Σήμερα συμπληρώνονται 90 χρόνια από το λεγόμενο και «Κόκκινο Δημοψήφισμα», στο οποίο οι Γερμανοί σταλινικοί συμμάχησαν με τους ναζί ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το δημοψήφισμα αυτό έγινε μετά από πρωτοβουλία της παραστρατιωτικής οργάνωσης του συντηρητικού, μοναρχικού Γερμανικού Εθνικού Λαϊκό Κόμματος, «Ντερ Στάλμχελμ» (Ατσαλένια Κράνη») και είχε την υποστήριξη των ναζί και του του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η ηγεσία του οποίου μάλιστα το είχε βαφτίσει «κόκκινο δημοψήφισμα», ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε ένα σημαντικό βήμα στην πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία. Ο Λέον Τρότσκι και η Αριστερή Αντιπολίτευση είχαν καταγγείλει τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής, που εμπνευστής της ήταν προσωπικά ο Στάλιν. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ανακοίνωσε στις 22 Ιουλίου 1931 επίσημα τη συμμετοχή σε αυτό το δημοψήφισμα και έτσι μια «Μαύρο-Κόκκινη» συμμαχία σχηματίστηκε, καθώς οι ναζί μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετείχαν σε κοινές διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση της Πρωσίας. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, σαν σήμερα πριν από 90 χρόνια (9 Αυγούστου του 1931), 10 εκατομμύρια Γερμανοί ψηφοφόροι ψήφισαν «ναι» στην ανάκληση της κυβέρνησης και περίπου 400.000 ψηφοφόροι ψήφισαν «όχι». Αλλά ο συνολικός αριθμός αυτών που είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν ήταν 26.587.672. Το «ναι» θα μπορούσε να κερδίσει μόνο το είχαν επιλέξει περισσότεροι από 13,3 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Τελικώς, το κοινοβούλιο της Πρωσίας δεν διαλύθηκε και ο σοσιαλδημοκράτης Ότο Μπράουν συνέχισε να είναι Πρωθυπουργός της Πρωσίας μέχρι το καλοκαίρι του 1932. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τον Τρότσκι στην εξορία του στην Πρίγκηπο της Τουρκίας, τον Αύγουστο του 1931. Δημοσιεύθηκε στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης» (αρ. 24, Σεπτέμβριος 1931).
Από τη συλλογή κειμένων με τίτλο «Κείμενα για τον Σταλινισμό» (εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή», Δεκέμβριος 2009). Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά στο διαδίκτυο.
Ενάντια στον εθνικό Κομμουνισμό!
Μαθήματα από το «Κόκκινο Δημοψήφισμα»
– Λέον Τρότσκι
Όταν αυτές οι γραμμές φτάσουν στον αναγνώστη, ίσως στο ένα ή το άλλο τμήμα τους, να είναι εκτός επικαιρότητας. Μέσα από τις προσπάθειες του σταλινικού μηχανισμού και τη φιλική συνεργασία όλων των αστικών κυβερνήσεων, ο συγγραφέας αυτών των γραμμών, βρίσκεται σε συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να αντιδράσει στα πολιτικά γεγονότα μόνο μετά από καθυστέρηση μερικών εβδομάδων. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να στηριχθεί σε μια κάθε άλλο παρά πλήρη ενημέρωση. Ο αναγνώστης πρέπει να το έχει αυτό κατά νου. Αλλά ακόμα και κάτω αυτές τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες στις οποίες εργάζεται ο συγγραφέας, πρέπει να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε κάποιο πλεονέκτημα. Αδύναμος να αντιδράσει στα γεγονότα έχοντας λάβει πρώτα υπόψη την ακριβή τους εικόνα, ο συγγραφέας είναι αναγκασμένος να επικεντρώσει την προσοχή του στα βασικά σημεία και τα κεντρικά ζητήματα. Αυτό είναι που δικαιώνει την παρούσα εργασία.
Πως γυρίζουν όλα ανάποδα
Τα λάθη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο ζήτημα του δημοψηφίσματος, που γίνονται καθαρότερα όσο περνάει ο καιρός, τελικά θα μπουν στα εγχειρίδια της επαναστατικής στρατηγικής, σαν ένα παράδειγμα προς αποφυγή.
Στη στάση της Κεντρικής Επιτροπής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος τα πάντα είναι λάθος: η εκτίμηση της κατάστασης είναι λαθεμένη, ο άμεσος στόχος είναι λάθος τοποθετημένος και τα μέσα για να επιτευχθεί αυτός είναι λάθος επιλεγμένα. Στην πορεία, η ηγεσία του κόμματος πέτυχε την ανατροπή όλων εκείνων των αρχών που υποστήριξε τα τελευταία χρόνια.
Στις 21 Ιουλίου η Κεντρική Επιτροπή απευθύνθηκε στην πρωσική κυβέρνηση με το αίτημα για δημοκρατικές και κοινωνικές παραχωρήσεις, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση να υποστηρίξει ενεργά το δημοψήφισμα. Προωθώντας τα αιτήματά της, η σταλινική γραφειοκρατία, στην πραγματικότητα απευθύνθηκε στο ανώτερο στρώμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με την πρόταση για ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στους φασίστες, με συγκεκριμένους όρους. Όταν η Σοσιαλδημοκρατία απέρριψε τους προτεινόμενους όρους, οι σταλινικοί σχημάτισαν ένα ενιαίο μέτωπο με τους φασίστες ενάντια στην Σοσιαλδημοκρατία!
Αυτό σημαίνει πως η πολιτική του ενιαίου μετώπου εφαρμόστηκε όχι μόνο «από τα κάτω», αλλά επίσης και «από τα πάνω». Σημαίνει ότι ο Τέλμαν (1) είναι επιτρεπτό να απευθυνθεί στον Μπράουν (2) και στον Σέβερινγκ (3) με ένα «ανοιχτό γράμμα» καλώντας για την από κοινού υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της κοινωνικής νομοθεσίας από την «κομπανία» του Χίτλερ. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς να συνειδητοποιούν τι κάνουν, «πετάνε από το πλοίο» τις παλιές μεταφυσικές τους για το «ενιαίο μέτωπο μόνο από τα κάτω» και τις αντικαθιστούν με το ακόμα πιο ηλίθιο και σκανδαλώδες πείραμα του ενιαίου μετώπου μόνο από τα πάνω, απροσδόκητα για τις μάζες και ενάντια στη θέλησή τους.
Αν η Σοσιαλδημοκρατία είναι «μια ποικιλία του Φασισμού», τότε πως κάποιος μπορεί να απευθύνει έκκληση στους «σοσιαλφασίστες» για κοινή υπεράσπιση της δημοκρατίας; Αλλά στο δρόμο για το δημοψήφισμα, η γραφειοκρατία του κόμματος δεν θέτει κανέναν όρο στους Εθνικοσοσιαλιστές. Γιατί; Αν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Εθνικοσοσιαλιστές είναι μόνο «αποχρώσεις του φασισμού», τότε γιατί να μπαίνουν όροι στην Σοσιαλδημοκρατία και όχι στους Εθνικοσοσιαλιστές; Μήπως ανάμεσα στις δύο ποικιλίες υπάρχουν ορισμένες πολύ σπουδαίες διαφορές σχετικά με την κοινωνική βάση και τη μέθοδο εξαπάτησης των μαζών; Αλλά τότε, ας μην αποκαλούμε και τους δύο «φασίστες», γιατί οι όροι στην πολιτική χρειάζονται για να προσδιορίζουν και όχι για να ρίχνουν τα πάντα στον ίδιο «σωρό».
Είναι αλήθεια, παρ’ όλα αυτά, ότι ο Τέλμαν μπήκε σε ένα ενιαίο μέτωπο με τον Χίτλερ; Η κομμουνιστική γραφειοκρατία αποκαλεί το δημοψήφισμα του Τέλμαν «κόκκινο», σε αντίθεση με το μαύρο ή καφέ δημοψήφισμα του Χίτλερ. Το γεγονός ότι το πράγμα σχετίζεται με δύο θανάσιμα εχθρικά κόμματα, είναι φυσιολογικά αναμφίβολο και όλα τα μυθεύματα της Σοσιαλδημοκρατίας δεν θα αναγκάσουν τους εργάτες να το ξεχάσουν. Αλλά το γεγονός παραμένει γεγονός. Σε μια συγκεκριμένη εκστρατεία, η σταλινική γραφειοκρατία ενέπλεξε τους επαναστάτες εργάτες σε ένα ενιαίο μέτωπο με τους Εθνικοσοσιαλιστές ενάντια στην Σοσιαλδημοκρατία.
Αν κάποιος θα είχε τη δυνατότητα να επιλέξει το κόμμα του με έναν διακριτό τρόπο στις κάλπες, τότε το δημοψήφισμα θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει την δικαιολόγηση (στη δοσμένη περίπτωση, απόλυτα ανεπαρκή πολιτικά) ότι θα επιτρέψει μια καταμέτρηση των δυνάμεων του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθαρά διαχωρισμένα από τις δυνάμεις του φασισμού. Αλλά η Γερμανική «Δημοκρατία» δεν χαραμίζει το χρόνο της με το να παρέχει το δικαίωμα στους μετέχοντες σε δημοψηφίσματα να επιλέγουν διακριτά τα κόμματά τους. Όλοι οι ψηφοφόροι είναι ενωμένοι σε μια αδιαχώριστη μάζα, που σε ένα ορισμένο ζήτημα δίνει μία και την ίδια απάντηση. Μέσα στα όρια αυτών των συνθηκών, το ενιαίο μέτωπο με τους φασίστες είναι ένα αναμφίβολο γεγονός. Έτσι «μεταξύ νύχτας και ξημερώματος», τα πάντα εμφανίζονται αναποδογυρισμένα.
«Ενιαίο Μέτωπο». Αλλά με ποιον;
Ποιον πολιτικό σκοπό επιδιώκει με αυτή τη στροφή της η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος; Όσο πιο πολύ διαβάζεις τα επίσημα κείμενα και τις ομιλίες των ηγετών, τόσο λιγότερο καταλαβαίνεις αυτό το σκοπό. Μας ειπώθηκε ότι η Πρωσική κυβέρνηση στρώνει το δρόμο για το φασισμό. Η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Μπρύνινγκ (4), προσθέτουν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος, έχει στην πραγματικότητα «φασιστικοποιήσει» τη δημοκρατία έχοντας ήδη διεξάγει πολύ δουλειά σε αυτό το επίπεδο. Απόλυτα σωστά, απαντάμε σε αυτό. «Αλλά βλέπεις, χωρίς τον Πρώσο Μπράουν, ο ομοσπονδιακός Μπρύνιγκ δεν μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του», λένε οι σταλινικοί. Αυτό επίσης είναι σωστό, απαντάμε. Πάνω σε αυτό το σημείο είμαστε εντελώς σύμφωνοι. Αλλά τι πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν από αυτό;
Δεν έχουμε το παραμικρό έδαφος για υποστήριξη της κυβέρνησης του Μπράουν, για να πάρουμε ακόμα και μια σκιά ευθύνης για αυτήν ενώπιον των μαζών ή να αποδυναμώσουμε ακόμα και κατά ένα «γιώτα» τον πολιτικό μας αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση του Μπρύνινγκ και του Πρωσικού πρακτορείου της. Αλλά πρέπει να δίνουμε ακόμα λιγότερο έδαφος στο να βοηθούνται οι φασίστες να αντικαταστήσουν εκείνοι την κυβέρνηση των Μπρύνινγκ – Μπράουν. Γι’ αυτό, αν αρκετά δίκαια κατηγορούμε τη Σοσιαλδημοκρατία για το στρώσιμο του εδάφους στο Φασισμό, το δικό μας καθήκον είναι τουλάχιστον να μη συντομεύουμε αυτόν το δρόμο για το φασισμό.
Η εγκύκλιος της Κεντρικής Επιτροπής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στις 27 Ιουλίου προς όλους τους κομματικούς πυρήνες, χωρίς έλεος παρουσιάζει γυμνή την ανακολουθία της ηγεσίας, επειδή είναι το προϊόν μιας συλλογικής επεξεργασίας του ζητήματος. Η ουσία αυτού του γράμματος, απελευθερωμένη από τη σύγχυση και τις αντιφάσεις, συνοψίζεται στο εξής : σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Φασίστες, δηλαδή δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον εχθρό που εξαπατά και προδίδει τους εργάτες, επωφελούμενος από την καρτερικότητά τους και στον εχθρό που απλά, θέλει να τους εξολοθρεύσει.
Αισθανόμενοι την εξωφρενικότητα μιας τέτοιας ταύτισης, οι συγγραφείς της εγκυκλίου ξαφνικά κάνουν μια στροφή και παρουσιάζουν το «Κόκκινο δημοψήφισμα» σαν την «αποφασιστική εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου από τα κάτω[!] με σεβασμό στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανούς και τους ακομμάτιστους εργάτες». Με ποιον τρόπο η συμμετοχή στο δημοψήφισμα δίπλα στους Φασίστες, ενάντια στη Σοσιαλδημοκρατία και το κόμμα του Κέντρου, είναι μια εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου προς τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανούς εργάτες, δεν θα γίνει κατανοητό από κανένα προλεταριακό μυαλό.
Η αναφορά είναι προφανώς σε εκείνους τους Σοσιαλδημοκράτες εργάτες που σπάζοντας από το κόμμα τους, συμμετείχαν στο δημοψήφισμα. Πόσοι τέτοιοι όμως υπάρχουν; Άλλωστε, με την επίκληση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, κάποιος στοιχειωδώς καταλαβαίνει μια κοινή δράση, όχι με τους εργάτες που έχουν αφήσει τη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά με αυτούς που παραμένουν στις γραμμές της και δυστυχώς υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς.
Το ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων
Η μόνη φράση στην ομιλία του Τέλμαν στις 24 Ιουλίου που μοιάζει με σοβαρό κίνητρο για τη στροφή είναι η ακόλουθη: «Το Κόκκινο δημοψήφισμα, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες του νόμου, τη μαζική κοινοβουλευτική δράση, αντιπροσωπεύει ένα βήμα μπροστά στην κατεύθυνση μιας εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησης των μαζών». Αν αυτές οι λέξεις έχουν κάποια σημασία, είναι μόνο η ακόλουθη: παίρνουμε την κοινοβουλευτική ψήφο σαν σημείο εκκίνησης για τη δική μας γενική επαναστατική αντεπίθεση, για να ανατρέψουμε την κυβέρνηση της Σοσιαλδημοκρατίας και τα κόμματα του Κέντρου που έχουν συμμαχήσει μαζί της, με νόμιμα μέσα και με σκοπό, ύστερα μέσω της πίεσης από τις επαναστατικές μάζες, να ανατρέψουμε το φασισμό, ο οποίος επιχειρεί να γίνει ο κληρονόμος της Σοσιαλδημοκρατίας. Με άλλα λόγια: το Πρωσικό δημοψήφισμα παίζει μόνο το ρόλο του βατήρα για το επαναστατικό άλμα.
Ναι, σαν ένας βατήρας, το δημοψήφισμα μπορεί να είναι πλήρως δικαιολογημένο. Έτσι κι αλλιώς, οι φασιστικές ψήφοι μαζί με τις Κομμουνιστικές θα χάσουν όλη τους τη σπουδαιότητα, από τη στιγμή που το προλεταριάτο θα ανατρέψει τους φασίστες και θα πάρει την εξουσία στα χέρια του. Για έναν τέτοιο βατήρα, μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει κάθε είδους ξύλο, συμπεριλαμβανομένου και του δημοψηφίσματος. Μόνο που η δυνατότητα ενός πραγματικού άλματος πρέπει να υφίσταται, όχι στα λόγια, αλλά στα έργα.
Το πρόβλημα είναι συνεπώς συμπυκνωμένο στο συσχετισμό των δυνάμεων. Να βγεις έξω στους δρόμους με το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση Μπρύνινγκ-Μπράουν» σε μια στιγμή κατά την οποία σύμφωνα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, αυτή μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από μια κυβέρνηση Χίτλερ – Χιούγκενμπεργκ (5), είναι αμιγώς τυχοδιωκτισμός. Το ίδιο σύνθημα παρ’ όλα αυτά, λαμβάνει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, αν μετατραπεί σε εισαγωγή για την άμεση πάλη του προλεταριάτου για την εξουσία. Στην πρώτη περίπτωση, οι Κομμουνιστές θα εμφανίζονταν στα μάτια των μαζών σαν αρωγοί της αντίδρασης. Όμως στη δεύτερη περίπτωση, το ζήτημα του πως ψηφίστηκαν οι φασίστες πριν να συντριβούν από το προλεταριάτο, θα έχει χάσει όλη του την πολιτική σημασία.
Συνεπώς, εξετάζουμε την περίπτωση της κοινής ψηφοφορίας με τους φασίστες, όχι από τη σκοπιά μιας αφηρημένης αρχής, αλλά από τη σκοπιά του πραγματικού αγώνα των τάξεων για την εξουσία και του συσχετισμού των δυνάμεων στο δοσμένο στάδιο αυτού του αγώνα.
Ας κοιτάξουμε την Ρωσική εμπειρία
Μπορεί να φανεί σαν αναντίρρητο στοιχείο, πως κατά τη στιγμή της προλεταριακής εξέγερσης, η διαφορά ανάμεσα στην Σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία και τους φασίστες θα μειωθεί στο μίνιμουμ, αν όχι στο μηδέν. Κατά τις ημέρες του Οκτώβρη, οι Ρώσοι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες πολέμησαν ενάντια στο προλεταριάτο χέρι – χέρι με τους Καντέτους (6), τους Κορνιλωφικούς (7) και τους Μοναρχικούς. Οι Μπολσεβίκοι εγκατέλειψαν το Προ-Κοινοβούλιο (8) τον Οκτώβριο και πήγαν στους δρόμους, για να καλέσουν τις μάζες σε ένοπλη εξέγερση. Αν ταυτόχρονα με τους Μπολσεβίκους, ένα κάποιου είδους μοναρχικό γκρουπ ας πούμε, είχε εγκαταλείψει το Προ- Κοινοβούλιο εκείνες τις μέρες, αυτό δεν θα είχε καμία πολιτική σημασία, γιατί οι μοναρχικοί ανατρέπονταν μαζί με τη δημοκρατία.
Το κόμμα κινήθηκε στην εξέγερση του Οκτώβρη, παρ’ όλα αυτά, μέσα από μια σειρά σταδίων. Όταν στη διαδήλωση του Απρίλη του 1917 ένα τμήμα των Μπολσεβίκων έριξε το σύνθημα «Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση!», αμέσως η Κεντρική Επιτροπή ανακάλεσε στην τάξη τους αριστεριστές. Ασφαλώς έπρεπε να εκλαϊκεύσουμε την αναγκαιότητα ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης. Αλλά το να καλέσουμε τους εργάτες στους δρόμους με αυτό το σύνθημα ενώ είμαστε μειοψηφία στις τάξεις τους, εμείς δεν το κάναμε. Αν είχαμε ανατρέψει την Προσωρινή Κυβέρνηση (9) κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήμασταν έτοιμοι να πάρουμε τη θέση της και συνεπώς, θα είχαμε βοηθήσει την αντεπανάσταση. Πρέπει υπομονετικά να εξηγούμε στις μάζες τον αντιλαϊκό χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης, πριν η ώρα για την ανατροπή της ωριμάσει. Αυτή ήταν η θέση του κόμματος.
Κατά την επόμενη περίοδο, το σύνθημα του κόμματος ήταν : «Κάτω οι καπιταλιστές υπουργοί!». Αυτό το σύνθημα απαιτούσε από τη Σοσιαλδημοκρατία να σπάσει την συμμαχία της με την αστική τάξη. Τον Ιούλιο καθοδηγήσαμε τη διαδήλωση των εργατών και των στρατιωτών κάτω από το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», που σήμαινε εκείνη τη στιγμή: όλη η εξουσία στους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες. Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες μας χτυπούσαν μαζί με τους Λευκοφρουρούς.
Δύο μήνες μετά, ο Κορνίλωφ έκανε ανταρσία ενάντια στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Στον αγώνα ενάντια στον Κορνίλωφ, οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν θέση στην πρώτη γραμμή. Ο Λένιν ήταν τότε σε κρησφύγετο. Χιλιάδες Μπολσεβίκων ήταν στις φυλακές. Οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι ναύτες απαιτούσαν την απελευθέρωση των ηγετών τους και των Μπολσεβίκων γενικά. Η Προσωρινή Κυβέρνηση αρνήθηκε. Δεν θα έπρεπε η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων να έχει απευθύνει ένα τελεσίγραφο στην κυβέρνηση ΚερένσκΙ του τύπου «απελευθερώστε τους Μπολσεβίκους αμέσως και αποσύρετε την επαίσχυντη κατηγορία της εξυπηρέτησης των Χοεντσόλερν (10)» και στο ενδεχόμενο της άρνησης του Κερένσκι να αρνηθούν να παλέψουν ενάντια στον Κορνίλωφ; Αυτός είναι πιθανά ο τρόπος που θα αντιδρούσε η Κεντρική Επιτροπή των Τέλμαν – Ρέμελε (11) – Νόημαν (12). Αλλά αυτός δεν είναι ο τρόπος που αντέδρασε η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων.
Ο Λένιν έγραψε τότε : «Θα ήταν το πιο σοβαρό λάθος να σκεφθούμε ότι το επαναστατικό προλεταριάτο είναι ικανό, για λόγους εκδίκησης προς τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους, επειδή υποστήριξαν τις διώξεις των Μπολσεβίκων, τις δολοφονίες στο μέτωπο και τον αφοπλισμό των εργατών, να αρνηθεί να τους υποστηρίξει ενάντια στην αντεπανάσταση. Αυτός ο τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος θα σήμαινε πρώτα απ’ όλα, τη μετάδοση μικροαστικών αντιλήψεων για την ηθική στο προλεταριάτο (επειδή αν είναι για το καλό του σκοπού, το προλεταριάτο θα υποστηρίξει, όχι μόνο την αμφιταλαντευόμενη μικρομπουρζουαζία, αλλά επίσης και τη μεγάλη μπουρζουαζία). Κατά δεύτερο λόγο, θα ήταν – και αυτό είναι πιο σημαντικό – μια μικροαστική απόπειρα να ριχθεί σκιά με «ηθικολογία», πάνω στην πολιτική ουσία του πράγματος. Αν δεν είχαμε αποκρούσει τον Κορνίλωφ τον Αύγουστο και έχοντας διευκολύνει τη νίκη του, εκείνος θα είχε αρχικά εξολοθρεύσει τον ανθό της εργατικής τάξης και συνεπώς, θα είχε εμποδίσει τη νίκη μας δύο μήνες αργότερα επί των συμφιλιωτών, η οποία και τους τιμώρησε τελικά για τα ιστορικά τους εγκλήματα, όχι στα λόγια, αλλά με έργα».
Είναι ακριβώς η «μικροαστική ηθικολογία» στην οποία οι Τέλμαν και ΣΙΑ επιδίδονται, όταν για να δικαιολογήσουν την δική τους στροφή, άρχισαν να απαριθμούν την αναρίθμητες αθλιότητες που διαπράχθηκαν από τους ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας.
«Στα τυφλά»
Οι ιστορικές αναλογίες είναι μόνο αναλογίες. Είναι αδύνατο να μιλάμε για πανομοιότυπες συνθήκες και καθήκοντα. Αλλά στη σχετική γλώσσα των αναλογιών, μπορούμε να αναρωτηθούμε: τη στιγμή του δημοψηφίσματος στη Γερμανία είχε τεθεί ένα ζήτημα όπως η άμυνα ενάντια στον κίνδυνο του Κορνίλωφ ή αντίθετα, εκείνο της ανατροπής ολόκληρης της αστικής τάξης πραγμάτων από το προλεταριάτο; Αυτό το ζήτημα δεν αποφασίζεται από «γυμνές» αρχές, ούτε από φόρμουλες πολεμικής, αλλά από το συσχετισμό των δυνάμεων. Με πόση φροντίδα και ευσυνειδησία οι Μπολσεβίκοι μελετούσαν, μετρούσαν και υπολόγιζαν το συσχετισμό δυνάμεων σε κάθε νέο στάδιο της επανάστασης!
Μήπως η ηγεσία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος προσπαθεί, όταν το κόμμα μπαίνει στον αγώνα, προετοιμάζοντάς το, να ορίσει σωστά το συσχετισμό των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων; Ούτε σε άρθρα, ούτε σε ομιλίες δε θα βρούμε έναν τέτοιο ορισμό. Όπως ο δάσκαλός τους ο Στάλιν έτσι και οι μαθητές του Βερολίνου εφαρμόζουν πολιτικές «στα τυφλά».
Οι εκτιμήσεις του Τέλμαν πάνω στο αποφασιστικό ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων έχουν συνοψιστεί σε δύο-τρεις γενικές φράσεις: «Δεν ζούμε πλέον στο 1923», είπε στην αναφορά του. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι τώρα το κόμμα πολλών εκατομμυρίων και αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς». Και αυτό είναι όλο! Ο Τέλμαν δεν μπορεί να δείξει πιο καθαρά το μέγεθος της αδυναμίας του να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο 1923 και το 1931!
Τότε η Σοσιαλδημοκρατία είχε διασπαστεί. Οι εργάτες που δεν είχαν ακόμα «σπάσει» από τις γραμμές της Σοσιαλδημοκρατίας, έστρεφαν τα μάτια τους στην κατεύθυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τότε ο φασισμός αντιπροσώπευε περισσότερο ένα σκιάχτρο στον κήπο της μπουρζουαζίας, παρά μια πολιτική πραγματικότητα. Η επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος στα συνδικάτα και τις εργοστασιακές επιτροπές το 1923 ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από τη σημερινή. Οι επιτροπές εργοστασίων επιτελούσαν τότε, στην πραγματικότητα, το ρόλο των σοβιέτ. Η Σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία στα συνδικάτα έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της κάθε μέρα. Το γεγονός ότι η κατάσταση το 1923 δεν αξιοποιήθηκε από την οπορτουνιστική ηγεσία της «Κομιντέρν» και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ακόμα ζει στη συνείδηση των τάξεων και των κομμάτων, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, λέει ο Τέλμαν, είναι ένα κόμμα εκατομμυρίων. Είμαστε πολύ χαρούμενοι και πολύ περήφανοι γι’ αυτό. Αλλά δεν ξεχνάμε, ότι και η Σοσιαλδημοκρατία είναι ένα κόμμα εκατομμυρίων. Δεν ξεχνάμε ότι χάρις στην αλυσίδα λαθών των επιγόνων, από το 1923 έως το 1931, η τωρινή Σοσιαλδημοκρατία επιδεικνύει πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τη Σοσιαλδημοκρατία του 1923. Δεν ξεχνάμε ότι ο σημερινός φασισμός, που βοηθήθηκε και ανατράφηκε από τους προδότες της Σοσιαλδημοκρατίας και τα λάθη της Σταλινικής γραφειοκρατίας, αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο στον δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα κόμμα εκατομμυρίων. Αλλά χάρις στην προηγούμενη στρατηγική της «τρίτης περιόδου», μιας περιόδου συμπυκνωμένης γραφειοκρατικής ηλιθιότητας, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι σήμερα εξαιρετικά αδύναμο στα συνδικάτα και στις επιτροπές εργοστασίων. Ο αγώνας για εξουσία δε μπορεί να καθοδηγηθεί μονάχα από τη στήριξη στις ψήφους ενός δημοψηφίσματος. Πρέπει να έχει κάποιος υποστήριξη στα εργοστάσια, στα μαγαζιά, στα συνδικάτα και στις επιτροπές εργοστασίων. Αυτό έχει ξεχαστεί από τον Τέλμαν, ο οποίος υποκαθιστά με βαρύγδουπες λέξεις την ουσιαστική ανάλυση της κατάστασης.
Ο ισχυρισμός ότι τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1931 το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν τόσο ισχυρό που θα μπορούσε να μπει σε έναν ανοιχτό αγώνα με την αστική κοινωνία, όπως ενσαρκώνεται και στις δύο της πλευρές, τη Σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό, μπορεί να γίνει μόνο από κάποιον που «έπεσε από το φεγγάρι». Ούτε η ίδια η κομματική γραφειοκρατία δεν το πιστεύει αυτό. Αν καταφεύγει σε αυτό το επιχείρημα, είναι μόνο γιατί το δημοψήφισμα απέτυχε και συνεπώς, δεν τέθηκε σε μια περαιτέρω δοκιμασία. Είναι ακριβώς σε αυτή την ανευθυνότητα, σε αυτή την τύφλωση, σε αυτό το αδίστακτο κυνήγι των αποτελεσμάτων, που η τυχοδιωκτική ψυχή του σταλινικού κεντρισμού βρίσκει την έκφρασή της!
«Η Λαϊκή επανάσταση» στη θέση της προλεταριακής επανάστασης
Αυτά τα ξαφνικά – όπως φαινόταν αρχικά – «ζιγκ-ζαγκ» (της 21ης Ιουλίου), καθόλου δεν έπεσαν σαν «κεραυνοί εν αιθρία», αλλά ήταν προετοιμασμένα από την εξέλιξη ολόκληρης της προηγούμενης περιόδου. Το ότι το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα διακατέχεται από μια ειλικρινή και φλογερή προσδοκία να υποτάξει τους φασίστες, να τραβήξει τις μάζες μακριά από την επιρροή τους, να ανατρέψει το φασισμό και να τον συντρίψει, είναι κατανοητό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι όσο ο καιρός περνά, η σταλινική γραφειοκρατία πασχίζει όλο και περισσότερο να δράσει ενάντια στον φασισμό με τα δικά του όπλα, χρησιμοποιώντας τα χρώματα της δικής του πολιτικής «παλέτας» και προσπαθώντας να τη βγάλει στον πλειστηριασμό του πατριωτισμού. Αυτές είναι – όχι οι μέθοδοι μιας ταξικής πολιτικής αρχών – αλλά οι μέθοδοι του μικροαστικού ανταγωνισμού.
Είναι δύσκολο για κάποιον να φανταστεί μια πιο ντροπιαστική συνθηκολόγηση αρχών, από το γεγονός ότι η Σταλινική γραφειοκρατία έχει υποκαταστήσει το σύνθημα της προλεταριακής επανάστασης με το σύνθημα της «λαϊκής επανάστασης». Κανένα πονηρό τέχνασμα, κανένα παιχνίδι με τσιτάτα, καμία ιστορική διαστρέβλωση, δεν μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι αυτή είναι μια προδοσία των αρχών του Μαρξισμού, με αντικείμενο της, την καλύτερη απομίμηση του φασιστικού τσαρλατανισμού.
Είμαι υποχρεωμένος εδώ να επαναλάβω ότι έγραψα για αυτό το ζήτημα αρκετούς μήνες πριν: «Είναι κατανοητό ότι κάθε μεγάλη επανάσταση είναι μια λαϊκή ή εθνική επανάσταση, με την έννοια ότι ενώνει γύρω από την επαναστατική τάξη όλες τις σφριγηλές και δημιουργικές δυνάμεις του έθνους και ανοικοδομεί το έθνος γύρω από μια νέα βάση. Αλλά αυτό δεν είναι ένα σύνθημα, είναι η κοινωνιολογική περιγραφή της επανάστασης, η οποία προϋποθέτει, επιπλέον, έναν ακριβή και συγκεκριμένο ορισμό. Σαν ένα σύνθημα, είναι βλακώδες και τσαρλατάνικο να χρησιμοποιείται από έναν αγοραίο ανταγωνισμό με τους φασίστες και επιφέρει σαν τίμημα την δημιουργία σύγχυσης στα μυαλά των εργατών. Ο φασίστας Στράσερ (13) λέει ότι το 95 % του λαού έχει συμφέρον για την επανάσταση, συνεπώς αυτή δεν είναι μια ταξική επανάσταση, αλλά μια λαϊκή επανάσταση. Ο Τέλμαν τραγουδάει κι αυτός το ίδιο ρεφραίν».
Στην πραγματικότητα, οι κομμουνιστές εργάτες πρέπει να πουν στους φασίστες εργάτες : φυσικά το 95% του πληθυσμού, αν όχι το 98%, είναι εκμεταλλευόμενο από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αλλά αυτή η εκμετάλλευση είναι οργανωμένη ιεραρχικά : υπάρχουν εκμεταλλευτές, υπο-εκμεταλλευτές, υπο-υπο-εκμεταλλευτές κ.λ.π. Μόνο χάρις σε αυτή την ιεραρχία μπορούν οι υπερ-εκμεταλλευτές να κρατούν σε υποταγή την πλειονότητα του έθνους. Για να μπορεί το έθνος να είναι ικανό να ανοικοδομηθεί γύρω από μια νέα ταξική βάση, θα πρέπει να έχει ανοικοδομηθεί ιδεολογικά και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το προλεταριάτο δεν αυτοδιαλυθεί μέσα στο λαό, αλλά αντίθετα, αν αναπτύξει ένα πρόγραμμα της δικής του προλεταριακής επανάστασης και υποχρεώσει την μικρομπουρζουαζία να επιλέξει ανάμεσα σε δύο καθεστώτα. Το σύνθημα της «λαϊκής επανάστασης» αποκοιμίζει τη μικρομπουρζουαζία, αλλά επίσης και τις πλατιές μάζες των εργατών, συμβιβάζοντάς τους ξανά με την αστική ιεραρχική δομή του «λαού», επιβραδύνοντας την απελευθέρωσή τους. Αλλά κάτω από τις παρούσες συνθήκες στη Γερμανία, το σύνθημα της «λαϊκής επανάστασης» εξαφανίζει την ιδεολογική οριοθέτηση μεταξύ Μαρξισμού και φασισμού και συμβιβάζει ξανά μέρος των εργατών και της μικρομπουρζουαζίας με την ιδεολογία του φασισμού, επιτρέποντάς τους να σκέπτονται ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν επιλογή, επειδή και για τα δύο στρατόπεδα τα πάντα είναι τελικά ζήτημα μιας «Λαϊκής επανάστασης».
Η «Λαϊκή επανάσταση» σαν μέθοδος της «Εθνικής απελευθέρωσης»
Οι ιδέες έχουν τη δική τους λογική. Η «λαϊκή επανάσταση» τίθεται σα μια μέθοδος υποκατάστασης της «εθνικής απελευθέρωσης». Μια τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος δίνει το χώρο για αυθεντικές σοβινιστικές τάσεις στο κόμμα. Είναι κατανοητό, ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να προσεγγίζουν το κόμμα του προλεταριάτου απελπισμένοι πατριώτες, από το στρατόπεδο του μικροαστικού σωβινισμού. Διαφορετικά στοιχεία έρχονται στον Κομμουνισμό, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους και μονοπάτια. Ειλικρινά και τίμια στοιχεία – μαζί με αμετανόητους καριερίστες και αδίστακτους αποτυχημένους – ήταν αναπόφευκτο να βρεθούν στις γραμμές των αξιωματικών της Λευκής Φρουράς και των Μαύρων Εκατονταρχιών, που άρχισαν τους τελευταίους μήνες να στρέφονται προς τον Κομμουνισμό.
Το κόμμα ασφαλώς, μπορεί να χρησιμοποιήσει ακόμα και τέτοιες μεταμορφώσεις προσωπικοτήτων, σαν μεθόδους για την κάμψη του ηθικού του φασιστικού στρατοπέδου. Το έγκλημα της σταλινικής γραφειοκρατίας – ναι ένα τρομερό έγκλημα – συνίσταται παρ’ όλα αυτά, στο γεγονός ότι τάσσει αλληλέγγυο τον εαυτό της με αυτούς τους εχθρούς, ταυτίζοντας τη φωνή τους με τη φωνή του κόμματος, αρνούμενη να εκθέσει τις εθνικιστικές και μιλιταριστικές τάσεις, μεταμορφώνοντας την επιμελώς μικροαστική, αντιδραστική, ουτοπική και σοβινιστική μπροσούρα του Σέρινγκερ (14) σε μια νέα διαθήκη του επαναστατικού προλεταριάτου. Από αυτό τον βασικό ανταγωνισμό με το φασισμό, ξαφνικά εκτοξεύθηκε στο πρόσωπο του κόμματος η απόφαση της 21ης Ιουλίου: έχετε μια λαϊκή επανάσταση και έχουμε κι εμείς μια. Έχετε την εθνική απελευθέρωση σαν το ανώτατο κριτήριο και εμείς έχουμε το ίδιο. Έχετε πόλεμο ενάντια στον Δυτικό καπιταλισμό και εμείς έχουμε το ίδιο. Έχετε δημοψήφισμα και εμείς έχουμε δημοψήφισμα κι ακόμα καλύτερα, εμείς έχουμε ένα «κόκκινο».
Το γεγονός είναι ότι ο πρώην επαναστάτης εργάτης Τέλμαν, σήμερα συγκεντρώνει όλη τη δύναμή του για να μη ντροπιάσει τον εαυτό του ενώπιον της αντίδρασης. Το ραπόρτο της συνάντησης των εργατών του κόμματος, στην οποία ο Τέλμαν διακήρυξε τη στροφή προς το δημοψήφισμα, είναι δημοσιευμένο στη «Ρότε Φάνε» (15), με τον πομπώδη τίτλο «Κάτω από τη σημαία του Μαρξισμού». Παρ’ όλα αυτά, στην πιο σημαντική θέση του κλεισίματος του, ο Τέλμαν θέτει την ιδέα ότι η «Γερμανία είναι σήμερα μια μπάλα στα χέρια της Αντάντ (16)». Τίθεται συνεπώς, πρωτίστως ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης. Αλλά με μια έννοια, η Γαλλία και η Ιταλία επίσης είναι «μπαλάκια» στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εξάρτηση της Ευρώπης από την Αμερική, η οποία έχει μια ακόμα φορά αποκαλυφθεί τόσο ξεκάθαρα σε σύνδεση με την πρόταση του Χούβερ (17) (σήμερα αυτή η εξάρτηση θα αποκαλυφθεί ακόμα πιο οξυμένα και βάρβαρα), έχει πολύ βαθύτερη σημασία για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής επανάστασης από την εξάρτηση της Γερμανίας από την «Αντάντ». Να γιατί – επί τη ευκαιρία – το σύνθημα των Σοβιετικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και όχι το λειψό σύνθημα «Κάτω η Ειρήνη των Βερσαλλιών (18)» είναι η προλεταριακή απάντηση στις αναταραχές της Ευρωπαϊκής ηπείρου.
Αλλά αυτά τα ζητήματα, παρ’ όλα αυτά, καταλαμβάνουν δευτερεύουσα θέση. Η πολιτική μας ορίζεται, όχι από το γεγονός ότι η «Γερμανία» είναι «μπαλάκι» στα χέρια της «Αντάντ», αλλά πρωτίστως από το γεγονός ότι το γερμανικό προλεταριάτο, το όποιο είναι διασπασμένο, αδύναμο και καταπιεσμένο, είναι μια μπάλα στα χέρια της Γερμανικής μπουρζουαζίας. «Ο κύριος εχθρός είναι στο σπίτι μας», φώναξε κάποτε ο Καρλ Λίμπκνεχτ (19). Ή μήπως το έχετε ξεχάσει αυτό φίλοι; Ή μήπως αυτό δεν μας διδάσκει πλέον τίποτα καλό; Για τον Τέλμαν, είναι προφανώς πολύ ξεπερασμένο. Ο Σέρινγκερ έχει αντικαταστήσει τον Λίμπκνεχτ. Γι’ αυτό ο τίτλος «Κάτω από τη Σημαία του Μαρξισμού» αποτελεί μια τόσο οδυνηρή ειρωνεία!
Η σχολή του Γραφειοκρατικού Κεντρισμού και η Σχολή της Συνθηκολόγησης
Αρκετά χρόνια πριν, η Αριστερή Αντιπολίτευση προειδοποίησε ότι η «αληθινά Ρώσικη» θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην ανάπτυξη σοσιαλπατριωτικών τάσεων και σε άλλα τμήματα της «Κομιντέρν». Σε εκείνη την περίοδο, αυτό έμοιαζε να είναι φαντασία, ένα κακόβουλο εφεύρημα, μια συκοφαντία. Αλλά οι ιδέες δεν έχουν μόνο την δική τους λογική, αλλά επίσης και την δική τους εκρηκτική δύναμη. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, σε μια σύντομη περίοδο τραβήχτηκε στη σφαίρα του σοσιαλπατριωτισμού μπροστά στα μάτια μας, κάτι που σημαίνει δηλαδή, σε εκείνο το κλίμα και τα συνθήματα ενάντια στα οποία ιδρύθηκε η «Κομιντέρν». Αυτό δεν είναι αναπάντεχο; Όχι, είναι μόνο μια φυσική συνέπεια!
Η μέθοδος της ιδεολογικής απομίμησης του αντιπάλου και του ταξικού εχθρού – μια μέθοδος που είναι παντελώς αντίθετη με την θεωρία του Μπολσεβικισμού – προκύπτει απευθείας από την ουσία του κεντρισμού, από την έλλειψη αρχών που τον χαρακτηρίζει, από τις ασυνέπειές του, από την ιδεολογική του κενότητα. Έτσι για αρκετά χρόνια, η Σταλινική γραφειοκρατία εφάρμοσε μια Θερμιδωριανή πολιτική για να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια των Θερμιδωριανών. Έχοντας τρομοκρατηθεί από την Αριστερή Αντιπολίτευση, η Σταλινική γραφειοκρατία άρχισε να μιμείται αποσπασματικά την αριστερή της «Πλατφόρμα». Για να αποσπάσει τους Εγγλέζους εργάτες από την κυριαρχία του «τρέιντ-γιουνιονισμού» (20), οι Σταλινικοί αντί για μαρξιστική εφάρμοσαν μια «τρέιντ-γιουνιονιστική» πολιτική. Για να βοηθήσουν τους Κινέζους εργάτες και αγρότες να πάρουν έναν ανεξάρτητο δρόμο, οι Σταλινικοί τους οδήγησαν στο αστικό «Κουομιτάνγκ». Αυτός ο κατάλογος μπορεί να συνεχίζεται ατελείωτα. Στα μεγάλα και στα μικρά ζητήματα, βλέπουμε το ίδιο και το αυτό πνεύμα διαρκούς μίμησης της Αντιπολίτευσης, μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν όχι τα δικά τους όπλα – τα οποία αλίμονο, δεν κατέχουν – αλλά όπλα που έχουν κλέψει από το στρατόπεδο του εχθρού.
Το παρόν κομματικό καθεστώς δρα στην ίδια κατεύθυνση. Έχουμε γράψει και πει περισσότερο από μια φορά, ότι ο ολοκληρωτισμός του μηχανισμού που απογοητεύει το ηγετικό στρώμα της «Κομιντέρν», ταπεινώνει τους προχωρημένους εργάτες και τους στερεί κάθε ανεξαρτησία σκέψης, ενώ συντρίβοντας και διαστρέφοντας τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, αναπόφευκτα, αδυνατίζει την προλεταριακή πρωτοπορία ενώπιον του εχθρού. Όποιος σκύβει το κεφάλι υποτακτικά μπροστά σε κάθε ανώτερο, αντιμετωπίζεται σα να είναι ένας καλός επαναστάτης μαχητής!
Οι κεντριστές λειτουργοί του μηχανισμού ήταν Ζηνοβιεφικοί υπό τον Ζηνόβιεφ, Μπουχαρινικοί υπό τον Μπουχάριν, Σταλινικοί και Μολοτωφικοί όταν ήρθε η ώρα του Στάλιν και του Μολότωφ. Σκύβουν τα κεφάλια τους ακόμα και μπροστά στους Μανουίλσκι (21), Κουζίνεν (22) και Λοζώφσκι (23). Σε κάθε στάδιο που περνάει, επαναλαμβάνουν τις λέξεις, τις απαγγελίες και τις χειρονομίες του επόμενου «ηγέτη». Σύμφωνα με τις εντολές, απορρίπτουν σήμερα αυτό στο οποίο ορκίζονταν χθες και βάζουν δύο δάχτυλα στο στόμα, σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά εναντίον του αποχωρήσαντα αρχηγού, στου οποίου τα χέρια ανδρώθηκαν μόλις χθες. Κάτω από αυτό το καταστροφικό καθεστώς, το επαναστατικό θάρρος είναι ευνουχισμένο, η θεωρητική συνείδηση είναι ρημαγμένη, η μέση είναι ευλύγιστη. Μόνο γραφειοκράτες που έχουν θητεύσει στη Ζηνοβιεφική – Σταλινική σχολή, μπορούν εύκολα να υποκαταστήσουν την προλεταριακή με την «λαϊκή» επανάσταση και έχοντας ανακηρύξει «αποστάτες» τους Μπολσεβίκους – Λενινιστές, να σηκώσουν στις πλάτες τους σωβινιστές του είδους του Σέρινγκερ.
«Επαναστατικός Πόλεμος» και πασιφισμός
Οι διάφοροι «Σέρινγκερς» μοιάζουν ευνοϊκά διακείμενοι στον διακηρυσσόμενο σκοπό του Κομμουνιστικού Κόμματος, σαν μια άμεση συνέχιση του πολέμου των Χοεντσόλερν. Γι’ αυτούς, τα θύματα του ειδεχθούς ιμπεριαλιστικού σφαγείου, παραμένουν ήρωες που έπεσαν για την ελευθερία του Γερμανικού Λαού. Είναι έτοιμοι να αποκαλέσουν «επαναστατικό πόλεμο» ένα νέο πόλεμο για την Αλσατία, τη Λορένη και την ανατολική Πρωσία. Συμφώνησαν να αποδεχθούν – προς το παρόν στα λόγια – τη «λαϊκή» επανάσταση, αν αυτή μπορεί να υπηρετήσει την κινητοποίηση των εργατών για τον «επαναστατικό» τους πόλεμο. Ολόκληρο το πρόγραμμά τους, συνίσταται στην ιδέα της εκδίκησης. Αν σήμερα τους φαίνεται ότι ο ίδιος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί από έναν άλλο δρόμο, θα πυροβολήσουν το επαναστατικό προλεταριάτο πισώπλατα. Η επαγρύπνηση των εργαζόμενων δεν πρέπει να αδρανεί, αλλά πρέπει να είναι οξυμένη. Πως δρα όμως το κόμμα;
Στην Κομμουνιστική γιορτή της 1ης Αυγούστου, στο κάλεσμα για το «Κόκκινο δημοψήφισμα», μαζί με την εικόνα του Σέρινγκερ, ήταν τυπωμένο ένα από τα νέα του αποφθέγματα. Εδώ το παραθέτουμε αυτολεξεί : «Ο σκοπός των νεκρών του παγκόσμιου πολέμου, που έδωσαν τις ζωές τους για μια ελεύθερη Γερμανία, είναι προδομένος από τον κάθε έναν που τίθεται σήμερα ενάντια στην λαϊκή επανάσταση και ενάντια στον επαναστατικό πόλεμο της απελευθέρωσης». Δεν πιστεύετε τα ίδια σας τα μάτια, διαβάζοντας αυτά τα αποκαλυπτικά λόγια στις σελίδες του Τύπου, που αυτοαποκαλείται Κομμουνιστικός. Και όλα αυτά συγκαλύπτονται με τα ονόματα του Λίμπνεχτ και του Λένιν! Τι μεγάλο μαστίγιο θα έπαιρνε ο Λένιν στα χέρια του για την πολεμική επίκριση ενός τέτοιου Κομμουνισμού. Και δε θα σταματούσε μόνο σε άρθρα πολεμικής. Θα πίεζε για την προκήρυξη ενός ειδικού διεθνούς συνεδρίου, για να εκκαθαρίσει ανηλεώς τις γραμμές της προλεταριακής πρωτοπορίας από την γάγγραινα του σωβινισμού.
«Δεν είμαστε πασιφιστές» ανταπαντούν υπερήφανα ο Τέλμαν, ο Ρέμελε και οι άλλοι. «Είμαστε υπέρ του επαναστατικού πολέμου από θέση αρχής». Σαν απόδειξη γι’ αυτό, είναι έτοιμοι να αραδιάσουν μερικά αποσπάσματα από τον Μαρξ και τον Λένιν, που επιλέχθηκαν για λογαριασμό τους στη Μόσχα, από κάποιους αμαθείς «κόκκινους καθηγητές». Κάποιος θα νομίσει ότι ο Μαρξ και ο Λένιν ήταν θιασώτες των εθνικών πολέμων και όχι των προλεταριακών επαναστάσεων! Σαν η ιδέα του επαναστατικού πολέμου των Μαρξ και Λένιν να είχε κάτι κοινό με την εθνικιστική ιδεολογία των φασιστών αξιωματικών και των κεντριστών δεκανέων τους. Με τη φτηνή φράση του επαναστατικού πολέμου, η Σταλινική γραφειοκρατία προσελκύει ντουζίνες τυχοδιωκτών, αλλά απωθεί εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια Σοσιαλδημοκρατών, Χριστιανοδημοκρατών και ανένταχτων εργατών.
«Αυτό που προτείνετε σε εμάς, είναι να μιμηθούμε τον πασιφισμό της Σοσιαλδημοκρατίας;». Αυτό θα παρατηρήσει κάποιος ιδιαίτερα εύστροφος θεωρητικός της νέας γραμμής. Όχι, είμαστε οι τελευταίοι που θα διολισθήσουμε προς την μίμηση των αυταπατών της εργατικής τάξης. Αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τις λάβουμε υπόψη μας. Μόνο υπολογίζοντας σωστά το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των πλατειών μαζών του προλεταριάτου, μπορούμε να τις φέρουμε στην επανάσταση. Αλλά η γραφειοκρατία, μιμούμενη τη φρασεολογία του μικροαστικού εθνικισμού, παραγνωρίζει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στους εργάτες που δε θέλουν πόλεμο, που δεν μπορούν να τον θέλουν και οι οποίοι απωθούνται από τις στρατιωτικές φανφάρες της νέας εταιρείας: Τέλμαν, Σέρινγκερ, Χάινς Νιούμαν και ΣΙΑ.
Ο Μαρξισμός φυσικά, δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη του την πιθανότητα ενός επαναστατικού πολέμου, στην περίπτωση που το προλεταριάτο κατακτήσει την εξουσία. Αλλά απέχει πολύ από το να μετατρέπει μια ιστορική πιθανότητα, στην οποία μπορεί να εξαναγκαστούμε από την πορεία των γεγονότων μετά την κατάκτηση της εξουσίας, σε ένα μαχητικό πολιτικό σύνθημα που θα οδηγεί στην κατάληψη της εξουσίας. Ένας επαναστατικός πόλεμος, σαν κάτι που θα μας επιβληθεί κάτω από ορισμένες συνθήκες, είναι ένα ζήτημα. Μια «λαϊκή επανάσταση» σαν ένα μέσο για επαναστατικό πόλεμο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, ακόμα και εντελώς αντίθετο.
Παρά την αναγνώριση της αρχής του επαναστατικού πολέμου, η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ρωσίας υπέγραψε, όπως είναι ήδη γνωστό, την επαχθή ειρήνη του «Μπρεστ Λιτόφσκ» (24). Γιατί; Γιατί οι αγρότες και οι εργάτες, με την εξαίρεση ενός μικρού πρωτοπόρου τμήματος, δεν ήθελαν τον πόλεμο. Αργότερα, οι ίδιοι αγρότες και εργάτες ηρωικά υπεράσπισαν τη Σοβιετική επανάσταση από πολυάριθμους εχθρούς. Αλλά όταν προσπαθήσαμε να μετασχηματίσουμε τον άγριο αμυντικό πόλεμο που μας επιβλήθηκε από τον Πιλσούδσκι (25) σε επιθετικό πόλεμο, υπεστήκαμε μια ήττα και αυτό το λάθος που προέκυψε από έναν λαθεμένο υπολογισμό των δυνάμεων, έπληξε πολύ σκληρά την ανάπτυξη της επανάστασης.
Ο Κόκκινος Στρατός υπάρχει εδώ 14 χρόνια. «Δεν είμαστε πασιφιστές». Αλλά γιατί η Σοβιετική κυβέρνηση διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία την ειρηνική της πολιτική; Γιατί προτείνει συμφωνίες αφοπλισμού και «μη επίθεσης»; Γιατί δεν κινητοποιεί τον Κόκκινο Στρατό σαν όπλο για την παγκόσμια επανάσταση; Κάποιος πρέπει να συνεκτιμήσει τις περιστάσεις, τον συσχετισμό δυνάμεων και το κλίμα που υπάρχει μέσα στις μάζες.
Αν το να ληφθούν υπόψη οι διαθέσεις των εργαζόμενων και των εκμεταλλευτών είναι γενικά επιβεβλημένο για μια εργατική κυβέρνηση που έχει έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό στη διάθεσή της, τότε ένα επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι όσο γίνεται περισσότερο προσεκτικό, από τη στιγμή που μπορεί να δρα μόνο πείθοντας και όχι επιβάλλοντας. Η επανάσταση για μας δεν αποτελεί ένα μέσο για έναν πόλεμο ενάντια στη Δύση, αλλά αντίθετα, είναι ένα μέσο για να αποφευχθούν οι πόλεμοι μια για πάντα. Αντιπαλεύουμε τη Σοσιαλδημοκρατία, όχι χλευάζοντας την κλίση της προς την ειρήνη, η οποία είναι έμφυτη σε κάθε άνθρωπο του μόχθου, αλλά την ψευτιά του πασιφισμού της, επειδή η καπιταλιστική κοινωνία που διασώζεται κάθε μέρα από την σοσιαλδημοκρατία, είναι αδιανόητη χωρίς πόλεμο.
Η «εθνική απελευθέρωση» της Γερμανίας προϋποθέτει στα δικά μας μυαλά, όχι έναν πόλεμο με τη Δύση, αλλά μια προλεταριακή επανάσταση που θα συμπεριλάβει την Κεντρική όπως και την Δυτική Ευρώπη και θα την ενώσει με την Ανατολική Ευρώπη με την μορφή των Σοβιετικών Ηνωμένων Πολιτειών. Μόνο μια τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος μπορεί να ενώσει την εργατική τάξη και να την κάνει πόλο έλξης για τις απελπισμένες μικροαστικές μάζες. Για να είναι το προλεταριάτο έτοιμο να επιβάλει τη θέλησή του για μια νέα κοινωνία, το κόμμα του πρέπει να μην ντρέπεται, να είναι ένα προλεταριακό κόμμα και να μιλάει τη δική του γλώσσα, όχι τη γλώσσα της εθνικής αντεκδίκησης, αλλά τη γλώσσα της διεθνούς επανάστασης.
Πώς οφείλουν οι μαρξιστές να σκέφτονται
Το «Κόκκινο δημοψήφισμα» δεν έπεσε από τους ουρανούς: αναπτύχθηκε μέσα από την προχωρημένη ιδεολογική αποσύνθεση του κόμματος. Αλλά από αυτό δεν απορρέει ότι δε συνιστά την πιο κακόβουλη περιπέτεια που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Το δημοψήφισμα δε γίνεται καθόλου το σημείο έναρξης του επαναστατικού αγώνα για την εξουσία. Παραμένει πλήρως μέσα στο πλαίσιο μιας δευτερεύουσας κοινοβουλευτικής μανούβρας. Με την βοήθειά της, το κόμμα πέτυχε να υποστεί μια πολλαπλή ήττα. Έχοντας ισχυροποιήσει τη Σοσιαλδημοκρατία και συνεπώς και την κυβέρνηση του Μπρύνινγκ, έχοντας καλύψει την ήττα των φασιστών και έχοντας απωθήσει τους Σοσιαλδημοκράτες εργάτες και ένα αξιόλογο τμήμα των ίδιων του των εκλογέων, την επομένη του δημοψηφίσματος το κόμμα έγινε πολύ πιο αδύναμο απ’ ότι ήταν στις παραμονές του. Ήταν απίθανο να προσφερθεί καλύτερη υπηρεσία στο Γερμανικό και τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Η καπιταλιστική κοινωνία, ιδιαίτερα στη Γερμανία, έχει πολλές φορές μπει στις παραμονές της κατάρρευσης κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά κάθε φορά σωζόταν από την καταστροφή. Οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την επανάσταση είναι αυταπόδεικτες. Οι πολιτικές προϋποθέσεις είναι αναγκαίες, δηλαδή, ένας συσχετισμός των δυνάμεων, που αν όχι θα εγγυηθεί τη νίκη εκ των προτέρων – άλλωστε δεν υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις στην Ιστορία – τουλάχιστον θα την κάνει πιθανή και δυνατή. Ο στρατηγικός υπολογισμός, η τόλμη, η αποφασιστικότητα, αργότερα πιθανά θα μετασχηματίσουν το αδύνατο σε δυνατό.
Αντί να επαναλαμβάνει γενικές φράσεις για το «βάθεμα της κρίσης» και την «αλλαγμένη κατάσταση», η Κεντρική Επιτροπή ήταν εξουσιοδοτημένη με το καθήκον να εκτιμήσει ποιος ακριβώς είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων σήμερα στο Γερμανικό προλεταριάτο, στα συνδικάτα, στις εργοστασιακές επιτροπές, τι συνδέσεις έχει το κόμμα με τους εργάτες γης κ.λ.π. Αυτά τα πεδία είναι ανοιχτά σε περαιτέρω έρευνα και δεν είναι μυστικά. Αν ο Τέλμαν είχε το κουράγιο να απαριθμήσει ανοιχτά και να σταθμίσει όλα τα στοιχεία της πολιτικής κατάστασης, θα ήταν υποχρεωμένος να φθάσει στο συμπέρασμα ότι παρά την τερατώδη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και την αξιόλογη ανάπτυξη του Κομμουνισμού την περασμένη περίοδο, το κόμμα είναι ακόμα πολύ αδύναμο για να δώσει μια τελική λύση. Αντίθετα, είναι οι φασίστες που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Όλα τα αστικά κόμματα είναι έτοιμα να τους βοηθήσουν σε αυτό τον σκοπό, συμπεριλαμβανομένης και της Σοσιαλδημοκρατίας. Για αυτούς όλους, ο φόβος για τους Κομμουνιστές είναι μεγαλύτερος από ότι αυτός για τους φασίστες.
Με τη βοήθεια του Πρωσικού δημοψηφίσματος, οι Εθνικοσοσιαλιστές θέλουν να προκαλέσουν την κατάρρευση της ασταθούς ισορροπίας του κράτους, έτσι ώστε να ωθήσουν το αμφιταλαντευόμενο στρώμα της μπουρζουαζίας να τους υποστηρίξει σε μια αιματηρή τιμωρία των εργατών. Για εμάς, το να βοηθιούνται οι φασίστες είναι η μεγαλύτερη ηλιθιότητα. Γι’ αυτό είναι που είμαστε ενάντια στο φασιστικό δημοψήφισμα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Τέλμαν θα έπρεπε να τελειώσει την ομιλία του, αν του είχε απομείνει έστω και ένα ίχνος μαρξιστικής συνείδησης.
Μετά από αυτό, θα ήταν σωστό να έχει ξεκινήσει μια πλατιά και ανοιχτή συζήτηση, διότι είναι αναγκαίο για τους ηγέτες, ακόμα και για αυτούς τους «αλάνθαστους» όπως οι Χανς Νόημαν και Ρέμελε, να ακούσουν προσεκτικά και σε όλους τους τόνους, την φωνή των μαζών. Είναι αναγκαίο να ακούς, όχι μόνο τις επίσημες κουβέντες που λέει κάποιες φορές ένας Κομμουνιστής, αλλά επίσης κι εκείνες τις βαθύτερες, πιο λαϊκές σκέψεις, που είναι κρυμμένες πίσω από αυτά τα λόγια. Είναι αναγκαίο, όχι να διατάζεις τους εργάτες, αλλά να είσαι έτοιμος να μάθεις από αυτούς.
Αν η συζήτηση είχε ανοίξει, τότε πιθανά κάποιος από τους μετέχοντες σε αυτή θα μπορούσε να είχε πει κάτι σαν κι αυτό: «Ο Τέλμαν έχει δίκιο όταν απαιτεί να μην προσπαθήσουμε να επιβάλουμε μια επαναστατική λύση, λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων. Αλλά ακριβώς για αυτό το λόγο, οι πιο αποφασιστικοί και ακραίοι εχθροί εξωθούνται, όπως βλέπουμε, σε ξέσπασμα. Είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια κατάσταση, να κερδίσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να επιφέρουμε τις αναγκαίες, αρχικές αλλαγές στον συσχετισμό των δυνάμεων, κάτι που σημαίνει να αποσπάσουμε τις προλεταριακές μάζες από την επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας και έτσι να υποχρεώσουμε το απελπισμένο κατώτερο στρώμα της μικρομπουρζουαζίας να στρέψει το πρόσωπό του στο προλεταριάτο και τις πλάτες του στο φασισμό; Πολύ καλά, αν θα υπάρξει αίσια τροπή με αυτό τον τρόπο. Αλλά τι θα γίνει αν οι φασίστες, ενάντια στην θέλησή μας, εξωθήσουν τα πράγματα σε μια εξέγερση στο εγγύς μέλλον; Η προλεταριακή επανάσταση τότε, θα είναι καταδικασμένη σε μια καταστροφική ήττα;»
Τότε ο Τέλμαν, εάν ήταν ένας Μαρξιστής, θα είχε απαντήσει περίπου έτσι : «Φυσικά η επιλογή της στιγμής για μια αποφασιστική μάχη, εξαρτάται όχι μόνο από εμάς, αλλά επίσης και από τους εχθρούς μας. Είμαστε σε πλήρη συμφωνία στο ότι το καθήκον της στρατηγικής μας, στην παρούσα στιγμή, είναι το να κάνουμε δύσκολο κι όχι εύκολο, για τους εχθρούς μας να μας εξωθήσουν σε μια έκρηξη. Αλλά αν οι εχθροί μας, παρ’ όλα αυτά, μας κηρύξουν τον πόλεμο, πρέπει βεβαίως να το δεχθούμε, επειδή δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει αγριότερη, πιο καταστροφική και απογοητευτική ήττα, από την παράδοση μεγάλων ιστορικών θέσεων χωρίς αγώνα». Αν οι φασίστες πάρουν την πρωτοβουλία για ένα ξέσπασμα από μόνοι τους – αν αυτό γίνει ξεκάθαρο στις λαϊκές μάζες – υπό τις παρούσες συνθήκες, θα σπρώξουν στην πλευρά μας τα πλατιά στρώματα των εκμεταλλευόμενων μαζών. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαμε να έχουμε μεγαλύτερη δυνατότητα να σημειώσουμε τη νίκη, όσο πιο καθαρά θα βλέπαμε και θα αποδεικνύαμε σήμερα στα εκατομμύρια εργαζόμενων, ότι δεν είναι στις προθέσεις μας να πραγματοποιήσουμε επαναστάσεις χωρίς αυτούς και ενάντιά τους.
Γι’ αυτό πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανούς και τους ανένταχτους εργάτες : «Οι φασίστες, μια μικρή μειοψηφία, εύχονταν να ανατρέψουν την παρούσα κυβέρνηση για να καταλάβουν την εξουσία. Εμείς οι Κομμουνιστές, πιστεύουμε ότι η παρούσα κυβέρνηση στηρίζει τον εαυτό της στην εμπιστοσύνη τη δική σας και στις ψήφους σας. Αν οι φασίστες αποπειραθούν να οργανώσουν μια ανταρσία, τότε εμείς οι Κομμουνιστές θα αγωνιστούμε μαζί σας μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μας, όχι για να υπερασπίσουμε την κυβέρνηση των Μπράουν και Μπρύνινγκ, αλλά για να σώσουμε τον ανθό του προλεταριάτου από την εξόντωση, για να σώσουμε τις εργατικές οργανώσεις και τον εργατικό τύπο κι όχι μόνο το δικό μας Κομμουνιστικό Τύπο. Είμαστε έτοιμοι μαζί με εσάς να υπερασπίσουμε κάθε εργατική εστία, κάθε τυπογραφείο για τον εργατικό Τύπο, από τις επιθέσεις των φασιστών. Και σας απευθύνουμε έκκληση να έλθετε σε βοήθειά μας, στην περίπτωση μιας απειλής της οργάνωσής μας. Προτείνουμε ένα ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης ενάντια στους φασίστες. Όσο πιο σταθερά και επίμονα εφαρμόσουμε αυτή την πολιτική σε όλα τα ζητήματα, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τους φασίστες να μας πιάσουν στον ύπνο και τόσο πιο λίγες θα είναι οι ευκαιρίες για να μας νικήσουν σε έναν ανοιχτό αγώνα». Έτσι θα μπορούσε να έχει απαντήσει ο δικός μας, «φανταστικός» Τέλμαν.
Αλλά εδώ είναι που ο Χανς Νόημαν, ο ρήτορας που εκφωνεί μεγάλες ιδέες από το βήμα, παίρνει το λόγο : «Τίποτα δε θα προκύψει έτσι κι αλλιώς από μια τέτοια πολιτική», μας λέει. «Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες θα πουν στους εργάτες : μην πιστεύετε τους κομμουνιστές, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για να σώσουν τις εργατικές οργανώσεις, αλλά εύχονται μόνο να καταλάβουν της εξουσία. Μας θεωρούν σοσιαλφασίστες και δεν κάνουν κανένα διαχωρισμό ανάμεσα σε εμάς και τους Εθνικιστές. Για αυτό η πολιτική που ο Τέλμαν προτείνει, απλά θα μας κάνει να μοιάζουμε εξευτελισμένοι στα μάτια των Σοσιαλδημοκρατών εργατών».
Σε αυτόν θα έπρεπε να είχαμε απαντήσει : «Το να αποκαλούνται οι Σοσιαλδημοκράτες “φασίστες”, είναι σίγουρα μια ηλιθιότητα, η οποία μας συγχύζει σε κάθε κρίσιμη στιγμή και η οποία μας εμποδίζει από το να βρούμε έναν δρόμο προς τους Σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Το να αλλάξουμε αυτή την ηλιθιότητα είναι το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε. Όπως και στην κατηγορία ότι με την επίφαση της αγωνίας της υπεράσπισης της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της, ποθούμε απλά να καταλάβουμε την εξουσία, θα πούμε στους Σοσιαλδημοκράτες εργάτες: ναι, εμείς οι Κομμουνιστές επιδιώκουμε να καταλάβουμε την εξουσία, αλλά για αυτό χρειαζόμαστε την αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Η απόπειρα να καταλάβεις την εξουσία υποστηριζόμενος από μια μειοψηφία είναι μια αξιοκαταφρόνητη συμπεριφορά. Δεν είμαστε έτοιμοι να ωθήσουμε την πλειοψηφία σε μια περιπέτεια με την οποία δεν έχουμε τίποτα κοινό. Αν οι φασίστες νικήσουν την εργατική τάξη, τότε θα είναι αδύνατο ακόμα και να μιλήσουμε για την κατάληψη της εξουσίας από τους Κομμουνιστές. Για να προστατέψουμε την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της από τους φασίστες, σημαίνει ότι πρέπει να εξασφαλίσουμε την πιθανότητα να πείσουμε την εργατική τάξη και να την κάνουμε να μας ακολουθήσει. Είμαστε ανίκανοι να έρθουμε στην εξουσία διαφορετικά, παρά μόνο προστατεύοντας, αν είναι αναγκαίο με το όπλο στο χέρι, όλα τα στοιχεία της εργατικής δημοκρατίας σε ένα καπιταλιστικό κράτος»
Αυτός ο μαρξιστής Τέλμαν ίσως θα μπορούσε να είχε συμπληρώσει: «Για να κερδίσουμε τη σταθερή και αδιαμφισβήτητη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εργατών, πρέπει πάνω από όλα να αποφεύγουμε να ρίχνουμε σκόνη στα μάτια των εργατών υπερβάλλοντας για τις δυνάμεις μας, κλείνοντας τα μάτια σε γεγονότα, ή ακόμα χειρότερα, διαστρεβλώνοντάς τα. Είναι ανάγκη να λέμε αυτό που πραγματικά ισχύει. Δε θα ξεγελάσουμε τους εχθρούς μας, οι οποίοι διαθέτουν χιλιάδες πράκτορες για να επιβεβαιώσουν το ποια είναι η αληθινή μας δύναμη. Προσποιούμενοι ότι είμαστε πολύ δυνατοί, μπορούμε μόνο να κάνουμε τους εαυτούς μας να γίνουν πιο αδύναμοι. Ξεγελώντας τους εργάτες, ξεγελάμε τους εαυτούς μας. Σε αυτό δεν υπάρχει ούτε “κακοπιστία”, ούτε “πεσιμισμός”. Γιατί πρέπει να είμαστε πεσιμιστές; Μπροστά μας υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες. Για εμάς υπάρχει ένα απεριόριστο μέλλον. Η μοίρα της Γερμανίας, η μοίρα της Ευρώπης, η μοίρα όλου του κόσμου εξαρτάται από εμάς. Αλλά ακριβώς αυτός που πιστεύει σταθερά στο επαναστατικό μέλλον, δεν έχει ανάγκη από αυταπάτες. Ο μαρξιστικός ρεαλισμός είναι μια προϋπόθεση για την επαναστατική αισιοδοξία». Έτσι θα είχε απαντήσει ο Τέλμαν αν ήταν μαρξιστής. Αλλά δυστυχώς δεν είναι μαρξιστής.
Γιατί το κόμμα παρέμεινε σιωπηλό;
Αλλά τότε, πως μπόρεσε το κόμμα να παραμείνει σιωπηλό; Η ομιλία του Τέλμαν, που σηματοδοτεί μια στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα του δημοψηφίσματος, έγινε αποδεκτή χωρίς συζήτηση. Έτσι προτάθηκε από τα πάνω. Αλλά προτάθηκε, σημαίνει διατάχθηκε. Όλοι οι υπολογισμοί της «Ρότε Φάνε» αναφέρουν ότι σε όλες οι συναντήσεις του κόμματος, το δημοψήφισμα υιοθετήθηκε «ομόφωνα». Αυτή η ομοφωνία παρουσιάζεται σαν ένα σημάδι της ιδιαίτερης δύναμης του κόμματος. Πότε και που υπήρξε στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος ένας τέτοιος μουγγός «μονολιθισμός»; Οι Τέλμαν και οι Ρέμελε ορκίζονται στον Μπολσεβικισμό. Αλλά όλη η ιστορία του Μπολσεβικισμού είναι ιστορία έντονων εσωτερικών μαχών, μέσα από τις οποίες το κόμμα ακόνισε τις απόψεις του και σφυρηλάτησε τις μεθόδους του. Το χρονικό του έτους 1927, της σπουδαιότερης χρονιάς στην ιστορία του κόμματος, είναι γεμάτο από έντονες εσωτερικές μάχες, όπως επίσης και η ιστορία των πρώτων 5 χρόνων μετά την κατάκτηση της εξουσίας. Παρά αυτό το γεγονός, δεν σημειώθηκε ούτε μια διάσπαση, ούτε μια διαγραφή για πολιτικούς λόγους. Αλλά βλέπετε, πάνω από όλα, επικεφαλής του Μπολσεβίκικου κόμματος ήταν ηγέτες ενός άλλου επιπέδου, μιας άλλης «στόφας» και διαφορετικού κύρους από τους Τέλμαν, Ρέμελε και Νόημαν. Από πού τότε, προέρχεται αυτός ο τρομερός «μονολιθισμός», αυτή η τρομερή ομοφωνία, η οποία μετέβαλε κάθε στροφή των ηγετών σε έναν απόλυτο νόμο για ένα γιγαντιαίο κόμμα;
«Όχι συζητήσεις!». Επειδή, όπως εξηγεί η «Ρότε Φάνε», «σε αυτή την κατάσταση, χρειαζόμαστε πράξεις, όχι λόγια». Τι απεχθής υποκρισία! Το κόμμα πρέπει να εκτελεί «πράξεις», αλλά απαλλάσσεται του δικαιώματος να τις συζητήσει πριν. Και με ποια πράξη ανησυχούμε επί του παρόντος; Με το ζήτημα του να τοποθετηθεί ένας μικρός σταυρός στο πλαίσιο ενός επίσημου χαρτιού, ώστε σε μια καταμέτρηση των μικρών προλεταριακών σταυρών, να μην υπάρχει η δυνατότητα να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτοί δεν είναι φασιστικοί σταυροί. Χωρίς αμφιβολίες, χωρίς εξέταση, χωρίς ερωτήματα, ακόμα και χωρίς αγωνία στα μάτια σας, δεχτείτε το νέο άλμα των ηγετών που επιλέχθηκε από μια ανώτερη «Πρόνοια», διαφορετικά είστε αποστάτες, αντεπαναστάτες! Αυτό είναι το τελεσίγραφο που η διεθνής σταλινική γραφειοκρατία κραδαίνει σαν ένα «ρεβόλβερ» στον κρόταφο κάθε αγωνιστή.
Επιφανειακά, εμφανίζεται ότι οι μάζες είναι συμφιλιωμένες με το καθεστώς και πως όλα πηγαίνουν όμορφα. Αλλά όχι! Οι μάζες δεν είναι καθόλου ένας πηλός, από τον οποίο κάποιος μπορεί να φτιάξει ό,τι του έρθει. Απαντούν με το δικό τους τρόπο, αργά, αλλά πολύ εντυπωσιακά, στις γκάφες και στους παραλογισμούς της ηγεσίας. Αντιστάθηκαν στη θεωρία της «τρίτης περιόδου» με το δικό τους τρόπο, όταν μποϋκοτάρισαν τις «κόκκινες ημέρες» (26). Όταν εγκατέλειψαν τα «κόκκινα συνδικάτα» (27) στη Γαλλία, όταν δεν μπορούσαν να αντιταχθούν στα πειράματα των Λοζώφσκι – Μονμουσώ (28) με έναν φυσιολογικό τρόπο. Μη αποδεχόμενες την «ιδέα» του κόκκινου δημοψηφίσματος, εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια εργάτες αποφεύγουν να συμμετάσχουν σε αυτό. Αυτή είναι η τιμωρία για τα εγκλήματα της κεντριστικής γραφειοκρατίας, η οποία αξιοθρήνητα αντιγράφει τον ταξικό εχθρό και τον αναζωογονεί, πιάνοντας το ίδιο της το κόμμα από το λαιμό.
Τι λέει ο Στάλιν;
Μήπως ο Στάλιν δίνει όντως την άδειά του για το νέο «ζιγκ – ζαγκ» εκ των προτέρων; Κανείς δεν ξέρει, όπως κανείς δεν ξέρει τις απόψεις του Στάλιν για την Ισπανική επανάσταση. Ο Στάλιν παραμένει σιωπηλός. Όταν πιο μετριόφρονες ηγέτες, όπως ο Λένιν, επεδίωκαν να ασκήσουν επιρροή στην πολιτική ενός αδελφού κόμματος, έβγαζαν λόγους και έγραφαν άρθρα. Το θέμα όμως ήταν ότι είχαν κάτι να πουν. Ο Στάλιν δεν έχει να πει τίποτα. Συνηθίζει να κάνει κατεργαριές με τις ιστορικές διαδικασίες, όπως το ίδιο κάνει και με τους μεμονωμένους ανθρώπους. Δεν σκέφτεται το πως θα βοηθήσει το Γερμανικό ή το Ισπανικό προλεταριάτο να κάνουν ένα βήμα μπροστά, αλλά το πώς θα εγγυηθεί στον εαυτό του από πριν μια πολιτική υποχώρηση.
Ένα αξεπέραστο παράδειγμα της διφορούμενης στάσης του Στάλιν στα βασικά ζητήματα της παγκόσμιας επανάστασης, ήταν η στάση του απέναντι στα Γερμανικά γεγονότα της χρονιάς 1923. Ας ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το τι έγραφε στον Ζηνόβιεφ και στον Μπουχάριν τον Αύγουστο της χρονιάς εκείνης : «Θα έπρεπε οι Κομμουνιστές να στοχεύσουν (στο παρόν στάδιο) να καταλάβουν την εξουσία χωρίς τους Σοσιαλδημοκράτες; Είναι ώριμοι ακόμα γι’ αυτό; Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι το θέμα. Τη στιγμή που πήραμε την εξουσία στη Ρωσία, είχαμε τέτοιες εφεδρείες όπως (1) ειρήνη, (2) γη στους αγρότες, (3) τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, (4) τη συμπάθεια της αγροτιάς. Τώρα οι Γερμανοί Κομμουνιστές δε διαθέτουν τέτοια πράγματα. Είναι αλήθεια ότι έχουν σα γείτονά τους τη χώρα των Σοβιέτ, κάτι που εμείς δεν είχαμε, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς στην παρούσα στιγμή; Αν προς το παρόν η εξουσία καταρρεύσει στη Γερμανία και οι Κομμουνιστές την καταλάβουν, θα καταρρεύσουνε απότομα. Αυτή είναι η καλύτερη “περίπτωση”. Αλλά στην χειρότερη περίπτωση θα γίνουν θρύψαλα και θα σπρωχτούν προς τα πίσω. Κατά την εκτίμησή μου, πρέπει να συγκρατήσουμε τους Γερμανούς και να μην τους ενθαρρύνουμε». Ο Στάλιν τάχθηκε έτσι στα δεξιά του Μπράντλερ (29), ο οποίος, κατά τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη του 1923 θεωρούσε, αντίθετα, ότι η κατάκτηση της εξουσίας στη Γερμανία, δε θα παρουσιάσει καμία δυσκολία, αλλά οι δυσκολίες θα άρχιζαν την επομένη της κατάληψης της εξουσίας.
Η επίσημη γνώμη της «Κομιντέρν» προς το παρόν, είναι ότι οι Μπραντλερικοί στα τέλη του 1923, άφησαν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια εξαιρετικά επαναστατική κατάσταση. Ο ηγετικός κατήγορος των Μπραντλερικών είναι ο…. Στάλιν. Εξήγησε ποτέ στην «Κομιντέρν» το ζήτημα της δικής του θέσης εκείνη τη χρονιά; Όχι για αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή ανάγκη : είναι αρκετό να απαγορεύσει στα τμήματα της «Κομιντέρν» ακόμα και να θέσουν το θέμα.
Ο Στάλιν, χωρίς αμφιβολία, προσπαθεί με τον ίδιο τρόπο να παίξει με το ζήτημα του δημοψηφίσματος. Ο Τέλμαν δε μπορεί να το αποκαλύψει αυτό, ακόμα και αν τολμούσε. (Το ζήτημα του κατά πόσο ο Τέλμαν ήταν ενάντια στην στροφή και απλά συμπορεύθηκε με τους Ρέμελε και Νόημαν που βρήκαν υποστήριξη στη Μόσχα, δεν μας αφορά τώρα, όντας πλήρως προσωπικό και δευτερεύον. Το βασικό ζήτημα είναι αυτό της μεθόδου και του καθεστώτος. Ο Τέλμαν δεν τολμάει να κάνει έκκληση στο κόμμα και συνεπώς έχει την απόλυτη ευθύνη). Ο Στάλιν δουλεύει μέσα από τους πράκτορες του στην Γερμανική Κεντρική Επιτροπή και αποσύρεται κατά τρόπο διφορούμενο, καλύπτοντας τα νώτα του. Στην περίπτωση μιας νίκης της καινούριας γραμμής, όλοι οι Μανουίλσκι και οι Ρέμελε θα ισχυριστούν ότι η πρωτοβουλία ανήκε στον Στάλιν. Στην περίπτωση της ήττας, ο Στάλιν διατηρεί την απόλυτη δυνατότητα να βρει κάποιον ένοχο. Ακριβώς σε αυτό αποσκοπεί η τακτική του. Σε αυτό το πεδίο είναι πανίσχυρος.
Τι λέει η «Πράβντα»;
Και τι λέει τότε η «Πράβντα», η εφημερίδα του ηγετικού κόμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Η «Πράβντα» ήταν ανίκανη να παρουσιάσει ένα σοβαρό άρθρο ή έστω μια απόπειρα να αναλύσει την κατάσταση στη Γερμανία. Από μια μακρά προγραμματική ομιλία του Τέλμαν, παραθέτει μισή ντουζίνα άδειων φράσεων. Και τι στ’ αλήθεια μπορεί να πει η «Πράβντα», όταν ο Στάλιν παραμένει σιωπηλός;
Η «Πράβντα» στις 24 Ιουλίου εξήγησε τη στροφή του Βερολίνου με την ακόλουθη εκδοχή : «Αρνούμενοι να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα οι Κομμουνιστές, θα μπορούσε να φανεί ότι υποστηρίζουν την παρούσα αντιδραστική Δίαιτα (30)». Το όλο θέμα εδώ, περιορίζεται σε μια απλή ψήφο μη εμπιστοσύνης. Αλλά γιατί τότε, σε αυτή την περίπτωση, οι Κομμουνιστές δεν παίρνουν την πρωτοβουλία στο δημοψήφισμα; Και γιατί στις 21 Ιουλίου ξαφνικά γονάτισαν μπροστά του; Το επιχείρημα της «Πράβντα» είναι ένα αργοπορημένο επιχείρημα κοινοβουλευτικού κρετινισμού και τίποτα περισσότερο.
Στις 11 Αυγούστου, μετά το δημοψήφισμα, η «Πράβντα» άλλαξε την επιχειρηματολογία της: «Ο σκοπός της συμμετοχής στο δημοψήφισμα είναι για το κόμμα η εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση των μαζών». Αλλά δεν ήταν ακριβώς για αυτό το λόγο που επιλέχθηκε η μέρα της 1ης Αυγούστου; Δε θα σταθούμε εδώ σε μια κριτική του ημερολογίου των «κόκκινων ημερών». Αλλά στην 1η Αυγούστου, το Κομμουνιστικό Κόμμα κινητοποίησε τις μάζες κάτω από τη δική του σημαία, τη δική του ηγεσία και τα δικά του συνθήματα. Για ποιο λόγο τότε χρειαζόταν μια καινούρια κινητοποίηση μια εβδομάδα αργότερα, τέτοια που οι κινητοποιούμενοι να μην μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο, που κανένας να μην μπορεί να υπολογίσει τους αριθμούς τους, ούτε οι φίλοι, ούτε οι εχθροί και που να μην μπορεί να διαχωρίσει κανείς τους κομμουνιστές από τους θανάσιμους πολέμιούς τους, τους φασίστες;
Την επόμενη ημέρα, στο τεύχος της 12ης Αυγούστου, η «Πράβντα», δηλώνει λιγότερο ή περισσότερο, ότι «τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας σηματοδοτούν το μεγαλύτερο χτύπημα που η εργατική τάξη επέφερε ποτέ στη Σοσιαλδημοκρατία». Δε θα παραθέσουμε τα στοιχεία για τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Είναι γνωστά σε όλους (εκτός από τους αναγνώστες της «Πράβντα») και συνέτριψαν την ηλιθιότητα και την ντροπιαστική καυχησιολογία της «Πράβντα». Αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το να ψεύδονται στους εργάτες και να ρίχνουν στάχτη στα μάτια τους, είναι η σωστή τάξη πραγμάτων.
Ο επίσημος λενινισμός, συντρίβεται και θάβεται κάτω από τη φτέρνα του γραφειοκρατικού επιγονισμού. Αλλά ο γνήσιος, «ανεπίσημος» λενινισμός ζει. Ας μην αφήσουμε το μηχανισμό να νομίζει ότι όλα αυτά θα περάσουνε έτσι ατιμώρητα. Οι επιστημονικά θεμελιωμένες ιδέες της προλεταριακής επανάστασης είναι ισχυρότερες από το μηχανισμό, ισχυρότερες από κάθε χρηματικό ποσό και από κάθε τρομακτική καταπίεση. Στο επίπεδο του μηχανισμού, του χρήματος και της καταπίεσης, οι ταξικοί μας εχθροί είναι ασύγκριτα πιο ισχυροί από την παρούσα σταλινική γραφειοκρατία. Αλλά παρ’ όλα αυτά, στην επικράτεια της Ρωσίας τους υποτάξαμε. Διακηρύξαμε ότι ήταν δυνατό να τους υποτάξουμε παντού. Το επαναστατικό προλεταριάτο πρέπει να τους καθυποτάξει παντού. Γι’ αυτό χρειάζεται μια σωστή πολιτική. Στον αγώνα ενάντια στο σταλινικό μηχανισμό, η προλεταριακή πρωτοπορία θα καταφέρει να κερδίσει το δικαίωμά της να εφαρμόσει την πολιτική του Μαρξ και του Λένιν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Τέλμαν Έρνστ (1886 – 1944): Γεννήθηκε στο Αμβούργο. Το 1903 έγινε μέλος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Από το 1904 μέχρι το 1913 εργάστηκε ως θερμαστής σε φορτηγό πλοίο. Τον Ιανουάριο του 1915 επιστρατεύτηκε και πολέμησε μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο δυτικό μέτωπο. Τον Μάρτιο του 1917, όταν ο πόλεμος άρχισε να δημιουργεί σχίσμα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, προσχώρησε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα (USPD), όπου συγκεντρώθηκαν οι εχθροί του πολέμου. Αγωνίστηκε και κατάφερε τον Νοέμβριο του 1920 την προσχώρηση του τοπικού USPD στο Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD). Σαν εκπρόσωπος του κόμματος, το καλοκαίρι του 1921 πήρε μέρος στην Τρίτη Διεθνή, όπου γνώρισε τον Λένιν. Στις 30 Οκτωβρίου 1925 ανήλθε στην προεδρία του κόμματος μετά από τον παραμερισμό της παλιάς ηγεσίας και με την υποστήριξη της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Στις 3 Μαρτίου 1933, δύο μέρες πριν την πραγματοποίηση των τελευταίων πολυκομματικών εκλογών για το «Ράιχσταγκ», συνελήφθη από τους Ναζί. Εκτελέστηκε στις 18 Αυγούστου 1944 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ.
(2) Μπράουν Ότο (1872 –1955): Γερμανός σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, πρωθυπουργός της Πρωσίας από το 1920 έως το 1932. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μπράουν προσέγγισε του συμμάχους για να αποκαταστήσει την νόμιμη κυβέρνηση της Πρωσίας στην οποία ηγούταν. Αλλά οι σύμμαχοι τελικά προώθησαν την κατάργηση του κρατιδίου της Πρωσίας. Ο Μπράουν πέθανε στο Λοκάρνο της Ελβετίας το 1955.
(3) Σέβερινγκ Καρλ (1875 – 1952): Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, της περιόδου της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας από το 1920 μέχρι το 1926 και της Πρωσίας από το 1930 μέχρι το 1932.
(4) Μπρύνινγκ Χάινριχ (1885–1970): Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός της περιόδου της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Καγκελάριος της Γερμανίας από το 1930 μέχρι το 1932.
(5) Χιούγκενμπεργκ Άλφρεντ (1865 – 1951): Γερμανός μεγαλοεκδότης και πολιτικός. Μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Χίτλερ το 1933.
(6)«Καντέτοι»: Οι Συνταγματικοί Δημοκράτες (από το «Κα-Ντε», τα αρχικά του κόμματος), ένα αστικό κόμμα που δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1905, επίσης γνωστό και σαν «Κόμμα της Λαϊκής Ελευθερίας». Κατά την Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917, οι «Καντέτοι» παρά τις ιδρυτικές τους διακηρύξεις έκαναν προσπάθειες να σώσουν τη μοναρχία. Αποτέλεσαν το ισχυρότερο κόμμα της αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, βοήθησαν τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Βρετανία στην στρατιωτική τους επέμβαση για να ανατρέψουν την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στις ηγετικές φιγούρες του κόμματος ήταν ο Μιλιούκωφ, ο Μουρόμτσεφ, ο Μακλάκωφ κ.α
(7) Κορνιλωφικοί – Κορνίλωφ (1870-1918): Σιβηριανός Κοζάκος, στρατηγός του Τσαρικού στρατού μετά τη Φεβρουαριανή επανάσταση υπό την Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι. Τον Αύγουστο του 1917 ο Κορνίλωφ αποπειράθηκε για λογαριασμό της αντίδρασης να ανατρέψει την Προσωρινή Κυβέρνηση και να συντρίψει τα σοβιέτ. Απέτυχε κάτω από την κινητοποίηση των εργατών που δημιούργησε ανταρσία στα στρατεύματά του. Συνελήφθη και απέδρασε μέσα σε λίγους μήνες και ταξίδεψε στο Ντον, όπου μπήκε στον στρατό των «Λευκών». Ο Κορνίλωφ πέθανε σε μάχη με τον Κόκκινο Στρατό στις 18 Απριλίου το 1918.
(8) Προ-Κοινοβούλιο: προέκυψε από την Πανρωσική Δημοκρατική Συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε στην Πετρούπολη μεταξύ 14 Σεπτεμβρίου και 5 Οκτωβρίου 1917. Συγκλήθηκε από τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες για να συγκρατηθεί το ανερχόμενο ρεύμα της επανάστασης. Οι αντιπρόσωποι εκπροσωπούσαν μικροαστικά κόμματα, τα συμβιβασμένα σοβιέτ, τα συνδικάτα, τις ενώσεις των «Ζέμστβος», εμπορικά και βιομηχανικά συμβούλια και ενώσεις στρατιωτών. Οι Μπολσεβίκοι συμμετείχαν με σκοπό να αποκαλύψουν τα σχέδια των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών. Η συνδιάσκεψη εξέλεξε ένα προ-Κοινοβούλιο (Προσωρινό Συμβούλιο της Δημοκρατίας) μέσα από το οποίο οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες ήλπιζαν να ελέγξουν την επανάσταση και να στρέψουν τη χώρα στην κατεύθυνση ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Μετά από πρόταση του Λένιν, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, αποφάσισε ότι οι Μπολσεβίκοι πρέπει να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Προ-κοινοβούλιο. Μόνο οι συμφιλιωτές Κάμενεφ, Ρίκωφ και Ριαζάνωφ, που ήταν ενάντια στην γραμμή του κόμματος για τη σοσιαλιστική επανάσταση, επέμειναν για συμμετοχή στο Προ-Κοινοβούλιο.
(9) Προσωρινή Κυβέρνηση: η κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε μετά την Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917 και έζησε μέχρι τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917. Ο προάγγελός της ήταν η Προσωρινή Επιτροπή της Δούμας (Βουλή) που δημιουργήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1917 από μέλη της. Στις 2 Μάιου του 1917, η Επιτροπή αυτή, έγινε η Προσωρινή Κυβέρνηση με πρόεδρο τον πρίγκιπα Λβωφ και υπουργούς τους Μιλιούκωφ (Εξωτερικών), Κερένσκι (Δικαιοσύνης), Νεκράσωφ (Συγκοινωνιών), Τσερετέλι (Ταχυδρομίων), Κονοβάλωφ (Εμπορίου), Μανουίλωφ (Παιδείας), Γκουσκώφ (Πολέμου) κ.α
Στις 18 Απριλίου, ο Μιλιούκωφ ανακοίνωσε τη συνέχιση του πολέμου για ένα «νικηφόρο τέλος». Αυτό προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις που έσπρωξαν στην έξοδο από την Κυβέρνηση τους Μιλιούκωφ και Γκουσκώφ. Στις 25 Οκτωβρίου 1917, οι εργάτες, οι αγρότες και οι στρατιώτες καθοδηγούμενοι από το Μπολσεβίκο κόμμα ανέτρεψαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Οι υπουργοί της Προσωρινής Κυβέρνησης εγκατέλειψαν τη χώρα και κάποιοι από αυτούς βοήθησαν τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιαπωνία στην εισβολή και στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε από το 1918 έως το 1922.
(10) Χοεντσόλερν: οίκος ευγενών και βασιλική δυναστεία της Πρωσίας, της Γερμανίας και της Ρουμανίας. Κατάγονταν από την περιοχή του Έσινγκεν της Σουαβίας του 11ου αιώνα. Ηγήθηκαν του Βασιλείου της Πρωσίας που δημιουργήθηκε το 1701, στην ενοποίηση της Γερμανίας και στην ίδρυση της Γερμανικής αυτοκρατορίας το 1871. Η Γερμανική επανάσταση στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στο τέλος της μοναρχίας των Χεντσόλερν και δημιούργησε την περίφημη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Το επίσημο τέλος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ήλθε με τη «Συνθήκη των Βερσαλλιών» το 1919.
(11) Ρέμελε Χέρμαν (1880 -1939): ηγέτης του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και στέλεχος της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που υπηρέτησε πιστά τη σταλινική γραμμή της, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Καταδικάστηκε στις μεγάλες σταλινικές εκκαθαρίσεις το 1937, κατά τις περίφημες Δίκες της Μόσχας και το 1939 εκτελέστηκε. Αποκαταστάθηκε το 1988 από τη σοβιετική ηγεσία.
(12) Νόημαν Χανς (1902 -1937): ηγετικό στέλεχος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δημοσιογράφος. Συνελήφθη στο πλαίσιο των σταλινικών εκκαθαρίσεων και εκτελέστηκε το 1937 στη Σοβιετική Ένωση.
(13) Στράσερ Γκρεγκόρ (1892 –1934): ηγετικό στέλεχος του Ναζιστικού Κόμματος στη Γερμανία. Συνελήφθη την περίφημη «Νύχτα τον μεγάλων μαχαιριών» κατά τις εκκαθαρίσεις του Ναζιστικού κόμματος από τον Χίτλερ και δολοφονήθηκε από την «Γκεστάπο» τον Ιούνιο του 1934, μετά από εντολή του Χίτλερ.
(14) Σέρινγκερ Ρίτσαρντ (1904 – 1986): αξιωματικός του γερμανικού στρατού, πρώην Ναζιστής και κατοπινός κομμουνιστής και αντιφασίστας. Στη δεκαετία του 1950, διετέλεσε πρόεδρος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Βαυαρίας και ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Γερμανίας για πολλά χρόνια.
(15) «Ρότε Φάνε» («Κόκκινη σημαία»): η εφημερίδα που ιδρύθηκε από τον Καρλ Λίμπνεχτ και τη Ρόζα Λούξενμπουργκ στο Βερολίνο, αρχικά σαν όργανο της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας. Μετά την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας τον Ιανουάριο του 1919 έγινε το κεντρικό όργανο του κόμματος μέχρι το 1945.
(16) «Αντάντ» («Εγκάρδια συνεννόηση»): η συμμαχία της «Αντάντ» δημιουργήθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτελούταν από την Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Πολλές ακόμα χώρες εισήλθαν στη συμμαχία κατά τη διάρκεια του πολέμου : Βέλγιο, Σερβία, Καναδάς, Ιταλία, Ιαπωνία. Ελλάδα και ΗΠΑ.
(17) Χούβερ Χέρμπερτ (1874- 1964): ο 31ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Προήδρευσε την περίοδο 1929-1933. Το 1928 κέρδισε τις αμερικάνικες εκλογές με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, με ποσοστό 58,2%. Ωστόσο το 1929, υπό την προεδρία του, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Αυτή η περίοδος έφερε στις ΗΠΑ την μεγαλύτερη οικονομική κρίση της ιστορίας τους, που διήρκεσε μέχρι το 1939, όταν στην θέση του προέδρου βρισκόταν ο Φράνκλιν Ρούσβελτ. Ο Χέρμπερτ Χούβερ απεβίωσε το 1964 στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 90 ετών.
(18) «Ειρήνη των Βερσαλλιών»: η Συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών ήταν η επίσημη πράξη παύσης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Υπογράφτηκε στις 28 Ιουνίου 1919, ακριβώς πέντε χρόνια μετά την δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, που αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου. Παρότι η κατάπαυση του πυρός υπογράφτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1918, χρειάστηκαν έξι μήνες διαπραγματεύσεων για να υπογραφεί τελικά η Συνθήκη. Ανάμεσα στα σημαντικά στοιχεία που προέβλεπε η Συνθήκη ήταν η υποχρέωση της Γερμανίας να δεχθεί την πλήρη υπευθυνότητα για την πρόκληση του πολέμου και να αφοπλιστεί κάνοντας εδαφικές παραχωρήσεις και πληρώνοντας πολεμικές επανορθώσεις. Το συνολικό ποσό αυτών των επανορθώσεων ήταν δυσβάσταχτο και ανερχόταν σε 132 δισεκατομμύρια μάρκα. Η συνθήκη υπονομεύθηκε από τα γεγονότα που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και οδήγησαν τελικά στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
(19) Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919): γιος ενός εκ των ιδρυτών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ. Μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φράνς Μέριγκ, την Κλάρα Τσέτκιν, τον Λέο Γιόγκιχες κ.α., αποτέλεσαν την αριστερή πτέρυγα της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Ο Λίμπκνεχτ ήταν ο οργανωτής της Σοσιαλιστικής Διεθνούς των Νέων, στα χρόνια που προηγήθηκαν από τον πόλεμο του 1914. Στη διάρκεια του πολέμου, σαν βουλευτής του «Ράιχσταγκ», ψήφισε ενάντια στις πολεμικές πιστώσεις το Δεκέμβρη του 1914. Συνελήφθη σε μια αντιπολεμική διαδήλωση στο Βερολίνο και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα. Απέκτησε παγκόσμια φήμη για την επαναστατική-διεθνιστική αδιαλλαξία του, την αντιπολεμική πάλη του και το σύνθημά του: «Ο κύριος εχθρός είναι μέσα στην ίδια μας τη χώρα». Ίδρυσε και διεύθυνε μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Ένωση του Σπάρτακου, από την οποία γεννήθηκε το 1918-19 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Όταν απελευθερώθηκε από την ανερχόμενη γερμανική επανάσταση, το Νοέμβρη του 1918, έριξε το σύνθημα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Η «Ρότε Φάνε» («Κόκκινη Σημαία»), η εφημερίδα του «Σπάρτακου» που εξέδιδε μαζί με τη Λούξεμπουργκ, είχε τεράστια απήχηση στη γερμανική εργατική τάξη. Ο Λίμπκνεχτ ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των εξεγερμένων εργατών του Βερολίνου με πρωτοπορία τους Σπαρτακιστές το 1918-19. Το κύριο σύνθημα της γερμανικής μπουρζουαζίας ήταν: «σκοτώστε τους ηγέτες». Έτσι, ο Καρλ Λίμπκνεχτ συνελήφθη μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στις 15 του Γενάρη 1919 και δολοφονήθηκαν και οι δύο την ίδια μέρα.
(20) «Τρέιντ-γιουνινισμός»: ρεφορμιστική πολιτική τάση, με ρίζες στην γραφειοκρατία των Βρετανικών συνδικάτων, που υπερτόνιζε τη διεκδίκηση φιλεργατικών μεταρρυθμίσεων, παραγνωρίζοντας τη σημασία του επαναστατικού πολιτικού αγώνα.
(21) Μανουίλσκι Ντιμίτρι (1883 – 1959): Ουκρανός μπολσεβίκος και μετέπειτα σταλινικός, στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
(22) Κουζίνεν Ότο (1881–1964): Φιλανδός κομμουνιστής, ιδρυτικό στέλεχος του ΚΚ Φινλανδίας. Από το 1921υπήρξε στέλεχος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Επαγγελματικό στέλεχος της Διεθνούς και του ΚΚΣΕ υπηρέτησε πιστά την σταλινική πολιτική.
(23) Λοζώφσκι Σολομών (1878-1952): Ουκρανός σοσιαλιστής, αρχικά Μπολσεβίκος και αργότερα στέλεχος του κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών. Επέστρεψε στους Μπολσεβίκους το 1919 και έγινε διαδοχικά Γενικός Γραμματέας της Κόκκινης Διεθνούς των Συνδικάτων ή αλλιώς «Προφιντέρν», αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών υποθέσεων, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και αντιπρόεδρος του Σοβιετικού Γραφείου Πληροφοριών. Το 1949 κατηγορήθηκε για «αντι-σοβιετική δράση» και για «αστικό εθνικισμό» και συνελήφθη. Εκτελέστηκε το 1952. Το 1956 τελικά αποκαταστάθηκε από τη νέα σοβιετική ηγεσία μετά τον Στάλιν.
(24) «Συνθήκη του Μπρέστ – Λιτόφσκ»: υπογράφτηκε με τη Γερμανία από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 3 Μαρτίου του 1918, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τον πόλεμο και να εδραιωθούν οι κατακτήσεις της επανάστασης. Την υπέγραψαν για λογαριασμό της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου κόμματος οι Τρότσκι, Κάμενεφ και Τσιτσέριν. Οι όροι ήταν σκληροί για την Ρωσία, αλλά ακυρώθηκαν όταν τελικά η Γερμανία ηττήθηκε από την «Αντάντ» το Νοέμβριο.
(25) Πιλσούδσκι Τζόζεφ (1867-1935): Συνελήφθη από την Τσαρική κυβέρνηση όταν ήταν νέος και εξορίστηκε στη Σιβηρία για απόπειρα δολοφονίας του Τσάρου Αλέξανδρου. Έγινε ηγέτης του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ηγήθηκε μιας πολωνικής λεγεώνας του Αυστρο-ουγγρικού στρατού. Μετά τον πόλεμο, όταν οι χώρες της «Αντάντ» δημιούργησαν την Πολωνία σαν ανεξάρτητη χώρα , ο Πιλσούδσκι διεξήγαγε ένα πραξικόπημα και κυβέρνησε σαν δικτάτορας την περίοδο 1918-1922 και 1926-1935, υποστηρίζοντας το Γαλλικό ιμπεριαλισμό. Έφερε προσωπικά την ευθύνη για τις επιθετικές ενέργειες της Πολωνίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, επεμβαίνοντας στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρώσικου Εμφυλίου Πολέμου το 1920. Αντιμετώπισε τον αντεπιτιθέμενο Ρώσικο Κόκκινο στρατό του στρατηγού Τουχατσέφσκι, που προσέγγισε την Βαρσοβία. Αυτή η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού, ανάγκασε τον Πιλσούδσκι να υπογράψει τη συνθήκη της Ρίγα το 1921.
(26)«Κόκκινες μέρες»: μέρες κινητοποίησης υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων κατά το μεσοπόλεμο, στο πλαίσιο της σταλινικής πολιτικής της «Τρίτης Περιόδου».
(27)«Κόκκινα συνδικάτα»: στο πλαίσιο της πολιτικής της «Τρίτης Περιόδου» η ηγεσία των Κομμουνιστικών Κομμάτων δημιουργούσε ξεχωριστά, «κόκκινα» συνδικάτα. Εκεί που οι κομμουνιστές είχαν τον έλεγχο των συνδικάτων διέγραφαν μέλη των συνδικάτων που ήταν σοσιαλδημοκράτες και διασπούσαν το εργατικό κίνημα.
(28) Μονμουσώ Γκουστάβ (1883-1960): πρώην επαναστάτης συνδικαλιστής, έγινε ηγέτης του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας και φανατικός σταλινικός.
(29) Μπράντλερ Χάινριχ (1881-1967): μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας από το 1898, προσχώρησε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ένωση Σπάρτακος, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚ Γερμανίας. Το 1919 γίνεται μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής. Το 1923 ηγείται του Κόμματος, αλλά δεν μπόρεσε να συλλάβει τη σημασία της αλλαγής της κατάστασης με την κατάληψη της κοιλάδας του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα στις αρχές του χρόνου. Έτσι συνέχισε να ακολουθεί την «ενιαιομετωπική» γραμμή του 3ου Συνεδρίου της «Κόμιντερν» για την καταπολέμηση του τυχοδιωχτικού πνεύματος «της θεωρίας της επίθεσης» (Μπουχάριν), που είχε οδηγήσει στην ήττα των ημερών του Μάρτη 1921. Τον Οκτώβρη του 1923, το Κόμμα βρέθηκε απροετοίμαστο και δίστασε την αποφασιστική στιγμή, όταν όλοι οι αναγκαίοι όροι είχαν συσσωρευτεί για να ριχτεί στη μάχη για την εξουσία. Ωστόσο, η ευθύνη για τη φοβερή αυτή καταστροφή, που άλλαξε ολόκληρο το ιστορικό προτσές μέχρι σήμερα, έπεφτε πρώτα απ’ όλα στο Στάλιν και στην ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που προσπάθησαν αμέσως μετά, να μετατρέψουν τον Μπράντλερ σε «αποδιοπομπαίο τράγο» κι έτσι, να καλύψουν το δικό τους ρόλο στη συνθηκολόγηση. Η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης του 1923 ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στην εδραίωση και την ανάπτυξη της σταλινικής γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. Αμέσως μετά, η σταλινική γραφειοκρατία υιοθέτησε τη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Στη συνέχεια, η ηγεσία του ΚΚ Γερμανίας αντικαταστάθηκε από μια «υπερ-αριστερή» φράξια. Ο Μπράντλερ μαζί με τον Ταλχάιμερ σχημάτισαν μια δεξιά τάση και τελικά διαγράφτηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή το 1929. Προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να συνασπίσει διεθνώς τους αντιπολιτευόμενους της δεξιάς πτέρυγας σε μια διεθνή φράξια (Μπουχάριν-Τόμσκι – Ρίκοφ από τη Ρωσία, Λόβστοουν από την Αμερική, Σελιέ από τη Γαλλία κ.α). Μετά τον πόλεμο, ο Μπράντλερ εξέδωσε μια εφημερίδα στη Δυτική Γερμανία.
(30) Δίαιτα (Landtag): αντιπροσωπευτική συνέλευση – κοινοβούλιο των Γερμανόφωνων χωρών, με νομιμοποιημένο κύρος.