Η Νέα Οικολογική και Κοινωνική Λαϊκή Ενότητα (NUPES) έχει την υποστήριξη εκατομμυρίων νέων και εργαζομένων. Βλέπουν αυτή την εκλογική συμμαχία ως τον μόνο τρόπο για να νικήσουν τη Δεξιά στις βουλευτικές εκλογές – ή τουλάχιστον ως έναν καλό τρόπο για να ενισχυθεί η αριστερή αντιπολίτευση στην επόμενη Εθνοσυνέλευση, και ιδιαίτερα η Ανυπότακτη Γαλλία (FI) του Μελανσόν.
Επιπλέον, το συμφωνηθέν πρόγραμμα της NUPES ανταποκρίνεται σε αρκετά βασικά αιτήματα του επίσημου προγράμματος της FI (για τις συντάξεις, τον κατώτατο μισθό, το πάγωμα των τιμών κ.λπ.). Από αυτή την άποψη, η συμμαχία εμφανίζεται στους ψηφοφόρους του Μελανσόν ως η άμεση προέκταση του επίσημου προγράμματος της FI, το L’Avenir en commun. Έτσι, η NUPES δεν θα άνοιγε μόνο την προοπτική να ηττηθεί η Δεξιά· θα άνοιγε επίσης, και πάνω απ’ όλα, την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης η οποία – σε αντίθεση με αυτή του Φρανσουά Ολάντ (2012-2017) – θα ακολουθούσε μια γνήσια πολιτική προοδευτικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Η Révolution (Επανάσταση) είναι προφανώς υπέρ της ήττας της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς στις 12 και 19 Ιουνίου. Καλούμε τους αναγνώστες μας να ψηφίσουν τους υποψηφίους της NUPES. Ωστόσο, αυτή η συμμαχία εγείρει μια σειρά προβλημάτων που δεν είναι δευτερεύοντα ζητήματα.
Ρεφορμισμός
Εν όψει των προεδρικών εκλογών, η Révolution κάλεσε σε στήριξη υπέρ του υποψηφίου της FI. Όπως και το 2017, αυτή ήταν μια κριτική υποστήριξη. Ως μαρξιστική οργάνωση, έχουμε πολλές διαφορές με τις ιδέες και το πρόγραμμα της FI. Δημοσιοποιήσαμε μια επισκόπηση αυτών των διαφορών στη δήλωσή μας για το πρόγραμμα της FI.
Το κεντρικό μας επιχείρημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: μια κυβέρνηση της FI θα αντιμετωπίσει αμέσως τεράστια πίεση από τη γαλλική – και διεθνή – άρχουσα τάξη για να εγκαταλείψει το πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αντιμέτωπη με αυτές τις κολοσσιαίες πιέσεις, μια κυβέρνηση της FI θα βρισκόταν γρήγορα μπροστά σε δύο επιλογές: είτε να συνθηκολογήσει, δηλαδή να αποκηρύξει την εφαρμογή του προγράμματός της (όπως έκανε ο Τσίπρας στην Ελλάδα το 2015)· είτε να προχωρήσει σε επίθεση, δηλαδή να εφαρμόσει μια πολιτική ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα κρατικοποιώντας όλους τους κύριους μοχλούς της οικονομίας, υπό τον δημοκρατικό έλεγχο των εργαζομένων.
Το κύριο μειονέκτημα του L’Avenir en commun έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη αυτή την εναλλακτική. Δεν στοχεύει στη ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα. Επομένως, μια κυβέρνηση της FI θα ήταν ευάλωτη στις αναπόφευκτες και αμείλικτες πιέσεις της άρχουσας τάξης.
Οι πιέσεις που θα ασκούνταν σε μια κυβέρνηση της FI και στους βουλευτές της στην Εθνοσυνέλευση θα ίσχυαν επίσης, ακόμη περισσότερο, σε μια υποθετική κυβέρνηση της NUPES, της οποίας η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα αποτελείται όχι μόνο από βουλευτές της FI, αλλά και από το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα) και το EELV (Ευρώπη Οικολογία – Οι Πράσινοι). Πράγματι, αν το L’Avenir en commun δεν οραματίζεται τη ρήξη με τον καπιταλισμό, οι ηγέτες του PS και των Πρασίνων οραματίζονται κάτι τέτοιο ακόμη λιγότερο. Το PS και οι Πράσινοι αντιπροσωπεύουν τη δεξιά πτέρυγα του ρεφορμισμού: όλες οι πολιτικές τους εφαρμόζονται αυστηρά και σταθερά εντός των στενών ορίων του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο Ολιβιέ Φορ (αρχηγός του PS), ο Ζουλιέν Μπαγιού (αρχηγός του EELV) και οι υπόλοιποι θεωρούν την οικονομία της αγοράς και την καπιταλιστική ιδιοκτησία ως απαράβατες αναγκαιότητες που πρέπει να υπερασπιστούν. Και καθώς η αστική τάξη απαιτεί δραστικές αντιμεταρρυθμίσεις, με φόντο την οικονομική κρίση και την παρακμή του γαλλικού καπιταλισμού, οι ηγέτες των Πρασίνων και του PS δεν τολμούν να προτείνουν σοβαρές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Το πραγματικό τους πρόγραμμα – αυτό που υπερασπίστηκαν στις προεδρικές εκλογές – είναι εξαιρετικά μετριοπαθές. Αν ήταν στην εξουσία, θα κατέληγαν να εγκαταλείψουν ακόμη και τις πιο ήπιες μεταρρυθμίσεις, υπό τις εντολές του συνδικάτου των αφεντικών, του Medef. Η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ ήταν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού.
Η ευθραυστότητα της «συμφωνίας»
Είναι αλήθεια ότι για να σχηματίσουν τη NUPES, οι ηγέτες των Πρασίνων και του SP έπρεπε να υπογράψουν «συμφωνίες» των οποίων το προγραμματικό περιεχόμενο είναι πιο αριστερό από τα προγράμματα των υποψηφίων προέδρων τους, Ζαντό και Ινταλγκό. Ωστόσο, ο λόγος αυτής της «αριστερής στροφής» είναι προφανής: χωρίς τη NUPES, το SP και οι Πράσινοι θα είχαν υποστεί πανωλεθρία στις βουλευτικές εκλογές, δεδομένων των αντίστοιχων αποτελεσμάτων τους στις προεδρικές εκλογές (1,7% και 4,6%) σε σύγκριση με την FI (22%). Η NUPES προσφέρει στους Πράσινους και στο SP καλύτερες προοπτικές, όσον αφορά τις «διεκδικούμενες» έδρες, σε σύγκριση με την εκστρατεία τους στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Στις διαπραγματεύσεις με τους Πράσινους και το PS, λοιπόν, η ηγεσία της FI ήταν σε ισχυρή θέση να τους αναγκάσει να υπογράψουν «συμφωνίες» που περιείχαν πολλά βασικά αιτήματα από το L’Avenir en commun[1]. Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι η NUPES κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές. Η άρχουσα τάξη θα αντιταχθεί αμέσως και πολύ σθεναρά στην εφαρμογή του προγράμματός της. Θα ασκήσει διάφορους τύπους πιέσεων, ιδίως οικονομικές πιέσεις, όπως εκβιασμό για μείωση θέσεων εργασίας, φυγή κεφαλαίων κ.λπ.
Από τα Ηλύσια Πεδία, ο Μακρόν θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αντιταχθεί στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης. Τέλος, η πίεση της άρχουσας τάξης θα βρει αξιόπιστη υποστήριξη στους βουλευτές των Πρασίνων και του PS. Με την ισχύ τους σε οποιαδήποτε πιθανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα είναι σε θέση να απαιτήσουν από την FI να αποποιηθεί το πρόγραμμά της. Με άλλα λόγια, η πίεση της αστικής τάξης θα βρει άμεση έκφραση σε αυτή τη συνιστώσα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Για να αποφευχθεί η διάσπαση αυτής της πλειοψηφίας, και κατά συνέπεια η πτώση της κυβέρνησης, η FI θα ωθηθεί να αναθεωρήσει τους προγραμματικούς της στόχους. Αλλά η πίεση της αστικής τάξης δεν θα σταματήσει εκεί: θα απαιτεί συνεχώς νέες υποχωρήσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν την FI στον δρόμο που ακολούθησε το Podemos (Μπορούμε) στην Ισπανία με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του PSOE (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας). Μέσω των προγραμματικών του υποχωρήσεων, το Podemos έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της υποστήριξης που είχε κερδίσει μεταξύ των πιο ριζοσπαστικοποιημένων στρωμάτων της ισπανικής νεολαίας και της εργατικής τάξης.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το PSOE στην Ισπανία έχει πολύ περισσότερους βουλευτές από το Podemos, ενώ η FI έχει κρατήσει μια μεγάλη πλειοψηφία των «διεκδικούμενων» εδρών για τον εαυτό της. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα που θίγουμε, γιατί – σύμφωνα με την καταστατική συμφωνία της NUPES – είναι εντελώς αδύνατο οι βουλευτές της FI να έχουν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο. Εάν η NUPES κερδίσει τις εκλογές, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα εξαρτηθεί, μαθηματικά, από τους βουλευτές του PS και των Πρασίνων. Ωστόσο, μόλις εκλεγούν, οι τελευταίοι θα επικαλεστούν «επιτακτικές» συνθήκες για να αμφισβητήσουν το πρόγραμμα της NUPES.
Δεν είμαστε αντίθετοι σε συμφωνίες μεταξύ της FI, του PS και των Πρασίνων σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, συμφωνίες απόσυρσης στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά τα μεγέθη της ιδρυτικής συμφωνίας της NUPES θέτουν την FI σε μια κατάσταση όπου, εάν ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης, θα βρίσκεται υπό την πίεση ενός αποφασιστικού μέρους της δικής του πλειοψηφίας. Αυτός είναι ο θεμελιώδης λόγος για την αντίθεσή μας σε αυτή τη συμφωνία.
Αποστράτευση
Τούτου λεχθέντος, μια νίκη για τη NUPES απέχει πολύ από ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Μεταξύ της μάζας της νεολαίας και των εργαζομένων, το PS και οι Πράσινοι είναι εξαιρετικά απαξιωμένοι. Είναι αλήθεια ότι εκατομμύρια από αυτούς θα εξακολουθήσουν να ψηφίζουν υπέρ της NUPES, επειδή κυριαρχείται από την FI και περιλαμβάνει βασικά αιτήματα από το πρόγραμμά της. Αλλά είναι πιθανό ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας και της εργατικής τάξης να απέχει – ή, όπως στις προεδρικές εκλογές, να ψηφίσει υπέρ του Εθνικού Συναγερμού (RN).
Αυτό είναι το άλλο πρόβλημα που δημιουργεί η NUPES: μια συμμαχία με τους Πράσινους και το PS δεν είναι πιθανό να κινητοποιήσει τα εκατομμύρια των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων που, αντιμέτωποι με τις διαδοχικές προδοσίες αυτών των δύο κομμάτων, εξέφρασαν την απογοήτευσή τους με αποχή ή ψήφο στον RN. Επιπλέον, ένα τμήμα του εκλογικού σώματος του Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές θα αποστρατευτεί, για τους ίδιους λόγους. Δεδομένης της θλιβερής προεδρικής εκστρατείας του Φαμπιέν Ρουσέλ, ακόμη και η συμμετοχή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF) στη NUPES δεν είναι πιθανό να προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό στο εκλογικό σώμα του Μελανσόν.
Σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει μια ορισμένη αποστράτευση ακτιβιστών της FI σε εκλογικές περιφέρειες που διατέθηκαν στο PS, τους Πράσινους και το PCF. Αυτό είναι αναμενόμενο.
Εκλογικισμός
Μεταξύ των ακτιβιστών της FI, υπάρχει ένα «ρεαλιστικό» επιχείρημα που μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Η NUPES μπορεί να μην προκαλεί γενικό ενθουσιασμό, ειδικά στις 220 εκλογικές περιφέρειες που προορίζονται για το PS, τους Πράσινους και το PCF. Όμως, χάρη σε αυτή τη συμφωνία, η FI θα κερδίσει περισσότερες έδρες από όσες θα είχε κερδίσει σε μια προεκλογική εκστρατεία που διεξάγεται υπό τη δική της σημαία. Τακτικά, είναι ένα καλό σχέδιο». Δεν είμαστε πεισμένοι. Δεδομένων των αντίστοιχων αποτελεσμάτων των κομμάτων που απαρτίζουν τη NUPES στις προεδρικές εκλογές, μια ριζοσπαστική εκστρατεία της FI υπό τη δική της σημαία θα είχε σίγουρα επιτύχει καλά αποτελέσματα.
Αλλά αυτό παραβλέπει το κύριο ζήτημα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι σωστό, ο «ρεαλιστικός» υπολογισμός υποτάσσει τη στρατηγική της FI εξ ολοκλήρου στον μοναδικό στόχο της απόκτησης μέγιστου αριθμού βουλευτών – αποκλείοντας κάθε άλλο παράγοντα. Αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που διακυβεύονται στον αγώνα ενάντια στη Δεξιά και την άρχουσα τάξη.
Πρώτον, η NUPES αποδυναμώνει την FI οργανωτικά: στις εκλογικές περιφέρειες που προορίζονται για τους εταίρους της, πολλοί ακτιβιστές αποστρατεύονται. Αυτό είναι ακόμη πιο λυπηρό καθώς η FI είχε ένα σημαντικό κύμα νέων μελών πριν και μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Δεύτερον, η NUPES αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη της FI μεταξύ των εκατομμυρίων εργαζομένων, ανέργων και φτωχών που, μετά τις προδοσίες της «παλιάς Αριστεράς», απείχαν ή ψήφισαν υπέρ του RN.
Τέλος, η ηγεσία της FI θα πρέπει να εξηγήσει την ανάγκη προετοιμασίας μεγάλων κοινωνικών κινητοποιήσεων με τη μορφή διαδηλώσεων και απεργιών, χωρίς τις οποίες καμία νίκη δεν θα είναι δυνατή για την τάξη μας.
Σημειώσεις
[1] Αυτό που είναι πιο σημαντικό από αυτή την άποψη δεν είναι αυτό που συμφώνησαν να υπογράψουν οι Πράσινοι και το SP· μάλλον, είναι η αντίστασή τους σε ορισμένες από τις προτάσεις της FI. Για παράδειγμα, στη συμφωνία που υπογράφηκε με το SP, ο «οικολογικός σχεδιασμός» μετατράπηκε σε «προσέγγιση σχεδιασμού». Για τον μέσο «σοσιαλιστή» πολιτικό, η ιδέα του «σχεδιασμού» προκαλεί μια κόλαση στην οποία η οικονομία της αγοράς δεν μπορεί πλέον να δράσει ελεύθερα. Η αναφορά μιας «προσέγγισης» προσφέρει στους ρεφορμιστές τη δυνατότητα να κάνουν πίσω πριν προλάβουν να περάσουν το κατώφλι του οικονομικού σχεδιασμού.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αυγέρος