ΕΛΛΑΔΑ : ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Κλείνουμε σχεδόν τρία χρόνια από το ξέσπασμα της μεγαλύτερης μεταπολεμικής ύφεσης και ο παγκόσμιος καπιταλισμός αδυνατεί να μπει σε μια τροχιά σταθερής ανάκαμψης.
Η αποφυγή μιας πολύ βαθειάς ύφεσης έως τώρα, έγινε με τίμημα μια εκτεταμένη χρησιμοποίηση των τεράστιων αποθεμάτων πλούτου των προηγούμενων δεκαετιών για να σωθούν τα κέρδη των τραπεζών και των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών μονοπωλίων. Υπολογίζεται ότι περίπου 14 τρις δολάρια ήταν το συνολικό ποσό αυτής της τρομακτικής επιδότησης παγκοσμίως, που φορτώθηκε στις πλάτες των εργαζόμενων φορολογουμένων, αφήνοντας πίσω μια κληρονομιά τεράστιων κρατικών χρεών.
Αν τελικά πραγματοποιηθεί το διαφαινόμενο ενδεχόμενο εισόδου της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα, δεύτερη, απανωτή ύφεση, θα υπάρξουν τρομερές συνέπειες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Μια δεύτερη απανωτή ύφεση θα θέσει σε κίνδυνο πτώχευσης δεκάδες υπερχρεωμένα κράτη, θα πυροδοτήσει ένα νέο «ντόμινο» καταρρεύσεων στο διεθνές τραπεζικό σύστημα και θα ανοίξει πιθανά έναν κύκλο προστατευτισμού μέσα από δασμούς και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, που θα δώσει μεγαλύτερο βάθος και έκταση στο ιστορικό τέλμα του καπιταλιστικού συστήματος. Ο εφιάλτης της μαζικής και ανεξέλεγκτης ανεργίας, που σε έναν ορισμένο βαθμό αποτράπηκε τα δύο προηγούμενα χρόνια στην αναπτυγμένη Δύση, θα κάνει δραματικά την εμφάνισή του.
Ένα είναι το βασικό ιστορικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις εφιαλτικές κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται παγκόσμια για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα : το σύστημα που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στην αναρχία της παραγωγής δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην ανθρωπότητα. Για να μην καταδικαστούν οι εργαζόμενοι άνθρωποι σε μια μόνιμη κατάσταση εξαθλίωσης, πρέπει με τη συνειδητή τους δράση να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας. Το δίλλημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που πρωτοανέφερε ο Φρ. Ένγκελς, ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρο και επιτακτικό στην ανθρώπινη Ιστορία.
Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός σε αδιέξοδο
«Αντιμετωπίζουμε μία κρίση επιβίωσης. Οφείλουμε να εργασθούμε συντονισμένα για να επιτρέψουμε στην Ευρωζώνη να επιβιώσει. Διότι, εάν δεν επιβιώσει η Ευρωζώνη, δεν θα επιβιώσει ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση» – Χέρμαν Βαν Ρομπέι, πρόεδρος της ΕΕ (15/11/2010).
Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και αυτό εκφράζεται με την εκρηκτική τάση ανόδου του δημόσιου χρέους στα κράτη της ΕΕ. Το 2003 το συνολικό δημόσιο χρέος των κρατών της ΕΕ ανερχόταν σε 5,23 τρισ. ευρώ. Το 2010, μόλις επτά χρόνια αργότερα, θα ανέλθει στα 8,061 τρισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 54%!
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το εκτεταμένο δημόσιο χρέος των χωρών της ΕΕ είναι το αποτέλεσμα της ύφεσης και των γιγαντιαίων κρατικών επιδοτήσεων στους τραπεζίτες και τις υπόλοιπες μερίδες καπιταλιστών. Μόνο το 2008, τα κράτη της ΕΕ δανείστηκαν συνολικά 1,01 τρισ. ευρώ και το 2009 1,4 τρισ. ευρώ. Το βάσιμο πια ενδεχόμενο ενός «ντόμινο» χρεοκοπιών κρατών της Ευρωζώνης, η εξάπλωση του οποίου θα είναι αδύνατο να ελεγχθεί, έχει τρομοκρατήσει τους ευρωπαίους αστούς.
Απαντώντας τις τελευταίες δεκαετίες στις αυταπάτες των ρεφορμιστών, αριστερών και δεξιών, για την υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε καπιταλιστική βάση, οι μαρξιστές τονίζαμε ότι η αληθινή ενοποίηση της Ευρώπης μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τους ευρωπαίους εργαζόμενους μέσα σε ένα καθεστώς σοσιαλιστικής, σχεδιασμένης οικονομίας και όχι από τους ευρωπαίους καπιταλιστές στο έδαφος της σημερινής καπιταλιστικής αναρχίας.
Εξηγούσαμε ότι τα βήματα οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση έγιναν εφικτά εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου της μεταπολεμικής ανάπτυξης στη Δύση και επιμέναμε να τονίζουμε ότι μόλις η ύφεση εμφανιστεί, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά αστικά κράτη θα κάνουν την εμφάνισή τους με έναν έντονο τρόπο, υπονομεύοντας την υπόθεση της ενοποίησης.
Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της αστικής ευφορίας που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ, τονίζαμε ότι η απόπειρα πρόσδεσης αδύναμων οικονομιών μαζί με ισχυρές σε ένα ενιαίο νόμισμα, θα γίνει ο καταλύτης, που θα οξύνει τις αντιθέσεις μόλις η ύφεση κάνει την εμφάνιση της.
Το ενιαίο νόμισμα σε κανονικές συνθήκες ευνοεί τις ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις της ΕΕ και στην προκειμένη περίπτωση, πρώτα και κύρια την Γερμανία. Με όχημα το ενιαίο νόμισμα, σαν η ισχυρότερη βιομηχανική χώρα, η Γερμανία μπορεί πάντα να επιβάλει την κυριαρχία της στις αγορές των πιο αδύναμων ευρωπαίων ανταγωνιστών της, αφού εκείνοι δεν διαθέτουν την επιλογή μιας υποτίμησης του νομίσματός τους για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των δικών τους εμπορευμάτων.
Όμως το ενιαίο νόμισμα έχει και την άλλη του όψη. Μέσα από αυτό, η ισχυρή Γερμανία εξαρτάται περισσότερο από ποτέ, από την πορεία των οικονομιών των πιο αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Μια ενδεχόμενη χρεοκοπία ενός από τους «αδύναμους κρίκους» της Ευρωζώνης θα οδηγούσε στην κατάρρευση της αξίας του κοινού νομίσματος και θα μπορούσε να αποδυναμώσει αποφασιστικά και τον ίδιο τον Γερμανικό καπιταλισμό. Αυτό ισχύει, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η συντριπτική πλειονότητα των Γερμανικών εξαγωγών – το 65 με 70% – κατευθύνεται σε χώρες της Ευρωζώνης. Αυτή είναι η αιτία που εξανάγκασε την Γερμανία να δώσει τη συγκατάθεσή της στα περίφημα «σχέδια διάσωσης» της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, αλλά και στην δημιουργία του συνολικού ευρωπαϊκού «μηχανισμού στήριξης» των υπερχρεωμένων χωρών με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ.
Πρέπει να τονιστεί επίσης, πως εκτός από το ευρώ, αυτό που επιχειρούν να «διασώσουν» αυτοί οι μηχανισμοί, είναι ασφαλώς και οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών BIS, το «άνοιγμα» που έχουν πραγματοποιήσει στο ελληνικό δημόσιο χρέος οι γερμανικές τράπεζες είναι περίπου 50 δισ. δολ. και οι γαλλικές 75 δισ. δολ. Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα ανοίγματά τους στην Ισπανία και την Πορτογαλία, υπολογιζόμενα με στοιχεία από την ίδια πηγή σε 250 δισ. δολ. Επίσης, με βάση εκτίμηση του γνωστού ιδρύματος «Nomura», σε μια ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία οι συνολικές ζημιές για τις τράπεζες θα φτάσουν στα 200 δισ. δολ. και θα εκτοξευτούν στα 900 δισ. δολ. σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το πλέον εφιαλτικό σενάριο, βάσει του οποίου η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία θα προχωρήσουν σε «αναδιάρθρωση» (δηλαδή αλλαγή των όρων αποπληρωμής με μερική περικοπή) των χρεών τους. Έτσι για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, αυτό που κάνουν οι μηχανισμοί στήριξης είναι να μεταθέτουν το κόστος των αναπόφευκτων αναδιαρθρώσεων των χρεών των υπερχρεωμένων κρατών στις πλάτες των ευρωπαίων φορολογουμένων.
Καθώς όμως η ύφεση βαθαίνει στις υπερχρεωμένες χώρες, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του δημόσιου χρέους τους και την αυξανόμενη αδυναμία δανεισμού τους με ανεκτά επιτόκια, ο «μηχανισμός στήριξης» μετατρέπεται σε μηχανισμό «ελεγχόμενων χρεοκοπιών» (ή αλλιώς «αναδιαρθρώσεων»), δηλαδή χρεοκοπίας με όρους βαρβαρότητας για τους εργαζόμενους, με σκοπό να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα συμφέροντα των δανειστών. Είναι τόσο προκλητική κοινωνικά και δυσβάσταχτη οικονομικά αυτή η απόπειρα, που ήδη η Γερμανία έθεσε το ζήτημα της συμμετοχής και των ιδιωτικών τραπεζών σε αυτό τον σχεδιαζόμενο μηχανισμό που – όπως όλα δείχνουν – λαμβάνει την μορφή ενός ειδικού Ταμείου που θα χρηματοδοτεί «ελεγχόμενες πτωχεύσεις» από το 2013 και μετά.
Όλα αυτά όμως, σε τελική ανάλυση είναι «σχέδια επί χάρτου». Το άχαρο καθήκον της επιδίωξης «ελεγχόμενων χρεοκοπιών» από την πλευρά των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, το πιθανότερο είναι να τεθεί αρκετά πιο σύντομα από το 2013 και αυτό προκύπτει με μια απλή ματιά στα βασικά μεγέθη των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης. Η υπαγωγή της Ιρλανδίας στο «μηχανισμό στήριξης» – μιας χώρας που παρότι αποτελούσε ένα παράδειγμα «ελεύθερης οικονομίας», με στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα να έχουν καταργηθεί και με το πολυεθνικό κεφάλαιο να είναι εντελώς ασύδοτο και φορολογικά ευνοημένο, κατέρρευσε κάτω από το βάρος της κρατικοποίησης των ζημιών των ιδιωτικών τραπεζών –έκανε ξεκάθαρο πια, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Όλοι οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές μιλούν για την επικείμενη αναγκαστική προσφυγή της Πορτογαλίας, αλλά και της Ισπανίας στον μηχανισμό.
Όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει ένα όριο στα «σχέδια διάσωσης» που μπορεί να «σηκώσει» στις πλάτες του ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Ειδικά η πιθανή προοπτική υπαγωγής της Ισπανίας στο μηχανισμό, μπορεί να αποδειχθεί δυσβάσταχτη. Οι «New York Times» στις 25/11 προειδοποιούσαν σχετικά : «..Η Ευρώπη μέχρι στιγμής έχει επιβιώσει της διάσωσης της Ελλάδας. Η χρηματοοικονομική διάσωση της Ιρλανδίας είναι επίσης διαχειρίσιμη. Ακόμη κι αν η Πορτογαλία γίνει η τρίτη χώρα που ζητήσει βοήθεια, όπως προβλέπουν πολλοί, είναι απίθανο να οδηγηθεί η Ευρώπη στο χείλος. Αλλά ενδεχόμενη διάσωση της Ισπανίας, η οικονομία της οποίας έχει το διπλάσιο μέγεθος και των άλλων τριών μαζί, θα μπορούσε να πλήξει σημαντικά την ικανότητα των ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης να βοηθήσουν τις ασθενέστερες, και θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα για το ευρώ..».
Η διαφαινόμενη υιοθέτηση από την ΕΕ της απαίτησης της Γερμανίας για την επιβολή κυρώσεων σε ένα κράτος-μέλος που παραβιάζει τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας (άρση του δικαιώματος ψήφου στο Συμβούλιο Υπουργών, παρακράτηση των χρηματοδοτήσεων από τα «Διαρθρωτικά Ταμεία»), αποτελεί ομολογία της αδυναμίας της ΕΕ και της Ευρωζώνης να συνεχίζουν να υπάρχουν με την σημερινή τους μορφή.
Ο «νομπελίστας» αστός οικονομολόγος Ρουμπινί, ερωτηθείς πρόσφατα αν η Ευρωζώνη των 16 χωρών-μελών θα αποσυντεθεί τελικά, απάντησε : «Τελικά, αυτό είναι πιθανό, αλλά προτού ορισμένα από τα ασθενέστερα μέλη εξέλθουν της νομισματικής ένωσης, το πιθανότερο σενάριο που θα επηρεάσει τις αγορές είναι μια συντεταγμένη αναδιάρθρωση του χρέους τους».
Αναπόφευκτα, αν η σημερινή οικονομική στασιμότητα στην Ευρωζώνη με τη συνεπακόλουθη διόγκωση των χρεών και οι αλλεπάλληλες προσφυγές στο «μηχανισμό στήριξης» συνεχιστούν, επιβάλλοντας παντού αναδιαρθρώσεις χρεών ή αλλιώς «ελεγχόμενες χρεοκοπίες», αργά ή γρήγορα, με πρωτοβουλία της Γερμανίας οι πιο αδύναμοι θα πεταχτούν από το «καράβι» του ευρώ. Η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε ότι «η αλληλεγγύη στην Ελλάδα δεν είναι μονόδρομος», καθώς και η επίσημη πρόσφατη τοποθέτηση της Μέρκελ πως «η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν λάθος», μας προϊδεάζουν για μια τέτοια προοπτική.
Οι αντικειμενικές συνθήκες για την πρόοδο της διαδικασίας ενοποίησης της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση είναι πλήρως αποθαρρυντικές. Το σημερινό εκρηκτικό μίγμα υπερδιογκωμένων χρεών και ασθενικών ρυθμών ανάπτυξης, στρώνει το δρόμο για μια αναβίωση των συγκρούσεων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά αστικά κράτη και για την αποκλιμάκωση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Η αποτυχία με την οποία «στέφθηκε» η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2011 – που δεν αποκλείεται να προκαλέσει πάγωμα χρηματοδότησης σημαντικών επενδύσεων για αρκετούς μήνες – είναι ένα δείγμα αυτής της κατεύθυνσης. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα ήταν η σφοδρή σύγκρουση που συνέβη γύρω από το ζήτημα του περίφημου «ευρωομολόγου» και της αύξησης του ποσού των 750 δις. ευρώ που προβλέπονται για τον Ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.
Η Ιταλία και το Λουξεμβούργο μαζί με τα ηγετικά στελέχη της «Κομισιόν» έθεσαν το ζήτημα της έκδοσης «ευρωομολόγου», δηλαδή ουσιαστικά της καθιέρωσης ενιαίων επιτοκίων δανεισμού για όλες της χώρες της Ευρωζώνης. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Γερμανίας (ακολουθούμενης από την Ολλανδία και την Αυστρία), του μεγαλύτερου πιστωτή στην Ευρωζώνη, που έθεσε θέμα «παραβίασης του ανταγωνισμού». Το ίδιο σφοδρή ήταν η αντίδραση της Γερμανίας στο ενδεχόμενο μιας άμεσης αύξησης του ποσού που προβλέπεται για τον Ευρωπαϊκό «μηχανισμό στήριξης».
Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή των σκληρότερων δυνατών όρων λιτότητας σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αποτελεί τη γλαφυρή έκφραση του σημερινού βαθμού παρασιτισμού και της παρακμής του καπιταλισμού. Ένα σύστημα που δεν αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις και δεν μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική πρόοδο, για να κρατηθεί στη ζωή είναι έτοιμο να τραφεί με τις «σάρκες» της κοινωνίας. Να γιατί το κύριο καθήκον της εποχής μας είναι οι εργαζόμενοι να απαλλαγούν, όχι μόνο από τις σημερινές πολιτικές των καπιταλιστών όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές, αλλά και από το ίδιο το σύστημά τους.
Συνεχίζεται…
Επιστροφή στη σελίδα <Ελληνικές προοπτικές 2011 >