Ελλάδα: τίποτα δεν λύθηκε
Για το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας, ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ήταν η Ελλάδα, η χώρα όπου η κρίση του καπιταλισμού είχε τις πιο καταστροφικές συνέπειες. Για δέκα χρόνια, ο λαός της χώρας αυτής βίωσε μόνο άγριες επιθέσεις, συνεχείς περικοπές, και μια απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου – στην πραγματικότητα, μια ολική κατάρρευση. Τώρα, επαίρονται ότι η κρίση έχει τελειώσει. Αλλά αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Το 2009, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 126,7%, και τώρα ανέρχεται στο 181,1%. Όπως βλέπουμε, τίποτα δεν έχει λυθεί στην Ελλάδα.
Οι εργάτες της Ελλάδας και οι νέοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταπολεμήσουν την καπιταλιστική λιτότητα και να αντισταθούν στις κακοήθεις επιθέσεις της ΕΕ. Πραγματοποίησαν τη μία γενική απεργία μετά την άλλη, τη μία διαδήλωση μετά την άλλη. Κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος 2015, ο Τσίπρας είχε κάθε δυνατότητα να βασιστεί στη μαζική απόρριψη των όρων του μνημονίου που επιβλήθηκε από την Τρόικα και να αμφισβητήσει την ΕΕ και την αστική τάξη. Η εργατική τάξη – ακόμη και μεγάλα τμήματα των μικροαστών – ήταν έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, ο Τσίπρας πρόδωσε.
Αυτή η προδοσία προκάλεσε τεράστια απογοήτευση και κατέληξε στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές και στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμα 31% και θα μπορούσε να ανακάμψει. Ο Μητσοτάκης έχει δεσμευθεί να πραγματοποιήσει νέες επιθέσεις στην εργατική τάξη. Η δημοτικότητά του θα εξαφανιστεί όσο γρήγορα προέκυψε. Οι Έλληνες εργάτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παλέψουν. Είναι θέμα ζωής ή θανάτου. Σε ένα συγκεκριμένο στάδιο, θα ανοίξει μια νέα περίοδος ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Ιταλία: ο πιο αδύναμος κρίκος
Η Ιταλία έχει πλέον αναλάβει το ρόλο της Ελλάδας ως ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η οικονομία της έχει μείνει πίσω, και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη Γερμανία ή ακόμα και τη Γαλλία. Το δημόσιο χρέος-ρεκόρ της Ιταλίας ανέρχεται σε περίπου 132% του ΑΕΠ. Ο ιταλικός καπιταλισμός αντιμετωπίζει τώρα ένα σοβαρό πρόβλημα. Από την άποψη της επαναστατικής προοπτικής, η Ιταλία έχει την πρωτιά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα στην περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά η Ιταλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη και βρίσκεται στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μόνη λύση για την ιταλική άρχουσα τάξη είναι οι περικοπές και η λιτότητα. Έχουν κηρύξει τον πόλεμο στην ιταλική εργατική τάξη – κάτι που αποτελεί μία ολοκληρωμένη συνταγή για μια κοινωνική έκρηξη. Καθώς η Ιταλία έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα δημοσιονομικά όρια που επιτρέπει η ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήθελε να την καταδικάσει, αλλά υποχώρησε. Είχαν ήδη κάνει μια εξαίρεση για το Μακρόν, αλλά αυτό δεν ήταν ο μόνος λόγος – η κατάρρευση των ιταλικών τραπεζών θα πυροδοτήσει μια ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση. Αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η πιθανότητα για μια κοινωνική έκρηξη στην Ιταλία είναι εγγενής στην κατάσταση.
Στο παρελθόν, η ιταλική αστική τάξη είχε ισχυρές βάσεις στήριξης στην κοινωνία. Το κόμμα της, οι Χριστιανοδημοκράτες, είχαν μαζική βάση και την υποστήριξη της καθολικής εκκλησίας. Αλλά αυτό έχει τελειώσει. Η δεύτερη γραμμή άμυνας ήταν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα. Αλλά, και αυτά έχουν καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Από την άποψη της αστικής τάξης, η έλλειψη ενός μαζικού ρεφορμιστικού κόμματος δεν είναι μια θετική εξέλιξη αλλά μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα αμάξι που κατεβαίνει μία κατηφόρα με ελαττωματικά φρένα με ένα αυτοκίνητο χωρίς καθόλου φρένα.
Στην Ιταλία, δεν υπάρχει ένα μαζικό ρεφορμιστικό κόμμα και οι ηγέτες των συνδικάτων είναι σάπιοι. Το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα αστικό κόμμα, έχει απονομιμοποιηθεί στα μάτια των εργαζομένων: όλοι οι ηγέτες του εφαρμόζουν πολιτικές λιτότητας εδώ και χρόνια. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (Κ5Α) είναι ένα ακόμη παράδειγμα των μικροαστικών σχηματισμών που έχουν ξεπηδήσει από το πουθενά. Είναι πολύ συγχυσμένοι, και τώρα η υποστήριξή τους βρίσκεται σε απότομη παρακμή μετά την αποκάλυψή τους, πρώτα στην κυβέρνηση συνασπισμού με την ακροδεξιά Λέγκα, και στη συνέχεια με την είσοδο σε ένα συνασπισμό με το Δημοκρατικό Κόμμα. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό στα αριστερά, και το κενό πρέπει να καλυφθεί από κάτι, αργά ή γρήγορα.
Ο ηγέτης της Λέγκας, Σαλβίνι, είναι ένας ακροδεξιός δημαγωγός, σε μεγάλο βαθμό στο στυλ του Ντόναλντ Τραμπ. Στις ομιλίες του, κάνει μια προσπάθεια να μιλήσει όπως ένας «απλός άνθρωπο», ή, ακριβέστερα, όπως ένας Ιταλός λούμπεν-προλετάριος. Κάνει μια σκόπιμη προσπάθεια να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αντιπροσωπεύει κάτι νέο και ριζοσπαστικό. Απευθύνεται σε εκατομμύρια ανθρώπους που μισούν το πολιτικό κατεστημένο που ταυτίζεται με τα παλιά κόμματα και τους ηγέτες. Λέει. «Κοιτάχτε! Δεν είμαι σαν αυτούς. Είμαι ένας από εσάς. Αν με εκλέξετε, τα πράγματα θα αλλάξουν στην Ιταλία. Μπορώ να το κάνω!». Αυτό βρίσκει ανταπόκριση.
Αν και ο Σαλβίνι ήταν ο υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση συνασπισμού με τα Πέντε Αστέρια, συνέχισε να ενεργεί σαν να ήταν στην αντιπολίτευση. Χρησιμοποίησε τη θέση του για να κάνει μαχητικές ομιλίες εναντίον των «εξωτερικών εχθρών» (ΕΕ και μεταναστών), τους οποίους κατηγόρησε για όλες τις ατυχίες της Ιταλίας. Κατά συνέπεια, φάνηκε να ξεπερνάει τα όρια που έθετε το κατεστημένο. Το άστρο του Σαλβίνι έγινε πιο φωτεινό με την κατάρρευση του Κινήματος τον Πέντε Αστέρων. Επέλεξε τη στιγμή του και πέταξε τους προσωρινούς συμμάχους του, σπάζοντας το συνασπισμό, σκεπτόμενος ότι θα κέρδιζε τις εκλογές.
Αλλά η αστική τάξη, φοβούμενη τις συνέπειες μιας κυβέρνησης Σαλβίνι για την ιταλική οικονομία και την Ευρωζώνη, αποφάσισε να τον εμποδίσει. Τα μέσα που επιλέχθηκαν αποτελούνταν από έναν νέο, ασταθή συνασπισμό του Κ5Α με το Δημοκρατικό Κόμμα. Αλλά το Κ5Α είχε ήδη ναυαγήσει με την είσοδό του στην κυβέρνηση συνασπισμού με τη Λέγκα. Όντας σε μια συμμαχία με το ακόμη πιο χρεοκοπημένο Δημοκρατικό Κόμμα θα είναι το τελικό φιλί του θανάτου γι’ αυτό.
Ωστόσο, το πισωγύρισμα στις φιλοδοξίες του Σαλβίνι δεν θα διαρκέσει πολύ. Στην πραγματικότητα, με τον αποκλεισμό του από την κυβέρνηση μέσω ενός ξεκάθαρου ελιγμού, του έκαναν μια χάρη. Οι δημαγωγοί πάντα τείνουν να ευδοκιμούν στην αντιπολίτευση. Ο Σαλβίνι προσπαθεί να εκτρέψει την προσοχή των μαζών, φωνάζοντας για τη μετανάστευση, αλλά, μόλις βρεθεί στην κυβέρνηση, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για μια πολιτική με φθίνουσες αποδόσεις. Δεν έχει πραγματικές λύσεις για τα προβλήματα του ιταλικού καπιταλισμού και, μόλις τεθεί σε δοκιμασία, ο Σαλβίνι θα εκτεθεί ως ο αντιδραστικός αστός πολιτικός που είναι. Αυτό θα προετοιμάσει το δρόμο για μια μεγάλη στροφή στα αριστερά.
Το γεγονός παραμένει ότι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός για την αστική τάξη είναι περικοπές και επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο. Προκειμένου να πραγματοποιήσει τα αναγκαία οικονομικά μέτρα, η ιταλική αστική τάξη χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση. Αλλά, μια τέτοια κυβέρνηση δεν υπάρχει. Ούτε υπάρχει δυνατότητα διασφάλισης μίας τέτοιας στο εγγύς μέλλον. Η προοπτική είναι μια σειρά ασταθών κυβερνήσεων συνασπισμού, καθεμία από τις οποίες θα καταλήξει σε κρίση και κατάρρευση. Θα υπάρξουν βίαιες ταλαντεύσεις στα αριστερά και στα δεξιά, καθώς οι μάζες θα δοκιμάσουν διαφορετικούς ηγέτες και προγράμματα. Και το ένα μετά το άλλο θα εκτεθούν.
Δεδομένης της ακραίας αδυναμίας της ιταλικής Αριστεράς, το κίνημα αναπόφευκτα θα εκφραστεί, σε κάποιο βαθμό, με τη μορφή της μαζικής άμεσης δράσης – παρόμοια με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Θα είναι μια νέα έκδοση του 1969, αλλά σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. Μόλις αρχίσει το μαζικό κίνημα στην Ιταλία, θα είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει. Μπορεί να οδηγήσει σε καταλήψεις εργοστασίων, όπως αυτές που σημειώθηκαν το 1919-1920. Αυτό θα ανοίξει το δρόμο για επαναστατικές εξελίξεις. Ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για μια εκρηκτική ανάπτυξη του ιταλικού τμήματος μας. Αλλά όλα εξαρτώνται από την οικοδόμηση μιας ισχυρής οργάνωσης πριν από την ανάπτυξη του κινήματος.
Γαλλία: η εξέγερση των μαζών
Ο Μακρόν καυχιόταν ότι δεν θα υποχωρήσει ποτέ στους «δρόμους». Αλλά αντιμέτωπος με τη μαζική εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων», αναγκάστηκε να «καταπιεί τη γλώσσα του». Αναγκάστηκε να κάνει μια ταπεινωτική υποχώρηση. Ωστόσο, οι μαζικές διαδηλώσεις συνέχισαν και γίνονταν πιο τολμηρές και πιο ριζοσπαστικές κάθε μέρα. Τέθηκε το αίτημα της παραίτησης του Μακρόν. Οι μάζες επέδειξαν έναν εκπληκτικό βαθμό αντοχής και αποφασιστικότητας. Χωρίς καμία σοβαρή οργάνωση ή ηγεσία, ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πώς αυτό το κίνημα συνέχισε για όσο διάστημα το έκανε.
Ωστόσο, οι μαζικές διαδηλώσεις, ανεξάρτητα από το πόσο μαχητικές και αποφασιστικές είναι, έχουν σαφή όρια. Ο Λένιν πριν από καιρό εξήγησε τα όρια των αυθόρμητων κινημάτων. Το αυθόρμητο στοιχείο ήταν τόσο η δύναμη του κινήματος όσο και η κύρια αδυναμία του. Τα «κίτρινα γιλέκα» ήταν ένα πολύ ετερογενές κίνημα, που περιλάμβανε τόσο επαναστατικά όσο και αντιδραστικά στοιχεία. Δεν υπήρξε κανένα σχέδιο δράσης και καμία πραγματική προοπτική για την κατάληψη εξουσίας – η οποία ήταν η μόνη βιώσιμη προοπτική.
Η κύρια αδυναμία του κινήματος αυτού ήταν η αποτυχία του να συνδεθεί με την οργανωμένη εργατική τάξη και να αγωνιστεί για μια γενική απεργία διαρκείας. Αλλά ο κύριος λόγος για τον οποίο αυτό δεν συνέβη ήταν η στάση των συνδικαλιστών ηγετών που ήταν τρομοκρατημένοι από το κίνημα. Στο τέλος, αυτό ήταν που έσωσε τον Μακρόν. Ο κύριος λόγος που το «κίτρινα γιλέκα» ηττήθηκαν ήταν η στάση των εκφυλισμένων ηγετών των συνδικάτων και της λεγόμενης Αριστεράς που συνεργάστηκε με τον Μακρόν και αποδέχτηκε τις περικοπές.
Δεδομένου ότι οι μάζες δεν μπόρεσαν να βρουν μια έκφραση στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, βρήκαν μια έκφραση έξω απ’ αυτό. Αργότερα, νιώθοντας την πίεση από κάτω και φοβούμενοι ένα νέο κίνημα που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχό τους, οι ηγέτες των συνδικάτων κάλεσαν σε μια γενική απεργία τον Δεκέμβριο του 2019. Αυτό αποδείχθηκε μια πολύ ισχυρή διαμαρτυρία, με 1.500.000 στους δρόμους, υποδεικνύοντας ότι η οργανωμένη εργατική τάξη είναι τώρα σε κίνηση.
Αυτό που ήταν το πιο εντυπωσιακό την περίοδο του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γαλλική αστική τάξη έκανε παρομοιώσεις με τη γαλλική επανάσταση. Δείχνει πως ακόμη και οι αστοί έχουν αρχίσει να κατανοούν, με έναν αμυδρό και συγχυσμένο τρόπο, τις επαναστατικές επιπτώσεις της σημερινής κατάστασης. Απ’ αυτή την άποψη, είναι πολύ πιο σοβαροί και οξυδερκείς από τους αριστερούς ρεφορμιστές και τους χοντροκέφαλους σεχταριστές.
Δεν υπάρχει περιθώριο στην επαναστατική πολιτική για ιμπρεσιονισμό και ρομαντισμό. Πρέπει να έχουμε μια σαφή επιστημονική εκτίμηση για τα κινήματα αυτού του είδους. Ναι, πρέπει να δούμε τις επαναστατικές δυνατότητες που είναι εγγενείς μέσα τους. Ναι, πρέπει να τα καλωσορίσουμε με κάθε ενθουσιασμό και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα βοηθήσουμε να επιτύχουν. Πάνω απ’ όλα, μπορούμε να τους βοηθήσουμε να αποκτήσουν την απαραίτητη πολιτική διαύγεια, χωρίς την οποία η επιτυχία θα διαφεύγει πάντα από τα αυθόρμητα μαζικά κινήματα.
Ωστόσο, τελικά ήταν γραφτό το κίνημα να υποχωρήσει. Ο Μακρόν ήταν επομένως σε θέση να κρατήσει την εξουσία προσωρινά και να ανακτήσει την πρωτοβουλία. Αλλά «τραυματίστηκε θανάσιμα» απ’ αυτή τη μάχη. Οι παραχωρήσεις του αύξησαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και ως εκ τούτου θα χρειαστούν νέες περικοπές και επιθέσεις. Η κυβέρνηση έχει εξασθενήσει σοβαρά. Και η ισχυρή 5η γενική απεργία του Δεκεμβρίου είναι μια σαφής ένδειξη ότι νέες κινητοποιήσεις είναι αναπόφευκτες και τελικά θα την αποτελειώσουν, ανοίγοντας το δρόμο για νέες επαναστατικές εξελίξεις στη Γαλλία.
Το πρόβλημα δεν είναι η δύναμη του Μακρόν – αλλά η ακραία αδυναμία της Αριστεράς. Όλα τα κόμματα της Αριστεράς βρίσκονται σε κρίση. Η Ανυπότακτη Γαλλία έχει διαπράξει πολλές γκάφες. Κατά τη διάρκεια του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων», βρέθηκαν στην ουρά του. Ένα από τα κύρια αιτήματα που προέβαλαν στο κίνημα ήταν οι νέες εκλογές. Η Ανυπότακτη Γαλλία χρειάστηκε πολύ χρόνο μέχρι να υποστηρίξει ανοιχτά το κίνημα.
Ο Μελανσόν, ο οποίος είχε προηγουμένως αναδειχθεί ως ένας ισχυρός παράγοντας στα αριστερά, έχει αποτύχει να επωφεληθεί απ’ αυτή την κατάσταση. Στη συνέχεια της γενικής απεργίας του Δεκεμβρίου, τάχθηκε με τους συνδικαλιστές ηγέτες, οι οποίοι, αγνοώντας το σύνθημα των εργαζομένων «κάτω ο Μακρόν», θέλησαν να κατευθύνουν τις κινητοποιήσεις σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, περιορίζοντας το κίνημα σε αιτήματα ενάντια στη συνταξιοδοτική «μεταρρύθμιση».
Ο Μελανσόν δεν μιλάει πλέον για την ανάγκη να «πάρουμε στα χέρια μας» την οικονομία. Αντ ‘ αυτού, μιλάει για την ανάγκη για μια πιο μετριοπαθή γλώσσα. Αυτό που πραγματικά λέει είναι ότι είναι απαραίτητο να νερώσουν την προπαγάνδα του κόμματος, για να μην τρομάξει η αστική τάξη. Αρνείται να εισαγάγει περισσότερες δημοκρατικές δομές στο κίνημα Ανυπότακτη Γαλλία, επειδή αυτό θα παρείχε τις δομές μέσω των οποίων η κριτική ενάντια στην ηγεσία θα μπορούσε να εκφραστεί. Αν είχε οργανώσει σοβαρά το κίνημα, η Ανυπότακτη Γαλλία θα είχε απογειωθεί. Αλλά δεν θέλει να οργανώσει ένα πολιτικό κόμμα. Μάλλον, προτιμά να διατηρήσει την Ανυπότακτη Γαλλία ως άμορφο και ανοργάνωτο «κίνημα».
Επειδή ο Μελανσόν παρέλειψε να εκμεταλλευτεί την πλήρη δυναμική της κατάστασης, η Μαρίν Λεπέν κερδίζει στις δημοσκοπήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η Ανυπότακτη Γαλλία, αν και αποδυναμωμένη, εξακολουθεί να παραμένει προς το παρόν το μόνο βιώσιμο σημείο αναφοράς στα αριστερά, και θα μπορούσε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, καθώς εξελίσσεται η κρίση. Και παρά τις προσπάθειες του Μακρόν να ανακτήσει τη βάση του, το αντιδραστικό πρόγραμμα περικοπών έχει οδηγήσει στην αναζωπύρωση του μαζικού κινήματος, όπως είδαμε στη γενική απεργία του Δεκεμβρίου κατά της «μεταρρύθμισης» στο συνταξιοδοτικό.
H κρίση στην Ισπανία
Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ισπανία είναι εξαιρετικά ασταθής. Η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται σε μη παραγωγικούς τομείς: τον τουρισμό και την κερδοσκοπία. Αντίθετα, η βιομηχανική παραγωγή γνώρισε την μεγαλύτερη υποχώρηση της σε έξι χρόνια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αυτοκινητοβιομηχανία. Υπάρχει μια σοβαρή στεγαστική κρίση, με συνεχείς αυξήσεις στα ενοίκια, τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας, κ.λπ. Η μαζική κινητοποίηση των συνταξιούχων το 2019 έδειξε μια αυξανόμενη διάθεση ριζοσπαστικοποίησης στην ισπανική κοινωνία.
Οι αντιφάσεις έρχονται στο προσκήνιο σε κάθε επίπεδο. Όλοι οι θεσμοί του αστικού καθεστώτος έχουν απαξιωθεί. Το καταλανικό ζήτημα δεν έχει επιλυθεί. Η καταδίκη των Καταλανών πολιτικών κρατουμένων οδήγησε σε ένα νέο κύμα μαζικών κινητοποιήσεων, το οποίο απέκτησε έναν σχεδόν επαναστατικό χαρακτήρα. Αλλά, όπως φάνηκε ξεκάθαρα μετά το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας το 2017, υπό την τρέχουσα, άνανδρη, μικροαστική, εθνικιστική ηγεσία, το καταλανικό δημοκρατικό κίνημα δεν μπορεί να προχωρήσει. Μόνο με έναν διεθνιστικό και ταξικό προσανατολισμό θα μπορούσε να συγκεντρώσει την απαραίτητη δύναμη για να αμφισβητήσει το ισπανικό καθεστώς.
Οι εκλογές του Απριλίου 2019 έδειξαν τις δυνατότητες για την Αριστερά. Αυτό είχε ήδη προετοιμαστεί μέχρι τις 8 Μαρτίου, με την απεργία των γυναικών και τη μαζική κινητοποίηση των συνταξιούχων. Η εμφάνιση ενός ακροδεξιού Κόμματος, του VOX – μια δεξιά διάσπαση από το Λαϊκό Κόμμα – η οποία υιοθέτησε όλη την παλιά ρητορική του Φράνκο, είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αριστερής ψήφου, οδηγώντας στην ήττα του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο έχασε τις πόλεις, στις οποίες είχε την πλειοψηφία για πάνω από 25 χρόνια. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση αντικατοπτρίζεται στη μεγαλύτερη προσέλευση τα τελευταία 30 χρόνια για τις ισπανικές εκλογές.
Αλλά, αυτή η δυνατότητα πετάχτηκε στα σκουπίδια από τους ηγέτες των Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς, οι οποίοι έδειξαν ότι δεν είναι καν καλοί οπορτουνιστές. Αντί να προσφερθούν να στηρίξουν το PSOE να σχηματίσει κυβέρνηση (και έτσι να μπλοκάρουν την άνοδο της δεξιάς), δίνοντας στο PSOE κριτική υποστήριξη από έξω από την κυβέρνηση, ενδιαφέρονταν μόνο για υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση. Αυτό οδήγησε τελικά στην κατάρρευση των συνομιλιών. Στο τέλος, ο Σάντσεθ αποφάσισε να καλέσει νέες εκλογές, με την ελπίδα να αυξήσει τη δική του βάση και να είναι σε θέση να σχηματίσει μια σταθερότερη κυβέρνηση, την οποία η άρχουσα τάξη χρειάζεται για να ξεπεράσει την επερχόμενη οικονομική ύφεση.
Οι νέες εκλογές του Νοεμβρίου του 2019 δεν έλυσαν τίποτα. Αντί να ενισχυθεί, το PSOE έχασε μερικούς βουλευτές, ενώ οι Ciudadanos, ο άλλος πιθανός εταίρος συνασπισμού του, κατέρρευσε. Αυτό ανάγκασε το PSOE να σχηματίσει συνασπισμό με τους Podemos (οι οποίο δέχτηκαν την κυβερνητική πειθαρχία και τα όρια δαπανών της ΕΕ) με εξωτερική υποστήριξη από τους Καταλανούς και τους Βάσκους εθνικιστές. Μια τέτοια κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει την επικείμενη οικονομική ύφεση, καθώς και τον αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα στην Καταλονία. Θα είναι γεμάτη από αντιφάσεις και αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη δυσφήμιση των ηγετών των Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς.
Βρετανία
Πριν από τέσσερα χρόνια, το δημοψήφισμα για την παραμονή στην ΕΕ οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που σόκαρε το κατεστημένο συθέμελα. Έκτοτε, η Βρετανία βρίσκεται σε μια κατάσταση απαράμιλλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Το νέο στοιχείο της εξίσωσης είναι το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη έχασε τον έλεγχο της κατάστασης, και έκτοτε, αγωνίζεται να τον ανακτήσει.
Κατά το παρελθόν, η λειτουργία του συστήματος δεν ήταν τόσο δύσκολο έργο. Το συντηρητικό κόμμα (οι Συντηρητικοί), το κύριο κόμμα της αστικής τάξης, βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους, ενώ το Εργατικό Κόμμα (ΕΚ) καθοδηγούνταν από αξιοσέβαστες κυρίες και κυρίους της μεσαίας τάξης, στους οποίους θα μπορούσαν να βασιστούν για να κάνουν τη δουλειά. Και όταν οι μάζες τούς βαριόντουσαν, μπορούσαν πάντα να φέρνουν πίσω τους συντηρητικούς.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η καταστροφή της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας, που γεννήθηκε από την οικονομική κατάρρευση του 2008, αντανακλάται στην απότομη πόλωση προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Στην πραγματικότητα, η βρετανική άρχουσα τάξη έχασε τον έλεγχο τόσο του Συντηρητικού Κόμματος όσο και του Εργατικού Κόμματος.
Η αστική τάξη στη Βρετανία ανησυχούσε για τις εξελίξεις στο Συντηρητικό Κόμμα, επί του οποίου έχει ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο. Αλλά ήταν ακόμη πιο τρομοκρατημένοι από τις εξελίξεις στο ΕΚ. Η εκλογή του Κόρμπιν, παρά τον περιορισμένο αριστερό ρεφορμιστικό χαρακτήρα του προγράμματός του, αντιπροσώπευε μια απότομη στροφή προς τα αριστερά. Προσκάλεσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους – ειδικά τη νεολαία – στην πολιτική ζωή.
Οι νέες στρατολογίες πλημμύρισαν το κόμμα, οδηγώντας το σε μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση. Η μπλερική δεξιά πτέρυγα ήταν αποθαρρυμένη. Η μεγάλη πλειονότητα των τοπικών οργανώσεων του κόμματος στράφηκαν απότομα προς τα αριστερά, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα κομματικού πραξικοπήματος το 2016. Η αλλαγή έχει διαπεράσει ολόκληρο το μηχανισμό του κόμματος, ιδιαίτερα αφότου η μπλερική Μακ Νίκολ αντικαταστάθηκε από τη Φόρμπι. Το κυνήγι μαγισσών κατά της Αριστεράς διεκόπη και πολλά πρώην αριστερά μέλη επέστρεψαν.
Η Συνδιάσκεψη του Κόμματος ελέγχεται τώρα από την Αριστερά, ενώ μόνο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία απομένει για να την αποτρέψει από το να «πάει πολύ μακριά». Η επιρροή της δεξιάς πτέρυγας μειώνεται τώρα στα τελευταία προπύργια της, στο κοινοβούλιο, στα περιφερειακά γραφεία και στα συμβούλια, όπου συνεχίζει να δίνει μία μάχη οπισθοφυλακής ενάντια στους υποστηρικτές του Κόρμπιν.
Οι εξελίξεις προκάλεσαν πανικό στην άρχουσα τάξη. Λαμβάνοντας υπόψη το βάθος της κρίσης, μια κυβέρνηση των Εργατικών θα είχε περιέλθει υπό ακραίες πιέσεις για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της και να λάβει μέτρα κατά των τραπεζιτών και των καπιταλιστών. Αυτό θα αποτελούσε σοβαρή απειλή για την αστική τάξη.
Μαζί με τη δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, η άρχουσα τάξη έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποτρέψει την επικράτηση του Κόρμπιν. Οι μπλερικοί στο Κοινοβούλιο προετοιμάζονται ήδη να διασπάσουν το κόμμα, αν Κόρμπιν κερδίσει τις εκλογές. Δούλεψαν εντατικά στα παρασκήνια για την ήττα του Εργατικού Κόμματος στις εκλογές. Τώρα έχουν το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν.
Η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να συντρίψει τον Κόρμπιν και να αποτρέψει μια νίκη των Εργατικών. Οι εκλογές του 2019 ήταν οι πιο βρώμικες στη σύγχρονη εποχή. Όλοι οι πόροι στη διάθεση της άρχουσας τάξης – από τα ΜΜΕ μέχρι τον αρχιραβίνο – χρησιμοποιήθηκαν για τη δυσφήμιση του Κόρμπιν.
Ωστόσο, το αποφασιστικό στοιχείο που καθόρισε το αποτέλεσμα ήταν αναμφισβήτητα το Brexit. Από το 2016, το θέμα αυτό δηλητηριάζει τη βρετανική πολιτική ζωή. Βασικά, αυτό ήταν μια διαφωνία ανάμεσα σε δύο πτέρυγες της άρχουσας τάξης, αλλά τελείωσε με τη διαίρεση της κοινωνίας όχι σε ταξικές γραμμές, αλλά με εντελώς αντιδραστικό τρόπο.
Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος κατηγορεί τον Κόρμπιν για την ήττα στις εκλογές, αλλά αγνοούν τη μικρή λεπτομέρεια ότι, ωθώντας το Εργατικό Κόμμα στο στρατόπεδο του Remain (παραμονή στην ΕΕ), οι ίδιοι διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της ήττας του ΕΚ. Και η υποτιθέμενη «αντιδημοφιλία» του Κόρμπιν οφειλόταν κυρίως στις επίμονες επιθέσεις και τις προσπάθειές τους να τον διώξουν από την ηγεσία του ΕΚ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, την επομένη των εκλογών, η άθλια εκστρατεία για την αποπομπή του Κόρμπιν εντάθηκε χίλιες φορές και πέτυχε το στόχο της – τουλάχιστον εν μέρει – όταν ο Κόρμπιν και ο Μακντόναλντ ανακοίνωσαν την παραίτησή τους.
Η πτώση του Κόρμπιν, εντούτοις, χρησίμευσε επίσης για να εκθέσει τις αδυναμίες και τους περιορισμούς του αριστερού ρεφορμισμού. Οι δεξιοί ρεφορμιστές έχουν δείξει ότι είναι πολύ πιο αποφασισμένοι από την Αριστερά. Είναι διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για να κερδίσουν τη μάχη για το ΕΚ. Οι αριστεροί ρεφορμιστές, από την άλλη πλευρά, τείνουν να ταλαντεύονται, να αποφεύγουν τη σύγκρουση και να κάνουν συμβιβασμούς. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό λάθος, και οδηγεί αναπόφευκτα στη μία υποχώρηση μετά την άλλη. Και για κάθε βήμα πίσω που γίνεται, η δεξιά πτέρυγα απαιτεί άλλα δέκα.
Αυτή η πολιτική προσαρμογή του Κόρμπιν ήταν καθοριστική για την εκλογική ήττα του ΕΚ. Σχετικά με το ζήτημα του Brexit, ο Κόρμπιν υποστήριξε τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος, το οποίο θεωρήθηκε από εκείνους που το ψήφισαν ως μια προσπάθεια να αναστραφεί μια απόφαση που έχει ήδη ληφθεί από την πλειοψηφία του πληθυσμού, μια απόφαση, επιπρόσθετα, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κατεστημένου.
Οι απόπειρες του Κόρμπιν και του Μακντόναλντ να συμβιβαστούν με τη δεξιά πτέρυγα για τη διατήρηση της «ενότητας» έδειξε αδυναμία, και η αδυναμία προσκαλεί την επιθετικότητα. Η υποχώρηση στην θέση για ανάκληση βουλευτών από το κόμμα, το ζήτημα της Ευρώπης και του αντισημιτισμού έγιναν εργαλεία στα χέρια της δεξιάς πτέρυγας και προετοίμασαν το δρόμο για την παρούσα ήττα. Αλλά μια μπλερική αντεπανάσταση στο ΕΚ δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έναν εμφύλιο πόλεμο στο κόμμα. Και είναι ήδη σε κατάσταση ανοικτού εμφυλίου πολέμου.
Η παραίτηση του Κόρμπιν αποτελεί αναμφισβήτητα πλήγμα στην Αριστερά. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο ΕΚ είναι εκτεταμένες, ειδικά στο επίπεδο των οργανώσεων βάσης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και στα πλαίσια του κομματικού μηχανισμού, έτσι ώστε το φαινόμενο που είναι γνωστό ως επανάσταση Κόρμπιν να μην μπορεί να αντιστραφεί πολύ εύκολα, καθώς οι πιο σοβαροί αστοί αναλυτές έχουν καταλάβει. Στις 13 Δεκεμβρίου, ο Economist δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο «συντριπτική ήττα του Κόρμπιν», η οποία κατέληξε στενάχωρα, «ο Μπλερ θα παραμείνει στον τάφο».
Τα χυδαία ΜΜΕ προσπαθούν να παρουσιάσουν αυτή την υποχώρηση ως την αρχή του τέλους για το ΕΚ. Εκ των υστέρων, θα γίνει εμφανές ότι ήταν απλώς μια επεισοδιακή υποχώρηση, η οποία θα μετατραπεί στο αντίθετό της. Όταν η πραγματικότητα του Brexit, αρχίσει να επηρεάζει τους ανθρώπους, θα υπάρξει μια βίαιη αντίδραση εναντίον του Μπόρις Τζόνσον και όλων των έργων του. Η κυβέρνησή του θα είναι η πιο αντιλαϊκή κυβέρνηση στην πρόσφατη ιστορία.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο ηχηρό όσο παρουσιάστηκε. Στην πραγματικότητα, η αύξηση των συντηρητικών ψήφων ήταν αμελητέα – μόλις 300.000 ψήφους επί του αποτελέσματος του 2017. Ούτε το αποτέλεσμα στις εργατικές περιοχές της βορειοανατολικής Αγγλίας είναι τόσο αποθαρρυντικό όσο αυτό που θα ήθελαν να πιστέψουμε. Οι περισσότεροι από εκείνους που ψήφισαν Τζόνσον λένε ότι απλώς «δάνεισαν» τον υποστήριξή τους. Αναμένουν απ’ αυτόν να τηρήσει τις υποσχέσεις του και, αν δεν το πράξει, η στήριξη αυτή θα αποσυρθεί.
Αλλά, ο Τζόνσον δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του. Όπως και σε άλλες χώρες, η παρούσα περίοδος χαρακτηρίζεται από βίαιες διακυμάνσεις της κοινής γνώμης, τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά. Οι εκλογές του 2019 στη Βρετανία είναι μόνο ένα παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. Θα εγκαινιάσει μια νέα περίοδο κοινωνικών συγκρούσεων, ταξικής πάλης και πολιτικών αναταραχών που θα επισκιάσει οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι τότε, με βαθιές πολιτικές συνέπειες.
Η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, που απέχει πολύ από το να οδηγήσει σε μια νέα εποχή ευημερίας και οικονομικής ανάπτυξης, θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για τη βρετανική οικονομία. Εάν – κάτι που είναι ακόμη δυνατό – η Βρετανία εγκαταλείψει την ΕΕ χωρίς συμφωνία, θα σημάνει απόλυτη καταστροφή. Αλλά, ακόμη και στην καλύτερη εκδοχή, το Brexit θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της οικονομίας, σε απώλεια θέσεων εργασίας και σε συρρίκνωση του επιπέδου διαβίωσης.
Μακριά από το υποσχόμενο μέλλον προόδου, ευημερίας και σταθερότητας, η Βρετανία είναι γραφτό να εισέλθει στην πιο ασταθή και ταραχώδη περίοδο στη σύγχρονη ιστορία της. Οι αναπόφευκτες επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο θα οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα απεργιών και μαζικών διαδηλώσεων, σε μια κλίμακα που δεν έχουμε δει στη Βρετανία από τη δεκαετία του ’70.
Η κατάσταση θα αποσταθεροποιηθεί περαιτέρω από το εθνικό ζήτημα στη Σκωτία. Ενώ οι Συντηρητικοί κέρδισαν μια αποφασιστική πλειοψηφία στην Αγγλία, το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP) εξασφάλισε μια ακόμα πιο αποφασιστική πλειοψηφία βόρεια των συνόρων. Η νίκη του Μπόρις Τζόνσον ήταν το ισοδύναμο ενός κόκκινου πανιού σε έναν ταύρο για τον λαό της Σκωτίας. Το εκλογικό σλόγκαν του «Να γίνει το Brexit» ακουγόταν σαν πρόκληση για τους Σκωτσέζους, οι οποίοι είχαν ψηφίσει συντριπτικά να παραμείνουν στην ΕΕ.
Η ηγέτης του κόμματος, Νίκολα Στέρτζιον, απαίτησε αμέσως τη διενέργεια ενός νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Ο Μπόρις Τζόνσον αρνείται να συζητήσει κάτι τέτοιο. Ο δρόμος είναι επομένως ανοικτός για μια σοβαρή σύγκρουση μεταξύ Σκωτίας και του Ουεστμίνστερ (σ.τ.μ: περιοχή στο κέντρο του Λονδίνου, όπου βρίσκονται τα ανάκτορα και το βρετανικό Κοινοβούλιο). Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Αλλά ένα πράγμα είναι απολύτως σαφές. Η Μαρξιστική Τάση υποστηρίζει σταθερά το δικαίωμα του λαού της Σκωτίας να καθορίζει ελεύθερα το δικό του μέλλον, μέχρι και το δικαίωμα της απόσχισης από τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, πρέπει να εξηγήσουμε στους Σκωτσέζους εργαζομένους ότι εντός ή εκτός της Μεγάλης Βρετανίας, σε καπιταλιστική βάση, δεν είναι δυνατή η λύση για την εργατική τάξη της Σκωτίας. Σε αντίθεση με τους αστούς εθνικιστές του SNP, οι οποίοι είναι υπέρ μιας καπιταλιστικής ανεξάρτητης Σκωτίας, αγωνιζόμαστε για μια σκωτσέζικη εργατική δημοκρατία, η οποία θα ήταν ένα ισχυρό εφαλτήριο για την επίτευξη μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Σκωτίας, της Αγγλίας, της Ιρλανδίας και της Ουαλίας. Σε κάθε αγώνα ανάμεσα στη Σκωτία και την αντιδραστική συντηρητική κυβέρνηση, θα βρισκόμαστε στο πλευρό του σκωτσέζικου λαού.
Η καταστροφή του Brexit θα έχει επίσης σοβαρές συνέπειες στην Ιρλανδία, όπου η εισαγωγή συνοριακών ελέγχων και δασμών – ακόμη και με την τροποποιημένη μορφή που προτείνεται από τον Τζόνσον – θα χρησιμεύσει για να αναζωογονήσει όλους τους παλιούς δαίμονες, που νόμιζαν ότι είχαν εξαφανιστεί με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (σ.τ.μ: συμφωνία που υπογράφηκε το 1998 και έθεσε τέρμα στις αιματηρές συγκρούσεις καθολικών και προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία). Είναι μια υπέρτατη ειρωνεία της ιστορίας το ότι το κόμμα που είναι επισήμως γνωστό ως το συντηρητικό και ενωτικό κόμμα θα προεδρεύει πολύ πιθανόν κατά τη διάρκεια της καταστροφής της Μεγάλης Βρετανίας, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους ανθρώπους αυτών των νήσων.
Το έδαφος έχει προετοιμαστεί για συγκρούσεις και αγώνες σε μαζική κλίμακα. Αυτό θα προετοιμάσει μια απότομη στροφή στα αριστερά στο μέλλον. Εάν η Αριστερά δεν τα χάσει, θα ωφεληθεί απ’ αυτό. Οι περιοχές που ψήφισαν Συντηρητικούς σ’ αυτές τις εκλογές θα στραφούν απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο προσεχές μέλλον, το ΕΚ θα βρίσκεται σε κατάσταση έντονης ζύμωσης. Στο άμεσο μέλλον, οι μπλερικοί θα οργανώσουν μια τελευταία απελπισμένη μάχη για να ανακτήσουν τον έλεγχο. Έχουν την υποστήριξη της άρχουσας τάξης, η οποία επιθυμεί να αντιστρέψει την αριστερή στροφή στο κόμμα.
Ο αγώνας στο Εργατικό Κόμμα θα πάρει έναν ολοένα και πιο έντονο χαρακτήρα. Θα αρχίσει τώρα μια διαδικασία εσωτερικής συζήτησης και προβληματισμού σχετικά μ’ αυτές τις εκλογές. Οι προκλήσεις των μπλερικών θα προκαλέσουν ένα κύμα θυμού και αγανάκτησης στις γραμμές του ΕΚ. Ωστόσο, πρόκειται για έναν αγώνα ζωντανών δυνάμεων, το αποτέλεσμα του οποίου είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Η συντριπτική πλειονότητα της βάσης του ΕΚ είναι κορμπινικοί. Είναι έτοιμοι να παλέψουν ενάντια στη δεξιά πτέρυγα. Αλλά σε κάθε αγώνα, η ποιότητα και το μαχητικό πνεύμα της ηγεσίας είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο. Ο Κόρμπιν και ο Μακ Ντόναλντ έκαναν παραχωρήσεις στη δεξιά πτέρυγα. Εάν αντικατασταθούν από μια ηπιότερη φουρνιά αριστερών ρεφορμιστών, μπορούν να είναι ακόμα περισσότερο διατεθειμένοι να λυγίσουν στις απαιτήσεις για «την ενότητα» και να πέσουν στην παγίδα που έχει στηθεί από τη συμμορία του Μπλερ.
Ουσιαστικά, ο αγώνας στο ΕΚ είναι ταξικός: η μία πτέρυγα προσπαθεί να εκπροσωπήσει την εργατική τάξη και τους φτωχούς, ενώ η άλλη αποτελείται από επαγγελματίες που, συνειδητά ή ασυνείδητα, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές οι δύο ανταγωνιστικές τάσεις δεν μπορούν να παραμείνουν μαζί επ’ αόριστον. Αν η βάση του ΕΚ υπερισχύσει, σε ένα ορισμένο σημείο, η δεξιά πτέρυγα θα αναγκαστεί να αποχωρήσει. Αυτή η νίκη όμως δεν είναι εξασφαλισμένη.
Όταν ο Κόρμπιν και ο Μακντόναλντ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να παραιτηθούν, η δεξιά πτέρυγα βρήκε το θάρρος να περάσει στην αντεπίθεση. Έχουν ανακτήσει το ηθικό τους, το οποίο είχε καταρρακωθεί από το 2017 και δεν βλέπουν κανένα λόγο για διάσπαση, όταν έχουν ακόμα την ελπίδα να ανακτήσουν τον έλεγχο του κόμματος. Αντίθετα, η Αριστερά του κόμματος είναι αποπροσανατολισμένη. Η υποψήφια για την ηγεσία, Ρεμπέκα Λονγκ-Μπέιλυ δεν απολαμβάνει το κύρος που είχε ο Κόρμπιν. Όλα εξαρτώνται από τη βάση. Αλλά υπάρχει πολλή σύγχυση και εκεί επίσης.
Σε κάθε περίπτωση, η Μαρξιστική Τάση θα είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της δεξιάς πτέρυγας. Θα κερδίσει κύρος στα μάτια των εργαζομένων και της νεολαίας, οι οποίοι θα ανακαλύψουν στην πράξη την ανωτερότητα του μαρξισμού, όχι μόνο ως μια ιδέα, αλλά ως μια τάση που δεν συμβιβάζεται ή συνθηκολογεί, αλλά διεξάγει τον αγώνα μέχρι τέλους.
Επιμέλεια: Ηλίας Κυρούσης – Στέλιος Δαφνής
Συνεχίζεται