Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕλληνικές προοπτικές - Μέρος Ζ΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνικές προοπτικές – Μέρος Ζ΄

Πρόσφατα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλ. Παπαδόπουλος, άνθρωπος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους κόλπους της άρχουσας τάξης για την αφοσίωση στα συμφέροντά της, έδωσε μια διάλεξη για την κρίση (24/11/2010) που αποτελεί ένα μανιφέστο στρατηγικής για την άρχουσα τάξη και συνεπώς αξίζει να εξετάσουμε τα πιο βασικά του στοιχεία γιατί απηχεί τις γενικές προθέσεις και τους φόβους της, με έναν αυθεντικό τρόπο.
Ο Παπαδόπουλος στην ομιλία του εξέφρασε τους φόβους της ελληνικής μπουρζουαζίας για μια κοινωνική και πολιτική στροφή της χώρας στ’ αριστερά : «..Φοβάμαι δηλαδή ότι εκπνέουν οι ψυχικές αντοχές και ότι το ψυχολογικό φορτίο υποστήριξης ρεαλιστικών πολιτικών από τις ιθύνουσες δυνάμεις της χώρας έχει φτάσει στα όριά του.. Είναι έτοιμη η κοινωνία μας σήμερα να παραδοθεί στον ανεξέλεγκτο μικροαστικό λαϊκισμό.». Στη συνέχεια, μίλησε για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων που θα πρέπει να είναι «χωρίς φραγμούς» και κατέληξε στην υπεράσπιση μια λύσης δημοκρατικοφανούς βοναπαρτισμού : «Προτείνω μέσα στο 2011 η Βουλή να εγκρίνει τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης επιτροπής κύρους, η οποία θα συντάξει ένα θαρραλέο και ριζοσπαστικό “πενταετές πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης”, στην ουσία δηλ. ένα σχέδιο αναγέννησης, που θα οδηγήσει τη χώρα συντεταγμένα, πειθαρχημένα και χρονοστοχευμένα στην έξοδο από την κρίση. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να κριθεί από το λαό με εκλογές – το ξαναλέω μ’ ΕΚΛΟΓΕΣ ….».
Είναι εμφανές εδώ το ντροπαλό φλέρτ με τον βοναπαρτισμό : μια «ανεξάρτητη» (προφανώς από τον λαό) «επιτροπή κύρους» (προφανώς στην άρχουσα τάξη) που θα καθοδηγήσει «πειθαρχημένα» και «συντεταγμένα» (δηλαδή με μεθόδους όχι και τόσο δημοκρατικές, όπως διατάγματα κλπ) τη χώρα για πέντε χρόνια (παρ’ ότι υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια στο Σύνταγμα που ορίζει ότι η θητεία μιας κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι το πολύ τετραετής..). Και φυσικά, με την έμφαση που δίνει ο ομιλητής στις εκλογές, είναι επίσης εμφανές το άγχος να μην εκτεθεί ανοιχτά η βοναπαρτιστική ουσία αυτού του τύπου διακυβέρνησης, που επιβεβαιώνει την εκτίμησή μας για μια πολύ προσεκτική και όχι βεβιασμένη από την πλευρά της άρχουσας τάξης στάση απέναντι στην λύση ενός ανοιχτού βοναπαρτισμού.
Το πρόβλημα όμως για τους αστούς σε σχέση με την προοπτική μιας τέτοιας κυβέρνησης «οικουμενικής αποδοχής», είναι ότι όλα τα αναγκαία κομματικά της στηρίγματα είναι πολύ αδύναμα. Η δεξιά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μετράει αντίστροφα την κυβερνητική της θητεία, έχοντας χάσει την υποστήριξη της μισής εκλογικής της βάσης μέσα σε ένα χρόνο. Η ΝΔ, έχει αποτύχει να συσπειρώσει ακόμα και τον σκληρό πυρήνα της παραδοσιακής της βάσης. Το ΛΑΟΣ είναι σε μια διαρκή φθίνουσα πορεία, εντελώς ανήμπορο να επωφεληθεί από τη φθορά της ΝΔ. Το κόμμα της Μπακογιάννη δεν δείχνει ότι μπορεί να έχει μια αξιοσημείωτη απήχηση για να αποτελέσει ένα κυβερνητικό στήριγμα με κύρος, καθώς σε όλα τα μέχρι τώρα γκάλοπ εμφανίζεται να μένει καθαρά εκτός Βουλής. Τέλος, η «Δημοκρατική Αριστερά» «πνέει τα λοίσθια» από τα πρώτα της κιόλας βήματα και δείχνει και αυτή πως δεν θα έχει θέση στη Βουλή σε περίπτωση εκλογών. Συνεπώς όλα μαρτυρούν ότι μετά την πιθανή πτώση της παρούσας κυβέρνησης, θα ανοίξει μια περίοδος αδύναμων εναλλασσόμενων στην εξουσία κυβερνήσεων συνεργασίας, πληγωμένων από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της κρίσης και της εργατικής και νεολαιίστικης οργής.
Πρέπει να τονίσουμε ότι η εργατική τάξη την επόμενη περίοδο αναπόφευκτα θα έχει σημαντικές ευκαιρίες να πάρει την εξουσία. Όμως αν αυτό δεν συμβεί – και εδώ ο αποφασιστικότερος παράγοντας είναι πάντα η ύπαρξη της κατάλληλης επαναστατικής ηγεσίας – η κίνηση της αστικής τάξης σε κάποιο στάδιο, προς την κατεύθυνση της ανοικτής αντίδρασης είναι βέβαιη. Σε εκείνο το απευκταίο στάδιο, όπου οι αλλεπάλληλες μάχες των εργαζόμενων μαζών με την άρχουσα τάξη θα έχουν αποβεί άκαρπες έχοντας δημιουργήσει μια κατάσταση χάους στην οικονομία και τρομερής πολιτικής αστάθειας για το καθεστώς, η διακριθείσα ιστορικά για την βίαιη και βάρβαρη καταστολή των επαναστατικών κινημάτων ελληνική άρχουσα τάξη, θα εγκαταλείψει τα ψευτο-δημοκρατικά της «ταμπού» και θα θέσει ξανά με ανατριχιαστική ψυχρότητα  στη «διάθεση» των αμφισβητιών της εξουσίας της όλα τα «κολαστήρια» που έχει στη διάθεσή της.
Κατά συνέπεια, μαζί με την αυταπάτη για έναν «ισχυρό» και «ευημερούντα» ελληνικό καπιταλισμό, αργοσβήνει παράλληλα και η εδραιωμένη τάχα, ελληνική αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτό το συμπέρασμα αποτελεί μια σοβαρή προειδοποίηση για την εργατική τάξη και τη νεολαία, αλλά πάνω από όλα για την Αριστερά.

Εργατική τάξη και εργατικό κίνημα

Η εργατική τάξη της χώρας δέχεται σήμερα την μεγαλύτερη επίθεση από την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Η ανεργία έχει μετατραπεί σε έναν καθημερινό εφιάλτη, καθώς τα τελευταία επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για 717.382 ανέργους, 101.551 περισσότερους από πέρσι, με συνολικό επίσημο ποσοστό 12,5 % και με πρόβλεψη από την Κομισιόν για άνοδο στο 15% το ερχόμενο έτος. Σύμφωνα με στοιχεία των Εμπόρων το 43% του συνόλου των επιχειρήσεων στον κλάδο σχεδιάζει απολύσεις εργαζομένων. Χωρίς τα στοιχεία του τελευταίου μήνα (Δεκέμβριος) οι απολύσεις μέσα στο 2010 θα ξεπεράσουν συνολικά τις 850.000. (στοιχεία του ΣΕΠΕ).

Επιπλέον, η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων έχει μειωθεί δραματικά. Σύμφωνα με το ΕΚΑ και το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ οι κατώτατοι μισθοί αντιστοιχούν πλέον στα επίπεδα του 1984! Μετά από επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων της «Eurostat» για το 2009, από το σύνολο των φτωχών Ελλήνων που ζουν με λιγότερα από 6.000 ευρώ τον χρόνο, οι 850.000 είναι εργαζόμενοι με ελαστικές μορφές εργασίας (τετράωρα – τετραήμερη εργασία, εκ περιτροπής εργασία κ.ά.), οι 475.000 είναι συνταξιούχοι και οι 680.000 άνεργοι.
Ο θυελλώδης ερχομός της κρίσης και η απότομη κατρακύλα του ελληνικού καπιταλισμού προς τη χρεοκοπία, ξάφνιασαν την εργατική τάξη της Ελλάδας και λειτούργησαν σαν ένα μεγάλο σοκ στη συνείδησή της. Ασφαλώς, τις 2 τελευταίες δεκαετίες οι πλατειές μάζες της εργατικής τάξης είχαν συνηθίσει στην ιδέα της λιτότητας και της διαρκούς ανασφάλειας. Αλλά η 10ετής ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού τις είχε κάνει να ελπίζουν ότι πιθανά με μια δεύτερη, προσωρινή, κακοπληρωμένη δουλειά ή μέσα από τον σχετικά εύκολο – αν και πανάκριβο – δανεισμό από τις τράπεζες, υπήρχε η δυνατότητα να εξασφαλιστεί μια ανεκτή διαβίωση. Η κρίση ήρθε από τις αρχές του 2010 να συντρίψει ακόμα και αυτές τις αναιμικές αυταπάτες για μια καλύτερη ζωή μέσα στον καπιταλισμό. Τώρα οι πλατειές μάζες των εργαζόμενων βρίσκονται σε καθεστώς απόγνωσης, απελπισίας και εκρηκτικής οργής, καθώς αισθάνονται ότι οι θυσίες, τα όνειρα και οι κόποι δεκαετιών χάνονται μέσα σε μόλις λίγους μήνες.
Ειδικά οι γενιές εργαζόμενων μέσης ηλικίας (35-55) που έχουν δημιουργήσει οικογένειες, μεγαλώνουν παιδιά και ταυτόχρονα βλέπουν τους συνταξιούχους γονείς τους να εξαθλιώνονται την ώρα που οι ίδιοι χάνουν τις δουλειές τους ή βιώνουν τεράστιες απώλειες μισθών, βρίσκονται υπό την επήρεια ενός σοκ, που δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα μπορούσαν να υποστούν και είναι απόλυτα φυσικό να αντιδρούν σπασμωδικά και αντιφατικά. Καθόλου τυχαία δεν είναι τα στοιχεία των ερευνών που μιλούν για μαζικές καταθλιπτικές τάσεις στις παραγωγικές ηλικίες. Έτσι σύμφωνα με έρευνα της «Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας» που δημοσιεύθηκε την 1η Δεκέμβρη το 70% των Ελλήνων σε παραγωγική ηλικία βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Όσοι δήθεν «υπερ-επαναστάτες», βλέποντας όλους αυτούς τους ανθρώπους να εμφανίζονται σήμερα πολύ δύσπιστοι έναντι των αριστερών κομμάτων, των συνδικάτων και των απεργιών, τάχα απορούν για την «παθητικότητα» ή την «απραξία» τους, απέχουν έτη φωτός από τη ζωή της εργατικής τάξης και είναι απλά μικροαστοί υποκριτές ή αγιάτρευτα σεχταριστές.
Τι άλλο μπορούμε να ζητήσουμε από την εργατική τάξη της χώρας τα τελευταία χρόνια; Από το 2005 μέχρι το περασμένο καλοκαίρι συμμετείχε – αρκετές φορές πολύ μαζικά – σε έναν μεγάλο αριθμό γενικών απεργιών, που αποτελεί ρεκόρ σε όλη την ιστορία του ελληνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από τότε έως σήμερα και ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ένα σημαντικό τμήμα της, έδειξε ότι στρέφει το βλέμμα στα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς για να αναζητήσει πολιτική λύση, χωρίς να ξεχνάμε τη χρονιά της πρωτοφανούς ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις δημοσκοπήσεις, που πέρασε εντελώς ανεκμετάλλευτη από την ηγεσία του.
Παρά τον ορμητικό ερχομό τις κρίσης και ουσιαστικά χωρίς ηγεσία, έχοντας να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο την ελληνική άρχουσα τάξη, αλλά τον συνασπισμένο δυτικό ιμπεριαλισμό στο πρόσωπο των αδυσώπητων εκπροσώπων της «τρόικα», σε συνδυασμό με τον απροκάλυπτα προδοτικό ρόλο της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, τον ύπουλο ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και τον πανικό και την αδυναμία των ηγεσιών της Αριστεράς καθώς το καθήκον της εξουσίας αρχίζει να τους «χτυπάει την πόρτα», εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι τους προηγούμενους μήνες «έσφιξαν τα δόντια» και συμμετείχαν σε μαζικούς αγώνες. Και είναι βέβαιο, όπως ήδη έχουμε εξηγήσει στα άρθρα μας, ότι με μια άλλη, στοιχειωδώς ταξικά σκεπτόμενη ηγεσία, το μεγάλο απεργιακό κίνημα του περασμένου Απριλίου – Μαΐου μπορούσε να είχε νικήσει.
Δυστυχώς όμως, για άλλη μια φορά το κίνημα οδηγήθηκε από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία μεθοδικά σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα, την αναπτυσσόμενη αγωνιστική διάθεση της Άνοιξης να διαδεχθεί ένα κλίμα σύγχυσης και απόγνωσης μέσα στις μάζες, που εκφράστηκε με την τεράστια αποχή στις εκλογές. Αυτή είναι μια πολύ φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση μετά την ήττα του κινήματος ενάντια στο Μνημόνιο και με δεδομένη την  απουσία μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης εξουσίας.
Ταυτόχρονα όμως, η μικρή αλλά αξιοσημείωτη άνοδος του ΚΚΕ, αλλά και της «ΑΝΤΑΡΣΥΑ» στις δημοτικές εκλογές, έδειξε ότι η τάξη, ξεκινώντας από τα πιο νεαρά και προχωρημένα της τμήματα, αρχίζει να στρέφεται προς τ’ αριστερά. Επίσης, το κλίμα μαζικού αναβρασμού που εμφανίζεται σε σχολεία και Πανεπιστήμια αυτή την περίοδο είναι ένα επιπλέον δείγμα για μια ακόμα πιο ισχυρή στροφής των μαζών της τάξης προς μια ριζοσπαστική κατεύθυνση στο άμεσο μέλλον.
Αυτή η διαδικασία ασφαλώς δεν μπορεί παρά να είναι αντιφατική και όχι «ευθύγραμμη». Οι πλατειές μάζες είναι ακόμα υπό το κράτος των σοκ της βαθειάς κρίσης. Η απουσία μιας «ριζωμένης» σε αυτές επαναστατικής ηγεσίας που θα μπορούσε να τις εκπαιδεύσει στην βάση της εξαγωγής σωστών ταξικών και πολιτικών συμπερασμάτων και να τις προσανατολίσει στο καθήκον της κατάληψης της εξουσίας, κάνει αποκλειστικό βοηθό των μαζών την ίδια την εμπειρία τους. Έτσι μοιραία, η διαδικασία εξαγωγής επαναστατικών συμπερασμάτων θα καθυστερήσει, αντανακλώντας την εφήμερη επιρροή της αστικής κοινής γνώμης και την ρεφορμιστική  σύγχυση που διοχετεύουν στις εργαζόμενες μάζες οι ηγεσίες τους. Όμως είναι βέβαιο, ότι σήμερα βρισκόμαστε πλέον στις παραμονές  της.
Ξεκινώντας από τα πιο πρωτοπόρα της τμήματα, η τάξη θα αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο δρόμος του σκληρού αγώνα για την εξουσία και την εκ βάθρων αλλαγή της κοινωνίας είναι η μόνη λύση. Οι νέοι μαχητικοί και μαζικοί αγώνες που βρίσκονται μπροστά μας θα είναι μόνο η μια όψη αυτής της διαδικασίας. Η άλλη θα είναι η πολιτική αποκρυστάλλωσή της στις μαζικές εργατικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές και πολιτικές, με μια στροφή τους προς τ’ αριστερά.
Η κατάσταση σήμερα στα συνδικάτα συνεχίζει να είναι αντιφατική. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, κύρια στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών, σαν αποτέλεσμα της εργοδοτικής τρομοκρατίας και της «σφραγιδοποίησης» δεκάδων σωματείων από την απραξία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, μένουν στην συντριπτική τους πλειονότητα συνδικαλιστικά ανενεργοί και ανοργάνωτοι. Παρ΄ όλα αυτά, το τελευταίο διάστημα έχουμε δείγματα σημαντικών μαχών σε μια σειρά επιχειρήσεων, ενάντια σε απολύσεις, που επανασυνδέουν ιδιαίτερα ένα τμήμα της νεότερης γενιάς εργαζομένων με τη συνδικαλιστική δράση.
Η εργαζόμενη νεολαία ζει μια ζοφερή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από εξαντλητικά ωράρια και χαμηλούς μισθούς, ενώ πλέον η εργασία μέχρι τα 25 είναι υποχρεωτικά ανασφάλιστη, με απολαβές κατώτερες της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ανεξαρτήτως πτυχίου. Η εργασιακή σκλαβιά κάνει την εργαζόμενη νεολαία ένα «καζάνι που βράζει». Έχουμε ήδη δει κάποια αξιοθαύμαστα δείγματα μαχητικών αγώνων από τους νέους εργαζόμενους, όπως ήταν οι κινητοποιήσεις στα «stage». Αυτές οι κινητοποιήσεις είναι μια μικρογραφία του τι θα ακολουθήσει την επόμενη περίοδο από το σύνολο  της εργαζόμενης νεολαίας. Είναι βέβαιο ότι αυτό το στρώμα εργαζομένων θα παίξει ένα κομβικό ρόλο στην ταξική πάλη μπαίνοντας στη εμπροσθοφυλακή του αγώνα.
Ακόμη όμως είμαστε στα πρώιμα στάδια αυτής της διαδικασίας. Οι νέοι εργαζόμενοι δεν έχουν ακόμη κινηθεί προς τα συνδικάτα. Σχετικές έρευνες για λογαριασμό της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι, η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Αυτή η κατάσταση αναπόφευκτα θα αλλάξει. Η κίνηση των νέων εργαζομένων προς τα συνδικάτα θα ασκήσει τεράστιες πιέσεις πάνω στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα μεταβάλει την κατάσταση στα συνδικάτα.
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις μεγάλες επιχειρήσεις όπου τα συνδικάτα είναι ισχυρότερα, η κίνηση προς αυτά είναι μεγαλύτερη και έτσι η πίεση προς την συνδικαλιστική γραφειοκρατία να οργανωθούν αποτελεσματικοί αγώνες γίνεται ασφυκτική. Με επίκεντρο αυτά τα συνδικάτα είναι που θα αρχίσει να συντελείται η αλλαγή ηγεσίας στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο ολέθριος ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχει πλέον συνειδητοποιηθεί ακόμα και από τον πιο καθυστερημένο εργάτη. Η μυστική συμφωνία του Παναγόπουλου με τον ΣΕΒ για μειώσεις μισθών «ήταν η κορυφή του παγόβουνου» μιας προκλητικά προδοτικής τακτικής. Η κυρίαρχη συνδικαλιστική ηγεσία είχε μια πλήρη εικόνα της επερχόμενης επίθεσης από το περασμένο Φθινόπωρο, όμως άφησε τον καιρό να περνά, χωρίς ένα μακρόπνοο πρόγραμμα πάλης και δίχως ενιαίο συντονισμό του αγώνα. Ακολουθώντας μια κλασσική συνταγή εκτόνωσης και εξώθησης των αγώνων σε αδιέξοδο, περίμενε πρώτα τα χτυπήματα της κυβέρνησης και μετά αντιδρούσε αποσπασματικά, με σποραδικές 24ωρες γενικές απεργίες, κύρια τις ημέρες της ψήφισης των μέτρων στη Βουλή, σε μια λογική αντίστασης για την «τιμή των όπλων». Παρ’ ότι οι εργαζόμενοι συμμετείχαν στα πιο σημαντικά από αυτά τα καλέσματα αγώνα, ούτε μια στιγμή δεν απέκτησαν την πίστη ότι αυτού του είδους οι αγώνες μπορούν να οδηγήσουν σε νίκες. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα το εργατικό κίνημα να έχει συσσωρεύσει όλο το κόστος των εισοδηματικών απωλειών από τις κινητοποιήσεις, αλλά και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε η αδυναμία τους να εμποδίσουν την κυβέρνηση.
Αμέσως μετά την ήττα του κινήματος ενάντια στο Μνημόνιο, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ελπίζοντας πως η καταιγίδα των αντεργατικών μέτρων θα κατασιγάσει για λίγο και η εργατική τάξη με την ψυχολογία της ήττας θα αποτραβηχτεί από το προσκήνιο, έσπευσε δια στόματος Παναγόπουλου να προαναγγείλει ταξική ειρήνη, ελπίζοντας ότι η πίεση της βάσης πάνω της θα μετριαστεί. Συνειδητοποιώντας ότι η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων αποδυναμώνει τον δικό της ρόλο σαν διαμεσολαβητή με τους αστούς, η γραφειοκρατία επιδόθηκε σε μια εναγώνια προσπάθεια να συμφωνήσει με τους βιομήχανους την εικονική έστω διατήρηση των συλλογικών συμβάσεων, για να σώσει το τομάρι της, με αντάλλαγμα το «πράσινο φως» για την μείωση των μισθών.
Όμως για άλλη μια φορά, η εμπιστοσύνη των γραφειοκρατών στον καπιταλισμό και η υποτίμηση της νοημοσύνης της εργατικής τάξης αποδεικνύεται λαθεμένη. Το νέο κύμα επιθέσεων της άρχουσας τάξης σε συνδυασμό με την αυξανόμενη πίεση κύρια από τη βάση των συνδικάτων των ΔΕΚΟ, ανάγκασε την ηγεσία να προκηρύξει μια νέα 24ωρη γενική απεργία, αποδεικνύοντας πως οι προθέσεις της δεν μπορούν να επιβληθούν όταν το «ζωντανό» κίνημα είναι σε αναβρασμό και ξαναμπαίνει σε κίνηση.
Οι απεργίες στις ΔΕΚΟ και η νέα γενική απεργία, πολλαπλασιάζουν την πίεση στην ηγεσία. Όλες οι συνθήκες είναι ώριμες για την ανοιχτή αμφισβήτηση της ηγεσίας Παναγόπουλου από τη βάση και τα στελέχη της ΠΑΣΚΕ, σηματοδοτώντας μια πορεία  ενδυνάμωσης της αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στην παράταξη.
Από τη δική τους πλευρά, οι δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς στα συνδικάτα εμφανίζονται εντελώς αδύναμες να κερδίσουν την υποστήριξη των εργαζόμενων. Η ηγεσία του ΠΑΜΕ κλιμάκωσε την τακτική των χωριστών «γενικών» απεργιών, με κινητοποιήσεις που συσπείρωσαν τελικά ένα πολύ μικρό τμήμα της τάξης, απογοητεύοντας με την αναιμική τους απήχηση και την τυχοδιωκτική λογική που οργανώθηκαν τους εργαζόμενους, αντί να τους δώσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Σε μια εποχή τεράστιας επίθεσης οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη μαζικούς και ενωτικούς αγώνες. Οι μικρές, αποσπασματικές και χωριστές κινητοποιήσεις, αντί να βοηθούν το κίνημα το κουράζουν, το αποδιοργανώνουν και το αποπροσανατολίζουν. Από αυτή τη σκοπιά είναι τρομερά επιζήμιες.
Προς το παρόν, η ηγεσία του ΠΑΜΕ αισθάνεται αδύναμη να προχωρήσει σε ένα συνολικό, οργανωτικό «σπάσιμο» από τη ΓΣΕΕ. Το ενδεχόμενο αυτό όμως είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί σαν αποτέλεσμα των διεργασιών που θα υπάρξουν μέσα στην ΠΑΣΚΕ. Αν η ηγεσία Παναγόπουλου έχοντας οδηγήσει στην μια ήττα μετά την άλλη αντικατασταθεί από μια αριστερή ηγεσία, τότε με πρόσχημα τις ήττες, φοβούμενη τις επιπτώσεις από την αναπόφευκτη ανάπτυξη ενωτικών διαθέσεων στη βάση της, η ηγεσία του ΠΑΜΕ είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τα σχέδια οργανωτικής διάσπασης της ΓΣΕΕ που έχει στο συρτάρι. Μια ενδεχόμενη νέα εκλογική άνοδος του ΚΚΕ που θα κάνει την ηγεσία του πιο ισχυρή, είναι πιθανό να αποτελέσει την ενδεδειγμένη συγκυρία για να προχωρήσει το ΠΑΜΕ σε αυτό το τρομερά επιζήμιο για το εργατικό κίνημα εγχείρημα, που θα λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα για μεγάλες αντι-ηγετικές «εκρήξεις» στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού σχήματος, αλλά και του κόμματος. Πάντως, η «πρόβα» μιας  οργανωτικής διάσπασης γίνεται από τώρα σε ορισμένους εργατικούς χώρους, όπως η ΔΕΗ και οι τράπεζες, όπου το ΠΑΜΕ έχει δημιουργήσει δυο «παράλληλα» συνδικάτα στη ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ και την ΟΤΟΕ.
Τέλος, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν ανήμπορες να πάρουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες μέσα στο εργατικό κίνημα. Η τακτική τους τις έχει κάνει ουραγό των σεχτών, επιβεβαιώνοντας την αναιμική σχέση του κόμματος και του σχήματος γενικότερα με την εργατική τάξη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια σειρά χώρους, κύρια του ιδιωτικού τομέα, εξαιτίας της ανυποληψίας της ΠΑΣΚΕ και της καχυποψίας για το ρόλο του ΠΑΜΕ είναι δυνατό οι παρατάξεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και της «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς» να αναπτύξουν την επιρροή τους και να γίνουν σημείο αναφοράς για νέα μαχητικά, ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα εργαζομένων.
Σήμερα, οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια φάση απογοήτευσης, συσσωρευμένης οργής, αλλά και εξαγωγής συμπερασμάτων. Η εργατική τάξη δεν είναι δυνατό – ιδιαίτερα σε συνθήκες βαθειάς κρίσης όπως οι σημερινές – να βρίσκεται διαρκώς στους δρόμους. Η ήττα του προηγούμενου απεργιακού κινήματος και η απουσία μιας ορατής πολιτικής εναλλακτικής λύσης κρατάει σε αυτή τη φάση τις πλατειές εργατικές μάζες σε μια κατάσταση αμηχανίας, που όμως δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα απανωτά χτυπήματα της κυβέρνησης κάτω από την πίεση του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού, ανά πάσα στιγμή μπορούν να παράγουν μαχητικά κινήματα σε χώρους όπως σήμερα βλέπουμε να συμβαίνει με τις ΔΕΚΟ ή ακόμα και νέα γενικευμένα απεργιακά κινήματα με την έλευση του νέου χρόνου. Πάνω στο «καμίνι» αυτών των απεργιακών κινημάτων η τάξη θα εκπαιδευτεί και αναπόφευκτα θα αρχίζει να βγάζει επαναστατικά συμπεράσματα, επαναδιεκδικώντας τον έλεγχο των παραδοσιακών συνδικάτων και κομμάτων της από τη ρεφορμιστική γραφειοκρατία.
Συνεχίζεται…
(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)

Επιστροφή στη σελίδα <Ελληνικές προοπτικές 2011 >

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα