Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΓια τον «τοπικό» χαρακτήρα των εκλογών

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Για τον «τοπικό» χαρακτήρα των εκλογών

Για τον «τοπικό» χαρακτήρα των εκλογών

Θα προσπαθήσω να παραθέσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με τον λεγόμενο «τοπικό» χαρακτήρα των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Με τον όρο «τοπικός» συνήθως εννοείται πως οι εκλογές έχουν χαρακτήρα λιγότερο ή καθόλου πολιτικό σε σχέση με τις κεντρικές πολιτικές διαδικασίες που αφορούν τα πολιτικά κόμματα. Μέσω μάλιστα της απαξιωτικής ταύτισης του «πολιτικού» με το «κομματικό» και το πελατειακό, τελικά σχηματίζονται εκλογικοί συνδυασμοί – κάτω από το βάρος μάλιστα των παρανοϊκών απαιτήσεων του «Καλλικράτη» – οι οποίοι είτε με κομματικό «χρίσμα» είτε χωρίς, ονομάζουν εαυτούς «ανεξάρτητους». Με τον τρόπο αυτό από τη μια αποκρύπτουν τον πραγματικό πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα των προγραμμάτων τους, και από την άλλη δικαιολογούν ανίερες συμμαχίες που από πολιτική άποψη θα ήταν τουλάχιστον απαράδεκτες: τους ενώνει ο «τόπος» τους – και το μοίρασμα των θέσεων εξουσίας βεβαίως.

Εάν οι εκλογές είχαν για αντικείμενό τους το ποιος πρόκειται να κατασκευάσει περισσότερα παρτέρια, πάρκα κλπ. τότε ίσως και να είχαν δίκιο. Αυτό από μόνο του δεν απαιτεί ιδιαίτερη πολιτική αντίληψη και καλό θα ήταν να υλοποιούταν από τις δημοτικές αρχές συστηματικά χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες – η εμπειρία όμως δείχνει πως για βαθύτερους λόγους ούτε αυτά τα ζητήματα είναι ικανή να αντιμετωπίσει μια δημοτική αρχή.
Το πρόβλημα εδώ όμως είναι πως όσο συγκεντρώνεται πολιτική ισχύς σε ένα Δήμο, τόσο τα ζητήματα αναδεικνύουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα μέσα από τις συγκεκριμένες επιλογές και προτεραιότητες των δημοτικών παρατάξεων. Αυτή η διάσταση όσο κι αν υποβαθμίζεται από πολιτικούς και ΜΜΕ, δε μπορεί να κρυφτεί και στην πράξη εμφανίζεται ολοένα και πιο επιτακτικά στη ζωή των πολιτών. Οι συνθήκες στις πόλεις είναι ασφυκτικές, με το άναρχο πλέγμα των οικονομικών δραστηριοτήτων να υποβαθμίζουν συνεχώς τη ζωή των δημοτών και να αυξάνουν την αντίφαση ανάμεσα στην φυσική ομορφιά και το ιστορικό ενδιαφέρον του τόπου από τη μια και τον καθημερινό δυσβάστακτο τρόπο βίωσης της πόλης από τους κατοίκους της από την άλλη. Είναι ξεκάθαρο πως δεν αρκούν καλές προθέσεις και ορισμένα μεμονωμένα (συγχρηματοδοτούμενα) έργα, ή οι πολυδιαφημιζόμενες ιδιωτικές επενδύσεις για να ανατραπεί αυτή η φθίνουσα πορεία.
Επειδή για εμάς λοιπόν η επικρατούσα τοποθέτηση των ζητημάτων από τις πολιτικές δυνάμεις είναι τουλάχιστον επιφανειακή και σαφώς καιροσκοπική – σε μια εποχή μάλιστα που η συγκυρία καθορίζεται σε απόλυτο βαθμό από την οικονομική κρίση, το Μνημόνιο και τη διοικητική μεταρρύθμιση – θα προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε σε λίγο μεγαλύτερο βάθος.

Είναι η κρίση ελληνικό φαινόμενο;

Όποιος παρακολουθεί τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, καταλαβαίνει πολύ καλά πως η κρίση που βιώνει η Ελλάδα σήμερα δεν αποτελεί αποκλειστικό δικό της «προνόμιο», αλλά είναι μια διεθνής κρίση. Από την εποχή που ο καπιταλισμός ένωσε κάθε γωνιά του πλανήτη μέσω της παγκόσμιας αγοράς (εδώ και 200 χρόνια περίπου), οι κοινωνίες βιώνουν κρίσεις οι οποίες οφείλονται σε τελική ανάλυση σε ένα φαινόμενο τελείως πρωτόγνωρο για προηγούμενα κοινωνικά συστήματα: την υπερπαραγωγή (κρίσεις υπερπαραγωγής) που εκφράζει την αδυναμία του συστήματος να ισορροπήσει ανάμεσα στην άναρχη παραγωγή του με σκοπό το κέρδος και τη ζήτηση. Η εποχή μάλιστα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γνώρισε μια τόσο μεγάλη ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου και όξυνση του καταμερισμού εργασίας («παγκοσμιοποίηση»), ώστε κάθε κρίση που εκδηλώνεται σε μια χώρα να μην αφήνει ανεπηρέαστες τις υπόλοιπες.

Η κρίση που ξέσπασε στα τέλη του 2007 στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, άμεσα έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις. Η εξαγορά των τραπεζικών χρεών από τα κράτη, προετοίμασε το έδαφος για αυτό που ονομάζεται συνήθως σήμερα  «κρίση χρέους» ή «δημοσιονομικός εκτροχιασμός», φαινόμενο που αφορά το σύνολο των αναπτυγμένων χωρών. Στην Ελλάδα βέβαια έλαβε οξύτερες διαστάσεις, καθώς με την απότομη αύξηση του ελλείμματος και τα χαμηλά φορολογικά της έσοδα η χώρα ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις. Η διόγκωση των ελλειμμάτων οφείλεται στα πακέτα στήριξης των τραπεζών, αλλά και στη σοβαρή μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας την τελευταία δεκαετία εξαιτίας της πρόσδεσής της στο ισχυρό ευρώ.
Η διεθνής κρίση όμως έχει βαθύτατες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία (και κάθε εθνική οικονομία ξεχωριστά) σε όλους τους τομείς και οι μελλοντικές προοπτικές είναι αρκετά αβέβαιες: οι αισιόδοξοι αναλυτές μιλάνε για δεκαετίες διεθνούς αναιμικής ανάπτυξης, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν την υψηλή πιθανότητα δεύτερης βύθισης της οικονομίας στην ύφεση μετά από σπάσιμο της εκ νέου ανατροφοδοτημένης πιστωτικής φούσκας. Συνεπώς, η κρίση που αποτελεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο διεξάγονται οι αυτοδιοικητικές εκλογές κάθε άλλο παρά τοπικό φαινόμενο είναι.

Η κατάσταση της ευρωπαϊκής κοινωνίας

Διανύουμε λοιπόν μια περίοδο, όπου όπως ομολογούν τα πλέον έγκυρα διεθνή οικονομικά και πολιτικά έντυπα, οι άνθρωποι «πρέπει να συνηθίσουν να ζουν με  πολύ λιγότερα» προκειμένου το καπιταλιστικό σύστημα να συνεχίσει να είναι βιώσιμο. Αυτό μάλιστα αφορά σήμερα ιδιαίτερα τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού της Δύσης, όπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι εργαζόμενοι είχαν πετύχει πολύ σημαντικές κατακτήσεις, μέσα στο ιδιαίτερο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Η ανεργία έχει εκτιναχθεί πλέον στα ύψη σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη, ενώ η συσσώρευση τεράστιων κρατικών ελλειμμάτων και χρεών οδηγεί τις κυβερνήσεις και όλους τους υπερεθνικούς οργανισμούς στην επιβολή πρωτοφανών προγραμμάτων περικοπών των δημόσιων δαπανών.

Από την άλλη, παρατηρούμε σταδιακά πως ολοένα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αυτά που ανήκουν στη μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας, συνειδητοποιούν πλέον τη φθίνουσα πορεία των πραγμάτων και δείχνουν πως δεν προτίθενται να ανεχτούν την υποβάθμιση της ζωής τους χωρίς να δώσουν μάχη. Σπουδαίο πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν ασφαλώς οι Γάλλοι εργαζόμενοι – όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και σε δεκάδες πόλεις της γαλλικής περιφέρειας – οι οποίοι σε πείσμα όλων των συμβιβαστικών τάσεων κομμάτων και συνδικαλιστικών ηγεσιών αντιστέκονται μαζικά στην υποβάθμιση των ασφαλιστικών τους κατακτήσεων. Η μάχη αυτή έχει σαφώς διεθνείς προεκτάσεις και η στάση των Γάλλων εργαζομένων έχει να μας διδάξει πολλά. Είναι σαφές πως μόνο η επέκταση τέτοιων αγώνων σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική και η υιοθέτηση ενός προγράμματος συνολικής κοινωνικής αλλαγής σε σοσιαλιστική βάση μπορεί να οδηγήσει στο ξεπέρασμα της κρίσης. Καμία «ανάπτυξη» είτε με ευρωπαϊκά κονδύλια, είτε με την παράδοση των πλουτοπαραγωγικών πόρων και της γης σε ανεξέλεγκτα πολυεθνικά κεφάλαια δε μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία.

Η ροδίτικη οικονομία, η κρίση και ο ρόλος του κράτους

Η Ρόδος, σταδιακά από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, μετατράπηκε από μια αγροτική οικονομία με αξιόλογη επίσης βιομηχανική βάση, σε μια οικονομία υπηρεσιών με κύρια δραστηριότητα τον τουρισμό. Την αρχική εκμετάλλευση των υπαρχουσών από τους Ιταλούς υποδομών, διαδέχτηκε η επέκτασή τους σε πρωτοφανή επίπεδα με την καθοριστική συμβολή του Κράτους, δημιουργώντας αυτό που οι υπερήφανοι εκπρόσωποι της επιχειρηματικής τάξης ονομάζουν «ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού». Κατασκευάστηκαν τεράστιες και υπερπολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες με εκατοντάδες εργαζόμενους η κάθε μία, αναπτύχθηκε ο τομέας των μεταφορών και της διανομής και ο κατασκευαστικός κλάδος γνώρισε πρωτοφανή άνθιση. Μια νέα μεσαία τάξη σχηματίστηκε (γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι κλπ.) που με τη σειρά της έδωσε νέα ώθηση στο εμπόριο.

Την ίδια στιγμή βέβαια η αγροτική γη εκχερσώθηκε και μετατράπηκε σε οικόπεδα, οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις εγκαταλείφθηκαν, εντάθηκε η ανισοκατανομή της ανάπτυξης, καθώς αυτή επικεντρώθηκε στη Ρόδο, την Ιαλυσό και την ανατολική ακτή μέχρι τη Λίνδο. Στις πόλεις και τα χωριά αριστουργηματικά παραδοσιακά και νεοκλασικά κτίρια και οικιστικά σύνολα κατεδαφίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους σε μια άναρχη και ακαλαίσθητη αστική δόμηση και τα δημόσια έργα υποδομής προχώρησαν με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς (και αποκλειστικά χάρη στις σχετικά πρόσφατες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και όχι στη συμβολή των επιχειρήσεων).
Σε όλη αυτή τη «μεγαλειώδη» πορεία ανάπτυξης της «ελεύθερης επιχείρησης» στη Ρόδο, ο ρόλος του Κράτους υπήρξε καθοριστικός. Άλλοτε εξασφαλίζοντας με κρατικές εγγυήσεις άτοκα δάνεια για ιδιωτικές επενδύσεις, άλλοτε παραχωρώντας χαμηλούς συντελεστές φορολόγησης για τις τοπικές επιχειρήσεις, άλλοτε πάλι επιδοτώντας ασύστολα τις οικονομικές τους δραστηριότητες, χωρίς καν να εξασφαλίζει ανταποδοτικά οφέλη από αυτές τις επενδύσεις. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης πρώτο μέλημα της κυβέρνησης ήταν η περαιτέρω φορολογική ελάφρυνση των ξενοδόχων, σε βάρος των  ήδη επιβαρυμένων προϋπολογισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενώ την ίδια στιγμή ο ελεγκτικός μηχανισμός του κράτους κατ’ εξακολούθηση «κάνει τα στραβά μάτια» στην κατάφωρη παραβίαση των εργασιακών σχέσεων, με αφορμή την εφαρμογή των νόμων περί «μαθητείας» στις ξενοδοχειακές μονάδες.
Η επέκταση του μαζικού τουρισμού και η χρηματοπιστωτική επέκταση της τελευταίας δεκαετίας πριν την κρίση έδωσε ώθηση και σε μια ακόμα διαδικασία: η γη ολοένα άρχισε σε συγκεντρώνεται στα χέρια διεθνών κεφαλαίων από την Κύπρο, τα Εμιράτα και τη Ρωσία και να αξιοποιείται με αιχμή την τουριστική ανάπτυξη και το μεγάλο εισαγωγικό εμπόριο. Αυτή είναι μια διαδικασία που πρόκειται να ενταθεί την επόμενη περίοδο και δικαιολογεί σε κάποια βαθμό την συσπείρωση της τάξης των τοπικών επιχειρηματιών γύρω από το Επιμελητήριο για να προασπίσουν τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα.

Για εμάς στην Αριστερά, είναι περισσότερο από φανερό σήμερα πως αυτή η «ανάπτυξη» για το ιδιωτικό κέρδος έχει πλέον φτάσει σε σημείο «κορεσμού» και κάθε παραπέρα επέκτασή της θα είναι εξαιρετικά επιβλαβής για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ήδη, τα προηγούμενα χρόνια απαιτήθηκαν γιγαντιαίες κρατικές επιδοτήσεις για να συνεχιστεί τεχνητά η οικοδόμηση δεκάδων τεράστιων υπερπολυτελών ξενοδοχείων που κανείς δεν τεκμηρίωσε τη σκοπιμότητά τους. Το περιβάλλον έχει επιβαρυνθεί βαρύτατα, ενώ για να μπορέσουν να υπάρξουν νέες επενδύσεις είναι ζωτική ανάγκη για το κεφάλαιο να κινηθεί επιθετικά ενάντια στην υπάρχουσα νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος και του τοπίου (π.χ. με το περίφημο χωροταξικό του Τουρισμού και τη μέθοδο επένδυσης “Fast Track” που προωθείται σήμερα).

Η κατάσταση της κοινωνίας στη Ρόδο

Η κρίση όμως έχει βυθίσει στην απελπισία σημαντικό μέρος των εργαζόμενων στον τουρισμό, τις υπηρεσίες και τον κατασκευαστικό τομέα, ενώ οι αγρότες και οι μικροί επαγγελματίες δίνουν μάχη μέχρις εσχάτων για να αποτρέψουν την οικονομική τους κατάρρευση. Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ήδη βρεθεί στο στόχαστρο των κυβερνητικών περικοπών (και έπεται συνέχεια), ενώ οι εργαζόμενοι στους δήμους υπόκεινται μια βίαιη βουτιά στην ανασφάλεια, εξαιτίας της συνένωσης των δήμων με τον «Καλλικράτη».

Αν δε δοθεί μια προοδευτική, σοσιαλιστική προοπτική στους Ροδίτες, η οποία θα τους συνέδεε με τους εργαζόμενους στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη, η σημερινή τους κατάσταση θα συνεχίσει να τους οδηγεί σε μοιρολατρικά συμπεράσματα και στην εναπόθεση ελπίδων σε πολιτικούς που δεν έχουν να τους προσφέρουν τίποτα περισσότερο από άμεσες και ηχηρές διαψεύσεις.
Για να διατηρηθεί το σάπιο πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα είναι απαραίτητες οι παραδοσιακές συνταγές πολιτικής εξαπάτησης. Φαινομενικές διαφωνίες για ανούσια ζητήματα, ανάδειξη της ασημαντότητας, απόκρυψη των πραγματικών αιτιών της από όλους βιωμένης παθογένειας: Η εικόνα διάλυσης των πόλεων και του φυσικού περιβάλλοντος παρουσιάζεται όχι σαν αποτέλεσμα της προηγούμενης «ανάπτυξης», αλλά σαν αδυναμία των «υπευθύνων» να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για σωστή και πράσινη «ανάπτυξη» (άλλοτε ο όρος ήταν «…και πράσινα άλογα») – τώρα με την κρίση μάλιστα, καθώς λένε, θα δοθεί η ευκαιρία να απαλειφθούν τα εμπόδια του «προστατευτικού κράτους». Η εκτεταμένη διαφθορά σε όλους τους τομείς παρουσιάζεται όχι σαν αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής δραστηριοποίησης αδηφάγων κεφαλαίων και του πολιτικού τους προσωπικού – ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης αυτής της παρασιτικής οικονομίας –, αλλά σαν αποτέλεσμα της δράσης μεμονωμένων προσώπων που αποτελούν εμπόδιο στην «ελεύθερη επιχείρηση». Αυτές οι ιδέες παρέχονται στον πολίτη σε κατακλυσμιαίες ποσότητες και επηρεάζουν βαθύτατα τη σκέψη του, συχνά προκαλώντας του ακόμα και αισθήματα ενοχής.

Από τα παραπάνω ήδη φαίνεται πως η άποψη που σχηματίζει ο δημότης για τα τοπικά ζητήματα, καθορίζεται από παράγοντες που κάθε άλλο παρά τοπικού χαρακτήρα είναι. Όσο μάλιστα περιορίζει κανείς το ενδιαφέρον του σε όλο και μικρότερο μέρος του όλου, το πιθανότερο είναι να μην καταλαβαίνει τι βλέπει.

Από την άλλη, αν τα κόμματα εδώ και πολλά χρόνια έχουν εκμηδενίσει το περιεχόμενο της πολιτικής στα εκλογικά τους καθήκοντα, αυτό δε σημαίνει πως οι εκλογές δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο, ώστε να τεκμηριώνονται απολιτικές συμμαχίες και θέσεις.

Είναι μήπως τοπικό ζήτημα το ξεπέρασμα της κρίσης;

Η ελληνική κυβέρνηση έχοντας παραδώσει τη χώρα στις αγορές και τους διεθνείς οργανισμούς, παραδέχεται ξεκάθαρα πως το «ξεπέρασμα» της κρίσης – από τη σκοπιά των αγορών βεβαίως – δεν είναι ζήτημα εθνικού χαρακτήρα. Ο «μηχανισμός στήριξης» του ΔΝΤ και της Ε.Ε. αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως η πορεία των ίδιων των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου εξαρτάται σε αυτή τη φάση από τη μη χρεοκοπία της Ελλάδας – φτάνει να είναι σε θέση να πληρώνει τα τοκοχρεολύσια της.

Με την κατάσταση να βρίσκεται υπό διεθνή έλεγχο, οι υποψήφιες παρατάξεις στις αυτοδιοικητικές εκλογές διατυπώνουν θέσεις που είτε ξεκινούν από τη βάση πως δε μπορούν να παρέμβουν σε μια υπερεθνική εξέλιξη, είτε ξεπερνώντας τις προσδοκίες ισχυρίζονται πως μπορούν σε τοπικό επίπεδο να εξασφαλίσουν τέτοιες οικονομικές συνθήκες που θα επιτύχουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του νησιού.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για θέσεις συντηρητικές, με την έννοια πως επιδιώκουν τη διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων ως έχουν (εκμετάλλευση της μεγάλης πλειοψηφίας) και χωρίς πραγματική βελτίωση της κατάστασης της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Επιπροσθέτως πρόκειται να αποτύχουν παταγωδώς και στους διακηρυγμένους τους στόχους, καθώς τίποτα από αυτά που ισχυρίζονται δεν είναι ρεαλιστικά. Ντύνονται το κάλυμμα της αλλαγής καθώς τείνουν να ανατρέψουν προηγούμενα σταθεροποιημένες οικονομικές σχέσεις, οι οποίες άλλοτε ήταν απαραίτητες για το κεφάλαιο και σήμερα αποτελούν εμπόδιο στην περαιτέρω συγκέντρωσή του.
Η πρώτη θέση απλά ισχυρίζεται πως οι μοιραίες αλλαγές θα έρθουν από έξω χωρίς δυνατότητα παρέμβασης. Αφού επενδύσουν στο φόβο, την απελπισία και τη συνενοχή, εξασφαλίζουν την παθητική ανοχή της κοινωνίας, φτάνοντας τελικά στο σημείο ωραιοποίησης των επιβαλλόμενων αλλαγών. Η δεύτερη θέση σκοπεύει να επιβάλει τα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα και εκ των έσω, στην προσπάθεια των τοπικών επιχειρήσεων να παίξουν έναν πιο ενεργό ρόλο στις εξελίξεις (να εξασφαλίσουν δηλαδή το μερίδιο τους στη νέα κατάσταση) υπό τη συλλογική προστασία της δημοτικής εξουσίας. Εδώ βασίζονται και οι ισχυρές δόσεις τοπικισμού που τη χαρακτηρίζουν.
Η μόνη διαφορά των θέσεων λοιπόν που κυριαρχούν σήμερα στην πολιτική σκηνή είναι πως η δεύτερη άποψη είναι πιο επιθετική από την πρώτη και το αποτέλεσμά της θα είναι η επιτάχυνση της σύγκρουσης μεταξύ των τοπικών κεφαλαιούχων για τη νομή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Το βέβαιο είναι πως με πρόφαση την τοπική ανάπτυξη θα ανοίξει ο δρόμος για μια ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή του περιβάλλοντος και των εργασιακών σχέσεων.

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως η κρίση δε μπορεί να ξεπεραστεί με αυτές τις «αναπτυξιακές συνταγές». Ορισμένοι επικαλούνται το ιστορικό προηγούμενο της μεταπολεμικής ανάπτυξης του εμπορίου και του τουρισμού στη Ρόδο, ως ένα ιδανικό στο οποίο οφείλουμε «περήφανα» να επιστρέψουμε. Ξεχνούν να αναφέρουν πως η περίοδος αυτή, που σε τελική ανάλυση κάθε άλλο παρά καλή ήταν για την τοπική κοινωνία, συνέβη κατά τη διάρκεια της γιγαντιαίας μεταπολεμικής ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Με λίγα λόγια, υπήρχαν οι διεθνείς προϋποθέσεις που ευνόησαν και ώθησαν την ανάπτυξη του τουρισμού, σταδιακά, ως τη μοναδική οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Αυτό δείχνει πως ποτέ η τοπική ανάπτυξη δεν είχε απλά «τοπικά» χαρακτηριστικά, αλλά εξαρτιόταν ιδιαίτερα έντονα και ακόμα πιο άμεσα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα από την παγκόσμια οικονομία. Και αυτή η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει με μεταφυσικό τρόπο μετά τις εκλογές, απλά επειδή κάποιοι λαϊκίστικα έτσι διακηρύσσουν.

Οι διαθέσεις των ψηφοφόρων και η κοινωνική αλλαγή

Η γενική πεποίθηση που έχουν οι ψηφοφόροι πως οι εκλογές δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτα, είναι εν πολλοίς δικαιολογημένη – καμιά πολιτική διαδικασία δεν τους έχει δικαιώσει τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ εκείνες που είχαν μερικά αποτελέσματα τελικά αξιοποιήθηκαν ωφελιμιστικά από κομματικές και συνδικαλιστικές μειοψηφίες. Πολύ περισσότερο η εικόνα των κομμάτων και των πολιτευτών παραπέμπει σε μια φαρσοκωμωδία.

Η μεταρρύθμιση της αυτοδιοίκησης με τον «Καλλικράτη», μόνο την κυβέρνηση έχει ενθουσιάσει, ενώ η κοινωνία παρατηρεί αδιάφορη – στο βαθμό που δεν εμπλέκεται κάποιο συγγενικό πρόσωπο σε κάποιο ψηφοδέλτιο (πράγμα που από στατιστική άποψη είναι αρκετά δύσκολο) – και αδύναμη να αντιδράσει.

Ωστόσο, το καθοριστικό στοιχείο στην εξέλιξη των πραγμάτων θα είναι η ενεργή συμμετοχή της εργαζόμενης κοινωνίας στη διαχείριση της ζωής της, η διεκδίκηση του ρόλου της και ο αγώνας για τη χειραφέτησής της. Όποια κι αν είναι σήμερα η τάση παράδοσης και ηττοπάθειας απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα που σπεύδουν να ελέγξουν το νέο δήμο, η συλλογική οργάνωση και η μαχητική στάση των εργαζομένων είναι οπωσδήποτε ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουν τα πράγματα προς τα μπρος και είμαστε πεπεισμένοι πως αργά ή γρήγορα αυτός ο δρόμος θα βρεθεί: Ο αγώνας για τα ζωτικά ζητήματα της εργασίας, της ασφάλισης, της υγείας, της πολιτισμένης και ισορροπημένης διαβίωσης, της ποιότητας ζωής, της ανθρώπινης επικοινωνίας, της δημιουργίας, του πολιτισμού είναι αγώνας που ξεκινάει από εκεί που βρίσκεται ο καθένας, από τον τόπο του, αλλά την ίδια στιγμή είναι αγώνας πολύ ευρύτερος, παγκόσμιος. Η κοινωνική αλλαγή σε καμία περίπτωση δε θα έχει τοπικό, ούτε καν εθνικό χαρακτήρα.

Το Ροδο Κόκκινο

Με βάση τα παραπάνω, το Ροδο Κόκκινο δηλώνει πως ΔΕΝ είναι μια ανεξάρτητη παράταξη. Αποτελεί το συλλογικό αποτέλεσμα των προσπαθειών ανθρώπων από το χώρο της Αριστεράς, που αντιστέκονται στον τοπικισμό, την προκατάληψη, την απαξίωση της πολιτικής σκέψης, την κοινωνική ισοπέδωση.

Το Ροδο Κόκκινο φιλοδοξεί να εκφράσει μέσα από αυτό το εγχείρημα τη ζωτική ανάγκη για ενότητα της αριστεράς σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες κοινωνικές συνθήκες.
Ακόμα περισσότερο φιλοδοξεί να γίνει το συλλογικό εργαλείο πάλης των εργαζομένων της Ρόδου για την επίλυση των πιο ζωτικών ζητημάτων τους και την ανάπτυξη μιας πραγματικά προοδευτικής προοπτικής για τη Ρόδο, στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα και τον κόσμο.

Άγγελος Ηρακλείδης
Πολιτικός Μηχανικός
Μέλος της νεολαίας ΣΥΝ, μέλος της συντακτικής επιτροπής της “Μαρξιστικής Φωνής”
Υποψήφιος με το Ροδο Κόκκινο
 
 

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα