Η ταξική συνείδηση στο έργο του Κώστα Βάρναλη
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας το 1883 και πέθανε στην Αθήνα το 1974. Τα νεορομαντικά του πρωτόλεια χαρακτηρίζονται από έναν ελληνοκεντρικό αισθητισμό και από το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού, πράγμα για το οποίο έκανε μετέπειτα αυτοκριτική («Με μπούκωναν μωρό ‘Μεγάλη Ιδέα’», «κρύβοντάς μου τον πιο αιμοβόρο οχτρό μου : να ‘μαι του ξένου ο πάτος και να καταφρονώ το ανόσιο πλήθος»). Το 1919 βρίσκεται στο Παρίσι για να πάρει μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας κι αισθητικής. Εκεί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, θεωρίες τις οποίες υιοθετεί, ανατρέποντας προηγούμενες αξίες τις οποίες εξέφραζε με την ως τότε ποιητική του. Από το 1922 με την συλλογή «Το Φώς που καίει» αρχίζει να εκφράζει τις ιδέες που παράλληλα έχουν αρχίσει να απηχούν σε όλο τον κόσμο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και μπαίνει με αυτό τον τρόπο στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στο κοινωνικό κατεστημένο της εποχής. Το 1935 πηγαίνει ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων και το 1959 κερδίζει το βραβείο Λένιν.
Η ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης. Αυτό αποδεικνύεται με τις θεματικές και τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται το ποιητικό του έργο. Αφενός ασκεί σφοδρή κριτική στην θρησκεία, τον ιμπεριαλισμό, το εθνικό φρόνημα, την ατομική ιδιοκτησία και συνολικά στην αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, όμως, με πάθος αναπαριστά και οραματίζεται την εικόνα της επανάστασης, εξετάζει τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του ποιητή (και του ίδιου του εαυτού του), αφουγκράζεται το «τραγούδι του Λαού», μέμφεται την ποινικοποίηση των αγώνων και ακολουθεί την τύχη των αγωνιστών της εποχής και τέλος, τον απασχολεί το φιλοσοφικό δίπολο «ιδεαλισμός – υλισμός» κι ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την εκκλησία, κρατά μια ειρωνική και κριτική στάση. Δεν αναφέρεται, όμως, μόνο στην εκκλησία ως σώμα, αλλά προχωρεί και στις αυταπάτες που σπέρνει η θρησκεία με τις υποσχέσεις για κάθε λογής παράδεισο. «Σα τη στέρφα γουρούνα τ’ ‘Αι- Αντώνη / μισότυφλη από πάχητα και νύστα /να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα και ξερατά / γρυλίζοντας: ‘Παράδεισος’», θα γράψει ο ποιητής, ενώ στην μελοποιημένη ‘μπαλάντα του κυρ – Μέντιου’ καταγγέλλει: «Κι ο παπάς με την κοιλιά του / μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του /και μου μίλαε κουνιστός / ‘σε καβάλησε ο Χριστός’ ./ Δούλευε για να στουμπώσει/ όλ’ η χώρα κι οι καμπόσοι/ Μη ρωτάς το πώς και τι/ να ζητάς την αρετή./ -Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου !/ – Ντράπου! Τις προγόνοις ντράπου! /- Αντραλίζομαι!…Πεινώ!…/ – Σουτ! Θα φας στον ουρανό…».
Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι η επιλογή τρόπου ζωής και ποίησης του Βάρναλη, γίνεται μετά από τους βαλκανικούς πολέμους, τον α’ παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’20, που ο ελληνικός λαός, παρά τα πολλά προβλήματα «βομβαρδιζόταν» από την «Μεγάλη Ιδέα». Συνεπώς, άπτεται ενός ζητήματος, δηλαδή του ιμπεριαλισμού και της εθνικοφροσύνης, μείζονος για την εποχή, που ομολογουμένως χρειαζόταν διαύγεια ιδεών και πνεύματος για να διαφοροποιηθεί κανείς. Απ’ ότι φαίνεται ο Βάρναλης ανήκε στην μερίδα εκείνη των ανθρώπων και ποιητών που είχαν αυτά τα δύο. Σχετικά με αυτό σημειώνει: «Αυτοί Πατρίδα, Άγια Γραφή και Σπόρος ! Κι απ’ τα ιερά μας κόκαλα βγαλμένη η Προδοσία στο μασκοφόρο δίνει σπαθί μ’ ένα χρυσό πουγκί για φούντα».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ως μαρξιστής ο Βάρναλης δεν απομονώνει τα ‘δεινά’ από το καπιταλιστικό σύστημα – αναγνωρίζοντάς το ως αιτία που τα γεννά – και την παράλυτη κι αυταρχική αστική δημοκρατία. Ο ίδιος θα γράψει στην «αληθινή απολογία του Σωκράτη» το 1931 : «…στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου,του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων…». Αλλά και στον στίχο, όπου απευθυνόμενος στην θάλασσα της ζητά να τον πάει "πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση, μακριά κι από τους μαύρους κολασμένους”, μπορούμε να καταλάβουμε πως ως «Κόλαση» αναφέρεται στην κοινωνία της εποχής, ενώ οι «κολασμένοι» είναι αυτοί της Διεθνούς. Φυσικά δεν πρόκειται για έναν μοιρολάτρη ποιητή που στέκεται στην απογοήτευση ή στην περιγραφή των προβλημάτων, αλλά ως γνήσιος εκφραστής της εργατικής τάξης υποδεικνύει ως μόνη λύση την ανατροπή. Δεν είναι λίγες οι φορές που η εικόνα της επανάστασης εμφανίζεται έντονα και με μεγάλη δυναμική μέσα στα έργα του. Χαρακτηριστικά παρατίθενται τα εξής παραδείγματα: «Τη λευτεριά δεν την ζητάνε με παρακάλια/ την παίρνουνε/ με τα ίδια τα χέρια μοναχοί!» « Αν έκανες το χρέος σου στο λαό/ σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιό /την πάσαν ατιμία να συνεπάρει/ μ’ άλλους πολλούς θα ‘χει κι εσέ μπροστάρη». «Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει τους Άνομους γιγάντια Δίκη, ξάφνου του σάλαγου κοπή , γέλια με φτάσαν στριγκά: σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι , Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλοι και καλεσμένοι», «και στον ίδρο τον δικό , γίνε εσύ τ’ αφεντικό… Κοίτα, οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος ήλιος έχει βγει, σ’ άλλη θάλασσα , άλλη γης.»
Του Βάρναλη του καταλογίστηκε ότι έγραψε ποίηση κατανοητή από τους αστούς κι ότι τα επιχειρήματά του ήταν μάλλον συναισθηματικά και λογικά παρά διαλεκτικά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εξετάζουμε έναν ιδεολόγο ποιητή κι όχι έναν θεωρητικό. Όπως και να έχει, όμως, το επιχείρημα αυτό καταρρίπτεται αν εξετάσει κανείς την ανάπλαση που έκανε ο ίδιος στις εκδόσεις , όπου η εξέλιξη κι ο προβληματισμός διαφαίνονται έντονα , «σαν να αποτυπώνεται εκεί κάτι από την περιπέτεια κι από την λανθάνουσα εξέλιξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος». Μετά το 1921- 22 με το «Φώς που καίει», ο ποιητής αναπαριστά την επανάσταση στο πρότυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης του ’17 και θεωρητικά βρίσκεται κοντά στο πρότυπο της Γ’ Διεθνούς (1919), που θέλει την επανάσταση ως εξέγερση των παραγωγικών τάξεων, συναδελφωμένων με τις τάξεις του στρατού («…οι εργάτες, οι χωριάτες, οι στρατιώτες…»). Οραματίζεται μια επανάσταση πανανθρώπινη και διεθνιστική («ολάκερη είμαστε η Ανθρωπότη!»). Παράλληλα, τον απασχολεί και το ζήτημα της κατάλυσης του αστικού κράτους, αλλά και η κατάργηση των εθνικών πολέμων, αντίληψη που από μελετητές του ποιητή πιθανολογείται ότι απηχεί στον Τρότσκι (« Ορμάμε να σκοτώσουμε τον πόλεμον / των πατρίδων τον κλέφτικο πόλεμο. Είμαστε ο πόλεμος ο εμφύλιος/ του δούλου ενάντια στον αφέντη / η Βία ενάντια στη Βία! Οχτρός δεν είναι ο αλλόγλωσσος, ο αλλόθρησκος,/ ο ξένος. Ο οχτρός μας είναι μες στο σπίτι μας,/ το κράτος είναι ο οχτρός μας. Το κράτος είναι ο ξένος»). Αντίστοιχα, στο «τραγούδι του Λαού» («το Φώς που καίει»), ο λαός χειραφετημένος και συνειδητοποιημένος , ως κινητήριος μοχλός της ταξικής πάλης κι όχι σαν παράγωγό της, διεκδικεί πια τα πολιτιστικά αγαθά του. Φαίνεται με αυτό τον τρόπο να απορρίπτεται η θεωρία που ήθελε την εργατική τάξη να έχει ανάγκη για να επαναστατήσει την καθοδήγηση της αστικής πρωτοπορίας. Ταυτόχρονα υιοθετείται και η αρχή του μαρξισμού, πως η εργατική τάξη είναι η ίδια που χειραφετείται ιδεολογικά κι επιχειρεί την επανάσταση, έχοντας ως επαναστατικούς συντελεστές τη σκέψη και τη δράση («με την πάσχουσα ανθρωπότητα που σκέφτεται και με τη σκεπτόμενη ανθρωπότητα που πάσχει», Κ. Μάρξ) .Και μέσα από τα σπλάχνα του ίδιου του λαού ,σαν φυσικό του απότοκό του, έρχεται ο «Οδηγητής». Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Βάρναλη, γραμμένο στο μέτρο της Διεθνούς, που το πιθανότερο, δεδομένης και της θέσης που έχει μέσα στην ποιητική σύνθεση «το Φώς που καίει», είναι πως συμβολίζει την επαναστατική πρωτοπορία ( «Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης / ο πλαστουργός της νιάς ζωής./ Εγώ ‘μαι τέκνο της Ανάγκης/ κι ώριμο τέκνο της Οργής»).
Ο Βάρναλης είχε κοινή τύχη με τους αγωνιστές της γενιάς του. Γι αυτό κι εκτός των άλλων, στο πρόσωπό του ,βλέπουμε την πορεία των αριστερών και των αντιφρονούντων ποιητών της εποχής. Για τον εαυτό του ως αριστερό κι ως ποιητή που είναι επιφορτισμένος με κοινωνικό και ταξικό χρέος γράφει: «ήρωας δεν ήμουν, μ’ έκαμνεν ο φόβος (ή θα σκοτώσεις ή θα σκοτωθείς)», «Ευχαριστώ σας , γηρατειά και πόνοι /που εσείς με ξαποστείλατε ,όχι ο Νόμος / (δυο φορές ‘επ’ εσχάτη προδοσία’)./ Κι ούτε με πολτοποίησε /στη λάσπη/ ένα τρίκυκλο αθώο/ (τροχαίον ατύχημα!)», «-καλότυχοι, ένας Βούλγαρος λιγότερο! /-κακότυχοι, που δε τόνε προλάβαμε/- κόβουμ ’ έναν, φυτρώνουνε σαράντα» (από την ‘Αυτονεκρολογία’).
Μια ανάγνωση εκ νέου του Βάρναλη είναι διαρκώς επίκαιρη και αναγκαία κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν ποιητή που δεν έπαψε ποτέ να διακηρύσσει το «τραγούδι του Λαού», το αίτημα δηλαδή της ταξικής δικαιοσύνης και το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, που δεν έπαψε ποτέ να υμνεί την επανάσταση όπου γης.
Μαρία Κοτσώνη