Το αδιέξοδο της αστικής τάξης και η προοπτική του βοναπαρτισμού
Οι αστοί εμφανίζονται με μειωμένη αυτοπεποίθηση και με μεγάλη απαισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών) στις αρχές Νοεμβρίου διαβάζουμε : «..Ακόμη κι αν υλοποιηθούν, χωρίς αποκλίσεις, όλοι οι στόχοι του Μνημονίου, η χώρα και πάλι θα έχει μία σχέση χρέους προς ΑΕΠ που δύσκολα θα εξυπηρετείται ή θα μειώνεται, μέσα σ’ ένα μη ανταγωνιστικό περιβάλλον με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης…». Στο ίδιο κλίμα, ο αστός απολογητής Γ. Πρετεντέρης έγραφε στα «Νέα» στις 5/11 : «..τα πράγµατα εξελίσσονται χειρότερα από όσο τα παρουσίαζαν έως τώρα. Με άλλα λόγια, ούτε οι θυσίες πιάνουν τόπο, ούτε η χρεοκοπία απεφεύχθη, ούτε φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ..».
Όσο μεγάλη εμφανίζεται η έλλειψη εμπιστοσύνης των ελλήνων αστών στις οικονομικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού, άλλο τόσο προκλητική είναι η πίεση που ασκούν για την εξάλειψη και του τελευταίου εργατικού δικαιώματος. Ανικανοποίητοι από την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τις μειώσεις φόρων, τις επιδοτήσεις κερδών και ασφαλιστικών εισφορών, την ασυλία στις απολύσεις, τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και την ακρίβεια, θέτουν ζήτημα κατάργησης του πενθημέρου, της πληρωμής των υπερωριών και του όποιου αναιμικού σημερινού, κρατικού ελέγχου στις τιμές.
Η εικόνα μιας αδηφάγας και παρασιτικής άρχουσας τάξης εκφράζει παραστατικά τον απόλυτα αντιδραστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει τίποτα καλό από αυτά τα αρπακτικά. Κάθε κοινωνικό βήμα μπροστά, ακόμα και το παραμικρό, ταυτίζεται με την απαλλοτρίωση της τάξης των μεγάλων αφεντικών της βιομηχανίας, του εμπορίου, των τραπεζών και των υπηρεσιών.
Αυτή η αποθράσυνση των αστών, σαν βασική της αιτία έχει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το εργατικό κίνημα και τα μαζικά εργατικά κόμματα. Οι αστοί θέλουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο την κρίση και την απογοήτευση που κυριαρχεί σήμερα μέσα στο ελληνικό εργατικό κίνημα, για την οποία αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η πολιτική και συνδικαλιστική του ηγεσία. Με την απουσία μιας σοβαρής και μαζικής αριστερής πτέρυγας στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ, με την ηγεσία του ΚΚΕ – παρά τα «ταξικά» και «αγωνιστικά» φτιασίδια της πολιτικής της – να παίζει στην πράξη έναν υπονομευτικό ρόλο στην υπόθεση της αγωνιστικής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις εγκλωβισμένη στις εσωτερικές έριδες «κορυφής» που αποτελούν την ολέθρια συνέπεια της θολής, ρεφορμιστικής της πολιτικής, η άρχουσα τάξη αισθάνεται ότι, για την ώρα, δεν απειλείται η εξουσία της.
Ταυτόχρονα, όπως έδειξαν οι μυστικές συνομιλίες με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ για την εξασφάλιση συναίνεσης στις μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, η άρχουσα τάξη στηρίζεται απροκάλυπτα στο δεκανίκι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, την οποία μεταχειρίζεται όλο και πιο κυνικά, σαν υπηρετικό προσωπικό «μιας χρήσης».
Στην πολιτική εκτίμηση της περσινής πανελλαδικής μας συνάντησης τονίζαμε ότι « ..η ηπιότητα και η μετριοπάθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου θα γίνει γρήγορα μια μακρινή ανάμνηση, μαζί με τις όποιες αυταπάτες υπάρχουν ακόμα μέσα στις πλατειές μάζες των εργαζόμενων για την πολιτική και τις προθέσεις της..». Αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν λίγες μόλις βδομάδες από την ψήφιση αυτού του κειμένου.
Η αρχική πρόθεση της κυβέρνησης, ήταν να προχωρήσει προσεκτικά, για να περάσει σταδιακά το πολιτικό πρόγραμμα της αστικής τάξης, κάνοντας στην αρχή μερικές ανέξοδες μικρο-παραχωρήσεις, κύρια θεσμικού χαρακτήρα («λιγότερη γραφειοκρατία», «πιο χρηστή και διαφανή διαχείριση» κ.α). Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά, αποδεικνύοντας με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την απατηλή φύση του ρεφορμισμού και το ανέφικτο ακόμα και των πιο μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων πάνω στο έδαφος της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού. Οι προεκλογικές κραυγές του Παπανδρέου «λεφτά υπάρχουν», αλλά και οι επανειλημμένα αθετημένες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι «δεν θα ληφθούν άλλα μέτρα σε βάρος των αδύναμων», πέρα από την ξετσιπωσιά των ρεφορμιστών, αντανακλούσαν και αντανακλούν σε τελική ανάλυση και τον εμπειρικό τρόπο με τον οποίο κινείται η άρχουσα τάξη, η οποία, στη συντριπτική της πλειονότητα, ξαφνιάστηκε από τον ορμητικό ερχομό και το βάθος της κρίσης, όχι λιγότερο από τους εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση έχει γίνει μέσα σε λίγους μήνες, μια από τις πλέον μισητές και αδύναμες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Μπροστά στο πρώτο μαζικό σκίρτημα της ταξικής πάλης ή σε μια πολύ πιθανή εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να αντικατασταθεί από τους αστούς σαν μια «στυμμένη λεμονόκουπα».
Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται τώρα σε καθεστώς μεγάλης ανησυχίας. Από τη μια πλευρά αντιλαμβάνεται με απογοήτευση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός απαξιώνεται διεθνώς και από την άλλη, βλέπει με τρόμο ότι δεν διαθέτει μια βιώσιμη πολιτική λύση για να μπορέσει για διαφυλάξει τη σταθερότητα του καθεστώτος της, η οποία κλονίζεται μέρα με τη μέρα κάτω από το βάρος της τεράστιας δυσαρέσκειας που αναπτύσσεται στους κόλπους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του Αλέξη Παπαχελά στην «Καθημερινή» στις 24/10 : «…Ο κόσμος είναι θυμωμένος. Η μεσαία τάξη νιώθει ξαφνικά να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της… Οι Έλληνες είναι εξοργισμένοι με τους πολιτικούς γιατί καταλαβαίνουν ότι το συμβόλαιο που είχαν με τους ψηφοφόρους δεν ισχύει πια, ούτε δουλειές μπορούν να υποσχεθούν στο Δημόσιο ούτε να βελτιώσουν ουσιαστικά την καθημερινότητά τους… Μέσα σε αυτό το κλίμα της έντασης και της μιζέριας, εύκολο είναι να πιάσει μια φωτιά και να καρποφορήσει ο πολιτικός λόγος όσων έχουν καταστήσει το μνημόνιο «κόκκινο πανί». ……. Το επικίνδυνο βαρομετρικό που σχηματίζεται είναι προφανές: μια κυβέρνηση που θα καταρρέει γιατί δεν μπορεί να δέσει τα κορδόνια της …Υπάρχουν, εν τω μεταξύ, σοβαρότατοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και μπορούν να επιταχύνουν τις εξελίξεις. …Η νεολαία πάλι θέλει ένα σπίρτο για να πάρει φωτιά, γιατί ζει το δράμα της ανεργίας ..»
Στο δικό της πολιτικό στρατόπεδο, η αστική τάξη βλέπει να επικρατεί αβεβαιότητα, αστάθεια και σύγχυση. Τα αστικά κόμματα και οι αστικές ηγεσίες είναι σε κρίση και δείχνουν χτυπητή αδυναμία να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και να πείσουν τα παραδοσιακά μικροαστικά τους ακροατήρια, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Η αστική «μέχρι το μεδούλι» ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπέστη μια τρομερή απώλεια ψήφων και διασώθηκε πολιτικά μόνο εξαιτίας της μεγάλης αποχής και των μεγάλων επίσης απωλειών που κατέγραψε η ΝΔ. Το άθροισμα των ψήφων των αστικών κομμάτων (ΝΔ και ΛΑΟΣ) και στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν αποκαρδιωτικό, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, όπου τα κόμματα και σχήματα της παραδοσιακής, αλλά και της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς (στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές) καταγράφουν ψηλά ποσοστά, αποδεικνύοντας ότι το βλέμμα των χιλιάδων εργαζόμενων που στο παρελθόν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ δεν στρέφεται στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Τα πολύ χαμηλά ποσοστά των αστικών κομμάτων στις πόλεις αντανακλούν την τάση για «σπάσιμο» των παραδοσιακών συντηρητικών μικροαστικών στρωμάτων από το αστικό πολιτικό στρατόπεδο και την απώλεια της εμπιστοσύνης τους στον καπιταλισμό.
Το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης κάθε άλλο παρά είναι έτοιμο να κυβερνήσει. Εδώ και χρόνια είχαμε προβλέψει, ότι η Ν.Δ, αντανακλώντας την κρίση του συστήματος του οποίου αποτελεί πολιτικό θεματοφύλακα, θα όδευε – όπως και τελικά συνέβη – ολοταχώς σε μια διάσπαση ανάμεσα στην πτέρυγα της «λαϊκής δεξιάς» (Σαμαράς) και την «φιλελεύθερη», αλλά εξίσου αντιδραστική, «κεντρώα» της πτέρυγα (Μπακογιάννη) .
Η διάσπαση αυτή, είναι έκφραση των αντιθέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της άρχουσας τάξης πάνω στο έδαφος της κρίσης γύρω από την μικρότερη πλέον «πίττα» των κερδών, αλλά και πάνω σε ζητήματα πολιτικής στρατηγικής. Το κοινό νήμα που συνδέει τη ΝΔ του Σαμαρά και τη «Δημοκρατική Συμμαχία», είναι η αδυναμία τους να πείσουν τα υπό καταστροφή μεσαία στρώματα ότι έχουν μια πολιτική διεξόδου από την κρίση.
Η αντι-μνημονιακή γλώσσα του Σαμαρά έχει τόσο εξόφθαλμα δημαγωγικά χαρακτηριστικά, που προκάλεσε την ανοικτή δυσφορία του αστικού τύπου, αναγκάζοντάς τον τελικά να δεσμευθεί στις αρχές Φθινοπώρου ότι αν εκλεγεί η ΝΔ στην κυβέρνηση θα τηρήσει το Μνημόνιο.
Πρέπει ταυτόχρονα όμως να τονιστεί, ότι πίσω από τη δημαγωγία του Σαμαρά κρύβονται θέσεις ακραία αντιδραστικές από οικονομική άποψη, όπως εκείνη που ανακοινώθηκε στο πλαίσιο των «7 προτάσεων της ΝΔ για την αντιμετώπιση της κρίσης» τον περασμένο Ιούνιο και προβλέπει ένα ακόμα πιο «επιθετικό» πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων με εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, για να βρεθούν 50 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια. Ας σημειώσουμε εδώ, ότι στην ακίνητη αυτή περιουσία εντάσσονται 3 εκατομμύρια στρέμματα γης και μισό εκατομμύριο γη με κτίσματα, συνολικής αξία 300 δις ευρώ! Με άλλα λόγια, η κατά τα άλλα «πατριωτική» ηγεσία της ΝΔ, δηλώνει ότι δεν θα περιμένει τους δανειστές να κατασχέσουν κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει απομείνει υπό κρατικό έλεγχο σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων, αλλά θα φροντίσει να τους το χαρίσει προκαταβολικά.
Από την άλλη πλευρά, το νέο κόμμα της Μπακογιάννη, στο ιδρυτικό του μανιφέστο ανακοίνωσε, εκτός των άλλων, μια θέση απροκάλυπτου βοναπαρτισμού, δηλαδή την κατάργηση του δικαιώματος των συνδικάτων να προκηρύσσουν απεργία «χωρίς την σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων του χώρου», μαζί με την υποστήριξή ενός σχεδίου άμεσης απόλυσης 100-120.000 δημοσίων υπαλλήλων. Αν στις αντιδραστικές οικονομικά και πολιτικά θέσεις της ΝΔ και του νέου κόμματος της Μπακογιάννη, προσθέσουμε και την ενδυνάμωση τον τελευταίο καιρό, της εμφυλιοπολεμικής και μισο-ρατσιστικής ρητορικής του ΛΑΟΣ, με αυθεντικό εκπρόσωπο τον αναγνωρισμένο σαν «νούμερο 2» πλέον στο κόμμα, ημι-φασίστα Άδωνη Γεωργιάδη, βλέπουμε καθαρά να διαγράφεται μια τάση των αστών προς όλο και πιο ανοιχτά αντιδραστικές πολιτικές, μια συνολική μετατόπιση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου προς μια όλο και πιο ανοιχτά αντιδραστική κατεύθυνση.
Η τάση αυτή αντανακλάται όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο, αλλά και στον κρατικό μηχανισμό και στον αστικό πνευματικό κόσμο. Έτσι, μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί να περάσει το γεγονός της σκλήρυνσης της κρατικής καταστολής σε κάθε μικρή η μεγάλη κινητοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας τους τελευταίους μήνες, κάτω από τις ευλογίες και τις προτροπές του «σοβαρού» αστικού Τύπου, όπως εκείνη του Α. Παπαχελά στις 16/5 από την «Καθημερινή» προς «τον πολιτικό κόσμο» να αντιδράσει «δυναμικά και κάθετα» ενάντια στις «αριστερές οργανώσεις».
Ειδικά στις νεολαιίστικες διαδηλώσεις, υπάρχει μια εμφανής τάση να ενταθεί η αστυνομική βία και τρομοκρατία, με αδιάκριτους ξυλοδαρμούς, μαζικές συλλήψεις και οργανωμένες προβοκάτσιες. Σε αυτή την στάση βλέπουμε να αντανακλάται ξεκάθαρα η αγωνία της άρχουσας τάξης για τις πολιτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει ένα μαζικό κίνημα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια όπως εκείνο της διετίας 2006-2008, με αφετηρία τον ξεσηκωμό για το «άρθρο 16» και επίλογο την μαθητική εξέγερση για τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου.
Είναι βέβαιο ότι στα ένοπλα σώματα του κρατικού μηχανισμού διενεργούνται αφανείς, αλλά πολύ σημαντικές διεργασίες. Στους κόλπους της αστυνομίας και του στρατού και ειδικότερα στα ανώτερα κλιμάκια, τις επίλεκτες μονάδες και τις μυστικές υπηρεσίες θα αρχίζει και πάλι να εμφανίζεται η παραδοσιακή για τα δεδομένα του ελληνικού καπιταλισμού τάση «πιο ενεργής τους ανάμιξης» στην πολιτική. Όσο η «διασάλευση της τάξης» και το «χάος» θα κάνουν την εμφάνισή τους με τη μορφή απεργιών και διαδηλώσεων, τόσο περισσότερο τα ακραία στοιχεία θα κερδίζουν το «πάνω χέρι» σε αυτά τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, που από τη φύση τους αποτελούν ένα ευνοϊκό πεδίο εκδήλωσης ακραία αντιδραστικών συσπειρώσεων και συνομωσιών.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι μια γρήγορη κίνηση προς την κατεύθυνση μιας ανοικτά αντιδραστικής, βοναπαρτιστικής λύσης εξουσίας, όπως ένα αστυνομικό ή στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς είναι ανέφικτη, καθώς θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την ίδια τη βιωσιμότητα του αστικού καθεστώτος. Για να καταφύγουν οι αστοί σε μια τέτοια λύση, θα πρέπει πρώτα να εξαντληθούν όλα τα «δημοκρατικά» μέσα διακυβέρνησης και επίσης, το πιθανότερο είναι πρώτα να έχει επέλθει μια αποφασιστική ήττα για το εργατικό κίνημα, που θα το έχει οδηγήσει σε μια συντριβή ηθικού και μια βαθειά αποδιοργάνωση.
Η μη γρήγορη και εύκολη κίνηση προς την αντίδραση την επόμενη περίοδο, δεν σημαίνει καθόλου ότι το αστικό καθεστώς δεν θα ενσωματώνει στην στάση του έναντι στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία όλο και πιο αντιδραστικές μεθόδους. Η δημιουργία νέων αναβαθμισμένων σωμάτων και δομών καταστολής και η υλική και ηθική ενίσχυση των υφιστάμενων, η δημιουργία ενός όλο και πιο αυταρχικού νομικού πλαισίου για τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και την πολιτική αντικαθεστωτική δράση, η κυβέρνηση «κοινής αποδοχής» με μη εκλεγμένα, μη πολιτικά πρόσωπα, ακόμα και η λύση της διακυβέρνησης με διατάγματα φαίνεται να είναι μέσα στις βλέψεις και τα σχέδια των αστικών επιτελείων.
Το περασμένο καλοκαίρι ο «έγκριτος» δημοσιογράφος Τ. Τέλογλου φανέρωσε αυτούς τους προσανατολισμούς γράφοντας ανοιχτά για την ανάγκη μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» που θα αναστείλει άρθρα του Συντάγματος και θα περιορίσει το δικαίωμα στις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Ας δούμε πως ο Αλέξης Παπαχελάς από την «Καθημερινή» στις 24/10 αιτιολογούσε αυτούς τους προσανατολισμούς: «..Η μόνη λύση μέσα σε όλο αυτό σκηνικό είναι το πολιτικό σύστημα να ξυπνήσει και να καταλάβει τι συμβαίνει. Η χώρα δεν κυβερνιέται με αρλούμπες του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή «θα μηδενίσω το έλλειμμα το 2011». Δεν κυβερνιέται, επίσης, με άπειρους πρίγκιπες και φθαρμένα κομματικά υλικά. Δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. μαζί διαθέτουν ελάχιστο πολιτικό προσωπικό που μπορεί να ανταποκριθεί στο σημερινό αδιέξοδο. Γι’ αυτό, ο μόνος δρόμος είναι δυστυχώς ο δρόμος του μαρτυρίου, αλλά με εθνική συνεννόηση, με αξιοποίηση τεχνοκρατών κάθε απόχρωσης και ένα πειστικό όραμα που θα κάνει τον Έλληνα να βρει τον καλύτερό του εαυτό και να δώσει μια δύσκολη μάχη με την πίστη πως στο τέλος θα βγει κερδισμένος…». Φυσικά ο «δρόμος του μαρτυρίου» δεν είναι άλλος από αυτόν που υπονοείται σαφώς εδώ από τον στρατηγικό αυτό αναλυτή της άρχουσας τάξης : ένας όσο γίνεται πιο «δημοκρατικοφανής» και «οικουμενικός» βοναπαρτισμός.
Συνεχίζεται …
(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)