Έναν απρόσμενο (;) σύμμαχο βρήκαν οι διοργανωτές του αντιδραστικού συλλαλητηρίου στην Αθήνα για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας» στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη. Η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη το μόνο που πέτυχε ήταν να δώσει μια «αριστερή» κάλυψη σε ένα «κατάμαυρο», αντιδραστικό συλλαλητήριο.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά στελεχών αστικών κομμάτων, ακραιφνώς νεοφιλελεύθερων, διαφόρων αντιδραστικών ή ακόμα και νεοναζί της Χρυσής Αυγής χρησιμοποίησαν την παρουσία ή και τα λεγόμενά του Μίκη, για να ενισχύσουν την προπαγάνδα τους. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, ο ευρωβουλευτής της ΝΔ, Γιώργος Κύρτσος, βρήκε την ευκαιρία να χαρακτηρίσει το συλλαλητήριο «παλλαϊκό», «δημοκρατικό» και «πατριωτικό», ο Θάνος Τζήμερος επαίνεσε τον Μίκη Θεοδωράκη για το ότι «επιτέλους» αναγνώρισε ότι η χειρότερη μορφή φασισμού είναι η «αριστερή», ενώ ο Κασιδιάρης του έδωσε «συγχωροχάρτι» για το παρελθόν του, αφού κατέληξε «πλάι σε πατριώτες και εθνικιστές».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η τεράστια αξία του καλλιτεχνικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, που τυχαίνει καθολικής και διεθνούς αναγνώρισης, δεν μπορεί να αλλοιωθεί από τις πολιτικές του επιλογές. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε – όπως προφανώς κάνει ο ίδιος – ότι τα σπουδαιότερα από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από τους επαναστατικούς αγώνες του ελληνικού εργατικού κινήματος, στους οποίους συμμετείχε σε πολλές περιπτώσεις και ο ίδιος, και είναι συνδεδεμένα με την Αριστερά. Έτσι, υπό μία έννοια, μπορεί να ειπωθεί ότι τα έργα αυτά είναι και κτήμα του ίδιου του εργαζόμενου λαού. Η απολογητική του εθνικισμού, από τη φύση της, δεν μπορεί να εμπνεύσει έργα τέτοιας αξίας, παρά μόνο εγωκεντρικά παραληρήματα, όπως η ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο αλλά και οι συνεντεύξεις που έδωσε στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τη συμμετοχή του σε αυτό. Κάποια αποσπάσματα από τα παραληρήματα αυτά είναι ενδεικτικά του βαθμού του πολιτικού εκφυλισμού του Μίκη Θεοδωράκη.
Πιο συγκεκριμένα, η ομιλία του στο συλλαλητήριο ξεκίνησε με την προκλητική φράση «Αδέρφια μου φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι». Στη συνέχεια, παρουσίασε στρεβλά τους κυβερνώντες ως «εθνοπροδότες» – και όχι ταξικούς προδότες και αποστάτες που είναι στην πραγματικότητα – χαρακτηρίζοντάς τους «εθνομηδενιστές». Επίσης, ανέφερε ότι οι «Σκοπιανοί» παραχαράσσουν την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας εθνικιστικούς μύθους, την ίδια ώρα που ο ίδιος συμμετείχε σ’ ένα αντιδραστικό «πανηγύρι», βασισμένο σε εθνικιστικούς μύθους και στην ιστορική παραχάραξη. Μάλιστα, σε μετέπειτα συνέντευξή του, δε δίστασε να φτάσει στο σημείο να δηλώσει ότι οι χρυσαυγίτες «αγαπάνε την πατρίδα», αλλά με τρόπο απλά «εριστικό».
Φυσικά, αυτά τα πεπραγμένα και λεγόμενα του Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι αποκλειστικό γέννημα του δικού του μυαλού. Αντανακλούν σε κάποιο βαθμό την πολιτική σύγχυση και τις προλήψεις που υπάρχουν μέσα στις πλατιές, καθυστερημένες πολιτικά μάζες – και ιδιαίτερα τις μικροαστικές – τις οποίες τείνουν σαν ευαίσθητο βαρόμετρο να εκφράζουν οι περισσότεροι καλλιτέχνες.
Αλλά ο ακραίος πολιτικός του εκφυλισμός, που περιγράφηκε παραπάνω, δεν έπεσε σαν «κεραυνός εν αιθρία». Αντίθετα αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, τη φυσιολογική συνέχεια της πολιτικής του διαδρομής. Είναι αποτέλεσμα, σε τελική ανάλυση, της πολιτικής πορείας του Μίκη Θεοδωράκη και της πολιτικής διαπαιδαγώγησης που αντιστοιχεί σε αυτήν. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ξεχνάμε ότι πολιτικά ο Θεοδωράκης είναι γνήσιο τέκνο του ελληνικού σταλινισμού, ο οποίος παραδοσιακά υπερασπίζεται λαϊκομετωπικές πολιτικές ταξικής συνεργασίας και ρέπει με ευκολία και διαχρονική συνέπεια στον αστικό πατριωτισμό. Ο Θεοδωράκης, μάλιστα, ανήκε πάντα στην πιο δεξιά πτέρυγα του σταλινισμού, προβάλλοντας ήδη πριν από τη χούντα το αίτημα της «Εθνικής Συμφιλίωσης». Άλλο ένα τέτοιου είδους αυθεντικό παράδειγμα από την πολιτική του διαδρομή είναι η εκλογή του στο κοινοβούλιο με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ το 1990 και η κατοπινή υπουργοποίησή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ο ίδιος χαρακτηριστικά παραδέχτηκε σε συνέντευξή του μετά το συλλαλητήριο ότι «όταν εμείς παλεύαμε με τον ΕΛΑΣ, ήμασταν υπερπατριώτες». Αυτός ο «υπερ-πατριωτισμός» της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που ορθότερα μπορεί να αποκαλεστεί υπερ-οπορτουνισμός και προσκόλληση στην πολιτική της συνεργασίας (βλέπε υποταγής) με την αστική τάξη, ήταν που σύγχυσε πολιτικά και πρόδωσε, εν τέλει, εκείνο το ηρωικό και μεγαλειώδες κίνημα και στέρησε μια σπουδαία ευκαιρία από την εργατική τάξη να καταλάβει την εξουσία.
Αυτός ο ίδιος «υπερ-πατριωτισμός» είναι που ωθεί σήμερα τον Μίκη Θεοδωράκη σε αυτό τον εθνικιστικό ξεπεσμό, με τον οποίο συνδράμει καταλυτικά, από τη μία πλευρά, στη συντεταγμένη προσπάθεια της εγχώριας αστικής τάξης να καλλιεργήσει εθνικιστικό κλίμα – με σκοπό να αποπροσανατολίσει από τα πραγματικά προβλήματα, για τα οποία είναι υπαίτια η ίδια – και, από την άλλη, στο «ξέπλυμα» των φασιστών της Χρυσής Αυγής.
Νίκος Σέντης