Ο αγώνας στα Μέσα Μεταφοράς: Συμπεράσματα και προοπτικές
Τους τελευταίους τέσσερις μήνες όλοι γίναμε μάρτυρες του επίμονου και ηρωικού αγώνα που έδωσαν οι εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ( λεωφορεία, τρόλλευ, Μετρό, ηλεκτρικό, τραμ ), οι οποίοι, ενωμένοι σαν μια γροθιά, με συνεχείς στάσεις εργασίας, 24ωρες απεργίες, κινητοποιήσεις και πορείες (μηχανοκίνητες και μη), πάλεψαν ενάντια στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης το οποίο περιλαμβάνει εκτός των άλλων ξεπούλημα αυτών των ΔΕΚΟ στο μεγάλο κεφάλαιο, καταστρατήγηση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων, απολύσεις, μετατάξεις, συγχωνεύσεις, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Σήμερα, που ο αγώνας αυτός έχει προσωρινά υποχωρήσει, με κύρια ευθύνη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του ωμού απεργοσπαστικού μηχανισμού που στήθηκε από την κυβέρνηση και την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στο σωματείο της ΕΘΕΛ, είναι η ώρα να βγάλουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα.
Αυτό που ίσως έχει κάνει πολλούς να αναρωτιούνται, είναι το γιατί αυτός ο πολύμηνος αγώνας, παρά την επίμονη και μαζικότατη συμμετοχή των εργαζομένων όλων των Μέσων σε αυτόν, παρά την αξιοζήλευτη αποφασιστικότητα και αντοχή που επέδειξαν, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έχει νικήσει. Η πρώτη απάντηση που μπορεί να δοθεί, αφορά την ανάγκη της κυβέρνησης σε αυτή τη φάση να φανεί πάση θυσία ανυποχώρητη, ξέροντας πολύ καλά πως στην αντίθετη περίπτωση το ηθικό της εργατικής τάξης συνολικά θα ανέβει και όλο και περισσότεροι κλάδοι θα αρχίσουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους με αυτοπεποίθηση.
Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε και το χαρακτήρα και τη φύση της περιόδου που ζούμε. Ο ελληνικός καπιταλισμός βαδίζει ολοταχώς προς τη χρεοκοπία (ελεγχόμενη ή μη), βυθιζόμενος μέρα με τη μέρα στην άβυσσο της ύφεσης, ενώ η προοπτική μίας κάποιας οικονομικής ανάπτυξης, μόνο σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας μπορεί να υπάρξει. Οι ντόπιοι και ξένοι τραπεζίτες δανειστές του ελληνικού κράτους απαιτούν να πάρουν πίσω στο ακέραιο τα χρήματά τους με τόκο, και η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να τους τα δώσει περνώντας αλλεπάλληλα και πρωτοφανούς αγριότητας προγράμματα λιτότητας, πετσοκόβοντας μισθούς και συντάξεις, ξεριζώνοντας εργατικές κατακτήσεις και βυθίζοντας την κοινωνία στην ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, στην εποχή της παρακμής του, ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνο δεν είναι σε θέση να κάνει νέες παραχωρήσεις στην εργατική τάξη, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί καν στη ζωή χωρίς να πάρει από την εργατική τάξη όλες τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να της κάνει στο παρελθόν έπειτα από σκληρούς αγώνες.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα πλαίσια, το εργατικό κίνημα σήμερα, για να είναι νικηφόρο, πρέπει να είναι μαζικό, ενωμένο, να αγκαλιάζει όσο γίνεται περισσότερους κλάδους-κλειδιά της οικονομίας, και πάνω απ όλα να έχει ηγεσίες ταξικά σκεπτόμενες και όχι προδοτικές, ηγεσίες που εμπνέουν και δίνουν σοβαρές απαντήσεις στους εργαζομένους και κυρίως ηγεσίες αποφασιστικές που δεν επιδίδονται σε αποσπασματικές απεργιακές κινητοποιήσεις που στόχο έχουν να εκτονώσουν την οργή της βάσης, αλλά που είναι ικανές να καταστρώσουν ένα συγκεκριμένο και καλά μελετημένο σχέδιο πάλης με συγκεκριμένο ορίζοντα νίκης.
Οι τεράστιες ευθύνες των ηγεσιών
Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, η ανάγκη της κυβέρνησης να μείνει ανυποχώρητη, καθώς και ο χαρακτήρας της περιόδου, σε καμία περίπτωση δεν αθωώνουν την εγκληματική και προδοτική στάση που κράτησε η ηγεσία της ΓΣΕΕ όλο αυτό το διάστημα, καθώς και η ταλαντευόμενη ηγεσία του σωματείου της ΕΘΕΛ (λεωφορεία), ούτε φυσικά μπορούν να μας κάνουν να παραβλέψουμε τις τεράστιες ευθύνες των κομμάτων της Αριστεράς.
Όσον αφορά την ηγεσία της ΓΣΕΕ, την ώρα που οι συγκοινωνιακές μεταφορές στην Αθήνα είχανε παραλύσει από τον συνεχιζόμενο αγώνα των εργαζομένων σε αυτές, αυτή τους αγνοούσε επιδεικτικά. Όχι απλά δεν προσπάθησε να κατεβάσει και τους εργαζομένους των υπόλοιπων ΔΕΚΟ και των υπόλοιπων κλάδων του ιδιωτικού τομέα στον αγώνα σε συντονισμό με τους εργαζομένους στις συγκοινωνίες, προκειμένου το κίνημα να μαζικοποιηθεί και να αγκαλιάσει ευρύτατα τμήματα της εργατικής τάξης, όχι απλά δεν προσπάθησε να εντάξει τον αγώνα στις συγκοινωνίες σε ένα ευρύτερο σχέδιο κλιμακούμενης πάλης μέχρι την νίκη, όχι απλά δεν έκανε ούτε μια τυπική δήλωση υποστήριξης, ή μια τυπική κινητοποίηση συμπαράστασης, για τα μάτια του κόσμου, στους εργαζομένους των συγκοινωνιών, αλλά αντιθέτως καθ όλη τη διάρκεια του ηρωικού αυτού αγώνα, συνωμοτούσε συνεχώς με την κυβέρνηση καταστρώνοντας μαζί της απεργοσπαστικά σχέδια, ενώ δημοσίως περιοριζόταν στο να δηλώνει πως η στάση των εργαζομένων ήταν «κάπως υπερβολική».
Αυτή η στάση της συνδικαλιστικής ηγεσίας οδήγησε στην απομόνωση του αγώνα των συγκοινωνιών από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα και έριξε τους εργαζομένους στην απογοήτευση και στη σύγχυση. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η ανικανότητα των ηγεσιών της Αριστεράς να ενώσουν τις δυνάμεις τους (κάτι που από μόνο του θα ενθουσίαζε την εργατική τάξη) και να δώσουν πολιτική διέξοδο στο εργατικό κίνημα. Μακριά από το να το κάνουν αυτό, οι σημερινές ηγεσίες της Αριστεράς επιμένουν να διασπάνε και να αποδυναμώνουν το εργατικό κίνημα (βλέπε ηγεσία ΚΚΕ), καθώς και να χρησιμοποιούν έναν θολό αριστερό πολιτικό λόγο που δεν μπορεί ούτε να εμπνεύσει, ούτε να έλξει, ούτε πολύ περισσότερο να δώσει λύσεις στην εργατική τάξη. Έτσι και στον αγώνα των συγκοινωνιών, η Αριστερά περιορίστηκε σε γενικόλογες δηλώσεις υποστήριξης, χωρίς όμως να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που έμπρακτα θα βοηθούσαν και θα στήριζαν τους απεργούς.
Ωμή απεργοσπασία
Την χαριστική βολή όμως στους απεργούς, την έδωσε ο ωμός απεργοσπαστικός μηχανισμός που στήθηκε στο σωματείο της ΕΘΕΛ από την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ και από την κυβέρνηση και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να διαρραγεί τελικά το ενιαίο μπλοκ αγώνα που είχε οικοδομηθεί τους προηγούμενους μήνες μεταξύ όλων των συγκοινωνιακών φορέων. Αυτό που κυρίως τρόμαζε την κυβέρνηση και τους αστούς, ήταν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι όλων των μέσων μεταφοράς αγωνίζονταν ενωμένοι σαν μια γροθιά. Έκαναν λοιπόν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να "σπάσουν" αυτήν την ενότητα, χρησιμοποιώντας τα στελέχη της ΠΑΣΚΕ, τα οποία βρίσκονται στην ηγεσία των σωματείων των συγκοινωνιακών φορέων ( στα ΔΣ και στα Προεδρεία). Αυτή η προσπάθεια της κυβέρνησης εστιάστηκε κυρίως στο σωματείο της ΕΘΕΛ, το οποίο το φοβάται ιδιαίτερα, αφού είναι πολύ ισχυρό, με πολλές παραδόσεις αγώνων και κατακτήσεων.
Από τα μέσα κιόλας του Φλεβάρη, το ΔΣ του σωματείου της ΕΘΕΛ, έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσει τον αγώνα. Στις 19/2 ανέστειλε εκτάκτως όλα τα ρεπό των εργαζομένων και τους κάλεσε για δουλειά τις ώρες που είχαν οριστεί στάσεις εργασίας. Φυσικά οι εργαζόμενοι αντέδρασαν και κανείς δεν υπάκουσε το ΔΣ, ενώ λίγες μέρες αργότερα (25/2) η κυβέρνηση έστειλε τα ΜΑΤ σε συγκέντρωση των εργαζομένων στην πλατεία Κοτζιά, τα οποία τους περικύκλωσαν και τους ¨συνόδευσαν¨ μέχρι τα γραφεία του σωματείου.
Στις 22/2 με εντολή της κυβέρνησης η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ ¨καθαίρεσε¨ τον πρόεδρο του σωματείου της ΕΘΕΛ Ν. Κουλουμπαρίτση από τη θέση του γραμματέα της ΠΑΣΚΕ-ΕΘΕΛ, ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε και από πρόεδρος του σωματείου, και τον αντικατέστησε με τον Μ. Λιαγούρη. Στη συνέχεια ο Κουλουμπαρίτσης κατήγγειλε την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, δηλώνοντας πως «τον φάγανε γιατί ήταν μπροστά στους αγώνες του κλάδου». Είναι προφανές ότι ο Κουλουμπαρίτσης ¨πλήρωσε¨ το αγωνιστικό προφίλ που αναγκάστηκε να υιοθετήσει κάτω από την τεράστια πίεση της βάσης των εργαζομένων (και αυτών της ΠΑΣΚΕ), αλλά αν πραγματικά ήθελε τη συνέχιση του αγώνα, δεν θα παραιτούνταν από πρόεδρος του σωματείου ¨για λόγους ευθιξίας¨ την πιο κρίσιμη στιγμή. Θα παρέμενε στη θέση του και θα έβαζε τα συμφέροντα των εργαζομένων και τις ανάγκες του αγώνα πάνω από τους προσωπικούς ¨εγωισμούς¨, και θα πάλευε μαζί με τους εργαζομένους ενάντια στις απεργοσπαστικές τακτικές και στις προδοσίες της ηγεσίας της ΠΑΣΚΕ. Με τη στάση του όμως αυτή, απλά βοήθησε και αυτός στην απεργοσπασία.
Στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) ανακοίνωσε παύση των απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά η θέληση των εργαζομένων για αγώνα ήταν τόσο μεγάλη, που ξεπέρασαν αυτήν την ξεπουλημένη ηγεσία και συγκάλεσαν Γενική Συνέλευση ¨από τα κάτω¨ η οποία αποφάσισε συνέχιση των κινητοποιήσεων. Το ΔΣ όμως αρνήθηκε να επικυρώσει αυτή την απόφαση (!) και έστειλε δελτίο τύπου στα ΜΜΕ «ενημερώνοντας» πως οι στάσεις εργασίας δεν ισχύουν πια.
Αξιοσημείωτες εδώ είναι και οι ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία, με τη διασπαστική-διαχωριστική της στάση, oδήγησε στην απομόνωση μιας σημαντικής μερίδας συνειδητοποιημένων και πρωτοπόρων εργαζομένων αγωνιστών της βάσης του κόμματος από τους υπόλοιπους εργαζομένους της ΕΘΕΛ, δείχνοντας παντελή αδιαφορία για τις εξελίξεις εντός του σωματείου και αφήνοντας τελικά την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ να υλοποιήσει ανενόχλητη τα απεργοσπαστικά της σχέδια.
Οι παραπάνω εξελίξεις έσπειραν ένα κλίμα έντονης απογοήτευσης και ηττοπάθειας στις τάξεις των εργαζομένων αλλά και έντονης αηδίας σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Για την ώρα, η κυβέρνηση έχει πετύχει αυτό που ήθελε. Το νομοσχέδιο για τις συγκοινωνίες ψηφίστηκε στη Βουλή, το ενιαίο μπλοκ μεταξύ των εργαζομένων στα ΜΜΜ διαλύθηκε, και ο αγώνας σε όλα τα μέσα έχει υποχωρήσει σαν αποτέλεσμα της κούρασης, της εξάντλησης, της σύγχυσης και της απογοήτευσης των εργαζομένων.
Πώς πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας
Η υποχώρηση του αγώνα των συγκοινωνιών, έχει έναν προσωρινό χαρακτήρα. Είναι υπό όρους μια εποικοδομητική περίοδος για τους εργαζομένους, οι οποίοι είναι δυνατό να κάνουν τον απολογισμό τους, να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και να σχεδιάσουν τις επόμενές τους κινήσεις.
Είναι πλέον ξεκάθαρος σε όλους ο ρόλος των σημερινών ηγεσιών των περισσότερων σωματείων. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν και δεν πρέπει να στηρίζονται σε αυτές. Πρέπει λοιπόν να γίνουν παντού Γενικές Συνελεύσεις για να συζητήσουν τα συμπεράσματα του αγώνα και να διερευνήσουν πάνω σε αυτή τη βάση τη δυνατότητα συνέχισης του αγώνα και άμεσης αντικατάστασης ανίκανων ηγεσιών. Πρέπει να συζητήσουν συγκεκριμένες κινήσεις συντονισμού με τα σωματεία των υπόλοιπων ΔΕΚΟ που δέχονται την ίδια επίθεση από την κυβέρνηση, αλλά και με τους υπόλοιπους κλάδους του εργατικού κινήματος.
Παρά την ταλαιπωρία που αντικειμενικά βίωσαν όσοι κινούνται στην Αθήνα με τα Μέσα Μεταφοράς, σε πρόσφατη δημοσκόπηση της VPRC, το 60% των πολιτών της Αθήνας δήλωσαν ότι στηρίζουν αυτόν τον αγώνα. Καταλαβαίνουν φυσικά ότι και αυτοί πλήττονται από την ραγδαία αύξηση του εισητηρίου. Οι εργαζόμενοι λοιπόν στα ΜΜΜ πρέπει να συνδεθούν αγωνιστικά με ευρύτερα στρώματα οργισμένων πολιτών, όπως με το κίνημα «Δεν πληρώνω», βοηθώντας και στην περαιτέρω πολιτικοποίηση του ίδιου του κινήματος.
Κεντρικές διεκδικήσεις του αγώνα στις συγκοινωνίες πρέπει να είναι οι ακόλουθες:
- Έναν ενιαίο εθνικό φορέα αστικών συγκοινωνιών κάτω από εργατικό έλεγχο για την αποφυγή σκανδάλων και κακοδιαχείρισης
- Μείωση του εισιτηρίου στο μισό της σημερινής του τιμής
- Δωρεάν μεταφορά για τους ανέργους και τους άπορους
- Λειτουργία των αστικών συγκοινωνιών σαν κοινωφελείς οργανισμοί και όχι σαν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις