Στις αρχές του περασμένου αιώνα, όλοι ανεξαιρέτως οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες – που από το 2ο Συνέδριό του ΣΔΕΚΡ το 1903 είχαν χωριστεί σε 2 βασικές τάσεις, τους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους – αναγνώριζαν ότι τα άμεσα καθήκοντα της επερχόμενης επανάστασης ήταν αστικοδημοκρατικά. Υπήρχαν όμως τρεις διαφορετικές απόψεις στους κόλπους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας για το ποια τάξη πρέπει να ηγηθεί της επανάστασης και την ταξική φύση της νέας εξουσίας που θα θεσμοθετήσει αυτή η επανάσταση.
Οι Μενσεβίκοι είχαν την άποψη ότι, εφόσον η Ρωσική Επανάσταση είναι αστική, ηγέτιδα σε αυτή την επανάσταση θα πρέπει να είναι η αστική τάξη, η οποία θα πρέπει να καταλάβει και την εξουσία. Η Ρωσία όφειλε να περάσει σύμφωνα με τους Μενσεβίκους, όπως και οι ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, από μια μακρά περίοδο αστικής δημοκρατίας, όπου η «ωρίμανση» των συνθηκών για το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις δημοκρατικές ελευθερίες, θα έδιναν σε ένα επόμενο στάδιο το δικαίωμα στο προλεταριάτο να διεκδικήσει την εξουσία. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση, σύμφωνα με τους Μενσεβίκους, ήταν να υποστηρίξει την αστική τάξη στην πάλη της κατά του τσαρισμού. Όσον αφορά το ζήτημα του σχηματισμού μια προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης, το προλεταριάτο και το κόμμα της πρωτοπορίας του, θα έπρεπε να μη συμμετάσχει σε αυτή, αλλά να είναι κόμμα της «άκρας αντιπολίτευσης».
Οι Μπολσεβίκοι είχαν την άποψη ότι, ναι μεν η επανάσταση που έρχεται είναι αστικοδημοκρατική, ωστόσο, η αστική τάξη έχει έρθει πολύ καθυστερημένα στο ιστορικό προσκήνιο, είναι πλέον μια τάξη αντεπαναστατική, η οποία θέλει μεν περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες – για τον εαυτό της μόνο – αλλά δεν πρόκειται να ηγηθεί του έθνους μέχρι το τέλος στην πάλη κατά του τσαρισμού. Αντιθέτως, η μόνη υπαρκτή προοπτική, αν αφεθεί η ηγεσία της επανάστασης στην αστική τάξη, είναι να προκύψει ένας άθλιος συμβιβασμός μεταξύ των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων, ο οποίος σε τίποτα δεν έχει να ωφελήσει τις καταπιεζόμενες τάξεις. Για τους Μπολσεβίκους, η μόνη «μέχρι το τέλος» επαναστατική τάξη, η οποία έχει συμφέρον να οδηγήσει σε σύγκρουση και όχι συμβιβασμό με τον τσαρισμό, είναι η εργατική τάξη. Επομένως, το προλεταριάτο οφείλει, όχι μόνο να μη μείνει ουρά της αστικής τάξης, αλλά να διατηρήσει πλήρως την ανεξαρτησία του από αυτήν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή το προλεταριάτο της Τσαρικής Ρωσίας αποτελούσε λιγότερο από το 20% του πληθυσμού. Τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούσαν οι φτωχοί αγρότες. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη «δίψα» τους για γη, καθιστούσε το αγροτικό ζήτημα το πιο «καυτό» της επανάστασης και προσέδιδε ένα σημαίνοντα ρόλο στην αγροτιά. Οι Μπολσεβίκοι υποστήριζαν, επομένως, ότι το προλεταριάτο θα έπρεπε να συμμαχήσει με τη «δημοκρατική αστική τάξη» – δηλαδή την αγροτιά και τους μικροαστούς. Αυτή η συμμαχία θα έπρεπε να καταλάβει την εξουσία, να σχηματίσει τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και να οδηγήσει το έθνος στη «λαοκρατική» – ή αλλιώς «παλλαϊκή» – δημοκρατία, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν στο έργο του «Δυο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση», «όχι μόνο δεν καταστρέφει τις βάσεις του (σ.σ: του καπιταλισμού), αλλά αντίθετα τις απλώνει και τις βαθαίνει».
Σε αυτή τη «δημοκρατική δικτατορία» θα έπρεπε, σύμφωνα με τους Μπολσεβίκους, να εφαρμοστεί το μίνιμουμ πρόγραμμα της Σοσιαλδημοκρατίας. Το μίνιμουμ αυτό πρόγραμμα περιελάμβανε απαλλοτρίωση των μεγάλων εκτάσεων γης των γαιοκτημόνων και διανομής της γης στους αγρότες, Συντακτική Εθνοσυνέλευση με καθολική, μυστική ψηφοφορία και βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργατών συμπεριλαμβανομένης της θεσμοθέτησης της οχτάωρης εργάσιμης ημέρας. Η φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» του Λένιν δεν ξεκαθάριζε τον πολιτικό και ταξικό συσχετισμό μέσα σε αυτήν, ενώ έθετε σαν καθήκον στο προλεταριάτο και στο κόμμα της πρωτοπορίας του να συμμετάσχει στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση – και, μάλιστα, η συμμετοχή αυτή θα μπορούσε να είναι ακόμα και μειοψηφική.
Η τρίτη άποψη άνηκε στον Τρότσκι και στον Πάρβους – και με την οποία συμφωνούσε και ο Κάουτσκι. Την άποψη αυτή ανέπτυξε ο Τρότσκι στο έργο του «Αποτελέσματα και Προοπτικές». Το έργο αυτό γράφτηκε το 1905 και συνοψίζονταν σε αυτό τα συμπεράσματα που απέρρεαν, σύμφωνα με τον Τρότσκι, για τη Ρωσική Επανάσταση με βάση την εμπειρία της πρώτης Επανάστασης του 1905. Στο έργο του αυτό επίσης, ο Τρότσκι ξεδίπλωνε τις απόψεις του για τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης για πρώτη φορά με έναν συνεκτικό τρόπο.
Ο Τρότσκι συμφωνούσε με τους Μπολσεβίκους ότι η αστική τάξη είναι αντεπαναστατική και το προλεταριάτο πρέπει να μπει επικεφαλής της επανάστασης. Συμφωνούσε επίσης με τους Μπολσεβίκους για τον κομβικό ρόλο της αγροτιάς και την ανάγκη συμμαχίας της εργατικής τάξης με αυτήν. Ωστόσο, θεωρούσε ότι η αγροτιά ήταν ανίκανη να παίξει έναν ανεξάρτητο ρόλο και ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να σχηματιστεί ένα αγροτικό κόμμα, το οποίο θα έχει πολιτική ανεξαρτησία. Συνεπώς, ο Τρότσκι απέρριπτε τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όχι από θέση αρχής, αλλά γιατί τη θεωρούσε ανέφικτη. Το καθήκον της εργατικής τάξης, σύμφωνα με τον Τρότσκι, ήταν να σχηματίσει δικιά του επαναστατική κυβέρνηση και να περάσει αμέσως στη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Τρότσκι όχι μόνο δεν απέκλειε αλλά και υποστήριζε το ενδεχόμενο συμμετοχής σε αυτή την επαναστατική κυβέρνηση και εκπροσώπων της αγροτιάς, των μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων και της διανόησης. Ξεκαθάριζε, ωστόσο, ότι η συμμετοχή αυτή θα έπρεπε να είναι μειοψηφική και ότι την πρωτοκαθεδρία θα έπρεπε να την έχει η εργατική τάξη.
Τα πρώτα και άμεσα καθήκοντα του προλεταριάτου θα ήταν τα αστικοδημοκρατικά. Όμως, η εργατική τάξη δε θα μπορούσε να διασφαλίσει το δημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης, αν δεν ξεπερνούσε τα όρια του δημοκρατικού προγράμματος. Η διάκριση μεταξύ μίνιμουμ και μάξιμουμ προγράμματος της Σοσιαλδημοκρατίας θα έπρεπε να εξαφανιστεί, τόσο για λόγους αρχών όσο και για άμεσους πρακτικούς σκοπούς. Ανεξαρτήτως των αρχικών της προθέσεων, η εργατική τάξη θα έπρεπε άμεσα, λόγω του αναπόφευκτου μποϋκοτάζ των καπιταλιστών, να περάσει στην εφαρμογή σοσιαλιστικών μέτρων, ώστε αφενός να διατηρήσει την πολιτική εξουσία και αφετέρου να διασφαλίσει τα αστικοδημοκρατικά μέτρα που θα έχει λάβει. Έτσι, η δημοκρατική επανάσταση θα μετεξελισσόταν άμεσα σε σοσιαλιστική.
Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα, το οποίο προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση των διαφορετικών απόψεων των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών, είναι το εξής: πού βρίσκεται – σε αυτή τη φάση – η σύγκλιση και πού η απόκλιση στις απόψεις του Τρότσκι και στις απόψεις του Λένιν (και των Μπολσεβίκων εν γένει); Και οι 2 αυτές απόψεις συμφωνούσαν στον αντεπαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης και στην αναγνώριση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης στην επανάσταση. Συμφωνούσαν, επίσης και στο διεθνή χαρακτήρα της επανάστασης. Ο Τρότσκι θεωρούσε ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία που θα μετεξελισσόταν άμεσα σε σοσιαλιστική θα αποτελούσε την αφετηρία της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Λένιν θεωρούσε ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία – η οποία δε θα περνούσε όμως άμεσα στο σοσιαλιστικό στάδιο – θα αποτελούσε το προοίμιο της σοσιαλιστικής επανάστασης στην ανεπτυγμένη Δυτική Ευρώπη.
Η βασική απόκλιση των δύο απόψεων, έγκειτο στο ζήτημα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Όπως έλεγε ο Τρότσκι, ο Λένιν σκόπιμα έδινε έναν «αλγεβρικό χαρακτήρα» σε αυτήν του τη φόρμουλα. Ο Λένιν δεν ήταν ακόμα σίγουρος ότι είναι αδύνατο η αγροτιά να σχηματίσει ένα δικό της, ανεξάρτητο από τους 2 βασικούς πόλους της κοινωνίας, κόμμα. Η βασική κριτική του Τρότσκι σε αυτή τη φόρμουλα εστιαζόταν στην ασάφειά της, όσον αφορά το συσχετισμό των 2 τάξεων που θα συμμετείχαν ενεργητικά στην επανάσταση: την εργατική τάξη και την αγροτιά.
Η αλήθεια είναι ότι ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι είχαν ακόμα μια λογική «σταδίων» και ότι η Ρωσία είχε μπροστά της μια περίοδο αστικής δημοκρατίας μέχρι τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ωστόσο, ο Τρότσκι αναγνώριζε ότι η άποψη των Μπολσεβίκων στις δεδομένες συνθήκες ήταν δυναμική και επαναστατική, γιατί αναγνώριζε τον ανεξάρτητο και ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Επίσης, επειδή δεν έβλεπε τη δημοκρατική επανάσταση ως μια σχετικά «ειρηνική», «μεταρρυθμιστική» διαδικασία, άποψη που υπεράσπιζαν οι Μενσεβίκοι. Αντιθέτως, οι Μπολσεβίκοι έβλεπαν τη δημοκρατική επανάσταση ως μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα προέκυπτε από μια σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των βασικών τάξεων της κοινωνίας.
Όσον αφορά την στάση του Τρότσκι απέναντι στις απόψεις των δύο τάσεων του ΣΔΕΚΡ, ο ίδιος έγραφε χαρακτηριστικά στο όργανο των Πολωνών μαρξιστών το 1909: «Η διαφορά ανάμεσά τους (σ.σ: ανάμεσα σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους) πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι, βέβαια, πάρα πολύ σημαντική: ενώ οι αντεπαναστατικές πλευρές του μενσεβικισμού εκδηλώνονται ήδη, σ’ όλο τους το μέγεθος, σήμερα, τα αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά του Μπολσεβικισμού απειλούν να γίνουν ένας μεγάλος κίνδυνος μόνο στην περίπτωση μιας νίκης της επανάστασης».
Νίκος Σέντης