Ο διάσημος αστός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν δήλωσε πρόσφατα : «..Στην πραγματικότητα, η συμφωνία πως η Ελλάδα θα οδηγηθεί τελικά σε χρεοκοπία είναι πολύ αισιόδοξη. Πείθομαι ολοένα και περισσότερο πως η Ελλάδα θα καταλήξει επίσης σε έξοδο από το ευρώ…. Εάν δεν έχουν υποχωρήσει οι τιμές στο εσωτερικό και δεν έχει υπάρξει αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω μικρότερης αύξησης των μισθών από την παραγωγικότητα, στην πορεία, χώρες όπως η Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα ανάπτυξης το οποίο δεν θα μπορεί να επιλυθεί με αναδιάρθρωση του χρέους, κάτι που σημαίνει ότι η επιλογή εξόδου από το ευρώ παραμένει στο τραπέζι ως μια πιθανότητα…»
Μια σοβαρή ανάλυση της παρούσας κατάστασης του ελληνικού καπιταλισμού στο φως της βαθειάς ύφεσης και της αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους από το ελληνικό κράτος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η έξοδος της Ελλάδας (αλλά και άλλων υπερχρεωμένων χωρών) από το ευρώ αποτελεί μια πολύ σοβαρή πιθανότητα, για να μετριαστεί η επίδραση πάνω στο ευρώ από μια διαγραφόμενη μόνιμη ελληνική ύφεση και μια επικείμενη ελληνική χρεοκοπία.
Μια ελληνική κυβέρνηση με τα χαρακτηριστικά της σημερινής, όταν τεθεί το θέμα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, αναμένεται να αντιδράσει συναινετικά, καθώς η αδυναμία της να δανειστεί από τις αγορές θα κάνει την εξάρτησή της από τους πιστωτές της «τρόικα» ακόμα πιο έντονη. Μια επιστροφή στη δραχμή θα συνοδευτεί από μια άμεση υποτίμησή της, έτσι ώστε σε συνθήκες μόνιμης και βαθειάς ύφεσης η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα – ειδικά το πιο εύρωστό της τμήμα που επιδίδεται σε εξαγωγική δραστηριότητα – να ρίξει αποφασιστικά το εργατικό κόστος, να κάνει φθηνότερες της εξαγωγές της και ταυτόχρονα, να κάνει ακριβότερα και λιγότερο ανταγωνιστικά τα εισαγόμενα εμπορεύματα και ελκυστικότερο (φθηνότερο) τον τουρισμό.
Ωστόσο, η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμησή της, δεν είναι καθόλου εγγυημένο ότι θα οδηγήσουν σε μια ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, ειδικά από τη στιγμή που θα συμβεί σε συνθήκες μια πιθανής δεύτερης διεθνούς ύφεσης και κλιμακούμενου προστατευτισμού, με αλυσιδωτές νομισματικές υποτιμήσεις και δασμολογικά μέτρα.
Καταρχάς, επειδή το δημόσιο χρέος κατά τα 2/3 τουλάχιστον είναι σε ρήτρα ευρώ και η επιστροφή σε ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα θα το εκτοξεύσει στα ύψη, η οποιαδήποτε κίνηση πίσω στη δραχμή θα πρέπει να έρθει μετά από μια εκτεταμένη περικοπή του δημόσιου χρέους, αλλιώς θα σημάνει μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Επίσης, η υποτιμημένη δραχμή θα έχει σαν συνέπεια την ανατίμηση των πρώτων υλών, των τεχνολογικών αγαθών και των καυσίμων που θα εισάγονται από το εξωτερικό. Γενικότερα, σε σχέση με τις πληρωμές στο εξωτερικό, το ζήτημα είναι ότι κανείς δεν θα θέλει τη νέα δραχμή, γιατί όλοι θα γνωρίζουν πως η επανεισαγωγή της γίνεται για να μπορεί η Ελλάδα να την υποτιμήσει και ότι αυτό θα επαναλαμβάνεται στο άμεσο μέλλον. Αυτό μπορεί να αποβεί ακόμα και καταστροφικό, καθώς η χώρα έχει περιορισμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα (περίπου 3,4 δις δολάρια) και ο χρυσός της είναι κατατεθειμένος στην έδρα της ΕΚΤ. Επίσης, στο διάστημα λίγο πριν την επιστροφή της δραχμής, αναπόφευκτα η χώρα θα υποστεί μια απότομη και σημαντική εκροή κεφαλαίων.
Τέλος, από τη σκοπιά της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στον σύγχρονο κόσμο, μια επιστροφή στη δραχμή θα αποτελέσει και την τυπική πράξη της μετατροπής της καπιταλιστικής Ελλάδας, από μια οικονομικά ανερχόμενη, τοπική ιμπεριαλιστική δύναμη της περιφέρειας της Ευρώπης, σε ένα βαριά χτυπημένο από την κρίση, ξεπεσμένο καπιταλιστικό κράτος, με αυξημένο συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια βαθμό οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης.
Σε κάθε περίπτωση, για την εργατική τάξη το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή με μια ταυτόχρονη υποτίμηση πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, θα σηματοδοτήσει τη διατήρηση και επέκταση της σημερινής μιζέριας, καθώς θα οδηγήσει σε μια απότομη, περαιτέρω αποδυνάμωση της αγοραστικής της δύναμης. Η έμπρακτη απόδειξη για αυτό, είναι η εμπειρία των 3 βασικών υποτιμήσεων της δραχμής κατά τις 2 τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξής της που μιλάει από μόνη της, δηλαδή των υποτιμήσεων του 1983, του 1985 και του 1998. Και οι τρεις αυτές υποτιμήσεις επέφεραν ραγδαία πτώση της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων.
Εξαιτίας του ότι οι εισαγωγές θα γίνουν ακριβότερες και επίσης, σαν αποτέλεσμα της δυνατότητας που θα έχει το κράτος να μπορεί ανενόχλητο να τυπώνει χαρτονομίσματα για να πληρώνει με αυτά τις υποχρεώσεις του στο εσωτερικό, ο πληθωρισμός θα «ροκανίσει» ανελέητα το εργατικό εισόδημα. Επίσης, με την υποτιμημένη δραχμή και ο δανεισμός κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών – που ήδη έχει γίνει πολύ ακριβός με το ισχυρό ευρώ – θα γίνει ακόμα πιο ακριβός και δυσπρόσιτος. Οι εργατικές και λαϊκές αποταμιεύσεις θα απαξιωθούν γρήγορα, με τους αστούς αντίθετα, που έχουν τεράστια ποσά στο εξωτερικό, να ευνοούνται και να μπορούν να αγοράσουν φθηνότερα, μεγάλα περιουσιακά στοιχεία στη χώρα.
Το τελευταίο διάστημα μέσα στους κόλπους της Αριστεράς έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση στην οποία πρωταγωνιστούν δύο ομάδες αριστερών οικονομολόγων. Η μία υποστηρίζει ότι το ευρώ είναι ο βασικός υπεύθυνος για την ελληνική χρεοκοπία και ότι μια από τις βασικές διεκδικήσεις της Αριστεράς πρέπει να είναι η επιστροφή στη δραχμή με σκοπό μια προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας με «κατεύθυνση σοσιαλιστική». Η άλλη υποστηρίζει ότι το ευρώ ωφέλησε την ελληνική οικονομία και ότι το κίνημα πρέπει να διεκδικήσει την «προοδευτική μεταρρύθμιση της Ευρώπης» βεβαίως, σε μια «κατεύθυνση σοσιαλιστική».
Στην πραγματικότητα, οι απόψεις αυτές αντανακλούν δύο διαφορετικές όψεις του σταλινικού ρεφορμισμού, την «ορθόδοξη» και την «αναθεωρητική» ή «ευρωκομμουνιστική», με κοινό τους χαρακτηριστικό τη μεγάλη απόσταση που τις χωρίζει από τον μαρξισμό.
Η πρώτη ομάδα, που στο πλαίσιο της κλασσικής σταλινικής αντίληψης, υπονοεί σαφώς την υπεράσπιση ενός «εθνικού δρόμου προς την πρόοδο», αποδίδει την ελληνική χρεοκοπία στο ευρώ. Παραλείπει να σημειώσει όμως, ότι η αύξηση των χρεών δεν αφορά μόνο τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά όλες τις μεγάλες δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Ξεχνά ότι τα πρώτα κράτη που αντιμετώπισαν το φάσμα της χρεοκοπίας κατά τον ερχομό της κρίσης ήταν εκείνα της Ανατολικής Ευρώπης που δεν συμμετέχουν στο ευρώ, ενώ επίσης, ότι η πρώτη χώρα που χρεοκόπησε επίσημα ήταν η ευρισκόμενη εκτός ευρώ, Ισλανδία. Τέλος, δεν αναφέρουν ότι η μεγάλη αύξηση του ελληνικού δημοσίου χρέους έγινε πολύ πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1980 όπου είχαμε αύξηση 66 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, από 24% το 1980 σε 90% το 1990, αλλά και την πρώτη τριετία της δεκαετίας του 1990, όταν το χρέος εκτινάσσεται από το 90% στο 112% το 1993.
Είναι διαφορετικό πράγμα το να υποστηριχθεί ότι κάτω από τα χτυπήματα της καπιταλιστικής ΕΕ ενάντια σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα αποπειραθεί να εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση αυτή θα αναγκαστεί να υιοθετήσει ξανά ένα εθνικό νόμισμα μέχρι η ενοποίηση της Ευρώπης να γίνει πάνω σε σοσιαλιστική βάση και γύρω από ένα νέο νομισματικό σύμβολο και είναι άλλο πράγμα, να εμφανιστεί σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την πορεία της Ελλάδας προς την πρόοδο – όχι η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος – αλλά η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα. Είναι πολύ σοβαρό λάθος να προβάλλεται σαν βασική διεκδίκηση το σύνθημα «έξοδος από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή», το οποίο σημαίνει σαφώς ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια προοδευτική, ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό πολιτική στη χώρα, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, χωρίς να απαιτείται η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος.
Όπως περίτρανα αποδείχτηκε μέσα από την κατάρρευση των σταλινικών κρατών του προηγούμενου αιώνα, η απόπειρα για μια «εθνική» πορεία αναγέννησης και προόδου θα οδηγήσει μοιραία στην εμφάνιση όλων των παλιών καπιταλιστικών «φαντασμάτων», συμπεριλαμβανομένου και του τεράστιου δημόσιου χρέους. Αυτό αν ίσχυε για την κραταιά Σοβιετική Ένωση και την γιγάντια Κίνα, ισχύει χίλιες φορές περισσότερες για την εξαιρετικά αδύναμη παραγωγικά Ελλάδα.
Η δεύτερη ομάδα που υπερασπίζει το ευρώ, σε τελική ανάλυση εκφράζει τις των ρεφορμιστικές αυταπάτες της για τη δυνατότητα προοδευτικής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της καπιταλιστικής Ευρώπης. Έτσι αδυνατεί να δει τον ρόλο καταλύτη που διαδραματίζει το ενιαίο νόμισμα στην όξυνση των αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ και το αντιλαμβάνεται σαν ένα ενοποιητικό μέσο ανεξάρτητα από τις συνθήκες, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί σήμερα, σε μια κατάσταση βαθειάς κρίσης, στοιχείο όξυνσης των αντιθέσεων.
Την κρίση στην Ευρωζώνη δεν τη δημιούργησε το ευρώ. Σε τελική ανάλυση πάνω στο έδαφος της κρίσης, αυτό που θα βλέπαμε αν δεν υπήρχε το ευρώ θα ήταν ένα «ντόμινο» ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, που πιθανά θα είχε βυθίσει γρηγορότερα την Ευρώπη σε βαθειά ύφεση. Η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού είναι τμήμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, που έχει σαν αιτία την αντίφαση ανάμεσα στη σύγχρονες αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις και τα στενά όρια των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας.
Με τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, που στηρίζονται όχι στον αρμονικό σχεδιασμό στη βάση των κοινωνικών αναγκών, αλλά στην αναρχία της παραγωγής και στον αδυσώπητο αστικό ανταγωνισμό, δεν μπορεί να ενοποιηθεί η Ευρώπη.
Το ιστορικό καθήκον για τους εργαζόμενους δεν είναι να επιλέξουν αν η καπιταλιστική εκμετάλλευση θα συμβολίζεται από ένα εθνικό ή ένα διεθνές νόμισμα, ούτε να δίνουν κριτική στήριξη στα ανεδαφικά και αντιδραστικά σχέδια των αστών για ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση, αλλά να αγωνιστούν για το ξερίζωμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την ενοποίησή της σε σοσιαλιστική βάση.
Συνεχίζεται …
Επιστροφή στη σελίδα <Ελληνικές προοπτικές 2011 >