Γαλλία και Βρετανία
Για τους Μαρξιστές, το νόημα αυτών των πολιτικών αναταραχών δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Η κρίση του καπιταλισμού εκδηλώνεται με μια γενική αστάθεια – οικονομική, κοινωνική και πολιτική. Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση του 2008, η αστική τάξη απέχει πολύ από την επίλυση της οικονομικής κρίσης. Όλες οι απόπειρες των κυβερνήσεων να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία, απλώς έχουν επιφέρει την καταστροφή της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας.
Το βλέπουμε αυτό στη μια χώρα μετά την άλλη. Τόσο ο Tραμπ, όσο και ο Μπέρνι Σάντερς, αν και πολύ διαφορετικοί, είναι εκδηλώσεις του ίδιου φαινομένου. Το ίδιο και ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο Μελανσόν στη Γαλλία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το Ποντέμος στην Ισπανία. Όλα αυτά, αντικατοπτρίζουν τη γενική δυσαρέσκεια, το θυμό και την οργή που υποβόσκουν στην κοινωνία. Αυτό προκαλεί σοβαρή ανησυχία στις τάξεις του κεφαλαίου και των «στρατηγών» του.
Η άνοδος ενός «όλο και πιο τοξικού αντικαθεστωτικού αισθήματος» διαβρώνει την εμπιστοσύνη απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς στις «δημοκρατικές χώρες». Η αδυναμία αυτών των θεσμών μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια, αυταρχισμό, απρόβλεπτη πολιτική και συγκρούσεις.
Αυτό που βλέπουμε στις ΗΠΑ και παντού είναι η κατάρρευση του κέντρου. Η μικροσκοπική ομάδα των μη αντιπροσωπευτικών ελίτ που κατέχουν την εξουσία, φυσικά, δεν είναι ευχαριστημένη γι’ αυτό. Βλέπουν, σωστά, την αυξανόμενη πόλωση προς τ’ αριστερά και τα δεξιά ως απειλή για τα συμφέροντά τους.
Γι’ αυτόν το λόγο ήταν ευτυχείς τον Μάιο, όταν ένας ελάχιστα γνωστός «κεντρώος» υποψήφιος, ο Eμμανουέλ Μακρόν, νίκησε την Μαρίν Λεπέν και έγινε ο νεότερος Πρόεδρος της Γαλλίας. Κανένα από τα παραδοσιακά κόμματα δεν πέρασε στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν μεγάλη σημασία σ’ αυτό το γεγονός. Ισχυρίστηκαν ότι ο Μακρόν είχε κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η απόλυτη πλειοψηφία ήταν στην πραγματικότητα το 70% των ανθρώπων που δεν τον ψήφισαν. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν ασχολήθηκαν ούτε με το γεγονός ότι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γαλλία ήταν ο αριστερός Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Στην πραγματικότητα το πολιτικό κέντρο είναι μια μυθοπλασία. Η κοινωνία διαιρείται ολοένα και περισσότερο μεταξύ μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που ελέγχουν το σύστημα και της συντριπτικής πλειοψηφίας που γίνονται φτωχότεροι και αμφισβητούν ανοικτά το σύστημα. Η «κατάκτηση του κέντρου» ήταν μια ιδέα του Tόνι Μπλερ (ιδρυτή των «Nέων Εργατικών» και Πρωθυπουργού της Βρετανίας από το 1997 έως το 2007).
Η ιδέα είναι παιδικά απλή: να βρεθεί μια συμφωνία μεταξύ των κομμάτων που εκπροσωπούν διαφορετικές τάξεις. Αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Μια τέτοια συμφωνία είναι αδύνατη, επειδή τα συμφέροντα αυτών των τάξεων είναι εντελώς ανταγωνιστικά – στην πραγματικότητα ασυμβίβαστα. Αυτός ο ανταγωνισμός συμφερόντων μπορεί προσωρινά να συγκαλυφθεί σε περιόδους οικονομικής άνθισης, αλλά γίνεται απροκάλυπτα εμφανής σε καταστάσεις όπως οι τωρινές, όταν ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση.
Τον Ιούνιο του 2016, η ψήφος υπέρ του Brexit αποτέλεσε το άλμα της Βρετανίας στο σκοτάδι. Αυτός ήταν άλλος ένας πολιτικός σεισμός, τα αποτελέσματα του οποίου αρχίζουν να γίνονται αισθητά τώρα. Σε μια απελπισμένη απόπειρα να ισχυροποιήσει την αδύναμη διαπραγματευτική θέση της Βρετανίας την περασμένη άνοιξη, η Τερέζα Μέυ εξήγγειλε πρόωρες εκλογές. Αυτή η απόφαση πάρθηκε στη βάση της εκτίμησης (που τη μοιράζονταν όλοι ανεξαιρέτως) ότι οι Συντηρητικοί θα ήταν αδύνατο να χάσουν.
Οι δημοσκοπήσεις έδιναν στους Συντηρητικούς ένα προβάδισμα 20 μονάδων έναντι των Εργατικών. Το σύνολο των μέσων μαζικής ενημέρωσης συμφωνούσε στο ότι υπό την ηγεσία του αριστερής πτέρυγας του Κόρμπιν, οι Εργατικοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν σε εκλογές. Ας θυμηθούμε ότι η δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, η οποία έχει συντριπτική πλειοψηφία στην κοινοβουλευτική ομάδα του Εργατικού Κόμματος, προσπαθεί να απαλλαγεί από τον Κόρμπιν με κάθε δυνατό τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια, με την υποστήριξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που οργάνωσαν μια πρωτοφανή εκστρατεία συκοφαντίας εναντίον του ηγέτη των Εργατικών.
Οι προσπάθειές τους απέτυχαν. Αλλά για άλλη μια φορά άρχισαν να ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν αμέσως μετά τη βέβαιη ήττα των Εργατικών στις εθνικές εκλογές, την οποία επιθυμούσαν με σθένος και προέβλεπαν με αυτοπεποίθηση. Αλλά προς έκπληξη όλων, οι Εργατικοί κατέβηκαν στις εκλογές μ’ ένα αριστερό πρόγραμμα και άρχισαν να κερδίζουν απήχηση. Το Συντηρητικό Κόμμα έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία και ο φερόμενος ως «μη εκλέξιμος» Τζέρεμι Κόρμπιν έγινε ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη Βρετανία.
Πριν από λίγο καιρό, η Βρετανία ήταν μία από τις πιο σταθερές χώρες στην Ευρώπη. Τώρα είναι μια από τις πιο ασταθείς. Το αποτέλεσμα του Brexit και η αναταραχή στη Σκωτία ήταν συμπτώματα της βαθιάς δυσαρέσκειας, η οποία υπήρχε αλλά δεν έβρισκε τρόπους να εκφραστεί. Στο πρόσωπο του Τζέρεμι Κόρμπιν, αυτή η μαζική δυσαρέσκεια βρήκε μια πολιτική έκφραση που αντιπροσωπεύει μια μεγάλη στροφή προς τ’ αριστερά, η οποία παρουσιάζει μεγάλες ευκαιρίες για τη Bρετανική Μαρξιστική Τάση – τη μόνη που κατανόησε αυτό το φαινόμενο, όταν όλες οι ψευτο-Τροτσκιστικές σέχτες το αρνούνταν για δεκαετίες.
Καταλονία
Η κρίση στην Καταλονία αντικατοπτρίζει το αδιέξοδο του ισπανικού καπιταλισμού και είναι συνέπεια των προδοσιών του σταλινισμού και του ρεφορμισμού που οδήγησαν στο Σύνταγμα – έκτρωμα του 1978. Αυτή η προδοσία επέτρεψε στη σάπια ισπανική άρχουσα τάξη να διατηρήσει σημαντικά τμήματα του παλαιού καθεστώτος του Φράνκο πίσω από μια «δημοκρατική» πρόσοψη.
Τώρα, 40 χρόνια αργότερα, ήρθε ο καιρός η ισπανική άρχουσα τάξη να υποστεί τις συνέπειες. Ο λαός της Καταλονίας γνώρισε το πραγματικό πρόσωπο της ισπανικής δημοκρατίας, όταν τα χτυπήματα από τα γκλομπ των αστυνομικών έπεφταν στα κεφάλια άοπλων και ανυπεράσπιστων πολιτών – ανδρών και γυναικών, μικρών και μεγάλων – των οποίων το μόνο «έγκλημα» ήταν η επιθυμία να ψηφίσουν για το μέλλον της χώρας τους.
Οι ηγέτες αυτού του κινήματος έκαναν το καλύτερο δυνατό για να πείσουν τη δεξιά κυβέρνηση του Ραχόϊ στη Μαδρίτη ότι, φυσικά, δεν υποστήριζαν καθόλου στα σοβαρά την ανεξαρτησία. Ανακήρυξαν την “ανεξάρτητη” Καταλονία, αλλά δήλωσαν επίσης ότι κάτι τέτοιο “δεν θα υλοποιούταν”. Συμπεριφέρθηκαν σαν στρατηγοί που κινητοποιούν ένα στρατό, τον βάζουν σε θέση μάχης, προκαλούν τον εχθρό να δράσει και στη συνέχεια κυματίζουν τη λευκή σημαία. Δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος αποδυνάμωσης των στρατευμάτων.
Αλλά αν οι Καταλανοί ηγέτες φαντάζονταν ότι αυτός ο ελιγμός θα τους έσωζε από την οργή των εχθρών τους, δυστυχώς έσφαλαν. Η αδυναμία προκαλεί επιθετικότητα. Οι δυνάμεις της Μαδρίτης συνέλαβαν τους κυριότερους ηγέτες του κινήματος ανεξαρτησίας, οι οποίοι βρέθηκαν στη φυλακή και κατηγορήθηκαν για υποκίνηση εξέγερσης. Κατάργησαν τις εξουσίες της αυτόνομης καταλανικής κυβέρνησης και επέβαλαν την άμεση απευθείας διακυβέρνηση από τη Μαδρίτη για να τσακίσουν το κίνημα της ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος της Καταλονίας, Κάρλες Πουτζδεμόν, κατέφυγε στο Βέλγιο για να αποφύγει τη σύλληψη.
Οι καταλανοί αστοί εθνικιστές πίστευαν αφελώς ότι θα είχαν τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σύντομα θεραπεύτηκαν από αυτήν την ψευδαίσθηση. Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο τους ενημέρωσαν με τον πιο σαφή τρόπο ότι ένα ανεξάρτητο καταλανικό κράτος δεν θα αναγνωριζόταν από την Ευρώπη. Αυτά είναι τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των ηγετών της ΕΕ!
Αν από την πλευρά του το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα με τη χρήση ωμής βίας, έκανε επίσης λάθος. Ο Μαρξ εξήγησε ότι η επανάσταση χρειάζεται το μαστίγιο της αντεπανάστασης. Το Σάββατο 21 Οκτωβρίου, 450.000 διαδήλωσαν στη Βαρκελώνη, ενώ δεκάδες χιλιάδες συγκεντρώθηκαν σε άλλες πόλεις της Καταλονίας, για να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων ηγετών.
Οι εκλογές στις 21 Δεκεμβρίου ήταν ένα χαστούκι για την ισπανική κυβέρνηση. Οι εκλογές αυτές διεξήχθησαν σε «ιδιαίτερες» συνθήκες, αρχής γενομένης από το ότι ότι είχαν προκηρυχθεί από την ισπανική κυβέρνηση, αφού πρώτα είχε καθαιρέσει την καταλανική κυβέρνηση και είχε διαλύσει το κοινοβούλιο της Καταλονίας. Οκτώ εξέχοντες υποψήφιοι από τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας βρίσκονται είτε στη φυλακή είτε στην εξορία και επομένως εμποδίστηκαν να λάβουν μέρος στην προεκλογική εκστρατεία. Τιμωρήθηκαν από τις αρχές των φυλακών ακόμα και για τη διακίνηση μηνυμάτων, τα οποία έστελναν για να διαβαστούν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Όλα αυτά έγιναν με τη χρήση εξουσιών που απορρέουν από το άρθρο 155 του Συντάγματος του 1978.
Παρ ‘όλα αυτά, η προσέλευση με ποσοστό 81,94%, ήταν η υψηλότερη, όχι μόνο σε εκλογές του καταλανικού κοινοβουλίου, αλλά και σε ισπανικές κοινοβουλευτικές εκλογές στην Καταλονία και γενικότερα σε ολόκληρη την Ισπανία. Το ισπανικό κυβερνών κόμμα (PP) περιορίστηκε στις τρεις έδρες στην Καταλονία και το μπλοκ υπέρ της ανεξαρτησίας κέρδισε και πάλι την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της Καταλονίας. Συνεπώς, είμαστε ακριβώς στην ίδια κατάσταση όπως με πριν.
Ό, τι κι αν συμβεί τους επόμενους μήνες, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο ούτε στην Καταλονία ούτε στην Ισπανία. Έχουν απελευθερωθεί δυνάμεις που θα διαλύσουν την ψευδή και υποκριτική «συναίνεση» που εξαπάτησε τον λαό μιας πραγματικά δημοκρατικής εναλλακτικής λύσης έναντι της μισητής δικτατορίας του Φράνκο. Ο Ραχόϊ και το ΡΡ είναι οι αληθινοί κληρονόμοι αυτού του καθεστώτος, το οποίο καταδυνάστευσε βίαια το λαό στο παρελθόν και συνεχίζει να τον καταδυναστεύει σήμερα.
Τα μαζικά κινήματα στην Καταλονία είναι μόνο το πρώτο σύμπτωμα της επανάστασης εναντίον αυτής της δικτατορίας. Το ίδιο πνεύμα εξέγερσης θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα σε ολόκληρη τη χώρα.
Πλούτη και Φτώχεια
Η ολοένα αυξανόμενη μαζική κοινωνική δυσαρέσκεια είναι έκφραση της ακραίας πόλωσης: της συγκέντρωσης κεφαλαίου που ο Μάρξ είχε προβλέψει πολύ καιρό πριν και την οποία αρνούνται μετά μανίας οι αστοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι έκτοτε.
Ποιος μπορεί σήμερα να αρνηθεί την αλήθεια της πρόβλεψης του Μάρξ; Η συγκέντρωση του Κεφαλαίου έχει λάβει πρωτοφανή έκταση. Λιγότερες από 200 γιγάντιες πολυεθνικές ελέγχουν σήμερα το παγκόσμιο εμπόριο. Απίστευτα πλούτη έχουν συγκεντρωθεί σε χέρια ολίγων. Μόνο το 2017, οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη αύξησαν τον συνολικό πλούτο τους κατά ένα πέμπτο.
Σύμφωνα με τον Γιόζεφ Στάντλερ, υπευθύνου του τμήματος Φυσικών Προσώπων Μεγάλου Πλούτου της τράπεζας UBS, «η ανισότητα στον πλούτο είναι σήμερα στο πιο υψηλό σημείο από το 1905». Το πλουσιότερο 1% κατέχει τον μισό παγκόσμιο πλούτο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα. Η έκθεση της Credit Suisse αναφέρει πως οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου αύξησαν το εισόδημά τους από 42% που ήταν στο μέσο της οικονομικής κρίσης του 2008 σε 50,1% το 2017, δηλαδή κατά 140 τρισ. δολάρια. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση:
«Το μερίδιο του πλουσιότερου 1% αυξάνεται συνεχώς από τότε [την έναρξη της κρίσης], ξεπερνώντας το 2013 τα επίπεδα του 2000, και συνεχίζοντας με νέα ρεκόρ κάθε χρόνο που ακολούθησε». Η τράπεζα αναφέρει πως «η ανισότητα πλούτου είναι αναμφισβήτητα μεγάλη και σε άνοδο κατά την μετά κρίσης περίοδο».
Η αύξηση του πλούτου μεταξύ των ήδη πολύ πλούσιων οδήγησε στη δημιουργία 2,3 εκ. νέων εκατομμυριούχων το προηγούμενο έτος, αυξάνοντάς τους στα 36 εκατομμύρια άτομα. «Ο αριθμός των εκατομμυριούχων, ο οποίος έπεσε το 2008, ανέκαμψε γρήγορα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και τώρα είναι σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν του 2000».
Αυτοί οι εκατομμυριούχοι, οι οποίοι αποτελούν το 0,7% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως, ελέγχουν το 46% του παγκόσμιου πλούτου που ανέρχεται σήμερα στο εκπληκτικό ποσό των 280 τρισ. δολαρίων.
Αυτή είναι η μία πλευρά της εικόνας. Στο άλλο άκρο του φάσματος της ανισότητας βρίσκονται τα 3,5 δισεκατομμύρια φτωχών ενηλίκων παγκοσμίως, με διαθέσιμο εισόδημα κάτω των 10.000 δολαρίων. Συνολικά αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι αποτελούν το 70% του παγκόσμιου οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κατέχουν μόλις το 2,7% του παγκόσμιου πλούτου. Για εκατομμύρια ανθρώπους αυτό είναι ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Το 2017 σε 45 χώρες, εκτιμάται ότι 83 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονταν επείγουσα επισιτιστική βοήθεια – μια αύξηση πάνω από 70% σε σχέση με το 2015. Και το 2018, προβλέπεται ότι 76 εκατομμύρια μπορεί να χρειαστούν επείγουσα επισιτιστική βοήθεια.
Η Υεμένη είναι ένα ιδιαίτερα σκανδαλώδες παράδειγμα. Ως αποτέλεσμα του βάρβαρου πολέμου που διεξάγεται από τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της, 17 εκατομμύρια κάτοικοι της χώρας δεν έχουν αρκετό φαγητό και πάνω από 3 εκατομμύρια παιδιά, έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες, βρίσκονται σε ακραίο υποσιτισμό. Τα υποκριτικά δυτικά ΜΜΕ αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους Σαουδάραβες γκάνγκστερ, οι οποίοι συνειδητά χρησιμοποιούν την πείνα ως πολεμικό όπλο.
Η σημασία του υποκειμενικού παράγοντα
Τα τελευταία χρόνια η Μέση Ανατολή παρουσίασε μια εικόνα μαύρης αντίδρασης: πόλεμος, εμφύλιος, αιματοχυσία, θρησκευτικός φανατισμός, σφαγές και χάος. Το κλειδί αυτής της κατάστασης βρίσκεται σε τρεις χώρες: την Αίγυπτο, την Τουρκία και το Ιράν. Αυτές είναι οι χώρες οπού το προλεταριάτο είναι ισχυρότερο και έχει επαναστατικές παραδόσεις. Εξετάζοντας τις χώρες αυτές επιφανειακά θα μπορούσε να πει κανείς πως η αντίδραση έχει τον πλήρη έλεγχο. Αλλά μια τέτοια εκτίμηση είναι ριζικά λανθασμένη.
Οι αιγυπτιακές μάζες έκαναν τα πάντα για να αλλάξουν την κοινωνία. Ήταν η απουσία ηγεσίας – και μόνο αυτό – που οδήγησε το αξιοθαύμαστο κίνημα του 2011 σε αδιέξοδο. Και καθώς η φύση απεχθάνεται το κενό, ο κενός χώρος καλύφθηκε από τον Σίσι και τους άλλους αντιδραστικούς στρατηγούς. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι Αιγύπτιοι εργάτες και αγρότες υποχρεώθηκαν να περάσουν για άλλη μια φορά μέσα από το σκληρό σχολείο της αντίδρασης. Αλλά, αργά ή γρήγορα, θα κινηθούν ξανά. Η δικτατορία του Σίσι είναι μια καλύβα χτισμένη στην άμμο. Η θανατηφόρα αδυναμία της είναι η οικονομία. Ο λαός της Αιγύπτου χρειάζεται ψωμί, εργασία και στέγη, τα οποία οι στρατηγοί είναι ανίκανοι να παρέχουν. Οι κοινωνικές εκρήξεις είναι στο μέλλον αναπόφευκτες.
Στην Τουρκία επίσης, η επαναστατική δυναμική των μαζών φάνηκε στην εξέγερση του 2013. Το κίνημα αυτό τελικά ηττήθηκε και ο Ερντογάν κατάφερε να εκτρέψει την προσοχή των μαζών παίζοντας το χαρτί του τουρκικού εθνικισμού και εξαπολύοντας έναν βάναυσο πόλεμο εναντίον των Κούρδων. Αλλά ο εθνικισμός δεν μπορεί να βάλει ψωμί στο τραπέζι εκατομμυρίων Τούρκων. Αργά γρήγορα θα υπάρξει κοινωνική αντίδραση κατά του καθεστώτος. Και υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει ήδη αρχίσει. Πρέπει να παρακολουθούμε στενά την Τουρκία την επόμενη περίοδο ως μια από τις χώρες – κλειδιά για τη Μέση Ανατολή.
Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού είναι νέο. Και τουλάχιστον το 60% των νέων μεταξύ 15 και 24 ετών παγκοσμίως, είναι άνεργοι. Η δυσαρέσκεια αυτών των νέων ήταν αυτό που προκάλεσε την Αραβική Επανάσταση πριν από μερικά χρόνια.
Τώρα βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο να επαναλαμβάνεται σε όλο το Ιράν. Ως συνήθως, το κίνημα αυτό προέκυψε ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όπως μια μεγάλη πέτρα που ρίχτηκε στα νερά μιας ήρεμης λίμνης. Όλοι οι «εμπειρογνώμονες» έμειναν με το στόμα ανοικτό, ειδικά εκείνοι οι κουρασμένοι και γερασμένοι κυνικοί της «Αριστεράς», των οποίων το σήμα κατατεθέν είναι ο σκεπτικισμός και η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι τίποτα δεν θα συμβεί και ότι οι μάζες δεν θα κινητοποιηθούν ποτέ. Όλοι αυτοί οι «έξυπνοι» τρίβουν τα μάτια τους μπροστά σ’ ένα κίνημα που σύμφωνα με αυτούς, δεν θα ξεσπούσε ποτέ.
«Αλλά αυτές οι διαδηλώσεις είναι μικρότερες από εκείνες του 2009», επιμένουν οι σκεπτικιστές. Ναι είναι μικρότερες, αλλά πολύ πιο ριζοσπαστικές, πιο τολμηρές και λιγότερο επιφυλακτικές. Με ταχύτητα φωτός, τα αιτήματα των διαδηλωτών πέρασαν από τις οικονομικές στις πολιτικές διεκδικήσεις, από την ανεργία και το υψηλό κόστος ζωής στην διεκδίκηση της ανατροπής ολόκληρου του καθεστώτος. Οι διαδηλωτές κατέστρεψαν αφίσες του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεϊ – κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο και σχεδόν ανήκουστο στο Ιράν. Υπήρξαν ακόμη και μερικές αναφορές επιθέσεων σε πορτρέτα του ίδιου του μακαρίτη Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Ποιοι ήταν αυτοί οι διαδηλωτές; Ήταν κυρίως νέοι, φτωχοί, άνεργοι άνθρωποι, όχι οι φοιτητές που κυριάρχησαν σε όλες τις προηγούμενες διαμαρτυρίες. Ήταν ανοργάνωτοι, δεν ανήκαν σε καμία πολιτική ομάδα και δεν είχαν καμιά καθοδηγητική ιδέα, εκτός από ένα πράγμα: μια καυτή επιθυμία για αλλαγή. Αλλά αυτό είναι το σημείο εκκίνησης κάθε επανάστασης.
Το καθεστώς ταρακουνήθηκε μέχρι τα θεμέλια. Κατανοεί ότι αυτό το κίνημα, ακριβώς λόγω του ταξικού του περιεχομένου, αντιπροσωπεύει δυνητικά μια πολύ πιο επικίνδυνη απειλή από τα εκατομμύρια που είχαν βγει στους δρόμους της Τεχεράνης το 2009. Οι ταλαντεύσεις του καθεστώτος μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ακατανόητοι. Δεδομένου του σχετικά μικρού μεγέθους των διαδηλώσεων, η ισχυρή κατασταλτική μηχανή που βρίσκεται στα χέρια των μουλάδων θα ήταν σίγουρα περισσότερο από αρκετή για να τσακιστεί το κίνημα.
Και όμως, καθώς γράφονται αυτές τις γραμμές, το καθεστώς δεν έχει κινηθεί με ένα σοβαρό τρόπο στην κατεύθυνση της καταστολής. Το σκυλί γαβγίζει, αλλά δεν δαγκώνει. Γιατί; Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι. Πρώτον, το καθεστώς είναι χωρισμένο στη μέση και πολύ πιο αδύναμο από ό,τι στο παρελθόν. Δεύτερον, καταλαβαίνουν ότι πίσω από τους νέους διαδηλωτές βρίσκονται εκατομμύρια Ιρανοί που έχουν κουραστεί από την πολυετή φτώχεια, την ανεργία και τις αυξανόμενες τιμές στα τρόφιμα.
Έχουν χάσει εδώ και καιρό την πίστη τους στους μουλάδες που κήρυτταν την ηθική και την ειλικρίνεια, αλλά είναι εξίσου διεφθαρμένοι με τους αξιωματικούς του Σάχη. Οποιαδήποτε κίνηση εναντίον των διαδηλωτών θα προκαλούσε αντίδραση που θα έβγαζε ξανά εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους, μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν οι εργάτες, όχι απλά οι φοιτητές και η μεσαία τάξη.
Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να προβλέψουμε το μέλλον αυτής της εξέγερσης. Η κύρια αδυναμία της είναι η έλλειψη οργάνωσης. Χωρίς σαφές σχέδιο δράσης και στέρεα αντίληψη για την τακτική και τη στρατηγική, η ενέργεια του κινήματος μπορεί να διασκορπιστεί σε μια σειρά ασυντόνιστων ενεργειών που εύκολα θα εκφυλιστούν σε απλές οδομαχίες. Αυτή την ευκαιρία περιμένει το καθεστώς. Για άλλη μια φορά επιστρέφουμε στο κεντρικό ζήτημα: αυτό της επαναστατικής ηγεσίας.
Το 1938 ο Λέον Τρότσκι έγραψε ότι θα μπορούσε κανείς να ανάγει την κρίση της ανθρωπότητας σε κρίση της ηγεσίας του προλεταριάτου. Στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν πολλά επαναστατικά κινήματα: στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, στο Ιράν, στην Ελλάδα. Αλλά σε κάθε περίπτωση οι μάζες ηττούνταν λόγω της απουσίας του υποκειμενικού παράγοντα: του επαναστατικού κόμματος και της επαναστατικής ηγεσίας. Αν στην Αίγυπτο κατά την ανατροπή του Μουμπάρακ υπήρχε ακόμα και ένα μικρό επαναστατικό κόμμα, η όλη κατάσταση θα ήταν διαφορετική.
Ας υπενθυμίσουμε ότι τον Φεβρουάριο του 1917 οι Μπολσεβίκοι είχαν μόνο 8.000 μέλη σε μια τεράστια, κυρίως αγροτική, χώρα 150 εκατομμυρίων. Ωστόσο, μέσα σε μόλις εννέα μήνες, μεταμορφώθηκαν σ’ ένα ισχυρό κόμμα ικανό να οδηγήσει τους εργάτες και τους αγρότες στην κατάληψη της εξουσίας.
Καθώς μπαίνουμε στο νέο έτος είμαστε σίγουροι ότι νέες επαναστατικές δυνατότητες θα παρουσιαστούν στη μια χώρα μετά την άλλη. Το Ιράν δείχνει ότι απότομες και ξαφνικές αλλαγές μπορούν να προκύψουν ανά πάσα στιγμή. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εκμεταλλευτούμε κάθε ευκαιρία για να διαδώσουμε τις ιδέες του Μαρξισμού, να οικοδομήσουμε τις δυνάμεις μας, να συνδεθούμε με τις μάζες, ξεκινώντας από τα πιο πρωτοπόρα στρώματα και να οικοδομήσουμε παντού τις δυνάμεις του Μαρξισμού.
Όσο για τους δειλούς, τους αποστάτες και τους σκεπτικιστές που αρνούνται την προοπτική της επανάστασης, μπορούμε μόνο να ανασηκώσουμε τους ώμους μας και να επαναλάβουμε τα λόγια του Γαλιλαίου: “Eppur si muove” («Κι όμως, κινείται»).
Άλαν Γουντς
Μετάφραση: Αλέξης Μητσόπουλος, Σοφία Παπακωνσταντίνου, Ηλίας Κυρούσης