Γιατί η Μόσχα αγνόησε τις πληροφορίες για τη Γερμανική επίθεση
Από τα μέσα του 1941, ο Χίτλερ είχε κινητοποιήσει τρομερές στρατιωτικές δυνάμεις στα Σοβιετικά σύνορα. Τέσσερα εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στα σύνορα, έτοιμοι να εισβάλουν. Υπήρχαν επίσης 3.500 τανκς, περίπου 4.000 αεροπλάνα και 50.000 πυροβόλα και όλμοι. Προσπάθειες έγιναν να κρατηθεί αυτή η κινητοποίηση μυστική, αλλά δεδομένου του μεγέθους της, πολυάριθμες πληροφορίες διοχετεύθηκαν προς τη Σοβιετική κυβέρνηση από συνοριακές μονάδες, από τις Σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, ακόμα και από αξιωματούχους της Βρετανικής και της Αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Στάλιν αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τα σχετικά έγγραφα ραπόρτα και αντιθέτως, έγραψε πάνω σε αυτά την επιγραφή «Για το αρχείο».
Όλα αυτά, επιβεβαιώθηκαν από τον στρατηγό Ζούκωφ, στο βιβλίο του με τίτλο «Αναμνήσεις και Σκέψεις». Όταν ο Σοβιετικός στρατιωτικός διοικητής ζήτησε άδεια να θέσει τα Σοβιετικά στρατεύματα σε συναγερμό, ο Στάλιν αρνήθηκε. Αρνιόταν να πιστέψει ότι ο Χίτλερ θα εισβάλει. «Τα Γερμανικά αεροπλάνα αρχίζουν να μπαίνουν στο Σοβιετικό εναέριο χώρο» ανέφερε ο Διοικητής Αεροπορίας Νοβίκωφ, «αλλά δεν μας επιτρεπόταν να τα σταματήσουμε.» (Αναφέρεται στο βιβλίο του Μεντβέντεφ «Ας κρίνει η Ιστορία», σελ. 332).
Στην ομιλία του στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Χρουστσώφ σημείωσε ότι στις 3 Απριλίου 1941, ο Τσώρτσιλ, μέσω του πρεσβευτή του στην ΕΣΣΔ και ο Βρετανός υπουργός Στάφορντ Κριπς προσωπικά, προειδοποίησαν τον Στάλιν ότι οι Γερμανοί είχαν ξεκινήσει να συντάσσουν τις ένοπλες μονάδες τους με την πρόθεση να επιτεθούν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Τσώρτσιλ επιβεβαίωσε στα γραπτά του, ότι επιδίωξε να «προειδοποιήσει τον Στάλιν και να του εφιστήσει την προσοχή «στον κίνδυνο που τον απειλούσε». Ο Τσώρτσιλ το τόνισε αυτό επανειλημμένα στις επιστολές του την 18ης Απριλίου και τις επόμενες ημέρες.
«Παρ’ όλα αυτά», είπε ο Χρουστσώφ, «ο Στάλιν δεν έλαβε υπόψη του αυτές τις προειδοποιήσεις. Ακόμα χειρότερα, διέταξε να μη δίδεται προσοχή σε πληροφορίες αυτού του είδους, για να μην προκληθεί η έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πληροφορίες αυτού του είδους σχετικά με τις κινήσεις του Γερμανικού στρατού εισβολής στη Σοβιετική επικράτεια, έρχονταν επίσης και από τις δικές μας στρατιωτικές και διπλωματικές πηγές. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η ηγεσία ήταν προκατειλημμένη ενάντια σε τέτοιου είδους πληροφόρηση, αυτά τα στοιχεία αποστέλλονταν με φόβο και αξιολογούνταν με επιφύλαξη.
Έτσι για παράδειγμα, το ραπόρτο που στάλθηκε από το Βερολίνο στις 6 Μαΐου 1941, από τον Σοβιετικό στρατιωτικό ακόλουθο Βορόντσωφ, έλεγε: “…πληροφορείστε το ναυτικό ακόλουθο ότι σύμφωνα με μια δήλωση ορισμένων Γερμανών αξιωματικών από το επιτελείο του Χίτλερ, η Γερμανία ετοιμάζεται να εισβάλει στην ΕΣΣΔ στις 14 Μαΐου μέσω της Φινλανδίας, των χωρών της Βαλτικής και της Λετονίας. Την ίδια στιγμή, η Μόσχα και το Λένινγκραντ θα δεχθούν ισχυρή επιδρομή, ενώ έχουν προσεδαφιστεί αλεξιπτωτιστές στις συνοριακές πόλεις”.
Στην αναφορά του στις 22 Μάιου 1941, ο στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο, Χλοπώφ, μετέδωσε ότι η επίθεση του Γερμανικού στρατού έχει αναφερθεί ότι προσδιορίστηκε για της 15 Ιουνίου, αλλά είναι πιθανό να αρχίσει στις πρώτες μέρες του Ιουνίου.
Ένα τηλεγράφημα από την Πρεσβεία στο Λονδίνο, με ημερομηνία 18 Ιουνίου 1941, ανέφερε: “Για την ώρα, ο Κριπς είναι βαθιά πεπεισμένος για το αναπόφευκτο μιας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, η οποία θα ξεκινήσει όχι αργότερα από τα μέσα Ιουνίου. Σύμφωνα με τον Κριπς, οι Γερμανοί έχουν εμφανώς συγκεντρώσει 147 μεραρχίες (συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής δύναμης και των μονάδων υπηρεσιών) κατά μήκος των Σοβιετικών συνόρων”.
Παρά την ύπαρξη όλων αυτών των σοβαρών προειδοποιήσεων, δεν έγιναν τα αναγκαία βήματα για να προετοιμαστεί η χώρα σοβαρά για την άμυνα και να μην πιαστεί στον ύπνο.» («Ειδική Έκθεση στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ από τον Ν.Σ. Χρουστσώφ», σελ. 24-25 Φεβρουάριος 1956).
Και πάλι: «Σχετικά με αυτό δεν μπορούμε να ξεχάσουμε για παράδειγμα, το ακόλουθο γεγονός: Λίγο πριν την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση από τον Χιτλερικό στρατό, ο Κίρπονος, που ήταν επικεφαλής της Ειδικής Στρατιωτικής Περιφέρειας του Κιέβου (αργότερα σκοτώθηκε στο μέτωπο), έγραψε στον Στάλιν ότι τα Γερμανικά στρατεύματα βρίσκονταν στον ποταμό Μπουγκ, έτοιμα για μια επίθεση που θα άρχιζε στο πολύ κοντινό μέλλον. Ο Κίρπονος πρότεινε να οργανωθεί μια ισχυρή άμυνα, 300.000 άνθρωποι να εκκενώσουν τις περιοχές των συνόρων και να οργανωθούν εκεί ισχυρά οχυρά: αντι-αρματικές τάφροι, χαρακώματα για τους στρατιώτες κ.λ.π.
Η Μόσχα απάντησε σε αυτή την πρόταση με τον ισχυρισμό ότι αυτό θα ήταν πρόκληση, ότι δεν θα έπρεπε να γίνει καμία προπαρασκευαστική αμυντική δουλειά, ότι δεν θα πρέπει να δοθεί στους Γερμανούς κανένα πρόσχημα για την έναρξη στρατιωτικής δράσης εναντίον μας. Έτσι, τα σύνορά μας ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Όταν οι φασιστικές στρατιές εισέβαλαν στη Σοβιετική επικράτεια και ξεκίνησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, η Μόσχα εξέδωσε τη διαταγή να μην απαντώνται τα Γερμανικά πυρά.
Γιατί συνέβη αυτό; Επειδή ο Στάλιν, παρά τα προφανή γεγονότα, πίστευε ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμα αρχίσει, ότι αυτά αποτελούσαν μόνο προβοκατόρικη δραστηριότητα από μέρους ορισμένων απείθαρχων τμημάτων του Γερμανικού στρατού και πως η αντίδραση ίσως να εξυπηρετούσε ως αιτία τους Γερμανούς για να ξεκινήσουν τον πόλεμο.
Το ακόλουθο γεγονός είναι επίσης γνωστό: την παραμονή της εισβολής στη Σοβιετική επικράτεια από τον Χιτλερικό στρατό, έναν Γερμανός πολίτης διέσχισε τα σύνορα και ανέφερε ότι τα Γερμανικά στρατεύματα δέχθηκαν διαταγές να ξεκινήσουν την επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση τη νύχτα της 22 Ιουνίου, στις 3.00 π.μ. Ο Στάλιν πληροφορήθηκε σχετικά με αυτό αμέσως, αλλά ακόμα και αυτή η ειδοποίηση αγνοήθηκε.
Όπως βλέπετε, τα πάντα αγνοήθηκαν: προειδοποιήσεις από συγκεκριμένους στρατιωτικούς αξιωματούχους, μαρτυρίες από λιποτάκτες του εχθρικού στρατού, ακόμα και η ανοικτή εχθρότητα του αντιπάλου. Είναι αυτό ένδειξη ετοιμότητας του επιτελείου του κόμματος και του κράτους σε αυτή την ιδιαίτερη και σημαντική ιστορική στιγμή;
Και ποια ήταν τα αποτελέσματα από αυτήν την αμελή στάση, αυτή την αγνόηση ξεκάθαρων γεγονότων; Το αποτέλεσμα ήταν κατά τις πρώτες ώρες και μέρες, ο εχθρός να έχει καταστρέψει στα σύνορά μας ένα μεγάλο μέρος της αεροπορικής μας δύναμης, του πυροβολικού και λοιπού στρατιωτικού εξοπλισμού. Εξόντωσε μεγάλους αριθμούς από στρατιωτικά στελέχη και αποδιοργάνωσε το στρατό μας και τη στρατιωτική μας ηγεσία. Συνεπώς, δεν μπορούσαμε να εμποδίσουμε τον εχθρό από το να μπει μέσα στη χώρα» (Στο προαναφερθέν).
Ακούγεται απίστευτο, αλλά δεν υπήρχαν αμυντικά σχέδια για την περίπτωση μιας γερμανικής επίθεσης. Πολλά Σοβιετικά τανκς ήταν χωρίς πλήρωμα. Ακόμα και όταν ο Χίτλερ διεξήγαγε την επίθεση, ο Στάλιν διέταξε τον Κόκκινο Στρατό να μην αντισταθεί. Έτσι, οι πανίσχυρες Σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις είχαν παραλύσει κατά τις πρώτες κρίσιμες 48 ώρες.
Η Κόκκινη αεροπορία καταστράφηκε στο έδαφος. Εξαιτίας της σύγχυσης και παράλυσης στην κορυφή, τεράστιες εδαφικές εκτάσεις χάθηκαν στις πρώτες λίγες εβδομάδες.
Εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Με κανονική ηγεσία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γερμανοί εισβολείς θα μπορούσαν να είχαν απωθηθεί πίσω στην Πολωνία κατά το ξεκίνημα του πολέμου. Μια αποφασιστική νίκη θα μπορούσε να έχει σημειωθεί νωρίς, από το 1941. Ο πόλεμος θα μπορούσε να έχει τελειώσει νωρίτερα και να αποφευχθούν οι τρομακτικές απώλειες που υπέστη η Λευκορωσία, η δυτική Ρωσία και η Ουκρανία. Ο εφιάλτης που υπέφεραν οι λαοί της ΕΣΣΔ ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ανεύθυνης πολιτικής που ακολούθησε ο Στάλιν και η κλίκα του.
Ο μύθος του «Μεγάλου Στρατηλάτη»
Ο Στάλιν φοβήθηκε τον πόλεμο με τη Γερμανία επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή του. Ιδιαίτερα φοβόταν τους στρατιωτικούς. Μετά την εκστρατεία στη Φινλανδία το 1939-40, διέταξε την απελευθέρωση χιλιάδων αξιωματικών που είχαν φυλακιστεί στις Εκκαθαρίσεις. Αλλά ο Μεντβέντεφ σημειώνει ότι πιο μετά, «στα 1942, ο Στάλιν διέταξε να εκτελεστεί μια ομάδα από ηγετικούς αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού στα στρατόπεδα. Τους θεωρούσε απειλή για τον ίδιο στην περίπτωση μη ευνοϊκών εξελίξεων στο Σοβιετο-Γερμανικό Μέτωπο» (Ρ. Μεντβέντεφ, «Ας Κρίνει η Ιστορία», σελ. 312).
Μετά τον πόλεμο, εντατικές απόπειρες έγιναν από το Κρεμλίνο για να διαδοθεί ο μύθος του Στάλιν ως «μεγάλου πολεμικού ηγέτη». Αυτό δεν αντέχει στην παραμικρή σοβαρή εξέταση. Έχουμε ήδη δει, το πως ο Στάλιν με τις πολιτικές του άφησε τη Σοβιετική Ένωση στο έλεος του Χίτλερ. Όταν ο Χίτλερ εισέβαλε, οι Σοβιετικοί ηγέτες βρίσκονταν σε σύγχυση. Ο Στάλιν στην αρχή πανικοβλήθηκε και πήγε να κρυφθεί. Οι πράξεις του φανέρωναν πλήρη συνθηκολόγηση. Παρά τη στάση του αυτή, έδωσε μόνος στον εαυτό του τον τίτλο του «Στρατάρχη» και εξωράισε τον ρόλο του στον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο».
Η αληθινή στάση του Στάλιν εκφράστηκε από τον Χρουστσώφ: «Θα ήταν λάθος να λησμονήσουμε ότι μετά από την πρώτη δριμεία καταστροφή και τις ήττες στο μέτωπο, ο Στάλιν σκέφτηκε ότι είχε έρθει το τέλος. Σε μία από τις ομιλίες του, εκείνες τις μέρες είπε: “Όλα όσα δημιούργησε ο Λένιν τα χάσαμε για πάντα!”. Μετά από αυτό ο Στάλιν για πολύ καιρό δεν καθοδήγησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και έπαψε να κάνει οτιδήποτε. Επέστρεψε στην ενεργή καθοδήγηση μόνο όταν κάποια μέλη του Πολιτικού Γραφείου τον επισκέφτηκαν και του είπαν ότι ήταν αναγκαίο να κάνει αμέσως συγκεκριμένα βήματα για να βελτιωθεί η κατάσταση στο μέτωπο.
Γι’ αυτό, ο κίνδυνος που επικρεμόταν πάνω από την Πατρίδα μας κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου, σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε εξαιτίας των ελαττωματικών μεθόδων της καθοδήγησης του έθνους και του κόμματος, από τον Στάλιν προσωπικά. Παρ’ όλα αυτά, δεν μιλάμε μόνο για τη φάση της έναρξης του πολέμου, κατά την οποία οδηγηθήκαμε σε σοβαρή αποδιοργάνωση του στρατού μας και η οποία απέφερε τεράστιες απώλειες. Αλλά ακόμα και μετά την έναρξη του πολέμου, η νευρικότητα και η υστερία που επέδειξε ο Στάλιν κατά την ενασχόλησή του με τις πραγματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, προκάλεσαν στον στρατό σοβαρή ζημιά.
Ο Στάλιν απείχε πολύ από το να καταλαβαίνει την πραγματική κατάσταση που αναπτυσσόταν στο μέτωπο. Αυτό ήταν φυσικό, επειδή καθ’ όλη τη διάρκεια του Πατριωτικού Πολέμου, ποτέ δεν επισκέφτηκε κανένα τμήμα του μετώπου ή κάποια ελευθερωμένη πόλη, εκτός από μια σύντομη βόλτα στον αυτοκινητόδρομο Μοζάισκ κατά τη φάση της σταθεροποίησης της κατάστασης. Σε αυτό το περιστατικό αφιερώθηκαν πολλά φιλολογικά έργα αποτελούμενα από φαντασίες και όλων των ειδών οι πίνακες. Ταυτόχρονα, ο Στάλιν αναμίχθηκε σε επιχειρήσεις και εξέδωσε διαταγές που δεν έλαβαν υπόψη την πραγματική κατάσταση σε ένα ορισμένο τμήμα του μετώπου και οι οποίες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα πολύ μεγάλες απώλειες σε έμψυχο υλικό.
Θα αφήσω τον εαυτό μου, σε αυτή την επικοινωνία μαζί σας, να εκθέσει ένα χαρακτηριστικό γεγονός, που φανερώνει το πως ο Στάλιν διεύθυνε τις επιχειρήσεις στα μέτωπα. Υπάρχει σε αυτό το συνέδριο εδώ, ο Στρατηγός Μπαγκραμιάν, ο οποίος ήταν κάποτε επικεφαλής στις επιχειρήσεις στο στρατηγείο του Νοτιο-Δυτικού μετώπου και ο οποίος, μπορεί να επιβεβαιώσει αυτό που θα σας πω.
Το 1942 δημιουργήθηκε μια εξαιρετικά σοβαρή κατάσταση για τον στρατό μας, όταν είχαμε αποφασίσει να διεξάγουμε μια επιχείρηση με σκοπό να περικυκλώσουμε το Χάρκοβο. Αν αυτή η επιχείρηση συνεχιζόταν, θα μπορούσε να απειλήσει τον στρατό μας με μοιραίες συνέπειες. Το μεταφέραμε αυτό στον Στάλιν, αναφέροντάς του ότι η κατάσταση απαιτούσε αλλαγές στα επιχειρησιακά σχέδια, έτσι ώστε ο εχθρός να εμποδιστεί από το να εξοντώσει ένα μεγάλο τμήμα του στρατού μας. Αντίθετα προς το κοινό αίσθημα, ο Στάλιν αρνήθηκε την πρότασή μας και εξέδωσε τη διαταγή για να συνεχιστεί η επιχείρηση που αποσκοπούσε στην περικύκλωση του Χάρκοβο, παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά μεγάλες μονάδες του στρατού στην πράξη απειλούνταν με εξόντωση.
Τηλεφώνησα στον Βασιλιέφσκι και τον παρακάλεσα: “Αλεξάντερ Μηχαήλοβιτς πιάσε έναν χάρτη” – o Βασιλιέφσκι είναι παρόν εδώ – “και δείξε στον Σύντροφο Στάλιν την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί”. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Στάλιν σχεδίαζε επιχειρήσεις σε μια υδρόγειο σφαίρα (Αναστάτωση στην αίθουσα). Ναι σύντροφοι, συνήθιζε να χρησιμοποιεί την υδρόγειο σφαίρα και να εντοπίζει τη γραμμή του μετώπου σε αυτήν.» («Ειδική Έκθεση στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ από τον Ν.Σ. Χρουστσώφ», 24-25 Φεβρουαρίου 1956.)
Εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν κατά τις πρώτες μέρες του πολέμου. Οι απώλειες για τον Κόκκινο Στρατό έγιναν πολύ μεγαλύτερες αργότερα, με την επιμονή του Στάλιν σε μετωπικές επιθέσεις, ανεξάρτητα από το τίμημα σε ζωές. Όταν ο Κόκκινος Στρατός αντεπιτέθηκε στα τέλη του 1941, αντί να προσπαθήσει να υπερφαλαγγίσει τον εχθρό με τακτικούς ελιγμούς, ο Στάλιν απαίτησε την αιχμαλωσία τους ενός χωριού μετά το άλλο. «Εξαιτίας αυτού» εξήγησε ο Χρουστσώφ, «πληρώσαμε με μεγάλες απώλειες – μέχρι οι στρατηγοί μας, στους ώμους των οποίων έπεσε όλο το βάρος της διεξαγωγής του πολέμου, να επιτύχουν την αλλαγή της κατάστασης και να υιοθετήσουν ευέλικτους επιχειρησιακούς ελιγμούς, οι οποίοι αμέσως έφεραν σοβαρές αλλαγές στο μέτωπο, ευνοϊκές για εμάς». (Στο προαναφερόμενο).
Από τα τέλη Νοεμβρίου του 1941, η Σοβιετική υποχώρηση είχε χάσει έδαφος που περιλάμβανε τις παραγωγικές πηγές του 63% του άνθρακα, του 68% του χυτοσιδήρου, του 58% του ατσαλιού, του 60% του αλουμινίου, του 84% της ζάχαρης, του 38% του σιταριού, του 60% του χοιρινού κρέατος, αλλά και το 41% των σιδηροδρομικών γραμμών. Κάποια σπουδαία αστικά κέντρα, ιδίως το Λένινγκραντ, ήταν πλήρως απομονωμένα. Οι προμήθειες σε βασικά είδη και εξοπλισμό ξαφνικά διακόπηκαν ή τέθηκαν σε κίνδυνο από την γρήγορη γερμανική προέλαση.
Αντιμέτωπος με την προοπτική της ήττας και της ανατροπής, ο Στάλιν απρόθυμα αντικατέστησε τα ατάλαντα και ανίκανα ανδρείκελά του με άλλους πιο ικανούς επιτελείς, κάποιοι από τους οποίους, απελευθερώθηκαν από τη φυλακή για το σκοπό αυτό: «Αφού φοβήθηκε για τη ζωή του και για μια πλήρη απώλεια της εξουσίας, κατάλαβε ότι χρειάζεται ειδικούς για να διεξάγει τον πόλεμο επιτυχώς και στην αναζήτησή για τέτοιους, στράφηκε σε αυτούς που είχε συλλάβει. Ορισμένοι άνδρες απελευθερώθηκαν και στάλθηκαν σε υψηλά πόστα, ο Ροκοσόφσκι και ο Γκορμπάτωφ ήταν ανάμεσα σε αυτούς. Αλλά αυτό φυσικά, δεν έλυσε ολόκληρο το πρόβλημα. Ήταν αδύνατο να καλυφθεί με μικρά τούβλα η μεγάλη τρύπα που άνοιξε η τρομοκρατική δραστηριότητα που είχε λάβει χώρα στην ηγεσία και τις ένοπλες δυνάμεις» (Γκριγκορένκο, «Αναμνήσεις», σελ. 211).
Τα αληθινά αίτια της μεγάλης νίκης
Κάτω από τις πολεμικές συνθήκες, ένα νέο γενικό επιτελείο αναπτύχθηκε γρήγορα. Η νέα γενιά Σοβιετικών αξιωματικών εκπαιδεύτηκε μέσα στη φωτιά. Αυτοί προήλθαν από τους νεαρούς αξιωματικούς που είχαν ανατραφεί με τις παραδόσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Οι Βοροσίλωφ και οι Μπούντγιονι είχαν σπρωχτεί ήσυχα στο περιθώριο. Άντρες που είχαν συλληφθεί κατά τις Εκκαθαρίσεις, αποφυλακίστηκαν για να αναλάβουν την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού. Αυτοί οι ταλαντούχοι αξιωματικοί ήταν δημιουργήματα της επαναστατικής σχολής της στρατιωτικής ιδιοφυίας που άκουγε στο όνομα Τουχατσέφσκι. Καθοδήγησαν τον Κόκκινο Στρατό στην πιο θεαματική προέλαση σε ολόκληρη την Ιστορία των πολέμων.
Έτσι, όχι μόνο στην οικονομική σφαίρα, αλλά και στο πεδίο του στρατιωτικού ταλέντου, η επανάσταση έδειξε τι ήταν ικανή να κάνει. Είναι αρκετό να συγκρίνει κανείς την επίδοση του Κόκκινου Στρατού με εκείνη του Τσαρικού στρατού το 1914-17 για να κατανοήσει τη διαφορά. Η λαμπρή νίκη της ΕΣΣΔ στον πόλεμο ήταν από μόνη της, η πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση του τι μπορεί να επιτευχθεί αν καταργηθεί η καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής.
Μετά από την αρχική της παράλυση, η Σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε σε μια μεταφορά ανθρώπινων και υλικών αποθεμάτων σε μια γιγαντιαία κλίμακα. Από το Νοέμβριο του 1941, όχι λιγότερες από 1.523 βιομηχανικές επιχειρήσεις, από τις οποίες 1.360 ήταν μεγάλης κλίμακας, μεταφέρθηκαν από τις εμπόλεμες περιοχές. Αυτό ήταν ένα απίστευτο επίτευγμα, ανήκουστο στην πολεμική Ιστορία. Με τη Γερμανική προέλαση, δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων μετακινήθηκαν ανατολικά.
Η Σοβιετική οικονομία, παρ’ όλα αυτά, υπέστη βαριά πλήγματα. Το Νοέμβριο του 1941, πάνω από 300 εργοστάσια όπλων καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς. Την ίδια χρονιά, το 1941, η βιομηχανική παραγωγή ανήλθε στο 51,7% της παραγωγής του Νοεμβρίου του 1940. Μεταξύ 1940 και 1942, υπήρξε μια μαζική πτώση στην παραγωγή. Η παραγωγή σιδήρου έπεσε από τα 14,9 στα 4,8 εκατομμύρια τόνους. Η παραγωγή ατσαλιού έπεσε από τους 18,3 στους 8,1 τόνους. Το κάρβουνο από 165,9 μειώθηκε σε 75,5 εκατομμύρια, το πετρέλαιο από 31,1 εκατομμύρια σε 22, ο ηλεκτρισμός από 48,3 σε 29,1.
Το 1942, οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Βόρειο Καύκασο και το Ντον, κάτι που κόστισε στην ΕΣΣΔ τις καλύτερες από τις σιτοπαραγωγές της περιοχές και την πετρελαιοπηγή του Μάικοπ, ενώ για μια περίοδο, σταμάτησε και η πετρελαιοπηγή του Μπακού. Οι σοδειές καταστράφηκαν. Μόνο τον Μάρτιο του 1942 – παρά τις συνεχόμενες ήττες και υποχωρήσεις – η παραγωγή έδειξε ένα μικρό σημάδι ανάκαμψης.
Ο Ένγκελς κάποτε, σημείωσε ότι σε μια οικονομία σε πολιορκία, οι νόμοι του καπιταλισμού δεν έχουν εφαρμογή. Αντιμετωπίζοντας ένα δίλλημα ζωής ή θανάτου, η αστική τάξη θα καταφύγει σε μεθόδους σχεδιασμού, συγκεντρωτισμού και εθνικοποίησης. Αυτό το γεγονός από μόνο του είναι μια συντριπτική απάντηση σε όλους αυτούς που διαλαλούν την υποτιθέμενη ανωτερότητα της αγοράς. Καθόλου τυχαία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, τα πραγματικά επίπεδα ζωής ανέβηκαν στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι μια μεγάλη ποσότητα παραγωγής κατευθύνθηκε στην πολεμική προσπάθεια.
Έτσι ακόμα και στην καπιταλιστική Δύση, τα πλεονεκτήματα του κεντρικού σχεδιασμού (μερικώς βεβαίως, από τη στιγμή που ο αληθινός σχεδιασμός δεν είναι δυνατός σε μια καπιταλιστική οικονομία) δεν αμφισβητήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αλλά στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, η συντριπτική ανωτερότητα της εθνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας, εκδηλώθηκε εντυπωσιακά, ειδικά όταν τέθηκε στη μεγαλύτερη δοκιμασία από όλες, δηλαδή στην αιματηρή περίσταση του πολέμου.
Μια εντυπωσιακή αντεπίθεση εξαπολύθηκε, η οποία ήταν το «κλειδί» για τη νίκη. Η πολεμική βιομηχανία πολέμου ανασυγκροτήθηκε και στήθηκε στα πόδια της πιο αποτελεσματικά. Ταλαντούχοι ειδικευμένοι απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα του Στάλιν για να δουλέψουν στην πολεμική βιομηχανία. Το 1940, το 15% του εθνικού εισοδήματος κατευθύνθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Το 1942 αυτό αυξήθηκε σε 55%. Σύμφωνα με το Νοβ «ίσως το ανώτερο ποσοστό που υπήρξε ποτέ και οπουδήποτε». Η εθνικοποιημένη οικονομία έκανε όλη τη διαφορά.
Όπως ο Νοβ εξήγησε, «…χωρίς αμφιβολία, η πείρα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας στα προηγούμενα δέκα χρόνια, αποτέλεσε μεγάλη συνεισφορά. Στη διαδικασία της επιβολής ελέγχου στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, η κυβέρνηση διαμόρφωσε και εφάρμοσε τρίμηνα, ακόμα και μηνιαία πλάνα, με πολλές περισσότερες λεπτομέρειες από την περίοδο της ειρήνης. Η πρακτική των πλάνων χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς για να διανεμηθούν οι πρώτες ύλες και τα καύσιμα σύμφωνα με τις αποφάσεις της πανίσχυρης Κρατικής Επιτροπής Άμυνας. Ένα έκτακτο πολεμικό σχέδιο εφαρμόστηκε τον Αύγουστο του 1941, καλύπτοντας το υπόλοιπο του έτους 1942. Υπήρχαν ετήσια οικονομικο-στρατιωτικά πλάνα για άμεση εφαρμογή, αλλά και μακροπρόθεσμα σχέδια, συμπεριλαμβανομένου ενός για τα Ουράλια, για την κάλυψη της περιόδου 1943-47». (Α. Νοβ: Η οικονομική Ιστορία της ΕΣΣΔ, σελ. 278-9).
Αυτά τα λίγα στοιχεία, είναι αρκετά για να δείξουν τη συντριπτική ανωτερότητα της Σοβιετικής οικονομίας. Η Σοβιετική βιομηχανία όχι μόνο ήταν ικανή να παράγει μια τεράστια ποσότητα στρατιωτικού εξοπλισμού, αλλά τα τανκς, τα αεροπλάνα και τα πυροβόλα που παρήγαγε ήταν υψηλής ποιότητας και κάτι περισσότερο από ισάξια με τα γερμανικά. Αυτό που καθόρισε την έκβαση της πολεμικής σύγκρουσης, ήταν η αποφασιστικότητα της Σοβιετικής εργατικής τάξης να υπερασπίσει τις κατακτήσεις της Επανάστασης. Αυτό ήταν που έφερε την ολοκλήρωση του πολέμου στην Ευρώπη, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα μια τιτανομαχία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Ναζιστική Γερμανία.
Παρότι ο Χίτλερ είχε μεγάλο πλεονέκτημα στην αρχή του πολέμου, διαθέτοντας όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της κατεχόμενης Ευρώπης, τελικά ηττήθηκε. Ενώπιον των έκπληκτων ματιών ολόκληρου του κόσμου, ο Κόκκινος Στρατός ανέκαμψε από μια κατάσταση που για κάθε άλλη χώρα θα σήμαινε ένα θανάσιμο πλήγμα, ανασυγκροτήθηκε και αντεπιτέθηκε, σπρώχνοντας τον Γερμανικό στρατό πίσω στο Βερολίνο.
Παρότι το πολεμικό ρεύμα άρχισε να μεταστρέφεται κατά τα τέλη του 1942, η ανακαταλαμβανόμενη επικράτεια, κάποιες φορές προσέθετε λίγα στην Σοβιετική οικονομική δύναμη. Οι Ναζί είχαν διεξάγει μια τακτική καμένης γης. Έτσι το 1943, η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή στη (Σοβιετική) Ουκρανία βρισκόταν μόνο στο 1,2 % της αντίστοιχης του 1940.
Οι Σοβιετικές μάζες μάχονταν σ’ έναν απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στους Ναζί εισβολείς. Αν ο πόλεμος των Ναζί ήταν νικηφόρος, θα είχαμε μια τρομακτική εξέλιξη για τον Ρωσικό λαό. Αυτή η προοπτική εμποδίστηκε οριστικά στο Στάλινγκραντ. Η Μάχη του Κούρσκ, ήταν ένα σημείο καμπής στο Ανατολικό Μέτωπο. Αυτή ήταν αναμφισβήτητα η πιο αποφασιστική μάχη του πολέμου. Σε μια τιτάνια μάχη, με όχι λιγότερα από 10.000 τανκς παρατεταγμένα για κάθε πλευρά, ο Κόκκινος Στρατός βγήκε τελικά νικητής.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των γεγονότων, ένας μεγάλος αριθμός Βρετανικών στρατευμάτων στάθμευαν στην Περσία, ακριβώς στα σύνορα της ΕΣΣΔ. Ο Στάλιν ζήτησε από τον Τσώρτσιλ να στείλει τα Βρετανικά στρατεύματα που δεν έκαναν τίποτα, να βοηθήσουν τον Κόκκινο Στρατό στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Βρετανός του «σύμμαχος» όμως, ο Τσώρτσιλ, περίμενε ότι ο Κόκκινος Στρατός θα ηττηθεί κι ότι έτσι, θα μπορούσε να διατάξει τον Βρετανικό στρατό να καταλάβει το πλούσιο σε πετρέλαιο Μπακού, εφαρμόζοντας την ίδια τακτική, όπως και όταν ο Βρετανικός στρατός εισέβαλε στον Καύκασο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ακόμα και ο Στάλιν μπορούσε να το καταλάβει αυτό!
Δυστυχώς για τον Τσώρτσιλ, η μάχη τελείωσε με νίκη του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος προέλασε γρήγορα στην καρδιά της Ευρώπης. Οι Γερμανοί σταδιακά υποχώρησαν, παρότι ως αποτέλεσμα των αφρόνων πολιτικών του Στάλιν, οι Ρωσικές απώλειες ήταν τρομερές. Η εξήγηση γι’ αυτό είναι περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική. Αν η Σοβιετική Ένωση είχε υιοθετήσει μια διεθνιστική πολιτική, καλώντας τη Γερμανική εργατική τάξη να ανατρέψει τον Χίτλερ, αυτό θα μπορούσε να έχει φοβερή επίδραση, ιδιαίτερα μετά από τις πρώτες Γερμανικές ήττες. Η προοπτική μιας σοσιαλιστικής Γερμανίας ενωμένης με τη Σοβιετική Ρωσία, θα μπορούσε αναμφίβολα να έχει βρει απήχηση στις καρδιές και τα μυαλά των Γερμανών εργατών και στρατιωτών.
Με αυτόν τον τρόπο, θα ήταν δυνατό να αποφευχθούν οι τρομερές απώλειες που υπέφερε ο Κόκκινος Στρατός κατά την προέλασή του προς το Βερολίνο. Η νίκη θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί νωρίτερα και με ένα πολύ μικρότερο κόστος. Αλλά η πολιτική που ακολουθήθηκε από τον Στάλιν, έλαβε έναν ολοκληρωτικά σοβινιστικό χαρακτήρα. Αντανακλώντας αυτή την πολιτική, ο Ιλία Έρενμπουργκ (σ.τ.μ: επίσημος συγγραφέας και πολεμικός αρθρογράφος του σταλινικού καθεστώτος) ανακοίνωσε ότι «αν οι Γερμανοί εργάτες μας συναντήσουν με κόκκινες σημαίες θα είναι οι πρώτοι που θα πυροβοληθούν». Με αυτή την πολιτική ήταν σίγουρο ότι ο Γερμανικός στρατός θα μαχόταν απελπισμένα για κάθε ίντσα εδάφους. Αυτό εξηγεί τις φοβερές απώλειες σε ζωές που υπήρξαν και από τις δυο πλευρές.
Ως αποτέλεσμα ενός μνημειώδους κακού υπολογισμού από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν οι Ρώσοι και όχι οι Σύμμαχοι αυτοί που έφτασαν πρώτοι στο Βερολίνο. Ο Τρότσκι εξήγησε ότι ο βασικός κίνδυνος για τη σχεδιασμένη εθνικοποιημένη οικονομία δεν ήταν τόσο η στρατιωτική ήττα, αλλά τα φθηνά καταναλωτικά αγαθά που θα έφθαναν με τα βαγόνια του ιμπεριαλιστικού στρατού. Όμως ο Χιτλερικός στρατός, δεν έφερε μαζί του φθηνά αγαθά, αλλά θαλάμους αερίων. Ως αποτέλεσμα αυτού, όχι μόνο η εργατική τάξη, αλλά και οι αγρότες, πάλεψαν σαν τίγρεις για να υπερασπίσουν την Σοβιετική Ένωση.
Η νίκη της ΕΣΣΔ στον πόλεμο ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που επέτρεψαν στο Σταλινικό καθεστώς να επιζήσει για δεκαετίες μετά το 1945. Στους εργάτες της Ρωσίας και ολόκληρου του κόσμου, η σταλινική γραφειοκρατία παρουσιάστηκε να έχει παίξει έναν προοδευτικό ρόλο, όχι μόνο στην υπεράσπιση της σχεδιασμένη οικονομίας ενάντια στον Χίτλερ, αλλά και στην επέκταση του μοντέλου της εθνικοποιημένης ιδιοκτησίας στην Ανατολική Ευρώπη και αργότερα στην Κίνα. Στην πραγματικότητα, αυτές οι επαναστάσεις ξεκίνησαν εκεί που η Ρωσική Επανάσταση τελείωσε – δηλαδή ως τερατωδώς παραμορφωμένα καθεστώτα προλεταριακού Βοναπαρτισμού. Η εγκαθίδρυση τέτοιων καθεστώτων, μακριά από το να αποδυναμώσει τη γραφειοκρατία της Μόσχας, την ισχυροποίησε πάρα πολύ.
Οι μανούβρες του Στάλιν
Τα σχέδια όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είχαν αποτύχει. Ο Τσόρτσιλ είχε κάνει εντελώς λάθος υπολογισμούς, αλλά το ίδιο έκαναν και ο Στάλιν, ο Χίτλερ και ο Ρούσβελτ. Ο Χίτλερ πίστευε ότι η σοβιετική αντίσταση θα μπορούσε εύκολα να καμφθεί. Ο στρατηγός Χάλντερ, αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, περίμενε ότι η ΕΣΣΔ θα ηττηθεί μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Ο φον Ρίμπεντροπ, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, υπολόγιζε σε οκτώ εβδομάδες και το Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ σε διάστημα μεταξύ τεσσάρων και δώδεκα εβδομάδων. Ο βρετανικός στρατός έδωσε στη Ρωσία το πολύ έξι εβδομάδες. Ωστόσο, ο πόλεμος – παρά το καθεστώς του Στάλιν και τις τρομερές θυσίες – κατέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία τη βιώσιμη αντοχή των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας που δημιουργήθηκαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η νίκη της ΕΣΣΔ διέλυσε τις προοπτικές των Συμμάχων που αρχικά ήλπιζαν ότι η ναζιστική Γερμανία και η Ρωσία του Στάλιν θα φθαρούν σταδιακά μέχρι να εξαντληθούν αμοιβαία. Έπειτα θα εισέβαλαν και θα καθάριζαν. Σύμφωνα με τα λόγια του Χάρι Τρούμαν: «Αν δούμε ότι η Γερμανία κερδίζει τον πόλεμο, πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσία, και αν η Ρωσία κερδίζει, πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με αυτόν τον τρόπο αφήστε τους να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους» (Αναφέρεται στο D. Horowitz, The Free World Colossus, σελ. 61).
Την Πρωτομαγιά του 1945 η κόκκινη σημαία κυμάτιζε πάνω από το Ράιχσταγκ στο Βερολίνο. Λίγες μέρες αργότερα, η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση παραδόθηκε. Αλλά ήδη οι ιμπεριαλιστές έκαναν ελιγμούς ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Η ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι από τους Αμερικανούς, σε μια στιγμή που η Ιαπωνία ήταν ξεκάθαρα ηττημένη και είχε ήδη στείλει αίτημα για ειρήνη, δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατιωτικό σκοπό και ήταν μια σαφής προειδοποίηση προς την ΕΣΣΔ από τους «συμμάχους» της.
Ο Στάλιν είχε προσπαθήσει να έρθει σε συμφωνία με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μεταξύ 1944 και 1945 στις Τρεις Μεγάλες Διασκέψεις στην Τεχεράνη, τη Μόσχα, τη Γιάλτα και το Πότσδαμ. Ο Τσόρτσιλ κατέγραψε τη συνομιλία του με τον Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944:
«Η στιγμή ήταν κατάλληλη για μπίζνες, γι’ αυτό είπα: “Ας τακτοποιήσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Οι στρατοί σας βρίσκονται στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Έχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες εκεί. Όσον αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, πώς θα σας φαινόταν να έχετε υπεροχή κατά 90% στη Ρουμανία, να αποφασίζουμε εμείς κατά 90% στην Ελλάδα και να είμαστε 50-50 για τη Γιουγκοσλαβία;” Ενώ αυτό μεταφραζόταν, έγραψα σε μια μισή σελίδα χαρτιού:
Ρουμανία: Ρωσία 90% — Οι άλλοι 10%
Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) 90% — Ρωσία 10%
Γιουγκοσλαβία: 50%-50%
Ουγγαρία: 50%-50%
Βουλγαρία: Ρωσία 75% — Οι άλλοι 25%
Το έδωσα στον Στάλιν, ο οποίος μέχρι τότε είχε ακούσει τη μετάφραση. Έγινε μια μικρή παύση. Έπειτα πήρε το μπλε μολύβι του και έβαλε ένα μεγάλο τικ πάνω του και μας το έδωσε πίσω. Όλα συμφωνήθηκαν σε όχι περισσότερο χρόνο από τη δύση του ηλίου… Μετά από αυτό, ακολούθησε μια μακρά σιωπή. Το γραμμένο με μπλε μολύβι χαρτί βρισκόταν στο κέντρο του τραπεζιού. Τελικά είπα: “δεν θα θεωρηθεί αρκετά κυνικό αν φανεί ότι αποφασίσαμε για όλα αυτά τα ζητήματα, που είναι τόσο μοιραία για εκατομμύρια ανθρώπους, με τέτοιον τρόπο; Ας κάψουμε το χαρτί”. “Όχι, κρατήστε το”, είπε ο Στάλιν» (W. Churchill, Triumph and Tragedy, σελ. 227-228).
Έτσι ορισμένες χώρες θα έπεφταν κάτω από τη σφαίρα επιρροής είτε του σταλινισμού είτε των ιμπεριαλιστών. Ο Στάλιν ένιψε τας χείρας του σε σχέση με την επανάσταση στην Ελλάδα. Είπε στον ηγέτη των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων Μίλοβαν Τζίλας: «Η εξέγερση στην Ελλάδα θα πρέπει να αναδιπλωθεί… [πρέπει] να σταματήσει το συντομότερο δυνατό» (Μ. Τζίλας, Συνομιλίες με τον Στάλιν, σελ. 140-141, αγγλική έκδοση). Και σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ «ο Στάλιν τήρησε αυστηρά και πιστά τη συμφωνία μας του Οκτωβρίου και σε όλες τις μεγάλες εβδομάδες μαχών με τους κομμουνιστές στους δρόμους της Αθήνας δεν δεχθήκαμε ούτε μια λέξη μομφής από την Πράβντα ή την Ιζβέστια». Ο Στάλιν ήθελε ο Μάο να κάνει modus vivendi (συμβιβασμό) με τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Στη Γιουγκοσλαβία ο Στάλιν υποστήριξε την αποκατάσταση της μοναρχίας υπό τον βασιλιά Πέτρο.
Όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι, ο πόλεμος κατέληξε σε μια επαναστατική αναταραχή, με τους εργάτες στις προηγμένες χώρες να κινούνται προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης και την τρομερή αφύπνιση των αποικιακών μαζών. Αλλά αυτό το ισχυρό κίνημα εκατομμυρίων καθοδηγήθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο από τους σταλινικούς και στη Βρετανία από την κυβέρνηση των Εργατικών. Σε πολλά μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης, τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν κερδίσει μαζική υποστήριξη ως αποτέλεσμα του θαρραλέου ρόλου των εργατών των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην αντίσταση ενάντια στους ναζί μετά το 1941.
Οι μάζες κοιτούσαν προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα για μια επαναστατική διέξοδο μετά τα αιματηρά μαθήματα του πολέμου. Αλλά ο Στάλιν είχε άλλες ιδέες. Με οδηγίες της Μόσχας, οι ηγέτες των Κομμουνιστικών Κομμάτων εισήλθαν σε κυβερνήσεις αστικού συνασπισμού στη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Φινλανδία ως μέσο μπλοκαρίσματος του επαναστατικού κινήματος των εργατών. Αυτή η αποτυχία της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών να πάρει την εξουσία, ήταν η πολιτική προϋπόθεση για τη μετέπειτα ανάκαμψη και τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Διαμόρφωσε και προκαθόρισε επίσης την τύχη των επαναστάσεων που συνέβησαν στις αποικιακές χώρες.
Απόσπασμα από το 5ο Μέρος του βιβλίου του Τεντ Γκραντ με τίτλο «Ρωσία: από την επανάσταση στην αντεπανάσταση» (εκδόσεις Wellred books, Λονδίνο 1997)
Μετάφραση-επιμέλεια: Σταμάτης Καραγιάννοπουλος, Κωνσταντίνος Αυγέρος