Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΗ Κυβέρνηση της Αριστεράς και η ηγεσία του ΚΚΕ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η Κυβέρνηση της Αριστεράς και η ηγεσία του ΚΚΕ

Η δημοσκοπική άνοδος του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και η κατάρρευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δείχνουν ότι η Αριστερά θα μπορούσε στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση να διεκδικήσει ακόμη και την κυβέρνηση. Ένα μέτωπο της Αριστεράς μ’ ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και με στόχο την εξουσία θα μπορούσε να αλλάξει αποφασιστικά το συσχετισμό δυνάμεων ταχύτατα. Η προοπτική εξουσίας θα συσπείρωνε πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης, θα επιτάχυνε την αποσύνθεση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και θα αποδυνάμωνε τις εφεδρείες της αστικής τάξης, όπως το κόμμα του Καμένου. Μία τέτοια ενωτική, σοσιαλιστική πρόταση εξουσίας της Αριστεράς, θα άνοιγε στις μάζες καινούριες προοπτικές και θα αύξανε την πολιτική δύναμη της εργατικής τάξης. Η ψυχολογία της ήττας και της απελπισίας θα έδιναν την θέση τους στην ελπίδα και τον ενθουσιασμό.

Η δημοσκοπική άνοδος του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και η κατάρρευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δείχνουν ότι η Αριστερά θα μπορούσε στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση να διεκδικήσει ακόμη και την κυβέρνηση. Ένα μέτωπο της Αριστεράς μ’ ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και με στόχο την εξουσία θα μπορούσε να αλλάξει αποφασιστικά το συσχετισμό δυνάμεων ταχύτατα. Η προοπτική εξουσίας θα συσπείρωνε πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης, θα επιτάχυνε την αποσύνθεση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και θα αποδυνάμωνε τις εφεδρείες της αστικής τάξης, όπως το κόμμα του Καμένου. Μία τέτοια ενωτική, σοσιαλιστική πρόταση εξουσίας της Αριστεράς, θα άνοιγε στις μάζες καινούριες προοπτικές και θα αύξανε την πολιτική δύναμη της εργατικής τάξης. Η ψυχολογία της ήττας και της απελπισίας θα έδιναν την θέση τους στην ελπίδα και τον ενθουσιασμό.

Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως, αποκρούει πεισματικά κάθε έκκληση για ενότητα, τόσο σε επίπεδο δράσης, όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ακόμη πιο αποφασιστικά, αποκρούει τις εκκλήσεις για ενότητα που αναφέρονται σε ένα μέτωπο με στόχο μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Σε άρθρο του με τίτλο «Θέλει το ΚΚΕ να κυβερνήσει;» (Ριζοσπάστης 18/3/2012) ο Μ. Μαΐλης γράφει: «Η απάντηση είναι τελείως διαφορετική από εκείνη που ίσως περιμένει ο απλός άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει λίγο την πολιτική του ΚΚΕ … Το ΚΚΕ δεν παλεύει για να κυβερνήσει το ίδιο, παλεύει για να κατακτήσει η εργατική τάξη την εξουσία της, που θα την ασκήσει σε όφελος όλου του λαού.»

Εδώ αυτός ο «απλός άνθρωπος» θα μπορούσε να ρωτήσει: δεν είναι το ΚΚΕ το κόμμα της εργατικής τάξης; Με την πάλη για τον άνοδο του στην εξουσία δεν παλεύει για να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης; Ο Μ. Μαΐλης εξηγεί ότι το ζήτημα δεν είναι το αν θα βρίσκεται το ΚΚΕ στην κυβέρνηση, αλλά το αν θα έχουμε μία κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί τον καπιταλισμό. Στο άρθρο του γράφει: «Το ΚΚΕ δεν πρόκειται να συναινέσει ή να πάρει μέρος σε οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση, με σκοπό να διαχειριστεί την καπιταλιστική κρίση… Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση υπέρ του λαού στο πλαίσιο της κυριαρχίας των μονοπωλίων, στο πλαίσιο της εξουσίας τους… Το δίλημμα είναι: Εργατική – λαϊκή εξουσία ή αστική. Τίποτα ενδιάμεσο.»

Θεωρία των σταδίων: μια ασυνεπής αποκήρυξη ως υπεκφυγή

Η ηγεσία του ΚΚΕ δικαιολογεί την εναντίωση της στην συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς προβάλλοντας την ανάγκη για την εργατική (και «λαϊκή») εξουσία, «τίποτα ενδιάμεσο» δεν μπορεί να υπάρξει, καμία φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ εναντιώνεται φραστικά στην περίφημη «θεωρία των σταδίων», που το κόμμα υπεράσπιζε με διαφορετικές μορφές εδώ και σχεδόν 80 χρόνια.

Σύμφωνα με αυτή τη ρεφορμιστική θεωρία που συνδέθηκε με μεγάλες ήττες και προδοσίες του επαναστατικού αγώνα του διεθνούς εργατικού κινήματος, είναι δήθεν δυνατό να υπάρξει στον καπιταλισμό ένα ενδιάμεσο «δημοκρατικό – φιλολαϊκό» στάδιο, πριν από τον σοσιαλισμό και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή η θεωρία μπήκε επίσημα στο πρόγραμμα του ΚΚΕ – όπως έξοχα αποκάλυψε ο πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ και υποστηρικτής των ιδεών του Τρότσκι Π. Πουλιόπουλος στο έργο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;» – από την ηγεσία του Ν. Ζαχαριάδη το Γενάρη του 1934 (με την περίφημη 6η Ολομέλεια).

Σε ένθετο του «Ριζοσπάστη» με τίτλο «Λένιν-γράμματα για την τακτική» εξηγείται πιο αναλυτικά η νέα επίσημη φρασεολογία της ηγεσίας σχετικά με τη θεωρία των σταδίων: « Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού ο καπιταλισμός έχει μπει στο αντιδραστικό στάδιό του εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). Η άποψη – θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα.

Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση, από το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, “ενδιάμεσου” στόχου εξουσίας, που χαρακτηριζόταν είτε ως “επαναστατική εξουσία αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα” ή “Λαϊκή Δημοκρατική Κυβέρνηση”, είτε ως “αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή εξουσία” ή ως “αντιμονοπωλιακή διακυβέρνηση”.» (Ριζοσπάστης, 15/1)

Δεν θα μπορούσε να προσθέσει κανείς κάτι στις παραπάνω γραμμές. Η ηγεσία του ΚΚΕ έκανε ένα βήμα μπροστά – αν και με καθυστέρηση 80 χρόνων – κριτικάροντας την ρεφορμιστική θεωρία των σταδίων, που έχει βάλει την σφραγίδα της σχεδόν σε όλες τις μεγάλες ήττες των επαναστάσεων του προηγούμενου αιώνα. Όμως δεν βγάζει από αυτό όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Η θεωρία των σταδίων παρουσιάζεται από την ηγεσία του ΚΚΕ σαν ένα απλό λάθος. Στην πραγματικότητα ήταν ο κεντρικός πυλώνας στο πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπό τον Στάλιν. Συνιστούσε την εγκατάλειψη του μαρξισμού από το κομμουνιστικό κίνημα και την επιστροφή στην ρεφορμιστική αντίληψη για «έναν ανθρώπινο καπιταλισμό». Οποιοσδήποτε εναντιωνόταν σε αυτή τη γραμμή, στην καλύτερη περίπτωση διαγράφονταν σαν μικροαστός αριστεριστής.

Η μόνη πολιτική τάση που συστηματικά καταπολέμησε με συνέπεια τον οπορτουνισμό και τα εγκληματικά λάθη της διεθνούς σταλινικής ηγεσίας– και γι’ αυτό κυνηγήθηκε και εξοντώθηκε – ήταν η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση υπό τη ηγεσία του Τρότσκι. Η ηγεσία του ΚΚΕ λοιπόν, αν θέλει ειλικρινά να αποκηρύξει τη θεωρία των σταδίων πρέπει να αποκαταστήσει πολιτικά αυτές τις γνήσιες μαρξιστικές δυνάμεις που πάλεψαν ενάντια στον οπορτουνισμό μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα και να «αποκαθηλώσει» τον Στάλιν και την τότε ηγεσία της ΕΣΣΔ που υπεράσπισαν αυτή τη θεωρία. Αντίθετα όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ παρά τη σημερινή της φραστική εναντίωση στους «ενδιάμεσους στόχους εξουσίας», τα τελευταία χρόνια παρασημοφορεί πολιτικά και εκθειάζει τον Στάλιν και τον σταλινισμό, καθώς και τον πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπό του στην Ελλάδα, το Ν. Ζαχαριάδη.

Το πιο σπουδαίο ζήτημα όμως, είναι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν βγάζει και τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα από την τυπική εγκατάλειψη της θεωρίας των σταδίων. Από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα ενδιάμεσο φιλολαϊκό στάδιο στον καπιταλισμό δεν βγάζει το συμπέρασμα ότι πρέπει να προβληθούν μεταβατικά σοσιαλιστικά αιτήματα σήμερα, στα πρότυπα του ιδρυτικού, λενινιστικού προγράμματος της Κομουνιστική Διεθνούς. Η προβολή της αναγκαιότητας για κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού δεν συνδέονται με συγκεκριμένες διεκδικήσεις στο σήμερα που θα αμφισβητούν τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά παραπέμπονται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.

Η ηγεσία του ΚΚΕ προβάλει ένα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που δεν το συνδέει καμία γέφυρα με το σοσιαλιστικό μέλλον. Όπως εξηγεί αποκαλυπτικά στο άρθρο του ο σ. Μαΐλης χρησιμοποιώντας την κλασσική απολογητική μέθοδο του οπορτουνισμού που μονίμως μεταθέτει τον σοσιαλισμό για μια πιο «ώριμη» περίοδο στο μέλλον, το ΚΚΕ σε αυτή την φάση έχει ως κεντρικό στόχο «την ανασύνταξη του κινήματος και την οργάνωση της δράσης του ενάντια στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, για να μην εφαρμόζονται οι ατομικές συμβάσεις, ενάντια στις απολύσεις, στις περικοπές μισθών και των συντάξεων, στη μαύρη και ανασφάλιστη εργασία…» και άλλα τέτοια. Έτσι σήμερα προβάλλονται μόνο οι «ρεαλιστικές», «άμεσες» διεκδικήσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού και οι σοσιαλιστικοί στόχοι χρησιμεύουν μόνο για τις ομιλίες στις κομματικές συγκεντρώσεις.

Στην σημερινή εποχή παρακμής του καπιταλισμού όμως, ακόμη και η πάλη για τις πιο στοιχειώδεις, άμεσες διεκδικήσεις είναι εξαιρετικά επισφαλής και αβέβαιη. Με πάνω από 1 εκατομμύριο ανέργους και με την ύφεση να καλπάζει, ο κάθε εργαζόμενος καταλαβαίνει ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες για αυξήσεις μισθών και άλλες επί μέρους διεκδικήσεις είναι, αν όχι αδύνατοι, εξαιρετικά αβέβαιοι.

Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η εργατική τάξη μετά από σκληρούς αγώνες πετύχει την αύξηση στους μισθούς, ή αποτρέψει απολύσεις, αυτή η νίκη θα είναι εξαιρετικά ασταθής μέσα στα πλαίσια του σημερινού καπιταλισμού που ιστορικά σαπίζει. Μία αύξηση στους μισθούς θα υπονομευθεί από την άνοδο των τιμών, των φόρων, ενώ η όποια ανάκληση απολύσεων δεν μπορεί να έχει σταθερό χαρακτήρα όταν η ανεργία – οργανική όπως η σημερινή και όχι συγκυριακή – καλπάζει. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι οι κομμουνιστές δεν πρέπει να παλεύουν για τις πιο στοιχειώδεις και άμεσες διεκδικήσεις. Κάθε άλλο, πρέπει να βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την πιο στοιχειώδη διεκδίκηση της εργατικής τάξης. Παράλληλα όμως, ο ρόλος τους είναι να εξηγούν με υπομονή την αλήθεια, ότι δηλαδή οι επιμέρους κατακτήσεις δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν μέσα στον καπιταλισμό και ότι είναι αναγκαία η συνολική ανατροπή του και η νίκη του σοσιαλισμού.

Οι διεκδικήσεις που πρέπει να προβάλουν οι κομμουνιστές είναι μεταβατικές, δηλαδή πρέπει να ξεκινούν από τις συνθήκες και τη συνείδηση της εργατικής τάξης σήμερα και να την συνδέουν με την ανάγκη της κατάκτησης της εξουσίας και το σοσιαλισμό. Ενάντια στην ανεργία πρέπει να προβάλουμε την ανάγκη για εθνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο όλων των επιχειρήσεων που κλείνουν. Πρέπει να παλέψουμε για κινητή κλίμακα ωρών εργασίας, ώστε να μοιραστούν όλες οι θέσεις εργασίας στα διαθέσιμα εργατικά χέρια με γενική μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς μείωση μισθών. Επίσης, κάθε αύξηση στις τιμές να συνοδεύεται αυτόματα από ανάλογη αύξηση στους μισθούς. Μια άλλη διεκδίκηση πρέπει να είναι η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και όλων των βασικών μοχλών της οικονομίας κάτω από εργατικό έλεγχο και φυσικά, η πάλη για την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης, η οποία στηριγμένη στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα.

Με όπλο την υπομονετική εξήγηση οι κομμουνιστές μπορούν να διαδώσουν αυτό το πρόγραμμα στις μάζες και να δείξουν το δρόμο προς το σοσιαλισμό σήμερα. Το κόμμα λοιπόν, είναι ανάγκη να κάνει μια θαρρετή στροφή, να εγκαταλείψει τη ρεφορμιστική θεωρία των σταδίων για να επιστρέψει στις γνήσιες ιδέες του μαρξισμού και στο πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς όπως αυτό χαράχτηκε από τον ίδιο το Λένιν και την μπολσεβίκικη ηγεσία στα 4 πρώτα συνέδρια της.

Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει την ρεφορμιστική θεωρία των σταδίων μόνο στα λόγια. Μπορεί η ανάγκη για εργατική εξουσία να προπαγανδίζεται πιο έντονα από την ηγεσία, όμως η θεωρία των σταδίων παραμένει ζωντανή τόσο στις διεκδικήσεις που προβάλει το κόμμα, όσο και στο ίδιο του το πρόγραμμα.

Στο ισχύον πρόγραμμα του 1996 διαβάζουμε: «..Η συγκέντρωση δυνάμεων και η συγκρότηση του ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης είναι το άμεσο πολιτικό καθήκον του ΚΚΕ. Πίσω και έξω από αυτήν τη γραμμή πάλης δεν υπάρχει ελπίδα για απόσπαση ουσιαστικών και βιώσιμων κατακτήσεων…» (Πρόγραμμα του ΚΚΕ, Θέση 29). Αν η ηγεσία θέλει ειλικρινά να εγκαταλείψει την θεωρία των σταδίων θα έπρεπε να θέσει ξανά τον σοσιαλισμό και την εργατική εξουσία σαν άμεσο πολιτικό στόχο, αλλάζοντας επίσημα και μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες του κόμματος το πρόγραμμα αυτό.

Ισχυρή αντιπολίτευση ή πάλη για την εξουσία;

Η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται σήμερα να προτείνει έναν συγκεκριμένο δρόμο για την επίτευξη της εργατικής εξουσίας και πρακτικά περιορίζεται στο να προβάλει την ανάγκη για συνδικαλιστικό αγώνα και «ισχυρή αντιπολίτευση». Το σύνθημα λοιπόν για τις εκλογές είναι παρόμοιο με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις: «Αδύναμη κυβέρνηση ισχυρός ο Λαός».

Σε άρθρο του Ριζοσπάστη στις 22/03 αυτή η τακτική εξηγείται πιο αναλυτικά: «Η θέση λοιπόν η δική μας είναι αυτή ακριβώς. Ότι από τις εκλογές πρέπει να προκύψει αδύναμη κυβέρνηση, ή για να πάμε ανάποδα, ισχυρό ΚΚΕ, τόσο ισχυρό, όσο αδύναμη κυβέρνηση. Από την άλλη μέρα από τις εκλογές, ανάλογα και με τα αποτελέσματα, ή θα νιώσουν δυνατοί και θα πάρουν τα μέτρα μια και έξω και όσο γίνεται πιο γρήγορα ή θα δυσκολευτούν». Η ηγεσία του ΚΚΕ εδώ, λέει καθαρά ότι όσοι και να ψηφήσουν το KKE, όσο ισχυρή και να είναι η Αριστερά, το καλύτερο που έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι είναι πιο δυνατή αντιπολίτευση, περισσότερα εμπόδια για την επόμενη κυβέρνηση στην απόπειρά της να εφαρμόσει τα αντιδραστικά της μέτρα. Για περισσότερα οι εργαζόμενοι θα πρέπει προφανώς ακόμα να περιμένουν …

Το επιχείρημα που προβάλει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι ότι μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό είναι απόλυτα σωστό, αν κάποιος (όπως δυστυχώς το κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ) υποστηρίζει μια αριστερή κυβέρνηση που θα δοκιμάσει να εφαρμόσει ένα άλλο, «προοδευτικό» μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού, που όπως ήδη εξηγήσαμε δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει. Είναι επίσης σωστό ότι η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης από μόνη της δε λύνει το ζήτημα της εξουσίας. Η πραγματική εξουσία, δηλαδή ο έλεγχος της οικονομίας και του πυρήνα του αστικού κράτους θα συνεχίζει να είναι στα χέρια των μονοπωλίων και των υποτακτικών τους, υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων.

Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ τοποθετείται σαν η ρεφορμιστική αριστερή κυβέρνηση να είναι η μόνη μορφή αριστερής κυβέρνησης που μπορεί να υπάρξει σήμερα. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σωστό. Η ισχυρή σημερινή απήχηση της Αριστεράς και η αυξανόμενη ανυποληψία των αστικών κομμάτων και ηγεσιών έχει δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ συγκροτούσαν μια συμμαχία στη βάση ενός επαναστατικού, σοσιαλιστικού προγράμματος θα μπορούσαν να πετύχουν την εκλογή μιας κυβέρνησης που θα μπορούσε με την πολιτική της να ανοίξει τον δρόμο για την εργατική εξουσία.

Το σύνθημα για μια κυβέρνηση αριστερή, εργατική, με ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, δεν είναι καθόλου ένα «οπορτουνιστικό σύνθημα» όπως υπονοεί η ηγεσία του ΚΚΕ. Αντίθετα είναι βγαλμένο μέσα από τις καλύτερες επαναστατικές παραδόσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το σύνθημα αυτό το εισήγαγε η Κομμουνιστική Διεθνής της περιόδου του Λένιν στο 3ο και το 4ο συνέδριό της. Στα ντοκουμέντα του 4ου συνεδρίου διαβάζουμε: «Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία της αστικής τάξης με την σοσιαλδημοκρατία, οι κομμουνιστές αντιτάσσουν το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και τον πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό όλων των εργατικών κομμάτων εναντίων της μπουρζουαζίας για την οριστική ανατροπή της.

Στον αγώνα όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας, όλος ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να περάσει στα χέρια της εργατικής κυβέρνησης και οι θέσεις της εργατικής κυβέρνησης να ενισχυθούν…. Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας»(4ο συνέδριο ΚΔ, εκδόσεις πρωτοποριακή βιβλιοθήκη, σελ 22).

Τονίζεται επίσης ότι «σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη.» Μία τέτοια κατάσταση έχουμε ξεκάθαρα στην Ελλάδα σήμερα, και το σύνθημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς γίνεται απόλυτα επίκαιρο.

Η μέθοδος της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Λένιν ήταν η ακόλουθη: σε κάθε βήμα να δείχνουμε στην εργατική τάξη τον πιο σύντομο δρόμο για την εξουσία, να ενισχύουμε τις θέσεις της, να τη βοηθάμε να βγάζει συμπεράσματα από την εμπειρία της, να εκμεταλλευόμαστε την αδυναμία της αστικής τάξης. Το σύνθημα για μια εργατική κυβέρνηση σήμερα, μεταφράζεται στο σύνθημα για μια κυβέρνηση ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ με σοσιαλιστικό πρόγραμμα, που θα καλέσει τις μάζες όχι μόνο να την ψηφίσουν στις εκλογές, αλλά και να παλέψουν οργανωμένα για την εφαρμογή του προγράμματος της.

Η απόλυτα εφικτή απόσπαση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από μια σοσιαλιστική συμμαχία ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, θα μπορούσε να περάσει μια σειρά νομοθετημάτων που θα οδηγήσουν στην εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, στην συντριβή του πυρήνα του αστικού κρατικού μηχανισμού και στην μεταφορά της εξουσίας στις κατά χώρο δουλειάς και γειτονιά οργανωμένες εργαζόμενες μάζες. Έτσι η εκλογή μιας τέτοιας κυβέρνησης θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την σοσιαλιστική επανάσταση και την πολυπόθητη εργατική εξουσία. Ο σημερινός πολιτικός συσχετισμός δύναμης είναι εξαιρετικά ευνοϊκός για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Όμως η παθητική, μοιρολατρική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι του ζητήματος της εξουσίας, είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο μια τεράστια ιστορική ευκαιρία μένει ανεκμετάλλευτη. Τα μέλη του κόμματος και της ΚΝΕ έχουν ιστορικό καθήκον να παλέψουν ενάντια την εγκληματική αυτή στάση της ηγεσίας τους.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα