Είναι συνηθισμένο να περιγράφεται η Οκτωβριανή Επανάσταση ως πραξικόπημα, δηλαδή μια κίνηση που υλοποιήθηκε από μια μικρή μειοψηφία με την χρήση συνωμοτικών μεθόδων πίσω από την πλάτη των πολλών. Οι Μπολσεβίκοι, συνεχίζει το επιχείρημα, πήραν την εξουσία από την Προσωρινή Κυβέρνηση, που προέκυψε από την Φεβρουαριανή Επανάσταση και που, υποθετικά, αντιπροσώπευε τη δημοκρατική βούληση του λαού. Εάν η «συνωμοσία» του Λένιν δεν είχε επιτύχει, συνεχίζει η ιστορία μας, η Ρωσία θα είχε μπει στο δρόμο της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και όλα θα ήταν καλά. Αυτή η ιστορία έχει επαναληφθεί τόσες φορές που γίνεται άκριτα αποδεκτή από πολλούς.
Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να έρχεται στο μυαλό μας, όμως, είναι: αν η Προσωρινή Κυβέρνηση πραγματικά αντιπροσώπευε τη πολύ μεγάλη πλειοψηφία και οι Μπολσεβίκοι μόνο μια ασήμαντη ομάδα συνωμοτών, πώς έγινε δυνατή η ανατροπή; Ας διευκρινιστεί: η κυβέρνηση διέθετε (τουλάχιστον στα χαρτιά) όλη την ισχύ του κρατικού μηχανισμού, του στρατού, της αστυνομίας και των Κοζάκων, ενώ οι Μπολσεβίκοι ήταν ένα μικρό κόμμα, το οποίο κατά την έναρξη της επανάστασης, τον Φεβρουάριο, είχε μόνο 8000 μέλη σε ολόκληρη τη Ρωσία. Πώς έγινε δυνατό μια τέτοια απειροελάχιστη μειοψηφία να ανατρέψει ένα ισχυρό κράτος; Εάν αποδεχτούμε το επιχείρημα του πραξικοπήματος θα πρέπει να υποθέσουμε πως ο Λένιν και ο Τρότσκι διέθεταν μαγικές δυνάμεις. Καλό υλικό για παραμύθια, όχι, όμως, για την πραγματική ζωή ή την ιστορία.
Στην πραγματικότητα, η θεωρία της συνωμοσίας δεν εξηγεί τίποτε. Στην πράξη υποθέτει αυτό που θα έπρεπε να αποδείξει. Μια τέτοια επιφανειακή μορφή σκέψης, που φαντάζεται πως η παραμικρή απεργία προκαλείται από «αγκιτάτορες» και όχι από τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια είναι τυπική της χωροφυλακίστικης αντίληψης… Το κίνητρο του χωροφύλακα που προσπαθεί να αποδώσει την απεργία στις δραστηριότητες αόρατων αγκιτατόρων είναι καθαρό. Και ο τύπος του επιχειρήματος (που συζητάμε) δεν είναι πραγματικά διαφορετικός. Η ουσιώδης ιδέα είναι πως η εργατική τάξη είναι ανίκανη να κατανοήσει τα ίδια της τα συμφέροντα. Συνεπώς, όταν κινείται να πάρει τη μοίρα στα χέρια της, η μόνη εξήγηση είναι πως θα πρέπει να έχει παραπλανηθεί από επιτήδειους δημαγωγούς.
Το επιχείρημα αυτό, που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε κατά της δημοκρατίας γενικά, είναι εξίσου άστοχο. Πώς θα μπορούσαν οι Μπολσεβίκοι να «παραπλανήσουν» την αποφασιστική πλειοψηφία της κοινωνίας στον ελάχιστο χρόνο των εννέα μηνών, ώστε το κόμμα τους από μια ασήμαντη μειονότητα να κερδίσει τη πλειοψηφία στα σοβιέτ, το μόνο πραγματικά αντιπροσωπευτικό όργανο της κοινωνίας και να κατακτήσει της εξουσία; Μόνο γιατί η αστική Προσωρινή Κυβέρνηση είχε επιδείξει ολοκληρωτική χρεοκοπία. Μόνο γιατί απέτυχε να φέρει σε πέρας έστω κι ένα από τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Και αυτό μπορεί να δειχτεί πολύ εύκολα: το Μπολσεβίκικο Κόμμα πήρε την εξουσία τον Οκτώβρη με πρόγραμμα «Ειρήνη, Ψωμί και Γη». Αυτή είναι η πιο ζωντανή απεικόνιση του γεγονότος πως η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε αποτύχει να ανταποκριθεί στις πιο φλέγουσες ανάγκες του ρωσικού λαού. Αυτό –και μόνον αυτό- εξηγεί την επιτυχία των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του 1917 είναι ακριβώς η ενεργός συμμετοχή των μαζών σε κάθε στάδιο των γεγονότων. Αυτό, στην πράξη, συνιστά την ουσία μιας επανάστασης. Στις ομαλές περιόδους η πλειοψηφία των ανδρών και των γυναικών είναι έτοιμοι να δεχτούν πως οι πιο σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή τους παίρνονται από άλλους, από «αυτούς που ξέρουν» -πολιτικούς, κρατικούς υπαλλήλους, δικαστές, «ειδικούς»- αλλά σε στιγμές κρίσης ο «απλός λαός» αρχίζει να αμφισβητεί τα πάντα. Δεν δέχεται πλέον να σκέφτονται άλλοι γι’ αυτόν. Θέλει να σκέφτεται και να δρα για τον εαυτό του. Αυτό ακριβώς είναι μια επανάσταση.
Σε όλους τους λόγους και τα γραπτά του Λένιν από αυτήν την περίοδο βλέπουμε μια ζωηρή πίστη στη δυνατότητα των πολλών να αλλάξουν την κοινωνία. Πολύ μακριά από τις «συνωμοτικές» μεθόδους, επένδυσε σε εκκλήσεις στα επαναστατικά κίνητρα των εργατών, των φτωχών αγροτών και των στρατιωτών. Στις Θέσεις του Απρίλη εξηγούσε πως: «Δεν θέλουμε οι μάζες να ακολουθήσουν τα λόγια μας. Δεν είμαστε τσαρλατάνοι. Θέλουμε οι μάζες να υπερβούν τα λάθη μέσω της δικής τους εμπειρίας». Και παρακάτω: «Η εξέγερση δεν μπορεί να βασιστεί στη συνωμοσία ούτε σ’ ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα τάξη… Η εξέγερση πρέπει να βασιστεί στην επαναστατική κίνηση του λαού»
Το γεγονός πως ο Λένιν αντιπαραθέτει τις μάζες στο Κόμμα δεν είναι τυχαίο… Ο Λένιν επισήμανε πολλές φορές πως οι μάζες είναι εκατό φορές πιο επαναστατικές από το πιο επαναστατικό κόμμα…Η κινητήρια δύναμη της επανάστασης σε κάθε στάδιο ήταν το κίνημα των μαζών. Το καθήκον των Μπολσεβίκων ήταν να δώσουν μια καθαρή πολιτική και οργανωτική έκφραση σε αυτό το κίνημα, να εξασφαλίσουν πως είναι συγκεντρωμένο τη σωστή στιγμή για τη κατάκτηση της εξουσίας και να αποτρέψουν ανώριμες εκρήξεις που θα το οδηγούσαν στην ήττα. Για ένα διάστημα αυτό σήμαινε πραγματικά τη συγκράτηση του λαού. Η πολύ σημαντική Επιτροπή του Βίμποργκ στο Πέτρογκραντ επισήμαινε τον Ιούνιο: «Πρέπει να παίξουμε το ρόλο του πυροσβέστη». Ο Μπολσεβίκος Ποντβόϊσκι παραδέχονταν στο 6ο Συνέδριο του κόμματος τον Αύγουστο: «Ήμασταν αναγκασμένοι να ξοδέψουμε το μισό μας χρόνο για να ηρεμούμε τις μάζες».
Πολυάριθμες μαρτυρίες από όλα τα κόμματα επιβεβαιώνουν τον εκπληκτικό βαθμό συμμετοχής του πληθυσμού. Με τα λόγια του Marc Ferro: «Οι πολίτες της νέας Ρωσίας, έχοντας γκρεμίσει το τσαρισμό, ήταν σε μια κατάσταση διαρκούς κινητοποίησης». Ο εξέχων Μενσεβίκος Νικολάϊ Σουχάνοφ θυμάται πως «όλη η Ρωσία … ήταν συνεχώς σε διαδήλωση εκείνες τις ημέρες. Οι επαρχίες είχαν κάνει καθημερινή τους συνήθεια τις διαδηλώσεις». Το ίδιο και η Ναντέζντα Κρούπσκαγια: «Οι δρόμοι … παρουσίαζαν ένα παράξενο θέαμα. Παντού στέκονταν κόσμος … που διαφωνούσε έντονα και συζητούσε τα τελευταία γεγονότα. Συζήτηση που τίποτε δεν μπορούσε να διακόψει… Το σπίτι, όπου ζούσαμε, έβλεπε σε μια αυλή και, ακόμη κι εκεί, αν άνοιγες το παράθυρο τη νύχτα μπορούσες να ακούσεις έντονο τον καυγά. Ένας στρατιώτης θα κάθονταν εκεί και θα είχε πάντοτε ένα ακροατήριο –συνήθως κάποιες από τις μαγείρισσες και τις υπηρέτριες της διπλανής πόρτας ή κάποιους νέους. Μια ώρα μετά τα μεσάνυκτα μπορούσες να ακούσεις αποσπάσματα διαλόγων –«Μπολσεβίκοι, Μενσεβίκοι…». Στις τρεις το πρωί: «Μιλιούκοφ, Μπολσεβίκοι…». Στις πέντε ακόμη η ίδια σύναξη στη γωνιά του δρόμου συζητούσε πολιτικά κ.ά. Οι λευκές νύχτες του Πέτρογκραντ είναι έκτοτε συνδεδεμένες στο μυαλό μου με εκείνες τις ολονύκτιες πολιτικές συζητήσεις»…
Το Μπολσεβίκικο Κόμμα κέρδισε γιατί επέμεινε στο μόνο πρόγραμμα που έδινε διέξοδο. Το αγαπημένο σλόγκαν του Λένιν ήταν – «υπομονετική εξήγηση». Οι μάζες είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εμπειρία των προγραμμάτων των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών στην πράξη –και τα παραμέρισαν. Οι ψήφοι για τους Μπολσεβίκους υποψηφίους στα σοβιέτ ανέβαιναν σταθερά σε σημείο που, τον Σεπτέμβριο, είχαν κερδίσει την πλειοψηφία στο Πέτρογκραντ, τη Μόσχα, το Κίεβο, την Οδησσό κι όλες τις μεγάλες πόλεις. Σε αυτό το σημείο, το ζήτημα μιας μεταβίβασης της εξουσίας από την απαξιωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση, που δεν αντιπροσώπευε παρά τον εαυτό της, στα σοβιέτ …έγινε μια επιτακτική αναγκαιότητα. Η ανάπτυξη του Μπολσεβίκικου Κόμματος αυτήν τη περίοδο είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία των πολιτικών κομμάτων. Από μόνον 8000 μέλη το Φεβρουάριο έφθασε τα 177000 στο 6ο Συνέδριο του Ιουνίου. Ακόμη περισσότερο, πρέπει να θυμόμαστε πως αυτό συνέβη παρά τον εξαιρετικά αδύναμο μηχανισμό και σε συνθήκες ακραίου διωγμού… Η αριθμητική ανάπτυξη του Κόμματος μόνο εν μέρει έκφραζε τη γοργή ανάπτυξη της μαζικής του επιρροής. Ο Marcel Liebman το περιγράφει ως εξής: «Το Κόμμα του Λένιν κατέγραφε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1917 αξιοσημείωτες και διαρκείς εκλογικές επιτυχίες. Ενώ στην αρχή της επανάστασης είχε μικρή μόνο εκπροσώπηση στο σοβιέτ του Πέτρογκραντ, τον Μάιο ήδη η Μπολσεβίκικη ομάδα στον εργατικό τομέα αυτού του θεσμού είχε σχεδόν την απόλυτη πλειοψηφία. Ένα μήνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης διάσκεψης των εργοστασιακών επιτροπών στην πόλη, τρία τέταρτα από τους 568 αντιπροσώπους εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις μπολσεβίκικες θέσεις… Στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου οι Μπολσεβίκοι πήραν το 21% των ψήφων, και τον Αύγουστο, ενώ το Κόμμα ακόμη υπέφερε από τις συνέπειες των Ημερών του Ιουλίου, πήραν το 33% (Το Νοέμβριο το ποσοστό έγινε 45%). Στη Μόσχα, τον Ιούνιο, κέρδισαν λίγο πάνω από το 12%. Το Σεπτέμβριο είχαν την απόλυτη πλειοψηφία με 51% των ψήφων. Το γεγονός πως η επιρροή τους ήταν εξαιρετικά ισχυρή στην εργατική τάξη είναι καθαρό από την άνοδο της εκπροσώπησής τους στις διασκέψεις των εργοστασιακών επιτροπών. Στο Πέτρογκραντ, το Σεπτέμβριο δεν υπήρχαν πλέον Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες στις περιφερειακές συναντήσεις αυτών των σωμάτων, εφόσον στις θέσεις τους είχαν εκλεγεί παντού Μπολσεβίκοι».
Θα δώσουμε την τελευταία λέξη πάνω στο θέμα σε έναν ένθερμο αντίπαλο του Μπολσεβικισμού, που υπήρξε επίσης αυτόπτης μάρτυς και ιστορικός της Ρωσικής Επανάστασης, τον Μενσεβίκο Σουχάνοφ. Περιγράφοντας την κατάσταση στις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου, γράφει: «Οι Μπολσεβίκοι δουλεύουν επίμονα και ασταμάτητα. Είναι μέσα στις μάζες, στους πάγκους των εργοστασίων, καθημερινά χωρίς παύση. Δεκάδες ομιλητές, μικροί και μεγάλοι, μιλούν στην πόλη, στα εργοστάσια και στους στρατώνες κάθε ευλογημένη μέρα. Για τις μάζες έχουν γίνει οι δικοί τους άνθρωποι γιατί είναι πάντοτε εκεί, αναλαμβάνοντας από τις λεπτομέρειες μέχρι τις σημαντικότερες υποθέσεις του εργοστασίου και του στρατώνα. Έχουν γίνει η μόνη ελπίδα… Η μάζα ζει κι αναπνέει μαζί με τους Μπολσεβίκους»….
Η Ρωσική Επανάσταση εξελίχθηκε μέσα σε εννέα μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Μπολσεβίκικο Κόμμα, κάνοντας χρήση των πιο δημοκρατικών μέσων, κέρδισε την αποφασιστική πλειοψηφία των εργατών και των φτωχών αγροτών. Το γεγονός πως επέτυχαν πολύ εύκολα να αντιμετωπίσουν την αντίσταση των δυνάμεων του Κερένσκι [τις μέρες του Οκτώβρη] μπορεί να εξηγηθεί μόνο βάσει αυτού του γεγονότος… Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί και στρατιωτικοί της εκπρόσωποι μπορούσαν μόνο να τρίζουν τα δόντια τους, αλλά ήταν αδύναμοι στο να κρατήσουν την εξουσία στα χέρια τους. Στ’ αλήθεια, εμπλέχτηκαν σταθερά σε συνωμοσίες εναντίον της Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοφ, το οποίο στόχευε στην απομάκρυνση του Κερένσκι και στην εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά όλα κατέρρευσαν λόγω της κίνησης των μαζών.
Το γεγονός πως οι μάζες στήριζαν τους Μπολσεβίκους ήταν αποδεκτό από όλους τότε, ακόμη κι από τους σκληρότερους εχθρούς της Επανάστασης. Φυσικά, αυτοί το απέδιδαν σε όλα τα είδη των επιβλαβών επιρροών, στη «δημαγωγία», στην ανωριμότητα των εργατών και των αγροτών, στην υποτιθέμενη άγνοιά τους και όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα που κατ’ ουσίαν κατευθύνονται εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας… Δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στο Λένιν και στους Μπολσεβίκους την επιτυχία τους να οδηγήσουν στη πρώτη επιτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση, να αποδείξουν πως κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν και, έτσι, να δείξουν το δρόμο στις μελλοντικές γενιές…
Ο ισχυρισμός πως η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν παρά ένα πραξικόπημα συχνά [αξιοποιεί ένα τελευταίο επιχείρημα] επισημαίνοντας τον σχετικά μικρό αριθμό όσων εμπλέχτηκαν στην ίδια την εξέγερση. Μόνο που κι αυτό το επιχείρημα δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική. Καταρχήν, μπερδεύει την ένοπλη εξέγερση με την επανάσταση, μπερδεύει δηλαδή το μέρος με το όλο. Στην πράξη, η εξέγερση είναι μόνο ένα μέρος της επανάστασης, έστω ένα πολύ σημαντικό μέρος. Ο Τρότσκι το παρομοίαζε με την κορυφή του κύματος. Είναι γεγονός πως η έκταση των μαχών που έλαβαν χώρα στο Πέτρογκραντ ήταν εξαιρετικά μικρή. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια σχεδόν αναίμακτη σύγκρουση. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν πως τα εννέα δέκατα των ζητημάτων είχαν ρυθμιστεί ήδη από πριν, με το κέρδισμα της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατών και των στρατιωτών. Ήταν ακόμη απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ένοπλη δύναμη για να αντιμετωπιστεί η αντίσταση της παλιάς κατάστασης. Καμιά άρχουσα τάξη δεν εγκαταλείπει την εξουσία χωρίς μάχη. Αλλά η αντίσταση ήταν ελάχιστη. Η κυβέρνηση κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, γιατί κανείς δεν είχε τη διάθεση να την υπερασπιστεί.
Aπό το βιβλίο Russia: from revolution to counter-revolution, Wellred, London, 1997).
Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα του ενθέτου Εντός Εποχής (2008).
Επιμέλεια: Χρήστος Λάσκος