ΣΥΡΙΖΑ : ΕΝΙΑΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΜΕ ΤΑΣΕΙΣ Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ
Ποια ήταν η αιτία της κρίσης;
Για να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να δούμε κατάματα την αλήθεια : η βασική αιτία για την οποία η μαζική προσδοκία των νέων εργαζόμενων δεν μετατράπηκε σε μια ενεργή πολιτική συσπείρωση στο ΣΥΡΙΖΑ και σε υψηλά ποσοστά στις εκλογές, δεν είναι «επικοινωνιακή» (π.χ άστοχες δηλώσεις το «Δεκέμβρη») ή οργανωτική (οργανωτικά αδιέξοδα σχήματος). Είναι πολιτική. Όπως η ίδια η ζωή απέδειξε, με ευθύνη των ηγεσιών μας, δεν πείσαμε ακόμα ότι διαθέτουμε μια πολιτική λύση εξουσίας για την ριζική αλλαγή της ζωής των εργαζόμενων, ικανή να συσπειρώσει ευρύτερα τμήματα των μαζών.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που το 2008 δήλωναν διατεθειμένοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, μας περίμεναν υπομονετικά για αρκετούς μήνες. Όμως εμείς, αντί να προβάλουμε μια ορατή λύση εξουσίας και ένα δρόμο για την κατάκτησή της, μέσα από μια σαφή πρόταση για συνεργασία συγκεκριμένων μαζικών πολιτικών δυνάμεων, τους προτείναμε γρίφους για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς με επίκεντρο την ριζοσπαστική αριστερά». Αντί για ένα ξεκάθαρο αριστερό πρόγραμμα, που θα ξεκινά από τις στοιχειώδεις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, θα προχωρά στο ριζικό μετασχηματισμό της οικονομίας, αφαιρώντας τον έλεγχό από τα μεγάλα μονοπώλια και θα ξεριζώνει το υπάρχον διεφθαρμένο και καταπιεστικό κράτος, τους γεμίσαμε με αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές θέσεις και προγράμματα, που κατέληγαν σε «μέσους όρους» και σταματούσαν στα όρια της αντιπολίτευσης, αντιμετωπίζοντας στην πράξη το ζήτημα της εξουσίας και του σοσιαλισμού σαν μια υπόθεση ανεπίκαιρη. Το αποτέλεσμα ήταν η υπομονή των εργαζόμενων να εξαντληθεί και στην μεγάλη πλειοψηφία τους, να κατευθυνθούν στον δρόμο που στα μάτια τους έμοιαζε πιο σύντομος για να απαλλαγούν από τις ακολουθούμενες πολιτικές του κεφαλαίου, δηλαδή στην εκλογική υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ.
Τώρα λοιπόν, αντί σαν κλεισμένοι σε μια «γυάλα», να ασχολούμαστε κυρίως με τα «δικά μας», τα «οργανωτικά» του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να ασχοληθούμε πρώτα από όλα, με αυτό που ενδιαφέρει τις πλατειές εργαζόμενες μάζες, απαντώντας με σαφήνεια στο ερώτημα : ποια πολιτική μπορεί να αντιμετωπίσει ριζικά τα προβλήματα των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και πώς συγκεκριμένα, θα γίνει δυνατό, μέσα στην περίοδο των επόμενων χρόνων και όχι σε κάποιο αφηρημένο «μέλλον», αυτή η πολιτική να εφαρμοστεί στην εξουσία. Αν δεν απαντήσουμε σαφώς σε αυτό το ερώτημα, ακόμα και το τελειότερο οργανωτικό καθεστώς δεν θα μας λύσει κανένα πρόβλημα.
Να επιστρέψουμε στις γνήσιες κομμουνιστικές ιδέες
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, πριν εκφυλιστεί από τη λαίλαπα του σταλινισμού, θεμελιώθηκε πάνω σε πολύ σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις για τα ζητήματα της εξουσίας και των προγραμματικών αρχών που μπορούν να υπερασπίσουν αυθεντικά τα συμφέροντα των εργαζόμενων. Αυτές τις θέσεις, που διατυπώθηκαν στα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ τις αποσιωπά και τις διαστρεβλώνει, ενώ οι δικές μας ηγεσίες δυστυχώς, τις έχουν λησμονήσει. Σύμφωνα με αυτές, οι κομμουνιστές, πρέπει να δουλεύουν για την ενότητα των μαζικών εργατικών κομμάτων και οργανώσεων στην πάλη ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης, με απώτερο πολιτικό σκοπό την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης στην εξουσία. Το πρόγραμμα αυτής της κυβέρνησης πρέπει να προβλέπει την υπαγωγή των συγκεντρωμένων τομέων της παραγωγής, της διανομής και της πίστης, καθώς και της ίδιας της κρατικής εξουσίας, στον δημοκρατικό έλεγχο των οργανωμένων εργαζόμενων μαζών, θέτοντας με σαφήνεια το στόχο του σοσιαλισμού σαν ένα διεθνές καθήκον.
Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σήμερα, για τα δικά μας πολιτικά καθήκοντα στο ΣΥΡΙΖΑ; Με μια αντικειμενική ματιά στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα, διαπιστώνει κανείς ότι τα κόμματα που υποστηρίζονται από τις πλατειές εργατικές μάζες, είναι κατά σειρά απήχησης το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ. Η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, πλήρως συμβιβασμένη με τον καπιταλισμό και ακολουθώντας ξανά στην κυβέρνηση αντεργατικές πολιτικές, δείχνει στην πράξη ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί της συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση που θα υπηρετεί την εργατική τάξη και θα εφαρμόζει μια σοσιαλιστική πολιτική.
Έτσι λοιπόν, από τα πράγματα, τίθεται σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ το καθήκον να διακηρύξει ότι παλεύει για την ενότητα με το ΚΚΕ, που στο άμεσο μέλλον θα διευρυνθεί με όσες οργανωμένες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ θα θελήσουν να συμμετάσχουν δραστήρια στην πάλη ενάντια στην πολιτική της σημερινής του ηγεσίας. Η ενότητα αυτή για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να σφυρηλατηθεί μέσα σε ένα μέτωπο αγώνα ενάντια στην σφοδρή επίθεση του κεφαλαίου και να θέσει το στόχο της εκλογής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Όμως για να υπηρετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το σκοπό, πρέπει να αντιμετωπιστούν δυο σημαντικές αδυναμίες. Η πρώτη είναι η υποτίμηση, από το σύνολο σχεδόν των ηγεσιών, της αναγκαιότητας της ενότητας με το ΚΚΕ. Η δεύτερη, είναι η απουσία ενός προγράμματος για την ανατροπή του καπιταλισμού και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά, εκφράζει ένα μειοψηφικό ακόμα τμήμα στον γενικότερο χώρο της Αριστεράς. Χωρίς το μεγαλύτερο, ταξικά συμπαγές και μαχητικό τμήμα της, που εκφράζεται μέσα από το ΚΚΕ, η πραγματοποίηση της ενότητας της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Εδώ και χρόνια, όλες οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από ορισμένους ηγετικούς εκπροσώπους της «Ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ, δηλώνουν ότι τάσσονται υπέρ της ενότητας με το ΚΚΕ. Όμως ποτέ και από κανέναν, δεν έχει προταθεί κάποια συγκεκριμένη, πρακτική πρωτοβουλία για την επιδίωξή της. Ακόμα χειρότερα, τον τελευταίο 1 με 1,5 χρόνο, η ανάγκη για την ενότητα με το ΚΚΕ έχει πάψει ακόμα και να αναφέρεται στα κείμενα και τις δημόσιες τοποθετήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επίσημη δικαιολογία για αυτή την «παράλειψη», είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ ακολουθεί παντού μια διασπαστική τακτική περιχαράκωσης. Ειδικότερα, ένα τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, κύρια η ηγεσία του ΣΥΝ, περιορίζει την πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ σε διακηρύξεις προθέσεων για συνεργασία με τους «Οικολόγους Πράσινους» και τον «σοσιαλιστικό χώρο» (δηλαδή το χώρο του ΠΑΣΟΚ). Αλλά η ενότητα με ένα κόμμα που διαθέτει καιροσκοπικά χαρακτηριστικά και δεν έχει υποτυπώδη, ενεργή παρουσία στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, καθώς και η διακήρυξη της πρόθεσης για ενότητα με δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ που θα τραβηχτούν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ «στο μέλλον», δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πιεστικό καθήκον της ενότητας των σημερινών, υπαρκτών μαζικών δυνάμεων της Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, για τις ηγεσίες των περισσοτέρων από τις υπόλοιπες συνιστώσες, η πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμπεριλαμβάνει με έμφαση το ΚΚΕ και αναφέρεται απροσδιόριστα στον «ευρύτερο χώρο της Αριστεράς», σα να υπονοείται περίπου ότι η υπόθεση της ενότητας της Αριστεράς είναι καταδικασμένη να εξαντλείται στην ενότητα του ΣΥΝ με μικρές οργανώσεις της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς.
Ενδεικτικό στοιχείο για την απαράδεκτη τάση υποτίμησης της αναγκαιότητας της ενότητας με το ΚΚΕ, είναι το γεγονός ότι ενώ αυτές τις μέρες διαβάζουμε τα πιο αναλυτικά κείμενα για το ιδανικό οργανωτικό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ, δεν βλέπουμε σ’ αυτά ούτε μια κουβέντα για το πώς θα επιδιωχθεί η ζωτική υπόθεση της κοινής δράσης με το ΚΚΕ.
Ασφαλώς η διασπαστική τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, αποτελεί ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την υπόθεση της ενότητας. Όμως το θέμα δεν είναι το τι κάνει αυτή η σταλινική ηγεσία, αλλά το τι έχει ανάγκη η εργατική τάξη, τι θέλουν οι απλοί αγωνιστές του ΚΚΕ και ποια είναι τα καθήκοντα του ΣΥΡΙΖΑ σαν μια ενωτική δύναμη της Αριστεράς.
Τι κάνουμε λοιπόν εμείς, για να έρθουμε πιο κοντά στους απλούς αγωνιστές του ΚΚΕ και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την αναγκαία ενότητα στο άμεσο μέλλον; Δυστυχώς, οι περισσότερες ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ με τη σημερινή τους στάση πάνω σε αυτό το ζήτημα, προτείνουν πρακτικά να δεχθούμε την διάσπαση της Αριστεράς σαν ένα τετελεσμένο γεγονός. Αυτή η στάση που εκφράζει εσωστρέφεια, μοιρολατρία και μια ανομολόγητη πολιτική αυταρέσκεια, επιτείνει τη διάσπαση και πρέπει να εγκαταλειφθεί άμεσα.
Για να επιτευχθεί ο σκοπός της ενότητας ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, χρειάζεται να δημιουργήσουμε μέσα στο εργατικό κίνημα και την πρωτοπόρα νεολαία ένα μαχητικό ρεύμα υποστήριξής του. Το μέσο γι’ αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι μια δραστήρια εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στη βάση της εξήγησης της αναγκαιότητας της ενότητας, θα επιχειρεί αρχικά να συσπειρώσει τους απλούς υποστηρικτές και ψηφοφόρους του ΚΚΕ, αλλά και εκείνα τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος που διαφωνούν με την διασπαστική γραμμή της ηγεσίας του και θέλουν να παλέψουν από κοινού με τους αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι βέβαιο, ότι απέναντι σε αυτή την εκστρατεία, η ηγεσία του ΚΚΕ θα αντιτάξει υστερικές κραυγές. Όμως όσο πιο σπασμωδικά και οργισμένα θα αντιδρά απέναντι στις ενωτικές μας πρωτοβουλίες, τόσο πιο πολύ η μισαλλόδοξη, διασπαστική της γραμμή θα γίνεται λιγότερο δημοφιλής σε ευρύτερα τμήματα τις βάσης του κόμματος.
Ποια είναι η συγκεκριμένη μορφή που θα μπορούσε να λάβει αυτή η εκστρατεία; Καταρχήν η επερχόμενη πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει και να διακηρύξει ότι η ενεργή επιδίωξη της ενότητας με το ΚΚΕ είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντα της πολιτικής δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεί το σημαντικότερο σκοπό της πολιτικής συμμαχιών του. Από εκεί και πέρα, είναι ανάγκη να γίνουν τρία συγκεκριμένα βήματα:
Α) Μια κεντρική πολιτική εκδήλωση, στην οποία θα παρουσιαστεί επίσημα η πρόταση για κοινή δράση με το ΚΚΕ στους αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας, αλλά και για ανοικτό δημόσιο διάλογο των δύο κομμάτων για την προοπτική μιας συμμαχικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Αριστεράς. Η πρόταση αυτή πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα επίπεδα του ΚΚΕ, όχι μόνο στη βάση ή μόνο στην ηγεσία.
Β) Ανεξάρτητα από την αντίδραση της ηγεσίας του ΚΚΕ, οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διοργανώσουν καλά προετοιμασμένες, ανοιχτές συναντήσεις στις γειτονιές, τους χώρους δουλειάς και στις σχολές, για την παρουσίαση αυτής της πρότασης και να καλέσουν τις κατά χώρους οργανώσεις του ΚΚΕ να παρευρεθούν και να λάβουν στη συζήτηση ίσο χρόνο με αυτό των ομιλητών του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σίγουρο ότι, ακόμα και αν αρνηθούν οι οργανώσεις του ΚΚΕ να συμμετάσχουν, αρκετοί απλοί υποστηρικτές και ψηφοφόροι του θα προσέλθουν για να ακούσουν τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτό τον τρόπο, ήδη στην πράξη θα έχει επιτελεστεί μια πρώτη νίκη ενάντια στη συστηματική επιχείρηση περιχαράκωσης των απλών αγωνιστών του κόμματος, που δίχως ενόχληση διεκπεραιώνει μέχρι σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ.
Γ) Αυτές οι τοπικές συναντήσεις, πρέπει να εκλέξουν Συντονιστικές Επιτροπές για την πλατειά ενότητα της Αριστεράς, οι οποίες θα συζητήσουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης στις γειτονιές και τους διάφορους χώρους για την υπεράσπιση των εργατικών διεκδικήσεων και δικαιωμάτων. Οι συντονιστικές επιτροπές θα πρέπει να εκλέξουν έναν εκπρόσωπό τους σε μια ανακλητή Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή για την πλατειά ενότητα της Αριστεράς, η οποία θα αναλάβει τον κεντρικό συντονισμό της εκστρατείας.
Μέσα από την ανάπτυξη μιας τέτοιας εκστρατείας, την οποία είναι απόλυτα σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει τις δυνάμεις να φέρει σε πέρας σήμερα, είναι βέβαιο ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, αργά η γρήγορα, θα αναγκαστεί να συμπαραταχθεί σε έναν κοινό μέτωπο με το ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από τη πίεση της ίδιας της βάσης της. Παράλληλα, μέσα από αυτό το κίνημα ενότητας, θα δημιουργηθεί μια μαζική και συμπαγής βάση, ικανή να προσελκύσει στην κοινή δράση τα καλύτερα και πιο αριστερά στοιχεία του ΠΑΣΟΚ την επόμενη περίοδο.
Ποιο είναι το κατάλληλο πρόγραμμα;
Οι εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόλυσης και βλέπουν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται, οι άνεργοι που περιθωριοποιούνται και οι νέοι που ασφυκτιούν από την αβεβαιότητα του καπιταλιστικού μέλλοντος, δεν προσελκύονται από έναν ΣΥΡΙΖΑ που μόνιμα ασχολείται με τα «εσωτερικά του» και δεν τους εφοδιάζει με προτάσεις και σχέδιο για τη νίκη των αγώνων τους και πάνω από όλα, με μια συγκεκριμένη πολιτική λύση εξουσίας.
Η επεξεργασία του πολιτικού προγράμματος που έχει ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αποτελεί μια υπόθεση τεχνοκρατική. Δεν πρέπει να είναι έργο μιας επιτροπής «ειδικών», πανεπιστημιακών ή άλλων. Σε αυτό πρέπει να συμμετάσχει ενεργά η εργατική και νεολαιίστικη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, οι οργανώσεις του σε όλη την Ελλάδα και να προκύψει μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, με ψηφοφορία σε ένα πανελλαδικό σώμα, συνδιάσκεψη ή συνέδριο. Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο μπορούν να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για να προκύψει ένα πρόγραμμα που θα αντανακλά αυθεντικά τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Θεμέλιο αυτού του προγράμματος, πρέπει να αποτελεί το γενικό συμπέρασμα από την μακρόχρονη ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού : το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις στοιχειώδες ανάγκες της εργατικής τάξης για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η ακρίβεια, η φτώχεια και η ανεργία, που στις σημερινές συνθήκες βαθειάς ύφεσης έχουν πάρει μια ιδιαίτερα οξυμένη μορφή, αποτελούν δομικά, οργανικά στοιχεία ενός συστήματος που βρίσκεται σε ιστορική κρίση και παρακμή. Για να εξαλειφθούν οριστικά, απαιτείται να φύγει ο έλεγχος της οικονομίας από τα χέρια μιας χούφτας κεφαλαιοκρατών και να περάσει στην ίδια την εργαζόμενη κοινωνία, που θα σχεδιάζει τη λειτουργία της με γνώμονα το δικό της συμφέρον. Απαιτείται δηλαδή, η έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, η σημερινή κρατική εξουσία, με τους καταπιεστικούς και διεφθαρμένους της μηχανισμούς, όπως είναι ο στρατός, η αστυνομία και το δικαστικό κατεστημένο, επειδή έχει γεννηθεί και διαμορφωθεί μέσα από μια μακρόχρονη πορεία επιβολής της άρχουσας τάξης πάνω στην εκμεταλλευόμενη και καταπιεσμένη εργαζόμενη πλειοψηφία, δεν μπορεί να υπηρετήσει τους σκοπούς μιας σοσιαλιστικής πολιτικής. Είναι ανάγκη να αντικατασταθεί από την μια άλλη, φθηνή, απλή και διαφανή στη λειτουργία της κρατική μηχανή, που θα αποτελείται από τον ίδιο των εργαζόμενο λαό, δημοκρατικά οργανωμένο σε συμβούλια και ενώσεις.
Ο Μαρξ ανέφερε κάποτε πως η χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας. Για να επιτευχθούν οι σκοποί που περιγράψαμε πιο πάνω, χρειάζεται η ενεργή και δραστήρια πάλη των ίδιων των εργαζόμενων. Χωρίς τη μαζική δράση των εργαζόμενων μαζών, η άρχουσα τάξη δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την οικονομική και πολιτική της εξουσία. Ο σκοπός λοιπόν, ενός αριστερού, σοσιαλιστικού προγράμματος, είναι να συνδέσει το πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης με το σκοπό του σοσιαλισμού, διεκδικώντας την πλήρη ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών της εργατικής τάξης και εξηγώντας ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η κατάκτηση της εξουσίας και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας.
Όμως αυτό που μέχρι σήμερα έχουμε δει στα προγραμματικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο μια παράθεση δίκαιων διεκδικήσεων, που δεν έχουν καμία συγκεκριμένη γέφυρα σύνδεσης με την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Παρότι ο σοσιαλισμός αναγνωρίζεται σαν επίκαιρος, πρακτικά παραπέμπεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Με αυτή τη μέθοδο, ιδιαίτερα η νεολαία που διψά για ιδέες που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, συγχύζεται και απογοητεύεται.
Έτσι από τις έως τώρα δημόσιες προγραμματικές τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, απουσιάζουν θέσεις που θα θέτουν σε ριζική αμφισβήτηση τη σημερινή οικονομική και πολιτική πραγματικότητα εκμετάλλευσης και καταπίεσης και θα οδηγούν με ένα φυσικό τρόπο τους εργαζόμενους στην συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας μιας άλλης, σοσιαλιστικής κοινωνίας. Μπορούμε εδώ ενδεικτικά να σταθούμε σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αυτά των θέσεων για τις τράπεζες και των αντίστοιχων για την καταπολέμηση της ακρίβειας, της φτώχειας και της ανεργίας.
Για την αντιμετώπιση του ληστρικού, παρασιτικού ρόλου των τραπεζών, αντί σαν ΣΥΡΙΖΑ να προτείνουμε την κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, περιοριζόμαστε να μιλάμε για την δημιουργία ενός «δημόσιου τραπεζικού πυλώνα». Αυτή η θέση, συνήθως αφήνεται να εννοηθεί ότι προτιμάται για λόγους «μετριοπάθειας» και γιατί τάχα, η συνείδηση των εργαζόμενων δεν είναι ακόμα ώριμη να δεχθεί την εκτόπιση των ιδιωτικών συμφερόντων από το τραπεζικό σύστημα. Αυτό όμως δεν είναι αληθές. Η απροθυμία να προβληθεί η διεκδίκηση της εθνικοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οφείλεται δυστυχώς στην ατολμία που επιδεικνύει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε μια υποτιθέμενη «ανωριμότητα» των εργαζόμενων να πεισθούν και να παλέψουν για αυτή.
Στις σημερινές συνθήκες μαζικής δυσαρέσκειας για το ρόλο των ιδιωτικών τραπεζικών κολοσσών, η θέση της εθνικοποίησης των τραπεζών θα μπορούσε αν προβάλλονταν, να κερδίσει συντριπτική υποστήριξη, ακόμα και ανάμεσα στα πιο πολιτικά καθυστερημένα τμήματα των εργαζόμενων και των μικροαστών. Ταυτόχρονα, η υπεράσπιση της αυταπάτης, ότι πλάι στις ιδιωτικές τράπεζες μπορεί να συνυπάρξει «αρμονικά» και «ειρηνικά» ένα «δημόσιο χρηματοπιστωτικό» σύστημα που θα «ελέγχει» και θα «καθοδηγεί» τα ιδιωτικά τραπεζικά συμφέροντα, αποτελεί έναν ουτοπικό αυτοσχεδιασμό που συγχύζει τους εργαζόμενους. Η εμπειρία του τραπεζικού συστήματος σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, δεν έχει να επιδείξει ως τώρα ούτε ένα παράδειγμα που οι κρατικές τράπεζες να μπορούν να επιβάλουν στις ιδιωτικές να λειτουργούν και να ενεργούν, όχι με γνώμονα το παρασιτικό κέρδος, αλλά τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η ανεπάρκεια του προγραμματικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνεται επίσης στις μέχρι σήμερα εκφρασμένες θέσεις για την καταπολέμηση, της ακρίβειας, της ανεργίας και της φτώχειας. Η ακρίβεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από υπηρεσιακούς ελέγχους και διοικητικές παρεμβάσεις, αλλά μόνο μέσα από τη θεσμοθέτηση εργατικού έλεγχου στις μεγάλες εταιρείες παραγωγής και διανομής βασικών καταναλωτικών αγαθών. Μόνο ο εργατικός έλεγχος μπορεί να αποκαλύψει το κερδοσκοπικό όργιο των καπιταλιστών και να ανοίξει το δρόμο για την εθνικοποίηση των μονοπωλίων και τη διοίκησή τους από τα ίδια τα δημοκρατικά όργανα των εργατών, που θα έχουν αποδειχθεί πιο αξιόπιστα και ικανά να υπηρετήσουν το κοινωνικό συμφέρον.
Για να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και τα επιδόματα ικανές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φτώχειας, είναι απαραίτητο να φορολογηθεί βαριά ο πλούτος και να κοινωνικοποιηθούν τα υπερκέρδη των μεγάλων εταιρειών που ελέγχουν την οικονομία, μέσα από το πέρασμά τους σε καθεστώς πλήρους κρατικής ιδιοκτησίας, εργατικού ελέγχου και διαχείρισης. Δεν μπορεί να γίνει ούτε ένα βήμα μπροστά για την αποφασιστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, αν δεν εθνικοποιηθεί η μεγάλη, συγκεντρωμένη βιομηχανία, οι υποδομές και ο ορυκτός πλούτος, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και οι συγκοινωνίες και φυσικά, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αρχή μπορεί να γίνει με εκείνες τις μεγάλες επιχειρήσεις που απολύουν, κερδοσκοπούν και φοροδιαφεύγουν. Κι εδώ η θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου μπορεί να παίξει το ρόλο του μηχανισμού αποκάλυψης του παρασιτισμού και της αντικοινωνικής λειτουργίας των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών, αλλά και εκπαίδευσης των εργαζόμενων στην ίδια τη διοίκηση της οικονομίας.
Τέλος, χωρίς την υποστήριξη και προώθηση του σκοπού της κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί και η μάστιγα της ανεργίας. Δεν μπορείς να πείσεις του καπιταλιστές να μην «παγώνουν» τις προσλήψεις ή να μην απολύουν μαζικά, όταν αυτό τους συμφέρει για να διαφυλάξουν τα κέρδη τους. Δεν μπορούμε να σώσουμε εκατοντάδες χιλιάδες νυν και υποψήφιους άνεργους από τη φυσική και ηθική εξόντωση, χωρίς να αφαιρέσουμε τον έλεγχο της οικονομίας από τα χέρια μιας χούφτας κερδοσκόπων.
Συνεπώς, η άμεση υιοθέτηση ενός προγράμματος, που θα θεμελιώνεται πάνω στην υπεράσπιση της κοινωνικοποιημένης και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας και της άσκησης της εξουσίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, είναι μια ζωτική υπόθεση για την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να συσπειρώσει στις γραμμές του τον «ανθό» της εργατικής τάξης και της νεολαίας και παράλληλα, να απομακρύνει με έναν φυσικό τρόπο συγχυσμένους μικροαστούς σκεπτικιστές και καριερίστικα στοιχεία που θα κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους, στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανίζεται ακίνδυνος για τα θεμέλια του καπιταλισμού και του αστικού κράτους.
Κόμμα, συμμαχία ή ομοσπονδία;
Η ίδια η ζωή δείχνει ότι εκείνη η θέση δικαιώνεται. Σήμερα βλέπουμε με ικανοποίηση την ίδια θέση να εκφράζεται από τα χείλη του Αλέξη Τσίπρα, που υποστηρίζει την ανάγκη «να φτιάξουμε ένα κόμμα δημοκρατικό, που θα έχει δημοκρατία στη βάση και δημοκρατία στην κορυφή». (βλέπε σχετικό ρεπορτάζ της «Αυγής» της 4ης Νοεμβρίου http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=502112 )
Έστω και τώρα, 1,5 χρόνο μετά την αναξιοποίητη ευκαιρία του μαζικού ρεύματος υποστήριξης, ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, αποτελεί ένα βήμα μπροστά για την πολιτική ισχυροποίηση της Αριστεράς. Η σημαντικότερη υπηρεσία που θα προσφέρει αυτή η επιλογή, είναι να διευκολύνει την υπόθεση της επανασυσπείρωσης και οργάνωσης όλων εκείνων των αριστερών αγωνιστών που προσέγγισαν τα τελευταία χρόνια το ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις αποφάσεις για την πολιτική του πορεία.
Οι όροι και οι προϋποθέσεις που τέθηκαν από τον πρόεδρο του ΣΥΝ για το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, είναι τέτοιας μορφής, που επιτρέπουν τη συμμετοχή κάθε αριστερού αγωνιστή : σοσιαλισμός με δημοκρατία, «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» και κατοχύρωση της λειτουργίας τάσεων και δημοκρατικών διαδικασιών σε όλα τα επίπεδα. Ασφαλώς, η πολιτικά αναγκαία διασαφήνιση και επεξεργασία τους, είναι ένα καθήκον που θα προκύψει από δημοκρατική συζήτηση μέσα στο ίδιο το νέο κόμμα. Κατά τη δική μας γνώμη, κάθε αγωνιστής που προσεγγίζει την υπόθεση του αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση από μια συνεπή, διεθνιστική σκοπιά και παλεύει για τη νίκη του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αποδέχεται εκ των πραγμάτων τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» του νέου κόμματος, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει την υποστήριξη της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, η πίστη στο σοσιαλισμό με δημοκρατία, πρέπει να είναι μια δεδομένη αρχή για κάθε αριστερό, που απορρίπτοντας τη γραφειοκρατική φύση των διαφόρων σταλινικών καθεστώτων (ΕΣΣΔ μετά το Λένιν, Κίνα, Ανατολική Ευρώπη κ.λ.π), έχει συνειδητοποιήσει ότι ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι έννοιες αξεχώριστες. Τέλος, η κατοχύρωση της λειτουργίας τάσεων μέσα σε ένα ενιαίο κόμμα που θα λαμβάνει αποφάσεις δημοκρατικά, με μειοψηφίες και πλειοψηφίες, είναι η μόνη θέση που διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα των μελών, αλλά και τη συγκροτημένη πολιτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και είναι βγαλμένη από τις καλύτερες παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος.
Στον αντίποδα αυτής της επιβεβλημένης θέσης, έχουμε έναν διψήφιο αριθμό κειμένων από συνιστώσες, τάσεις του ΣΥΝ και άλλες συλλογικότητες, που υπερασπίζουν στην πραγματικότητα, όχι έναν ενιαίο δημοκρατικό σχηματισμό, αλλά μια ομοσπονδία, η οποία όσο προχωρά από τη βάση στις κορυφές, γίνεται όλο και πιο αντιδημοκρατική και σε ορισμένες της πλευρές, αποτελεί συνταγή για την παράλυση κι όχι για την ενιαία και συντονισμένη έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα 3 συστατικά που νοθεύουν τη δημοκρατική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε αυτές τις κατατεθειμένες προτάσεις είναι οι ποσοστώσεις, η θεσμοθέτηση αυξημένων πλειοψηφιών για τη λήψη αποφάσεων και η μη πρόβλεψη για πλήρη δυνατότητα της βάσης να εκλέγει και να ανακαλεί την ηγεσία στο σύνολό της.
Οι ποσοστώσεις εκφράζουν την λογική διατήρησης παγιωμένων συσχετισμών ανάμεσα στις συνιστώσες, που δεν θα μπορούν να μεταβληθούν με δημοκρατικές ψηφοφορίες από τη βάση. Οι αυξημένες πλειοψηφίες αποτελούν τη συνταγή για μειοψηφικά «βέτο» και παράλυση πάνω σε κρίσιμα θέματα που δεν θα μπορούν αυτές να εμφανιστούν. Τέλος, η απουσία της δυνατότητας της βάσης να εκλέγει και να ανακαλεί όλους τους εκπροσώπους της σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί ένα παράθυρο ανοιχτό για την κυριαρχία ανεξέλεγκτων από τα μέλη μηχανισμών.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο δημοκρατικό από την εκλογή και την ανακλητότητα σε όλα τα επίπεδα και την δυνατότητα να λαμβάνονται ελεύθερα αποφάσεις, με πλειοψηφίες και μειοψηφίες, χωρίς ποσοστώσεις και άλλα τεχνάσματα που νοθεύουν την δημοκρατική λειτουργία μιας μαζικής οργάνωσης. Με άλλα λόγια κανείς, όσο κι αν ψάξει, δεν πρόκειται να βρει τίποτα πιο δημοκρατικό, από ένα κόμμα με κατοχυρωμένες τάσεις.
Τέλος, η πρόταση της «Ανανεωτικής πτέρυγας» ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει μια πολιτική συμμαχία, εκφράζει το φόβο της μπροστά σε μια προοπτική πολιτικής αποδυνάμωσης. Αν οι σύντροφοι της «Ανανεωτικής πτέρυγας» πιστεύουν πραγματικά στην ορθότητα των ιδεών τους, δεν πρέπει να φοβούνται την δημιουργία ενός μεγαλύτερου ενιαίου κόμματος, καθώς και οι ίδιοι μπορούν εκεί να βρουν ένα μεγαλύτερο ακροατήριο για αυτές τις ιδέες.
Το κυρίαρχο δίλλημα λοιπόν, στο οποίο καλείται να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ακόλουθο : προς ένα ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα με δημοκρατία και κατοχυρωμένες τάσεις ή προς την παγίωση της ύπαρξης μια συμμαχίας ή ομοσπονδίας, χωρίς πραγματική δημοκρατία και στέρεες σοσιαλιστικές αρχές; Πιστεύουμε ότι κάθε αριστερός αγωνιστής του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ έχει καθήκον να ταχθεί με την πρώτη επιλογή. Γιατί μόνο αυτή, αποτελεί το δρόμο για να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το αναγκαίο πολιτικό εργαλείο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, καθώς και ο αναγκαίος μοχλός σύνδεσης της ελληνικής κοινωνίας με την επιτακτική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος – Μέλος Π. Κ ΣΥΝ Νέας Φιλαδέλφειας
Ορέστης Δούλος – Μέλος Π.Κ ΣΥΝ Νέας Φιλαδέλφειας
Ηλίας Κυρούσης – Μέλος Π.Κ Νεολαίας ΣΥΝ Βιολογικού
*Οι υπογράφοντες συμμετέχουν στην συντακτική επιτροπή της εφημερίδας «Μαρξιστική Φωνή» (www.marxismos.com)