Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΚείμενο μελών της σ.ο. της Μ. Φωνής για το συνέδριο ΣΥΝ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Κείμενο μελών της σ.ο. της Μ. Φωνής για το συνέδριο ΣΥΝ


Η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη και τα αδιέξοδά της

Δυστυχώς όμως, στους κόλπους του διεθνούς αριστερού κινήματος, δεν κυριαρχεί η μαρξιστική άποψη για τα αίτια της κρίσης και τα πολιτικά συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή, αλλά η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη. Σύμφωνα με αυτήν, η κρίση ήταν το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των πολιτικών κρατικού παρεμβατισμού και της υιοθέτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών βαθμιαία από τη δεκαετία του 1970 και μετά.

Η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη, υποστηρίζει ότι τα κρατικά ελλείμματα μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες μπορούν να μετατραπούν σε ένα εργαλείο για τη στήριξη της απασχόλησης. Ο καπιταλισμός όμως, δεν έχει λύση για την ανεργία. Η ανεργία είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν μέσα στα στενά όρια της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή είναι η αληθινή αιτία για το φαινόμενο της οργανικής, δομικής ανεργίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο καπιταλισμό. Αλλά για τους «αντι-νεοφιλελεύθερους» – «κεϋνσιανούς», η λύση για την ανεργία είναι απλή : το κράτος πρέπει απλά να αυξήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού για να επιδοτήσει τις επιχειρήσεις, ώστε να εξασφαλίσουν θέσεις απασχόλησης. Η άποψη αυτή όμως είναι ριζικά λαθεμένη για μια σειρά από λόγους που θα εξηγήσουμε εδώ.

Ο Άγγλος οικονομολόγος Τζων Μαίηναρντ Κέυνς ήταν ένα ευφυής αστός που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο μιας σοσιαλιστικής επανάστασης μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Υποστήριξε μια άποψη που μπορεί απλά να συνοψιστεί στο εξής : αν υπάρχουν άνεργοι, το κράτος πρέπει να πληρώσει μια ομάδα εργατών για να σκάψει μια μεγάλη τρύπα και μετά να πληρώσει μια άλλη ομάδα για να τη γεμίσει. Μετά οι εργάτες θα πληρώσουν φόρους, η κυβέρνηση θα πάρει τα χρήματα πίσω, θα δημιουργηθεί ζήτηση, η οποία παράγει περισσότερη απασχόληση κ.ο.κ, σε μια ανοδική σπειροειδή κατεύθυνση.

Αυτή η θεωρία, φαινομενικά τόσο ελκυστική και λογική, βασίζεται σε μια εσφαλμένη υπόθεση, γιατί το κράτος από μόνο του δεν έχει χρήματα να πληρώσει κάποιον για να κάνει οτιδήποτε. Μπορεί μόνο να εξοικονομεί έσοδα από τη φορολογία. Σχετικά με αυτή την πηγή εσόδων υπάρχουν δύο επιλογές : φορολογία στους πλούσιους ή φορολογία στους εργάτες και τους μικροαστούς. Αν αυξηθούν οι φόροι για τους καπιταλιστές θα μειωθούν τα περιθώρια κέρδους, θα δημιουργηθεί ένα αντι-κίνητρο για επενδύσεις και έτσι θα αυξηθεί η ανεργία. Αν το κράτος φορολογήσει τους εργάτες και τους μικροαστούς, θα μειώσει τη ζήτηση και θα δημιουργήσει πάλι ανεργία. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διέξοδος από αυτό τον καπιταλιστικό «φαύλο κύκλο».

Οι «κεϋνσιανοί» όμως, μας δείχνουν το δρόμο της αλχημείας. Το κράτος έχει το μονοπώλιο στην εκτύπωση χρήματος. Στο παρελθόν τα χαρτονομίσματα αντιπροσώπευαν πραγματικές αξίες σε αποθέματα χρυσού και ασημιού. Κάθε χαρτονόμισμα αντανακλούσε μια ορισμένη αξία ενός τέτοιου πολυτίμου μετάλλου. Σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, η αξία του χρυσού και του ασημιού, προσδιορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιος μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να ζητήσει ένα ασημένιο κέρμα για ανταλλαγή ενός χαρτονομίσματος. Αλλά σήμερα αυτό είναι παρελθόν.

Αν ένας ιδιώτης τυπώσει χαρτονομίσματα, θα συλληφθεί σαν παραχαράκτης. Αλλά αν το κράτος αποφασίσει να αυξήσει την κυκλοφορία χρήματος, ακόμα και αν αυτό δεν αντιπροσωπεύει ούτε χρυσό, ούτε άλλα εμπορεύματα, κανένας δεν μπορεί να πει τίποτα. Όμως κάνοντάς το αυτό, το κράτος αλλάζει το συσχετισμό ανάμεσα στην ποσότητα του χάρτινου χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία και στην ποσότητα των υπαρχόντων εμπορευμάτων. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι ο πληθωρισμός.

Η αστική τάξη υιοθέτησε το «κεϋνσιανό» μοντέλο την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν απειλούταν από την σοσιαλιστική επανάσταση. Για ένα διάστημα εμφανίστηκε να δίνει καλά αποτελέσματα. Η περίοδος μετά το 1945 ανέδειξε μια τρομερή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες υπήρξε πλήρης απασχόληση. Αυτό περιγράφτηκε από τους αστούς οικονομολόγους και τους σοσιαλδημοκράτες σαν το αποτέλεσμα του  «κεϋνσιανισμού» και του «διευθυνόμενου καπιταλισμού» («καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο»).

Στην πραγματικότητα, η μεταπολεμική ανάπτυξη δεν ήταν το αποτέλεσμα του «κεϋνσιανισμού». Ορισμένοι από τους βασικούς λόγους της ανάπτυξης, ήταν η μεταπολεμική ανοικοδόμηση («σχέδιο Μάρσαλ» κλπ), η ανακάλυψη νέων βιομηχανικών πεδίων κατά τη διάρκεια του πολέμου και μόνο σε κάποιο βαθμό, έπαιξε ρόλο η αύξηση της εμπλοκής του κράτους στην οικονομία με τη μορφή ενός «κρατικού καπιταλισμού» μέσα από τις πολεμικές δαπάνες, τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, τις μερικές εθνικοποιήσεις κ.α. Πάνω από όλα όμως, όπως ήδη αναφέραμε, η ατμομηχανή της ανάπτυξης ήταν η δίχως προηγούμενο επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, στο πλαίσιο της οποίας την περίοδο 1950 – 1991 ο όγκος των συνολικών εξαγωγών παγκοσμίως αυξήθηκε 12 φορές.

Αυτό σήμαινε πως για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο ο καπιταλισμός μπόρεσε μερικώς να υπερβεί μια από τις βασικότερες αντιφάσεις του, δηλαδή τη στενότητα των εθνικών αγορών συγκριτικά με την τάση των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτυχτούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Από μια σοσιαλιστική σκοπιά, η μεγάλη μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη ήταν μια ιστορικά προοδευτική εξέλιξη, καθώς βοήθησε στο να δημιουργηθεί η υλική βάση για τη σοσιαλιστική κοινωνία και ισχυροποίησε την εργατική τάξη, αλλάζοντας τον ταξικό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία προς όφελός της και σε βάρος των μικροαστικών στρωμάτων.

Οι θεωρητικοί του ρεφορμισμού χρησιμοποίησαν τη μεταπολεμική ανάπτυξη σαν άλλοθι για να υποστηρίξουν ισχυρότερα την άποψη ότι ο καπιταλισμός έλυσε τα κοινωνικά προβλήματα και ότι πλέον ο Μαρξισμός ήταν «ξεπερασμένος». Όμως τα όνειρα τους συντρίφτηκαν με την κρίση του 1973-74, όπου ήδη εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα μαζικής ανεργίας στη Δύση από την περίοδο του μεσοπολέμου.  

Ποια ήταν η αιτία για την εγκατάλειψη του «κεϋνσιανισμού» από τους αστούς εκείνη την περίοδο; Μήπως ήταν το ιδεολογικό καπρίτσιο ενός τμήματος της αστικής τάξης, με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο την Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία; Ασφαλώς όχι. Η περίοδος της δεκαετίας του 1970 ήταν μια περίοδος ανόδου του πληθωρισμού παντού. Στη Λατινική Αμερική ο πληθωρισμός ανέβηκε σε τρομερά επίπεδα, δημιουργώντας οικονομικό χάος. Η ίδια τάση άρχισε να απειλεί  την οικονομική σταθερότητα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η αστική τάξη πλήρωσε πολύ υψηλό τίμημα για τις διαστρεβλώσεις που προκάλεσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Οι αστοί ήταν υποχρεωμένοι να βγάλουν «το δηλητήριο» του πληθωρισμού από το σύστημά τους. Αυτό ήταν το αληθινό νόημα του νεοφιλελευθερισμού και των οικονομικών θεωριών αστών, σαν τον Μίλτον Φρίντμαν, που σήμαναν μια μεγάλη άνοδο της έμμεσης φορολογίας, τη μείωση των φόρων στον πλούτο και δραστικές περικοπές στο «κράτος πρόνοιας» για να μειωθούν τα ελλείμματα που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου μισού αιώνα. Δεν υπήρχε τίποτα καινούριο σε αυτές τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες. Αυτό που αντιπροσώπευαν ήταν μια προσπάθεια επιστροφής στις ιδέες και μεθόδους του καπιταλισμού όπως ήταν τις παλιές «καλές» μέρες του 19ου αιώνα, πριν οι κυβερνήσεις αρχίσουν να παρεμβαίνουν στις λειτουργίες της αγοράς.

Αυτό ήταν λοιπόν το πραγματικό υπόβαθρο για την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, για το οποίο παραπονούνται οι «αντι-νεοφιλελεύθεροι» σοσιαλδημοκράτες απαιτώντας απλά την υιοθέτηση ενός «εναλλακτικού» οικονομικού μοντέλου και όχι την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού. Η Αριστερά πρέπει να τους απαντήσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο «κεϋνσιανισμός» εκφράζουν τις διαφορετικές όψεις του ίδιου, καπιταλιστικού οικοδομήματος. Για τους αστούς το ζήτημα είναι η επιλογή στο δίλλημα «πληθωρισμός ή αποπληθωρισμός». Για τους εργαζόμενους όμως, το δίλλημα αυτό μεταφράζεται στην επιλογή ενός θανάτου με απαγχονισμό ή ενός θανάτου  με δηλητήριο…

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι λοιπόν η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού. Η Αριστερά πρέπει να αντιτείνει σε όλους όσους μιλούν για «αντι-νεοφιλελεύθερες πολιτικές αναδιανομής» μέσα στον καπιταλισμό, ότι το πρόβλημα δεν γεννιέται στην σφαίρα της διανομής, αλλά στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή. Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά στην μπροσούρα «Ουτοπιστικός και επιστημονικός σοσιαλισμός» : «..Το να περιμένει κανείς από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μια διαφορετική κατανομή των προϊόντων, είναι σαν να περιμένει τα ηλεκτρόδια μιας μπαταρίας να μην αποσυνθέτουν το νερό και να μη δίνουν οξυγόνο στο θετικό πόλο και υδρογόνο στον αρνητικό, τη στιγμή που βρίσκονται συνδεμένα με τη μπαταρία…». Αυτό σημαίνει ότι το ζητούμενο για τους εργαζόμενους δε μπορεί να είναι απλά μια «αντι-νεοφιλελεύθερη πολιτική», αλλά η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στην παραγωγή από την κοινωνική ιδιοκτησία.

Θα τελειώσουμε την αναφορά μας στα αδιέξοδα του «κεϋνσιανισμού», παραθέτοντας ένα προσιτό παράδειγμα, μιας κυβέρνησης που κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει «νεοφιλελεύθερη», της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-1985. Η «κεϋνσιανή» πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης που ακολούθησε με σχετική συνέπεια εκείνη η κυβέρνηση, διπλασιάζοντας μισθούς και συντάξεις και αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις, δεν έφερε μια ουσιαστική αλλαγή στο βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί δεν προχώρησε στην υλοποίηση των υποσχέσεων για την εγκαθίδρυση μια κοινωνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας. Η απόπειρά της να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων απλά με αυξήσεις, αφήνοντας τον έλεγχο των βασικών μοχλών της οικονομίας στα χέρια του κεφαλαίου, οδήγησε φυσιολογικά τους αστούς σε επενδυτική αποχή που «φρέναρε» την οικονομία και πολλαπλασίασε το δημόσιο χρέος, δίνοντας έτσι το άλλοθι για την επιβολή απανωτών προγραμμάτων λιτότητας από το 1985 και μετά, σαν τη μοναδική συνταγή για να διασωθεί η ανταγωνιστικότητά του ελληνικού καπιταλισμού. 

Η ίδια η εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων της ελληνικής κοινωνίας αποδεικνύει λοιπόν, ότι το πραγματικό δίλλημα δεν είναι «νεοφιλελευθερισμός ή αντι-νεοφιλελευθερισμός», αλλά «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός».

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα