… ως ποιο σημείο, σ’ αυτή την ακατάπαυτη πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, έχει η δεύτερη πιθανότητες επιτυχίας;
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια γενίκευση και να πω ότι, όπως και σ’ όλα τ’ άλλα εμπορεύματα, έτσι και στην εργασία, η τιμή της αγοράς της θα προσαρμοστεί με τον καιρό στην αξία της, ότι επομένως ο εργάτης, ό,τι κι αν κάνει και παρ’ όλες τις διακυμάνσεις προς τα πάνω και προς τα κάτω, θα πάρει κατά μέσον όρο μονάχα την αξία της εργασίας του, που αναλύεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, που με τη σειρά της καθορίζεται από την αξία των μέσων συντήρησης που χρειάζονται για τη διατήρηση κι αναπαραγωγή της και που η αξία τους ρυθμίζεται τελικά από την ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή τους.
Υπάρχουν όμως μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την αξία της εργατικής δύναμης, ή την αξία της εργασίας, από την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων. Η αξία της εργατικής δύναμης αποτελείται από δυο στοιχεία – το ένα είναι καθαρά φυσικό, το άλλο ιστορικό ή κοινωνικό. Το ακρότατο όριό της καθορίζεται από το φυσικό στοιχείο. Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη για να διατηρείται και να αναπαράγεται, για να διαιωνίζει τη φυσική της ύπαρξη, πρέπει να παίρνει τα απολύτως απαραίτητα για τη ζωή και τον πολλαπλασιασμό μέσα συντήρησης. Η αξία αυτών των απαραίτητων μέσων συντήρησης αποτελεί λοιπόν το ακρότατο όριο της αξίας της εργασίας. Από την άλλη μεριά, η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας περιορίζεται επίσης από ακρότατα, αν και πολύ ελαστικά όρια. Το ακρότατο όριό της, το δίνει η σωματική δύναμη του Εργάτη. Αν η καθημερινή εξάντληση της ζωτικής του δύναμης ξεπερνά ένα ορισμένο βαθμό, δεν μπορεί να την απασχολεί κανείς ξανά και ξανά κάθε μέρα με την ίδια ένταση. Ωστόσο, όπως είπα, το όριο αυτό είναι πολύ ελαστικό. Μια γρήγορη αλληλουχία από ασθενικές και βραχύβιες γενεές θα εφοδίαζε την αγορά της εργασίας εξίσου καλά, όσο και μια σειρά από ρωμαλέες και μακρόβιες γενεές.
Εκτός απ’ αυτό το καθαρά φυσικό στοιχείο, η αξία της εργασίας καθορίζεται σε κάθε χώρα από ένα πατροπαράδοτο βιοτικό επίπεδο. Δεν πρόκειται για την καθαρά φυσική ζωή, αλλά για την ικανοποίηση ορισμένων αναγκών που πηγάζουν από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες είναι τοποθετημένοι και αναπτύσσονται οι άνθρωποι. Το βιοτικό επίπεδο του Άγγλου μπορεί να κατεβεί ως το επίπεδο του Ιρλανδού, το βιοτικό επίπεδο ενός Γερμανού αγρότη ως το επίπεδο ενός Λιθουανού αγρότη. Πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξουν, απ’ αυτή την άποψη, η ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνήθεια, μπορείτε να το δείτε από το έργο του κ. Θόρντον για τον «Υπερπληθυσμό», όπου ο συγγραφέας αποδείχνει ότι ο μέσος μισθός στις διάφορες αγροτικές περιοχές της Αγγλίας, ακόμα και σήμερα διαφέρει λίγο-πολύ ανάλογα με τις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές περιστάσεις, από τις οποίες οι περιοχές αυτές βγήκαν από την κατάσταση της δουλοπαροικίας.
Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο, που μπαίνει στην αξία της εργασίας, μπορεί να δυναμώσει ή να αδυνατίσει ή και να σβήσει ολότελα, έτσι που να μη μείνει τίποτα άλλο εκτός από το φυσικό όριο. Τον καιρό του αντιγιακομπίνικου πολέμου που έγινε – όπως συνήθιζε να λέει ο αδιόρθωτος καρπωτής των φόρων και των αργομίσθων, ο γερο-Τζορτζ Ροζ – για να προστατευτούν τα αγαθά της αγίας ημών θρησκείας από τις επιδρομές των Γάλλων απίστων, οι έντιμοι Άγγλοι ενοικιαστές γης, που τόσο τρυφερά τους μεταχειριστήκαμε σε μια από τις προηγούμενες συνεδριάσεις μας, κατέβασαν τους μισθούς των εργατών γης χαμηλότερα ακόμα κι από κείνο το καθαρά φυσικό ελάχιστο όριο, αλλά συμπλήρωσαν το υπόλοιπο που ήταν απαραίτητο για τη φυσική διαιώνιση του γένους με το νόμο για τους φτωχούς. Αυτό ήταν ένας ένδοξος τρόπος για τη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε σκλάβο και του περήφανου ελεύθερου γαιοκάτοχου του Σαίξπηρ σε εξαθλιωμένο άνθρωπο.
Συγκρίνετε το επίπεδο των μισθών ή των αξιών της εργασίας στις διάφορες χώρες, και συγκρίνετέ τους σε διάφορες ιστορικές εποχές της ίδιας χώρας, και θα βρείτε ότι η ίδια η αξία της εργασίας δεν είναι ένα σταθερό, αλλά ένα μεταβλητό μέγεθος, ακόμα κι αν υποθέσετε ότι οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παρέμειναν σταθερές.
Μια παρόμοια σύγκριση θα αποδείκνυε ότι αλλάζουν όχι μόνο τα τρέχοντα ποσοστά του κέρδους, αλλά και τα μέσα ποσοστά του.
Για τα κέρδη όμως, δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει το κατώτατο όριό τους. Δεν μπορούμε να πούμε ποιο είναι το ακρότατο όριο της ελάττωσής τους. Και γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε αυτό το όριο; Γιατί, παρά το γεγονός ότι μπορούμε να ορίσουμε το κατώτατο όριο των μισθών, δεν μπορούμε να ορίσουμε το ανώτατο όριό τους. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι, με δοσμένα τα όρια της εργάσιμης μέρας, το ανώτατο όριο του κέρδους αντιστοιχεί στο φυσικό κατώτατο όριο του μισθού και ότι, με δοσμένο το μισθό της εργασίας, το ανώτατο όριο του κέρδους αντιστοιχεί με μια τέτοια παράταση της εργάσιμης μέρας που συμβιβάζεται με τις σωματικές δυνάμεις του εργάτη. Το ανώτατο όριο του κέρδους περιορίζεται λοιπόν από το φυσικό κατώτατο όριο του μισθού και από το φυσικό ανώτατο όριο της εργάσιμης μέρας. Είναι φανερό ότι ανάμεσα στα δυο όρια αυτού του ανώτατου ποσοστού του κέρδους είναι δυνατή μια ατέλειωτη κλίμακα από παραλλαγές. Ο καθορισμός του πραγματικού του βαθμού ρυθμίζεται, με μια συνεχή πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, γιατί ο κεφαλαιοκράτης τείνει διαρκώς να μειώσει το μισθό στο φυσικό κατώτατο όριό του και να επεκτείνει την εργάσιμη μέρα στο φυσικό ανώτατο όριό της, ενώ ο εργάτης σταθερά ασκεί πίεση προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η υπόθεση αναλύεται στο ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων των αντιμαχομένων.
Όσο για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία, όπως σ’ όλες τις άλλες χώρες, δεν έγινε ποτέ διαφορετικά παρά με νομοθετική επέμβαση. Χωρίς την απ’ έξω συνεχή πίεση των εργατών, η επέμβαση αυτή δε θα γινόταν ποτέ. Οπωσδήποτε όμως, ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας δε θα κατορθωνόταν με ιδιωτική συμφωνία ανάμεσα στους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες. Ακριβώς η αναγκαιότητα αυτή της γενικής πολιτικής δράσης αποδείχνει ότι στην καθαρά οικονομική δράση του το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο μέρος.
Όσο για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός της εξαρτάται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση. Εννοώ τη ζήτηση για εργασία από τη μεριά του κεφαλαίου και την προσφορά της εργασίας από τους εργάτες…
Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, ακόμα και παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών. Απ’ αυτό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, όπως πραγματικά είχε συμπεράνει ο Ανταμ Σμιθ που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στην παιδική της ηλικία, ότι η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου κάνει τη ζυγαριά να κλίνει υπέρ του εργάτη, εξασφαλίζοντας μιαν όλο και μεγαλύτερη ζήτηση της δουλειάς του. Ξεκινώντας από την ίδια αυτή άποψη, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς απορούσαν γιατί ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε, στην τελευταία εικοσαετία, πολύ πιο γρήγορα από ό,τι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν υψώθηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα, όμως, με την πρόοδο της συσσώρευσης συντελείται μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο του συνολικού κεφαλαίου, που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο, από μηχανές, πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής σε κάθε δυνατή μορφή, αυξάνεται πιο γρήγορα σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς ή στην αγορά εργασίας…
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις αρκούν να δείξουν ότι ολόκληρη η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας θα πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά υπέρ του κεφαλαιοκράτη κι ενάντια στον εργάτη και ότι επομένως η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να υψώνει αλλά να ρίχνει το μέσο επίπεδο των μισθών, ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο στο κατώτατο όριό της. Επειδή όμως είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σημερινό σύστημα, μήπως αυτό πάει να πει ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους ληστρικούς σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για την πρόσκαιρη καλυτέρεψη της θέσης της; Αν το έκανε αυτό θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας άμορφης μάζας από αφανισμένους φτωχούς, διαβόλους που τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει. Πιστεύω να έχω αποδείξει ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης για το επίπεδο του μισθού της αποτελούν φαινόμενα αχώριστα από το όλο μισθωτό σύστημα, ότι στις 99 περιπτώσεις από τις 100 οι προσπάθειές της για το ανέβασμα των μισθών δεν είναι παρά προσπάθειες για τη συγκράτηση της δοσμένης αξίας της εργασίας και ότι η ανάγκη του παζαρέματος της τιμής της με τον καπιταλιστή ενυπάρχει στο γεγονός ότι οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να πουλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θα αποδεικνύονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτερο κίνημα.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνδέεται με το μισθωτό σύστημα, η εργατική τάξη δε θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δε θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα κι όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί βέβαια την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως την κατεύθυνσή της, ότι χρησιμοποιεί καταπραϋντικά φάρμακα, που όμως δε γιατρεύουν την αρρώστια. Δε θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ’ αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τους ατέλειωτους σφετερισμούς του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι μαζί μ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα: «Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
Ύστερα απ’ αυτή τη μεγάλη και, όπως φοβάμαι, κουραστική έκθεση που υποχρεώθηκα να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο θέμα που συζητιέται, θα ήθελα να κλείσω με την πρόταση να παρθούν οι ακόλουθες αποφάσεις:
Πρώτο. Μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο. Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο. Οι εργατικές ενώσεις προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυγχάνουν μερικά στο σκοπό τους, όταν δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Αποτυγχάνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ’ ένα μικροπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
Διάλεξη που την έκανε ο Μαρξ στις 20 και 27 του Ιούνη 1865 σε δύο συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών. Δημοσιεύτηκε αρχικά σαν χωριστή μπροσούρα με τον τίτλο «Αξία, Τιμή και Κέρδος» στο Λονδίνο, το 1889.
Κ. Μαρξ Φ. Ενγκελς «Διαλεχτά Εργα», τ. 1ος σελ. 524-531, εκδόσεις «Γνώσεις».