ηγεσία και συγχυσμένα τμήματα της βάσης του κόμματος, γίνεται δυστυχώς ένα κίνητρο για να ενισχυθεί η δεξιότερη υποψηφιότητα, αυτή του μεγαλοαστού δημαγωγού Στέφανου Κασσελάκη.

Καμιά αυταπάτη για τους υποψήφιους!

Ύστερα κι από την ύστατη αυτή πινελιά που ζωγράφισαν στις πολιτικές πλατφόρμες τους οι 5 υποψήφιοι στο λεγόμενο Διαρκές Συνέδριο, ο πολιτικός χαρακτήρας κάθε υποψηφιότητας είναι πλέον αρκετά ξεκάθαρος.

Η Έφη Αχτσιόγλου είναι η εκλεκτή του μεγάλου τμήματος της κομματικής γραφειοκρατίας που επιθυμεί να βαδίσει στα βήματα της οπορτουνιστικής εποχής Τσίπρα, συνεχίζοντας ομαλά τη διεύρυνση προς το κέντρο και αποφασίζοντας για τους ρυθμούς μέσα από τους οποίους αυτή θα εξελιχθεί και για την έκταση που αυτή θα λάβει, με μια τακτική «βλέποντας και κάνοντας», ιδιαίτερα με κριτήριο τα αποτελέσματα που θα βγάλουν οι νέες δοκιμασίες των τοπικών και των ευρωπαϊκών εκλογών. Ο Νίκος Παπάς είναι ο εκλεκτός εκείνου του τμήματος της κομματικής γραφειοκρατίας που επιδιώκει από τώρα ταχύτερους ρυθμούς διεύρυνσης-δεξιάς στροφής, θεωρώντας (ανοήτως) ότι αυτός ο δρόμος προς το κέντρο και τη μεσαία τάξη αποτελεί την προϋπόθεση για να αποφευχθούν 2 ακόμα νέες μεγάλες εκλογικές ήττες.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι ο αγαπημένος του πιο παλιού τμήματος της γραφειοκρατίας που επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό, παρότι έχει έμπρακτα αποδείξει ότι δεν έχει κανένα ταμπού να ακολουθήσει την πλειοψηφία στις δεξιότερες δυνατές επιλογές, όταν μάλιστα διαφαίνονται στον ορίζοντα καλά υπουργικά και λοιπά κρατικά ανταλλάγματα. Ο Στεφανος Τζουμάκας (φιλοδοξεί να) είναι ο εκπρόσωπος εκείνων των πασοκογενών παραγόντων της γραφειοκρατίας και των ψηφοφόρων που έχουν ως σημείο αναφοράς το παλιό ΠΑΣΟΚ.

Όλοι αυτοί οι καριερίστες γραφειοκράτες που δεν κατάλαβαν ή κάνουν πως δεν κατάλαβαν ότι η αιτία της εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η παρατεταμένη δεξιά στροφή, συναγωνίζονται στο ποιός θα εμφανιστεί ως πιο πιστός υποστηρικτής της οπορτουνιστικής παράδοσης Τσίπρα, με τον Τζουμάκα λόγω ιστορίας και παραστάσεων, να προσθέτει στον τσιπρικό οπορτουνισμό αποχρώσεις πατριωτικού-ανδρεοαπανδρεϊκού, αλλά και ευρωπαϊστικού-σημιτικού, οπορτουνισμού.

Ο Στέφανος Κασελλάκης ανήκει αναμφίβολα σε μια άλλη κατηγορία. Το γεγονός ότι δεν αναδείχθηκε από την κομματική γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ, ο ρόλος της οποίας είναι σε τελική ανάλυση εκείνος του δικηγόρου της άρχουσας τάξης μέσα στο κόμμα, υπογραμμίζει τον δικό του ρόλο ως απευθείας εκφραστή της άρχουσας τάξης και του καπιταλισμού μέσα στο κόμμα.

Τόσο οι 4 οπορτουνιστές γραφειοκράτες, όσο και ο μεγαλοαστός δημαγωγός, αποτελούν ταυτόχρονα φορείς και πολιτικά προϊόντα της ίδιας διαδικασίας, δηλαδή του προχωρημένου αστικού εκφυλισμού ενός πρώην αριστερού κόμματος που έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται με ραγδαίους ρυθμούς από την εργατική τάξη και τη νεολαία. Από αυτή τη θεμελιακή εκτίμηση απορρέει το ακόλουθο πολιτικό καθήκον κάθε αριστερού αγωνιστή που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ: πρέπει να γυρίσει την πλάτη και στους 5 υποψήφιους προέδρους!

Η φιλοκαπιταλιστική εκδοχή της «Αριστεράς» που υπερασπίζουν, έχει να δώσει στους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μόνο ήττες και προδοσίες. Η πολιτική απάντηση στις ανάγκες και τις πολιτικές αναζητήσεις του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας βρίσκεται μόνο στις ιδέες και το πρόγραμμα του κομμουνισμού. Μόνο η οργάνωση και ο αγώνας με τις κομμουνιστικές ιδέες στο επίκεντρο μπορεί να εγγυηθεί ότι η «επόμενη φορά Αριστερά» θα είναι γνήσια και θα οδηγήσει στις αναγκαίες επαναστατικές αλλαγές για την κατάκτηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Διαβάστε το 1ο, το 2ο και το 3ο μέρος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα