Η στάση της Αριστεράς έναντι της ΕΕ
Είναι σαφές ότι ένα συνεπές αριστερό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να περιορίζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε εθνικά πλαίσια. Η αδυναμία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μία χώρα, αποδείχτηκε με όλη την πορεία και την τελική κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων παραμορφωμένων εργατικών κρατών. Οι Μαρξ και Ένγκελς εξηγούσαν στο «Μανιφέστο» ότι: «..ο αγώνας μας είναι εθνικός στην μορφή, αλλά διεθνιστικός στο περιεχόμενο». Με αυτή την έννοια, η ταξική πάλη δε μπορεί και δεν γίνεται να περιοριστεί σε εθνικά ή ηπειρωτικά πλαίσια και συνεπώς, πεδίο ταξικών αγώνων, είναι όχι μόνο η Ελλάδα και η Ευρώπη, αλλά ολόκληρος ο κόσμος.
Οι ταξικοί αγώνες που θα αναπτυχθούν συγκεκριμένα στην Ευρώπη πρέπει να έχουν σαν βάση μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στην ΕΕ, σαν καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Για την Αριστερά, το βασικό ζήτημα είναι μια τοποθέτηση από ταξική σκοπιά. Από την αρχή της διαδικασίας της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια μερίδα της αστικής τάξης, στεκόταν ενάντια στη διαδικασία, από τη σκοπιά του προστατευτισμού και της προστασίας της εσωτερικής αγοράς. Οι δεξιοί Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και οι αριστεροί ρεφορμιστές, σε πολλές περιπτώσεις διαιρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς που έβλεπαν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μια προοδευτική διαδικασία και σε αυτούς που ταυτίζονταν με την «ευρω-σκεπτικιστική» μερίδα της αστικής τάξης, από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας και όχι της ταξικής. Ιδιαίτερα μετά από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και το πλήρες γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας», όλοι αυτοί τοποθετούνται ενάντια στην ΕΕ ή σε συγκεκριμένες πολιτικές που αυτή προωθεί, με στόχο την επιστροφή στον «κεϋνσιανισμό». Αυτή η πολιτική όμως, όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο τμήμα του κειμένου, είναι αδιέξοδη για τα συμφέροντα των εργαζόμενων, καθώς θα οδηγούσε σε μια νέα πληθωριστική έκρηξη και θα άνοιγε ξανά το «φαύλο κύκλο» πληθωρισμού και λιτότητας.
Ο Μαρξ πολλά χρόνια πριν, είχε τοποθετηθεί για το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο, μια διαμάχη που αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πιο μικρούς καπιταλιστές και την αστική τάξη. Η διαμάχη αυτή έχει πολλά κοινά με τη διαμάχη σχετικά με την παραμονή ή όχι στην καπιταλιστική ΕΕ. Η βασική θέση του Μαρξ, ήταν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κανένα κοινό συμφέρον με καμία από τις δύο μερίδες της άρχουσας τάξης και δεν έχει τίποτα να κερδίσει υποστηρίζοντας τη μία από τις δύο απόψεις. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να ταχθεί ούτε με τον προστατευτισμό, ούτε με την ελεύθερη αγορά. Πρέπει να τοποθετηθεί από τη σκοπιά της ταξικής ανεξαρτησίας, της υπεράσπισης των δικών του ανεξάρτητων συμφερόντων, που είναι δεμένα με το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας.
Όπως ακριβώς το εργατικό κίνημα δε μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, αλλά πρέπει όπως τόνιζε ο Μαρξ να το συντρίψει προκειμένου να ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έτσι ακριβώς, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει και τους ταξικά φορτισμένους θεσμούς της ΕΕ, που είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων Ιμπεριαλιστών. Πρέπει να τους καταργήσει στο δρόμο του για την αλλαγή της κοινωνίας.
Ακόμη κι αν «άλλαζαν οι συσχετισμοί», όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες και αν αναδεικνύονταν αριστερές κυβερνήσεις, η ΕΕ θα ήταν εργαλείο ανατροπής τους. Αν δοκίμαζαν να πάρουν ακόμη και τα πιο στοιχειώδη φιλολαϊκά μέτρα, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις θεμελιώδεις καπιταλιστικές αρχές και συνθήκες της Ένωσης. Το μόνο «πεδίο πολιτικής πάλης», αν και πιο πολύ σε συμβολικό επίπεδο, είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο όπως και όλους τους άλλους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, πρέπει να τους χρησιμοποιεί η Αριστερά σαν βήμα για τη διάδοση των ιδεών της, χωρίς όμως ποτέ να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο του.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, πρέπει να τονίσουμε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Το αληθινό δίλλημα δεν είναι «μέσα ή έξω από την καπιταλιστική ΕΕ», αλλά «σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Ευρώπη». Πρέπει να υποστηρίζουμε λοιπόν την έξοδο από την καπιταλιστική ΕΕ και την κατάργησή της, σαν τμήμα του διεθνιστικού αγώνα για τη χειραφέτηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα είμαστε αντίθετοι σε μια λογική «αποδέσμευσης» από την ΕΕ για να ακολουθηθεί μια κάποιου είδους «εθνική» πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της ταξικής χειραφέτησης του συνόλου των Ευρωπαίων εργαζομένων και όχι της «εθνικής ανεξαρτησίας». Αν το βήμα της εξόδου δεν ακολουθηθεί από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας και την επιδίωξη της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ενωμένης Ευρώπης στη βάση του κοινού αγώνα όλων των ευρωπαίων προλετάριων, θα έχει τελικά αντιδραστικό και όχι προοδευτικό χαρακτήρα, γιατί είναι η κυριαρχία των καπιταλιστικών μονοπωλίων και όχι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ που κρατά υπόδουλη την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εθνική οικονομική αυτάρκεια, ούτε καν σε μια χώρα όπως η Αγγλία και η Γερμανία, πολύ περισσότερο δε, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αν δεν καταργηθεί η εξουσία των μονοπωλίων, η προσπάθεια μιας χώρας να σταθεί με τις δικές της δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά – που η κυριαρχία της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας – θα καταλήξει στην καταστροφή της οικονομίας της και το βαρύτερο τίμημα θα πληρώσει η εργατική τάξη.
Η ίδια η δημιουργία της ΕΕ αποτελεί παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύσσεται πια μέσα στα εθνικά σύνορα, δε μπορεί να υπάρξει σε μια μόνο χώρα. Πολύ περισσότερο, μέσα σε εθνικά σύνορα δε μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Η νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα της Ευρώπης, μπορεί να σταθεί μόνο σαν πρώτη πράξη της νίκης του σοσιαλισμού σε όλη την Ευρώπη.
Η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης θα ήταν ένα τεράστιο προοδευτικό βήμα για όλη την ανθρωπότητα. Μία ήπειρος με πάνω από 400 εκ. πληθυσμό, με 8,4 δις ΑΕΠ και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά και με τεράστιο πολιτισμό και τεχνογνωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο επίπεδο, που κάθε ανισότητα, κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, θα ήταν όχι απλώς περιττή, αλλά παράλογη.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η ιδιοκτησία «των ατμομηχανών» της οικονομίας να γίνει κοινωνική, η εργατική τάξη όλων των εθνικοτήτων της Ευρώπης να τα πάρει στα χέρια της και να τα σχεδιάσει δημοκρατικά, για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της ηπείρου. Ταυτόχρονα, πρέπει να διευθύνει την μοίρα της ηπείρου με τους θεσμούς της δικής της εξουσίας, στα πλαίσια μιας εθελοντικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας κρατών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, στα πλαίσια των οποίων, η αυτονομία του κάθε λαού και η ελευθερία του κάθε ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένη. Αυτό θα αποτελούσε το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.