Ο Καστοριάδης άρχισε την πολιτική του καριέρα σαν οπαδός του σταλινικού κόμματος στην προπολεμική περίοδο. Στις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, εντάχθηκε στην ίδια τροτσκιστική ομάδα που ανήκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πιάστηκαν μαζί από την ασφάλεια του Μανιαδάκη και μαζί αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού υπέγραψαν αντικομμουνιστική δήλωση…
Το 1942 προσχώρησε στην ομάδα του Σπύρου Στίνα, μια ομάδα αποστατών από τον τροτσκισμό, που απέρριπταν το επαναστατικό καθήκον της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης. Οι «θεωρίες» του Στίνα, με τον οποίο ο Καστοριάδης διακήρυσσε αδιάκοπα «φιλία και πολιτική συμφωνία και αλληλεγγύη» (βλ. π.χ. «Ύψιλον», σελ. 9) ήταν μέρος μιας διεθνούς τάσης που γεννήθηκε στους κόλπους της νεαρής Τέταρτης Διεθνούς κάτω από την πίεση της φιλελεύθερης μικροαστικής κοινής γνώμης, αποπροσανατολισμένης και φρικιασμένης από τα εγκλήματα του σταλινισμού. Η τάση αυτή οδήγησε μια σειρά στοιχεία στην απόρριψη των επαναστατικών καθηκόντων που απέρρεαν από τον επερχόμενο πόλεμο και στην αγκαλιά της αντίδρασης. Κοινή τους θέση ήταν ότι η παρασιτική σταλινική γραφειοκρατική κάστα είχε υψωθεί στον κοινωνικό ρόλο μιας νέας άρχουσας τάξης, ότι το εργατικό κράτος στη Σοβιετική Ένωση είχε εκφυλιστεί σε βαθμό που να μην απομένει τίποτα από τις κατακτήσεις του Οκτώβρη 1917, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είχε εξελιχτεί σε ένα νέου τύπου εκμεταλλευτικό καθεστώς, έναν «κρατικό καπιταλισμό», τρισχειρότερο από τον κλασσικό, γνώριμο καπιταλισμό.
Η αδιάλλακτη πάλη ενάντια σ’ αυτή την τάση, με τη μορφή που πήρε μέσα στο αμερικάνικο τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, ήταν το αντικείμενο της τελευταίας μάχης του Λ. Τρότσκι πριν δολοφονηθεί το 1940 (βλ. «Στην υπεράσπιση του Μαρξισμού», Λ. Τρότσκι, εκδ. «Αλλαγή»). Ειδικότερα στην Ελλάδα, τις θέσεις του Στίνα πάλεψε μέσα στις μεταξικές φυλακές ο τροτσκιστής ηγέτης, Παντελής Πουλιόπουλος. Στην περίοδο του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα, ο Καστοριάδης υποστήριζε με την ήττα των φασιστικών στρατευμάτων αλλά και των ανταρτών που μάχονταν στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, γιατί όπως έλεγε επρόκειτο για πόλεμο μεταξύ δύο αστικών στρατών!
Στην ομάδα του Στίνα ήταν, λοιπόν, ενταγμένος και ο Καστοριάδης, όπου έμαθε τον «τροτσκισμό» του. Στην ομάδα αυτή ο Καστοριάδης για ένα διάστημα δεχόταν ότι η ΕΣΣΔ ήταν εργατικό κράτος, και ήταν ο πρώτος – αν δεν κάνω λάθος – που υποστήριξε τη θέση ότι το γραφειοκρατικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ ήταν ένας κρατικός καπιταλισμός. Το 1945, έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στη Γαλλία όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Εκεί, αρχικά συνδέθηκε με το γαλλικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, πολύ σύντομα όμως έκοψε και ανοιχτά κάθε δεσμό με τον τροτσκισμό και το μαρξισμό και επιδόθηκε στη συγγραφική δραστηριότητα. Στο εξωτερικό, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Πιέρ Καρντάν. Μέχρι το 1966, ήταν ο πρωτεργάτης της ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», που εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Έδωσε πολλές συνεντεύξεις και είχε έρθει στην Ελλάδα κατά καιρούς σαν προσκεκλημένος του ακροδεξιού περιοδικού «Εποπτεία». Αργότερα, έγινε σύμβουλος του ΟΟΣΑ. Βασικό του μοτίβο η απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας, η αναγόρευση της γραφειοκρατικής κλίκας στην ΕΣΣΔ σε τάξη, η απόδοση της πατρότητας του σταλινικού εκτρώματος στον λενινιστικό, μπολσεβίκικο τύπο οργάνωσης!
Επειδή στο ευρύ κοινό έχει «περάσει» η άποψη ότι ο Καστοριάδης ήταν μαρξιστής, η βάση της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για αυτόν εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας που έκανε στη μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ να αναγάγει σε υψηλή τέχνη τη δημιουργία μιας μυθολογίας, νπου συστατικό της στοιχείο ήταν κάθε είδους ιδεαλιστικό κατασκεύασμα της μεταπολεμικής περιόδου. Η ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας του Καστοριάδη αντισταθμίζεται από δύο παράγοντες. Πρώτο, ανήκε στο ευάριθμο εκείνο στρατόπεδο των «πρώην», που ήταν οι καταλληλότεροι υπερασπιστές της άρχουσας τάξης από τους πραγματικούς κινδύνους που την απειλούσαν, και παρουσιαζόταν σαν πρώην μαρξιστής και πρώην τροτσκιστής! Δεύτερον, σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των κοντυλοφόρων, που θέλουν να διατηρούν πάντα ένα προσωπείο «προοδευτικότητας» ή ακόμα και «επαναστατικής» μαρξιστοφάνειας, ο Καστοριάδης πρόβαλε και ανέπτυξε επίμονα σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του την αντιδραστική ιμπεριαλιστική προπαγάνδα για τον «εξ ανατολών κίνδυνο»!
Ο Καστοριάδης «πέρασε» στις αριστερές μάζες με θεωρίες σερβιρισμένες με άφθονη επαναστατική φρασεολογία και διακηρύξεις για κάποια νεφελώδη, «αυτόνομη» δράση των μαζών. Εκμεταλλεύεται την έστω φευγαλέα επαφή του με το μαρξισμό και τον τροτσκισμό, για να επιχειρήσει να ξορκίσει το φάντασμα του κομμουνισμού, ταυτίζοντάς τον ταχυδακτυλουργικά με τον αντεπαναστατικό σταλινισμό. Ήταν τουλάχιστον συνεπής, όταν αναγνώριζε ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό, χωρίς να αρνηθεί και το γράμμα και το πνεύμα του μαρξισμού. Για τον κύριο αυτό, ο μαρξισμός ήταν άλλη μια θεωρία, βεβαρυμένη με όλα τα βασικά ελαττώματα της προμαρξιστικής φιλοσοφίας και δέσμια μιας ουσιαστικά θεωρησιακής αντιμετώπισης του κόσμου και της κοινωνίας. Δεν παρέλειπε βέβαια να αναμασάει τις παμπάλαιες σοφιστείες των κατά καιρούς προφητών του «ξεπεράσματος» του Μαρξ: το ποσοστό εκμετάλλευσης που δεν ανεβαίνει, οι κρίσεις που όμως ξεπερνιούνται, το ποσοστό κέρδους που δεν πέφτει. Υποτιθέμενες, αυθαίρετες «διαψεύσεις» της επαναστατικής θεωρίας, τόσο διάτρητες σήμερα, την εποχή της καπιταλιστικής χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης, που μαίνεται η αξεπέραστη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού.
Όπως όμως όλοι όσοι πριν απ’ αυτόν διατυμπάνισαν την «ανεπάρκεια» ή τη «χρεοκοπία» της επιστημονικής θεωρίας των αντικειμενικών νόμων του καπιταλισμού, έτσι κι αυτός αρνιόταν την ίδια την ύπαρξη αυτών των νόμων: «Η ιστορία, οι κοινωνικές μορφές και τα κοινωνικά συστήματα δεν είναι καθορισμένα από “ιστορικούς νόμους”, ούτε υπακούουν σε καμιά γενική νομοτέλεια. Ούτε ακόμα είναι καθορισμένα – ή “εξηγούνται” – από τη φύση του ανθρώπου σαν βιολογικού οργανισμού. Είναι δημιουργίες ανθρώπινες, δημιουργίες κοινωνικοιστορικές. Και σαν μια τέτοια δημιουργία πρέπει να σκεφθούμε ένα μετεπαναστατικό καθεστώς», (ο.π.π., σελ. 27). Έτσι, για τον Καστοριάδη, υπήρχαν δύο στοιχεία. Το πρώτο, είναι «καινούργιο και επαναστατικό, διακηρύσσει το τέλος της θεωρητικής, φιλοσοφικής στάσης σαν στάση που κλείνεται στον εαυτό της και πιστεύει πως επαρκεί στον εαυτό της. Αυτό διατυπώνεται, π.χ. στην πασίγνωστη “11η θέση για τον Φόυερμπαχ”: “οι φιλόσοφοι ως τώρα προσπάθησαν μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο, ενώ το πραγματικό ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε”… Ήδη εδώ μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι στην “11η θέση για τον Φόυερμπαχ” η σχέση ερμηνείας και μεταβολής του κόσμου όχι απλώς μένει σκοτεινή, αλλά φαίνεται σαν να καταλύεται. Οι φιλόσοφοι αρκέστηκαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, κι εμείς πρέπει να τον μεταβάλουμε. Αλλά πώς μπορούμε να τον μεταβάλουμε χωρίς να τον ερμηνεύσουμε, και χωρίς να ερμηνεύσουμε κατά κάποιον τρόπο, αυτή την ίδια την δράση της μεταβολής που αναλαμβάνουμε; Αυτή η συσκότιση της σχέσης ερμηνείας και μεταβολής έχει, κατά τη γνώμη μου, πολύ να κάνει με το ότι τελικά το επαναστατικό αυτό στοιχείο έμεινε, στη σκέψη του Μαρξ, σπέρμα θνησιγενές» (ο.π.π., σελ. 57-58).
Από δω βγαίνει, επομένως, η αναγκαιότητα της σκέψης του Καστοριάδη! Μπορούμε με τη σειρά μας να διακρίνουμε κι εμείς δύο στοιχεία σ’ αυτή τη «σκέψη»: πρώτον, ότι η αλαζονεία του είναι ανάλογη με τον τσαρλατανισμό του, από τη μια, και την περιφρόνηση που δείχνει για τους αναγνώστες του, από την άλλη. Δεύτερον, ότι ο ισχυρισμός ότι η σχέση «ερμηνείας και μεταβολής», ή θα λέγαμε εμείς, θεωρίας και πράξης, παραμένει σκοτεινή για τον Μαρξ, και μάλιστα στην 11η θέση για τον Φόυερμπαχ, σημαίνει μόνο ότι σκοτεινές παραμένουν για τον Καστοριάδη οι προηγούμενες δέκα θέσεις, μαζί και η ενδέκατη, όπου ο Μαρξ επιγραμματικά καθαρίζει τους λογαριασμούς του με τον πριν απ’ αυτόν υλισμό, τοποθετώντας ακριβώς το ζήτημα θεωρίας και πράξης. Υπάρχει όμως και συνέχεια: «Αυτό που επικράτησε τελικά στον Μαρξ… είναι το παραδοσιακό στοιχείο, που δίνει τα πρωτεία στον θεωρητικό λόγο. Και μ’ αυτό τον τρόπο, το έργο του Μαρξ καταλήγει να είναι απλώς “μια άλλη θεωρία”, μια επιπλέον θεωρία… η θέση που βγαίνει απ’ το μεγαλύτερο όγκο των γραπτών του Μαρξ είναι ότι υπάρχει μια “αληθινή θεωρία”… Η “θεωρία αυτή κατ’ ανάγκην στηρίζεται – είτε το λέει είτε δεν το λέει, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει -πάνω σε μια μεταφυσική”» (ο.π.π., σελ. 58). Και παραπάνω γράφει: «Το έργο (του Μαρξ) είναι σχισμένο από μια βασική αντινομία ανάμεσα σε δυο στοιχεία… Το ένα, είναι το επαναστατικό στοιχείο… το άλλο είναι το παραδοσιακό στοιχείο του οποίου ο Μαρξ μένει, τελικά, αιχμάλωτος και δυνάμει του οποίου ανήκει, σε τελευταία ανάλυση, στον κόσμο της εποχής του, αλλά στον καπιταλιστικό κόσμο» (ο.π.π., σελ. 57).
Έτσι, λοιπόν, ο Μαρξ αναδεικνύεται στον τελειότερο ιδεολογικό εκπρόσωπο του καπιταλιστικού κόσμου, χάρη στον κύριο Καστοριάδη – που ασχολούμαστε σήμερα μαζί του εξ’ αιτίας του γράμματος του φοιτητή απ’ τη Θεσσαλονίκη – που ξέρει και λέει αυτά που ο Μαρξ «δεν ξέρει» ή «δε λέει». Και τι προτείνει, αγαπητέ μας φοιτητή, ο κύριος Καστοριάδης; Την «αυτόνομη» δράση, με στόχο την «αυτόνομη», «αυτοθεσμιζόμενη» κοινωνία. Οι κενές αυτές ταυτολογίες έχουν ένα συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο. Η επίκληση στην ανυπαρξία αντικειμενικών νόμων απευθύνεται στα ευρύτατα μικροαστικά στρώματα που συνθλίβονται από την άμεση λειτουργία αυτών των νόμων σήμερα. Το κήρυγμα της «αυτονομίας» της δράσης με την ελεύθερη, υποκειμενική βούληση, έρχεται να κολακέψει την αμφιταλάντευση αυτών των στρωμάτων μπροστά στο δίλημμα να υποταχθούν στη μια από τις δυο κύριες, αντιμαχόμενες τάξεις. Ακόμα περισσότερο, θέλει να τα εμποδίσει να προσανατολιστούν προς το προλεταριάτο, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη τους στον επαναστατικό του ρόλο. Και αυτό μπορεί να γίνει με το να τους ενσταλάξει τη δυσπιστία για την επαναστατική ηγεσία του προλεταριάτου. Γράφει ο Καστοριάδης:«Όπως η Εκκλησία εγγυάται τις Γραφές, και οι Γραφές εγγυώνται την Εκκλησία, έτσι η “θεωρία” εγγυάται το “επαναστατικό κόμμα”, και το “επαναστατικό Κόμμα” εγγυάται την αλήθεια της θεωρίας, και η απόλυτη κυριαρχία του Κόμματος εγγυάται την απόλυτη αλήθεια της θεωρίας. Φυσικά, μ’ αυτό τον τρόπο η “θεωρία” δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συγκαλύπτει τη δημιουργία μιας νέας εκμεταλλευτικής κοινωνίας κάτω από την κυριαρχία του κόμματος, κι αυτό έγινε στο τέλος με το μαρξισμό» (ο.π.π., σελ. 67). Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που επικαλείται για την «αυτόνομη» δράση: τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917, την Ουγγαρέζικη Επανάσταση του 1956, τον Μάη του 1968 στη Γαλλία. Αυτό όμως που θεωρεί αρνητικό στοιχείο στην πρώτη, την ύπαρξη δηλαδή του μπολσεβίκικου κόμματος που οδήγησε στον νικηφόρο Οκτώβρη, το θεωρεί θετικό στοιχείο στις δύο άλλες που ηττήθηκαν.
Για να στηρίξει τις αντιμπολσεβίκικες «θεωρίες» του, ο Καστοριάδης καταφεύγει στη ρηχή παραχάραξη της ιστορίας, επαναλαμβάνοντας το χιλιοειπωμένο ψέμα ότι ο μπολσεβικισμός αναπόφευκτα γεννάει τον σταλινισμό. Εδώ, βέβαια, ο κύριος στόχος του δεν είναι ο σταλινισμός ο ίδιος. Παρ’ όλες τις αντιγραφειοκρατικές κατάρες του Καστοριάδη, αυτός θεωρείται σαν η παντοδύναμη έκφραση και τελείωση θεμελιακών τάσεων που υπάρχουν ήδη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Τα πραγματικά πυρά στρέφονται ενάντια στον ιστορικό αντίπαλο του σταλινισμού, τον τροτσκισμό. Για τον Καστοριάδη, ο Τρότσκι «Δεν έβλεπε, και ούτε μπορούσε, με τις θεωρητικές του προϋποθέσεις αλλά και με την πολιτική του τοποθέτηση, που ήταν η ίδια βαθιά γραφειοκρατική, να δει ότι η ρωσική γραφειοκρατία είναι μια νέα εκμεταλλευτική και καταπιεστική τάξη, με αυτόνομες και αυτοφυείς κοινωνικές και ιστορικές βάσεις. Ούτε έβλεπε ότι η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η σχεδιοποίηση της οικονομίας δεν έχουν, σαν τέτοιες και από μόνες τους, καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό, κι ότι, αντίθετα, αποτελούν την πλήρη και ιδεώδη μορφή που επιτρέπει την απόλυτη συγκέντρωση της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, ιδεολογικής εξουσίας στα χέρια μιας κυρίαρχης μειοψηφίας – που φυσικά δεν ασκεί την εξουσία αυτή παρά για τα δικά της συμφέροντα, για να αυξήσει τα προνόμια της και να επεκτείνει τη δύναμή της» (ο.π.π., σελ. 11). Και παρακάτω, λέει ότι ο Τρότσκι «ήταν ο ίδιος, με μια έννοια, γραφειοκράτης. Αντιτάχτηκε στον Στάλιν πάνω σε στενά πολιτικά θέματα, αλλά οι βάσεις της γραφειοκρατικής οργάνωσης της ρώσικης κοινωνίας, είχαν τεθεί, κατά κάποιον τρόπο, από τον ίδιο τον Τρότσκι, και τον Λένιν, ήδη στην περίοδο 1918-1921. Η συντριβή με τα όπλα της Κομμούνας της Κροστάνδης (1921) είναι έργο του Λένιν και του Τρότσκι, όχι του σχεδόν ανύπαρκτου τότε Στάλιν. Για τον Τρότσκι, όπως και για τον Λένιν, η δραστηριότητα των μαζών ήταν απλώς το όργανο που επέτρεπε στην “επαναστατική διεύθυνση”, στο Κόμμα, να έρθει στην εξουσία, και για τους δύο, το Κόμμα διευθύνει απόλυτα, το Κόμμα επωμίζεται την ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Οι μάζες εκτελούν. Και σ’ αυτή την αντίληψη περιέχονται ήδη τα σπέρματα που θα οδηγήσουν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στην ολοκληρωτική και απολυταρχική εξουσία του Κόμματος» (ο.π.π., σελ. 20).
Μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα με ένα τόσο αφ’ υψηλού, όσο και τετριμμένο, παραλήρημα, μόνο αν είναι, σαν τον Καστοριάδη, ένας ιδεολογικός απατεώνας. Για τον κύριο αυτόν, δεν υπάρχουν Δίκες της Μόσχας, δεν υπάρχει η εξόντωση του μπολσεβίκικου κόμματος και χιλιάδων επαναστατών, δεν υπάρχει η δολοφονία του Τρότσκι από τη σταλινική συμμορία. Υπάρχουν μόνο διαφορές «σε στενά πολιτικά θέματα». Φαίνεται όμως καθαρά η ταξική θέση αυτής της απάτης: η επίθεση στον τροτσκισμό, μοναδική εναλλακτική λύση στην κρίση ηγεσίας της εργατικής τάξης, αναγκαία συνδυάζεται με την επίθεση σ’ όλες τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης, και κύρια στις κατακτήσεις του Οκτώβρη 1917 – την εθνικοποιημένη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον σχεδιασμό της οικονομίας – που το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζεται και που ο Καστοριάδης ισχυρίζεται ότι δεν έχουν σχέση με τον σοσιαλισμό.
Πρόκειται εδώ για μια ανοιχτή επίθεση στην εργατική τάξη και την επανάσταση από τη σκοπιά του αντικομμουνισμού, που απευθύνεται σ’ εκείνα τα στρώματα των μικροαστών που, όχι απλά αμφιταλαντεύονται, όχι μόνο εμποδίζονται να προσεγγίσουν το προλεταριάτο, αλλά που ενεργά κινητοποιούνται και τάσσονται ξεκάθαρα στην υπηρεσία της αντεπανάστασης. Και ο Καστοριάδης δεν είναι παρά άλλος ένας από τους καλυμμένους ή απροκάλυπτους ψευτοϊδεολόγους του σύγχρονου φασισμού. Ο υποτιθέμενος αντικαπιταλισμός του δεν είναι παρά η ίδια κάλπικη δημαγωγία όλων των ομοϊδεατών του. Μπορεί να αναφέρεται στην «ταξική πάλη», – πρέπει, άλλωστε, αφού κάποιος Μαρξ, «που έβαλε στο κέντρο της ιστορίας την πάλη των τάξεων, την αγνοεί όταν καταπιάνεται με την ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας»! (ο.π.π., σελ. 62). Μπορεί να καλύπτει τον ταξικό τρόμο μπροστά στη δικτατορία του προλεταριάτου με συγκαταβατικές απόπειρες να πατρονάρει την εργατική τάξη, διανθισμένες με πομπώδεις κουφότητες του τύπου, «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει εν ονόματι της εργατικής τάξης, παρά μόνο η ίδια η εργατική τάξη» (ο.π.π., σελ. 43).
Όταν όμως μιλάει για την κρίση του καπιταλισμού, μια κρίση που γι’ αυτόν δεν υπάρχει στον τομέα της παραγωγής, στην οικονομική βάση της κοινωνίας, αλλά σε κάποια διάχυτη, στοιχειακή, «Αυτόνομη» εξέγερση των μεμονωμένων ατόμων, προδίδει αναπόφευκτα την πηγή των εμπνεύσεών του. Λέει, π.χ, για τον πληθωρισμό που μαστίζει την καπιταλιστική οικονομία: «Τώρα σε τι οφείλεται αυτή η πληθωριστική τάση; Σε “αντικειμενικούς νόμους”; Όχι. Βασικά, είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς πίεσης της εργατικής τάξης – και, γενικότερα, όλων των μισθωτών – προς αύξηση των πραγματικών μισθών και εισοδημάτων» (ο.π.π., σελ. 80). Για την κρίση, φταίει η πάλη της εργατικής τάξης! Ο ρηξικέλευθος «στοχαστής» δε διστάζει να δανειστεί τη φτηνή προπαγάνδα που καθημερινά βρίσκει κανείς στα πιο αγοραία καπιταλιστικά φερέφωνα.
Ο χαρακτήρας των θέσεων του Καστοριάδη δεν μπορούσε παρά να εναρμονιστεί με τις σημερινές ανάγκες του ιμπεριαλισμού, καθώς η ριμάδα η ιστορία δεν λέει «να τελειώσει»!
Οι Αμερικανοί ομοϊδεάτες του Καστοριάδη, οι Μπάρναμ και Σάχτμαν, που πάλεψε ο Τρότσκι, είχαν μια κατά πολύ αξιολογότερη ιστορία, πριν οδηγηθούν στο δρόμο της αντεπανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, ο μεν Σάχτμαν κατάντησε να γράφει προκηρύξεις για την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα στον πόλεμο της Κορέας, ο δε Μπάρναμ έγινε πρόεδρος της εταιρίας «Τζον Μπερτς» και φίλος του Ρήγκαν. Ο σταλινισμός δεν είναι για τον Καστοριάδη το κύριο στήριγμα του ιμπεριαλισμού, αλλά, αντίθετα, επιδιώκει την κατάχτηση της εξουσίας. Έτσι, π.χ, το ΚΚΕ στην Ελλάδα δεν πρόδωσε την επανάσταση το 1944, αλλά σαν «ένας τέτοιος ολοκληρωτικός κομματικός μηχανισμός… περιείχε ήδη έμφυτα, “εκ κατασκευής”, έναν αυτοματισμό, μιαν ακατανίκητη τάση προς την κατάληψη και την απολυταρχική άσκηση της εξουσίας» (ο.π.π., σελ. 11).
Στο βιβλίο του, π.χ, «Μπροστά στον πόλεμο» (εκδ. IMAGO), μπορεί κανείς να εκτιμήσει τόσο την απόλυτη υποταγή του στο σταλινισμό, όσο και το ποιόν των συμπερασμάτων του. Ο σταλινισμός, για τον Καστοριάδη, ήταν ένα ακλόνητο και παντοδύναμο σύστημα, που είχε κατορθώσει να αποχαυνώσει την εργατική τάξη σε τέτοιο βαθμό, που να «μπορεί τώρα να παρασκευαστεί στην Ρωσία ικανός βαθμός κοινωνικής υποταγής καταναλίσκοντας ένα σχεδόν αμελητέο αριθμό πτωμάτων» («Μπροστά στον Πόλεμο», σελ. 122). Η τυφλή σε βαθμό κυνισμού πίστη στη γραφειοκρατία και τις ικανότητές της, τη στιγμή που το προλεταριάτο δημιουργούσε τις εστίες για την πολιτική επανάσταση, καλούσε σε συναγερμό ότι πιο αντιδραστικό, καθυστερημένο και προληπτικό. Αν υπήρξε κάτι που να άξιζε να το υπερασπιστεί κανείς, αυτό, για τον Καστοριάδη, έπρεπε να γίνει ενάντια στη σοβιετική «απειλή». Γιατί, έλεγε, στην ΕΣΣΔ είχε αναπτυχθεί ένα είδος δεύτερης κοινωνίας, η «στρατιωτική» κοινωνία, παράλληλα με την «πολιτική» κοινωνία, που βάραινε σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Στόχος της η παγκόσμια κυριαρχία. Ιδεολογία της, η αναβίωση του «τσαρικού σωβινισμού». Και όλα αυτά, για να προβληθεί το εξής φιλοϊμπεριαλιστικό συμπέρασμα:«από τις δύο αντιμέτωπες Υπερ-δυνάμεις, η Ρωσία μόνη διεξάγει, και έχει την δυνατότητα να διεξάγει, αυτή τη στιγμή μια επιθετική πολιτική» (ο.π.π., σελ. 19), ενώ «τα δυτικά καθεστώτα βρίσκονται σε μια φάση της εξέλιξής τους όπου η λειτουργία τους δεν απαιτεί πλέον εδαφική εξάπλωση της κυριαρχίας τους – και ακόμα λιγότερο, άμεση εδαφική κυριαρχία – αλλά μπορεί να ικανοποιείται από τη διατήρηση του status quo» (ο.π.π., σελ. 111).
Όσο για την επανάσταση, είναι μόνο όργανο των επεκτατικών τάσεων του Κρεμλίνου:«είδαμε την επέκταση αυτή να πραγματοποιείται, ουσιαστικά, με “πολιτικά” μέσα: εμφυλίους πολέμους η πόλεμους εθνικής απελευθέρωσης, κατά τους οποίους οι εξεγερμένοι υποστηρίζονται και βοηθούνται από τη Ρωσία – από ποιόν άλλον; – και εγκαθιστούν μετά τη νίκη τους φιλο-ρωσικά καθεστώτα… απέναντί τους οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν πάντοτε χωρίς πραγματικά και αποτελεσματικά μέτρα αντίδρασης (βλέπε τις δυο ήττες των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ)» (ο.π.π., σελ. 113).
Ο αντεπαναστάτης «φιλόσοφος» Καστοριάδης, στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Στο επαναστατικό πρόβλημα σήμερα», στο οποίο αναφέρει: «Όλα σχεδόν τα ζητήματα αυτά σχετίζονται με το γεγονός ότι ο Μαρξ είναι βαθιά βυθισμένος στο καπιταλιστικό φαντασιακό, τις κεντρικές σημασίες του οποίου ουδέποτε αμφισβητεί. Ουδέποτε διαχωρίζει τη θέση του από τον ορθολογιστικό επιστημονισμό της εποχής του. Πιστεύει ότι έχει δημιουργήσει μια στεγανή επιστημονική θεωρία της κοινωνίας, της ιστορίας και της οικονομίας. Αυτό αμαυρώνει ακόμη και τα καλύτερα επιτεύγματά του. Έτσι η οικονομική θεωρία του που διατηρεί την αξία της, ως κοινωνιολογική έρευνα των καπιταλιστικών μηχανισμών είναι αβάσιμη ως οικονομική καθαυτή. Ουδέποτε επικρίνει την καπιταλιστική τεχνολογία, ούτε την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, αλλά επικρίνει μόνο τη χρήση της για καπιταλιστικούς σκοπούς. Όλα αυτά είχαν σοβαρές και καταστροφικές επιπτώσεις στο εργατικό κίνημα. Η ιδέα της μοναδικής αληθινής θεωρίας γεννά την πολιτικά τερατώδη ιδέα της ορθοδοξίας. Η ορθοδοξία απαιτεί και φυλακές της, δηλαδή μια εκκλησία στρατευμένη στην ορθοδοξία χρειάζεται Ιερά Εξέταση, οι δε αιρετικοί πρέπει να καούν ή να σταλούν στα Γκουλάγκ…
Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ξεπεράσουμε αυτές τις κατηγορίες, να ξεπεράσουμε την “ταξική σκέψη”»!!!
Με άλλα λόγια, ο κύριος Καστοριάδης καταργεί το μαρξισμό, την πάλη των τάξεων, την επανάσταση και τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου. Είναι δηλαδή ένας «καθώς πρέπει» νεοφασίστας της εποχής μας, όσο κι αν αυτός ο ισχυρισμός μου δημιουργήσει καταιγίδα διαφωνιών από διάφορους «μαρξιστές» της νέας τάξης και μαρξολόγους των τηλεπαραθύρων.