Υπήρχαν ακόμη δυνάμεις που αντιμετώπιζαν πιο επιφυλακτικά τις πλατείες, είτε θεωρώντας ότι η συμμετοχή ή όχι σε αυτές είναι δευτερεύον ζήτημα, αν όχι πλαστό δίλημμα, είτε συμμετέχοντας μεν, δίχως όμως καμιά ιδιαίτερη θέρμη και σαφώς ανοργάνωτα, δηλαδή μη έχοντας κάποιο συγκροτημένο σχέδιο παρέμβασης σε αυτό το κίνημα.
Στο άλλο άκρο υπήρξαν δυνάμεις οι οποίες αρχικά μεν θεώρησαν ότι οι συγκεντρώσεις των πλατειών ελέγχονται ως προς το περιεχόμενό τους από τα αστικά ΜΜΕ, αν δεν είναι κατασκεύασμα αυτών και άλλων «σκοτεινών» δυνάμεων, και στη συνέχεια μπροστά στο τεράστιο πλήθος που συγκεντρωνόταν, ναι μεν υποχρεώθηκαν να εκτιμήσουν ως θετική την παρουσία του, από την άλλη όμως το υποβάθμιζαν αντιπαραθέτοντάς το με το «ταξικό» απεργιακό κίνημα στους τόπους δουλειάς και με την αντιπαράθεση με το αφεντικό. Λες και τα δυο δεν μπορούν να συνυπάρχουν, λες και οι ίδιοι δεν πραγματοποιούν δικές τους συγκεντρώσεις στις πλατείες, λες και δεν υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να συμμετέχουν τόσο στις εκδηλώσεις των ξεπουλημένων εργατοπατέρων όσο και σ’ εκείνες των κίβδηλων μετώπων, λες και οι άνεργοι, οι φοιτητές, οι συνταξιούχοι, οι «ελεύθεροι» επαγγελματίες, οι υπό προλεταριοποίηση μικρομεσαίοι… που δεν έχουν απέναντί τους το αφεντικό, ή όσοι δουλεύουν σε μικρές επιχειρήσεις όπου κυριαρχούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, ή ακόμη όσοι υπό το βραχνά της απόλυσης και της ανεργίας δεν τολμούν να απεργήσουν, δεν θα έπρεπε να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους στα μέτρα που τους καταστρέφουν, λες τέλος και οι συγκεντρώσεις στην πλατεία μπρος στα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης ή στην πλατεία της Βαστίλης ή ακόμη οι συγκεντρώσεις του λαού της Αθήνας στην Κατοχή… δεν ήταν επαναστατικές, διότι ήταν εκτός τόπου δουλειάς!
Οι ίδιες αυτές δυνάμεις αντί να εύχονται και κυρίως να συμβάλουν έτσι ώστε να φουντώσει και να αναπτυχθεί παραπέρα μέχρι το επίπεδο της επαναστατικής συνειδητοποίησης αυτό το κίνημα, περιμένουν με αγωνία να ξεφουσκώσει, σε μια λογική, απάλλαξόν με από το μαρτύριο τούτο.
Ετσι λοιπόν το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς, για διάφορους λόγους που δεν είναι της ώρας να αναλυθούν, δεν αντιμετωπίζει αυτές τις συγκεντρώσεις σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως ένα κοινωνικά πολύμορφο, αντιφατικό, αυθόρμητο κίνημα αγανάκτησης και αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης, δηλαδή ως ένα εν δυνάμει αριστερό κίνημα, το οποίο εκδηλώνεται με περισσότερη σαφήνεια ως τέτοιο στο κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος και στις περισσότερες επαρχιακές πλατείες, δεν το αντιμετωπίζει ως ένα κίνημα στο οποίο απαιτείται να παρέμβει οργανωμένα επιδιώκοντας να αναπτυχθεί, παράλληλα και αν είναι δυνατόν σε συνδυασμό με άλλες ανώτερες μορφές αντίστασης, σε μια μετωπική αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Αντί λοιπόν αυτά τα τμήματα της αριστεράς να βουτηχτούν στα βαθιά και δύσκολα νερά του ανεπαρκούς μεν, ελπιδοφόρου δε αυθόρμητου, και να επιδιώξουν με όλες τους τις δυνάμεις να το ανυψώσουν στο επίπεδο του συνειδητού, αφήνουν ουσιαστικά αυτό το κίνημα στο έλεός του.
Αυτό σημαίνει ότι το αφήνουν είτε να ξεφουσκώσει -αν δεν εύχονται κάτι τέτοιο- είτε να εκφυλιστεί σε συντηρητικές κατευθύνσεις, είτε ακόμη να λειτουργήσει εκτονωτικά και ακίνδυνα, είτε στην καλύτερη περίπτωση αν βρει δικούς του δρόμους και αρχίσει να ενοχλεί πιο έντονα το κατεστημένο, να συνθλιβεί, κάτι που επιχειρήθηκε μέσω του αστυνομικού προβοκατόρικου σχεδίου της Τετάρτης.
Και όλα αυτά ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνει η ίδια η δομική κρίση του καπιταλισμού, είναι πιο ευνοϊκές από ποτέ, τόσο διότι διαμορφώνουν μια εντεινόμενη κοινωνική διπολικότητα προσεγγίζοντας την εργατική τάξη με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όσο και διότι διευκολύνουν ευρύτερες μάζες να συνειδητοποιήσουν τους πραγματικούς υπεύθυνους των δεινών τους, να αμφισβητήσουν την αστική αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία, να αναπτύξουν τη συλλογική δράση ενάντια στον κυρίαρχο ατομισμό – κάτι που ίσως είναι η πλέον θετική συμβολή των συνάξεων στις πλατείες – και τελικά να αναπτύξουν ένα μετωπικό, μαζικό, ανατρεπτικό κίνημα.
Άλλη μια χαμένη ευκαιρία, άλλο ένα λάθος. Πόσα διάολε θα απαιτηθούν ακόμη για να αλλάξει ρότα η αριστερά, για να ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων, για να παίξει το ρόλο που νοηματοδοτεί την ίδια της την ύπαρξη;