Στις βιομηχανικά καθυστερημένες χώρες το ξένο κεφάλαιο παίζει αποφασιστικό ρόλο. Απ’ αυτό προέρχεται η σχετική αδυναμία της εθνικής μπουρζουαζίας απέναντι στο εθνικό προλεταριάτο. Αυτό δημιουργεί ιδιόμορφες συνθήκες για την κρατική εξουσία. Η κυβέρνηση λοξοδρομεί ανάμεσα στο ξένο κεφάλαιο και το ντόπιο κεφάλαιο, ανάμεσα στην ασθενή εθνική μπουρζουαζία και στο σχετικά ισχυρό προλεταριάτο. Αυτό προσδίδει στην κυβέρνηση ένα ιδιότυπο βοναπαρτιστικό χαρακτήρα. Υψώνεται, ας πούμε έτσι, πάνω από τάξεις. Στην πραγματικότητα μπορεί να κυβερνά είτε γινόμενη όργανο του μεγάλου κεφαλαίου κρατώντας το προλεταριάτο μέσα στις αλυσίδες μιας αστυνομικής δικτατορίας, είτε μανουβράροντας με το προλεταριάτο και φτάνοντας ως το σημείο να του κάνει κάποιες παραχωρήσεις, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα κάποιας ελευθερίας απέναντι στους ξένους καπιταλιστές. Η τωρινή πολιτική (της μεξικανικής κυβέρνησης) βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο, οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της είναι η απαλλοτρίωση των σιδηροδρόμων και των βιομηχανιών πετρελαίου.
Αυτά τα μέτρα εντάσσονται ολοκληρωτικά στον τομέα του κρατικού καπιταλισμού. Ωστόσο, σε μια μισοαποικιακή χώρα ο κρατικός καπιταλισμός βρίσκεται κάτω από τη βαριά πίεση του ξένου κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του και δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς την ενεργή στήριξη των εργαζομένων. Γι’ αυτό το λόγο, χωρίς να αφήσει να ξεφύγει από τα χέρια του η πραγματική εξουσία, προσπαθεί να αναθέσει στις εργατικές οργανώσεις ένα σημαντικό μέρος από την ευθύνη για την πορεία της παραγωγής στους εθνικοποιημένους κλάδους της βιομηχανίας.
Ποια πρέπει να είναι η πολιτική του εργατικού κόμματος σ’ αυτή την περίπτωση;
Θα ήταν ασφαλώς μια καταστροφική πλάνη, μια ολοκληρωτική απάτη ο ισχυρισμός ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό δεν περνά από την προλεταριακή επανάσταση αλλά από την εθνικοποίηση των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας εκ μέρους του αστικού κράτους και τη διαβίβαση τους στα χέρια των εργατικών οργανώσεων. Μα δεν πρόκειται γι’ αυτό. Η ίδια η αστική κυβέρνηση πραγματοποίησε την εθνικοποίηση και αναγκάστηκε να ζητήσει τη συμμετοχή των εργατών στη διαχείριση εθνικοποιημένης βιομηχανίας. Μπορεί κανένας να παρακάμψει το ζήτημα αναφέροντας το γεγονός ότι όσο το προλεταριάτο δεν καταλαμβάνει την εξουσία η συμμετοχή των συνδικάτων στη διαχείριση των επιχειρήσεων του κρατικού καπιταλισμού δεν μπορεί να δώσει σοσιαλιστικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, μια παρόμοια αρνητική πολιτική από μέρους της επαναστατικής πτέρυγας δε θα κατανοείτο από τις μάζες και θα δυνάμωνε τις οπορτουνιστικές θέσεις. Για τους μαρξιστές, το ζήτημα δεν είναι να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό με τα χέρια της μπουρζουαζίας, αλλά να επωφεληθούν από τις καταστάσεις που παρουσιάζονται στον κρατικό καπιταλισμό και να προωθήσουν το επαναστατικό κίνημα των εργατών.
Η συμμετοχή στα αστικά κοινοβούλια το ίδιο δεν μπορεί να δώσει σημαντικά θετικά αποτελέσματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί επίσης να προκαλέσει τη διαφθορά εργατικών βουλευτών. Αλλά αυτό δεν αποτελεί για τους επαναστάτες ένα επιχείρημα ενάντια στη συμμετοχή στο κοινοβούλιο.
Θα ήταν ανακριβές να ταυτίσουμε την πολιτική της συμμετοχής των εργατών στη διαχείριση της εθνικοποιημένης βιομηχανίας με τη συμμετοχή των σοσιαλιστών σε μια αστική κυβέρνηση (αυτό που ονομάζουμε μινιστεριαλισμό). Όλα τα μέλη της κυβέρνησης συνδέονται αναμεταξύ τους με δεσμούς αλληλεγγύης. Ένα κόμμα που αντιπροσωπεύεται στη κυβέρνηση έχει την ευθύνη της κυβερνητικής πολιτικής στο σύνολο της. Η συμμετοχή στη διαχείριση ενός κλάδου της βιομηχανίας παρέχει πλήρη τη δυνατότητα για μια πολιτική αντιπολίτευση. Στη περίπτωση που οι αντιπρόσωποι των εργατών στη διαχείριση αποτελούν τη μειοψηφία, έχουν ολόκληρη τη δυνατότητα να κάνουν γνωστές και να δημοσιεύουν τις προτάσεις τους που απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία, να τις γνωστοποιήσουν στους εργάτες κλπ. κλπ.
Η συμμετοχή των συνδικάτων στον έλεγχο της εθνικοποιημένης βιομηχανίας μπορεί να παρομοιαστεί με τη συμμετοχή των σοσιαλιστών στην τοπική αυτοδιοίκηση όπου καμιά φορά οι σοσιαλιστές πετυχαίνουν την πλειοψηφία και βρίσκονται υποχρεωμένοι να διευθύνουν ένα σημαντικό δήμο ενώ η μπουρζουαζία συνεχίζει να κυριαρχεί στο κράτος και εξακολουθούν να υπάρχουν οι νόμοι της αστικής ιδιοκτησίας. Οι ρεφορμιστές στις δημαρχίες προσαρμόζονται παθητικά στο αστικό καθεστώς. Οι επαναστάτες σ’ αυτόν τον τομέα κάνουν ότι μπορούν προς το συμφέρον των εργατών, ταυτόχρονα διδάσκουν τους εργαζόμενους σε κάθε βήμα ότι μια εργατική δημοτική πολιτική είναι αδύνατη χωρίς την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας.
Πραγματικά υπάρχει κάποια διαφορά: στον τομέα των δήμων και κοινοτήτων οι εργάτες κατέχουν ορισμένες θέσεις διαμέσου δημοκρατικών εκλογών, ενώ στον τομέα της εθνικοποιημένης βιομηχανίας η ίδια η κυβέρνηση τους προσκαλεί να πάρουν ορισμένα πόστα. Αλλά η διαφορά αυτή έχει καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Και στις δύο περιπτώσεις, η μπουρζουαζία είναι αναγκασμένη να παραχωρήσει στους εργάτες ορισμένες σφαίρες δραστηριότητας. Οι εργαζόμενοι τους χρησιμοποιούν για τα δικά τους συμφέροντα.
Θα ήταν ελαφρότητα να κλείσουμε τα μάτια στους κινδύνους που προέρχονται από μια κατάσταση, στην οποία τα συνδικάτα παίζουν διευθυντικό ρόλο στην εθνικοποιημένη βιομηχανία. Η πηγή του κινδύνου βρίσκεται στη συνάφεια των ανωτέρων συνδικαλιστικών ηγετών με το μηχανισμό του κρατικού καπιταλισμού στη μεταμόρφωση των εντεταλμένων αντιπροσώπων της εργατικής τάξης σε ομήρους του αστικού κράτους. Αλλά όσο μεγάλος κι αν μπορεί να είναι ο κίνδυνος αυτός, αποτελεί ένα μέρος του γενικότερου κινδύνου, ακριβέστερα μιας γενικής αρρώστιας, δηλαδή του αστικού εκφυλισμού των συνδικαλιστικών μηχανισμών στην ιμπεριαλιστική εποχή, όχι μόνο στις γέρικες μητροπόλεις αλλά επίσης και στις αποικιακές χώρες. Οι συνδικαλιστές ηγέτες είναι, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, πολιτικοί πράκτορες της μπουρζουαζίας και του κράτους της. Στην εθνικοποιημένη βιομηχανία μπορεί να γίνουν και γίνονται ήδη άμεσοι πράκτορες της διοίκησης. Ενάντια σ’ αυτό δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την πάλη για την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος γενικά και ειδικά από τη διαμόρφωση στους κόλπους των συνδικάτων επαναστατικών πυρήνων που είναι ικανοί διατηρώντας την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να παλέψουν για μια ταξική πολιτική και για την επαναστατική σύνθεση των διευθυντικών οργανισμών.
Ένας διαφορετικός κίνδυνος έγκειται στο γεγονός ότι οι τράπεζες και οι άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις από τις οποίες ένας κλάδος τους, η εθνικοποιημένη βιομηχανία, εξαρτάται από οικονομική άποψη, μπορούν να χρησιμοποιήσουν και θα χρησιμοποιήσουν ειδικές μέθοδες σαμποτάζ για να δημιουργήσουν εμπόδια στο δρόμο της εργατικής διαχείρισης για να την δυσφημήσουν και να την καταστρέψουν. Οι ρεφορμιστές ηγέτες θα προσπαθήσουν να παρακάμψουν τον κίνδυνο με τη δουλική προσαρμογή στις απαιτήσεις των καπιταλιστών χρηματοδοτών τους και ιδιαίτερα των τραπεζών. Οι επαναστάτες ηγέτες αντίθετα, από το σαμποτάζ των τραπεζών θα συναγάγουν το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίο να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες και να δημιουργήσουν μια μοναδική εθνική τράπεζα που θα είναι το λογιστικό κέντρο όλης της οικονομίας. Εννοείται αυτό το ζήτημα συνδέεται αναπόσπαστα με το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Οι διάφορες εθνικές και ξένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα συνωμοτήσουν αναπόφευκτα με τους κρατικούς θεσμούς για να ορθώσουν εμπόδια στο δρόμο της εργατικής διαχείρισης της εθνικοποιημένης βιομηχανίας. Από το άλλο μέρος οι εργατικές οργανώσεις που συμμετέχουν στον έλεγχο των διαφόρων κλάδων της εθνικοποιημένης βιομηχανίας πρέπει να ενωθούν για να ανταλλάξουν την πείρα τους, πρέπει να αλληλοϋποστηριχτούν οικονομικά, πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους ασκώντας πίεση πάνω στη κυβέρνηση για όρους των πιστώσεων κλπ. Προφανώς, ένα τέτοιο κεντρικό γραφείο της εργατικής διαχείρισης των εθνικοποιημένων κλάδων της βιομηχανίας πρέπει να βρίσκεται σε στενή επαφή με τα συνδικάτα.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο νέος τομέας της εργασίας περικλείνει μαζί με τις πιο μεγάλες δυνατότητες και τους πιο μεγάλους κινδύνους. Οι κίνδυνοι βρίσκονται στο γεγονός ότι με ενδιάμεσο τα ελεγχόμενα συνδικάτα ο κρατικός καπιταλισμός μπορεί να αντιμετωπίζει μ’ επιτυχία τους εργάτες, να τους εκμεταλλεύεται ωμά και να παραλύει την αντίσταση τους. Οι επαναστατικές δυνατότητες βρίσκονται στο γεγονός ότι, βασιζόμενοι στις θέσεις τους μέσα σε εξαιρετικά σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας, οι εργάτες μπορούν να αναλάβουν την επίθεση ενάντια σ’ όλες τις δυνάμεις του κεφαλαίου και ενάντια στο αστικό κράτος. Ποια από τις δύο δυνατότητες θα επικρατήσει; Και σε πόσο διάστημα; Είναι φυσικά αδύνατο να κάνουμε προβλέψεις. Αυτό εξαρτάται ολότελα από την πάλη των διαφόρων τάσεων στους κόλπους του εργατικού κινήματος από την πείρα των ίδιων των εργατών, από την παγκόσμια κατάσταση. Όπως και να είναι για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη νέα μορφή δραστηριότητας προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και όχι της εργατικής αριστοκρατίας και μπουρζουαζίας, θα χρειαστεί ένας όρος: η ύπαρξη ενός επαναστατικού κόμματος που μελετά προσεχτικά κάθε μορφή εργατικής δραστηριότητας κριτικάρει κάθε παρέκκλιση, διαπαιδαγωγεί και οργανώνει τους εργάτες, αναπτύσσει την επιρροή του στα συνδικάτα και εξασφαλίζει μια επαναστατική εργατική αντιπροσώπευση στην εθνικοποιημένη βιομηχανία.
Μάης 1938