Σε αυτή την περίπτωση, η μόνη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί σε καπιταλιστική βάση προσωρινά η κατάσταση, θα είναι μια αποφασιστική περικοπή – «αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους ή ένα νέο πακέτο δανεισμού. Με δεδομένη την τάσης όξυνσης των συγκρούσεων εντός της ΕΕ και ιδιαίτερα τη σκληρή στάση της Γερμανίας, η οποιοιδήποτε κοινή συμφωνία όλων των χωρών της Ευρωζώνης πάνω σε κάποιο από τα δύο αυτά ενδεχόμενα θα πρέπει να αποκλειστεί.
Οπότε τελικά, τρία σενάρια θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή. Στην καλύτερη περίπτωση για τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και την ελληνική άρχουσα τάξη, θα επιβληθεί μια «ελεγχόμενη χρεοκοπία», πιθανότατα συνδυασμένα με τους υπόλοιπους «ευρωπαίους ασθενείς» και με όρους ακόμα μεγαλύτερης κοινωνικής βαρβαρότητας.
Στην δεύτερη περίπτωση – που όσο ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός κινείται σε ρυθμούς ύφεσης θα γίνεται πιο πιθανή από την πρώτη – μαζί με την «ελεγχόμενη χρεοκοπία» θα έχουμε και την έξοδο της Ελλάδας και πιθανά και άλλων «ασθενών» από το ευρώ, με οποιαδήποτε μορφή (με πρωτοβουλία της ΕΕ, με τη συναίνεση της ίδιας της ελληνικής άρχουσας τάξης ή στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός ευρώ 2 ταχυτήτων, με διαφορετική δηλαδή αξία για τους δυνατούς και διαφορετική για τους αδύνατους), έτσι ώστε να αποτραπεί μια κατάρρευση του ευρώ.
Στην τρίτη περίπτωση, μέσα από μια πιθανή σοβαρή επιδείνωση της ύφεσης στην Ευρωζώνη και του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών, που θα εντείνει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια ματαίωση των σχεδίων για τον δαπανηρό μηχανισμό «ελεγχόμενων χρεοκοπιών» ή και νωρίτερα, στην παύση καταβολής των δόσεων του δανείου της «τρόικα» ή ακόμα και στη διαφωνία στο να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή των δανείων. Αυτά θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Χωρίς διάθεση υπερβολής, αν συμβεί κάτι τέτοιο θα πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη κρατική χρεοκοπία στην Ιστορία. Η Ελλάδα έχει το διπλάσιο χρέος από αυτό που είχαν η Ρωσία και η Αργεντινή μαζί όταν χρεοκόπησαν το 1998 και το 2001 αντίστοιχα. Αυτό είναι σίγουρο ότι στις σημερινές συνθήκες θα λειτουργήσει σαν ο καταλύτης για ένα «ντόμινο» χρεοκοπιών τραπεζών και άλλων υπερχρεωμένων κρατών της Ε.Ε. Είναι δηλαδή πιθανό, η ελληνική χρεοκοπία να αποδειχθεί ικανή να διαλύσει ακόμα και την ίδια την Ευρωζώνη. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι κάτι που οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θα προσπαθήσουν να αποφύγουν με κάθε τρόπο, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η άναρχη και αδυσώπητη λογική ανάπτυξης της κρίσης του καπιταλισμού θα τους το επιτρέψει.
Η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού είναι λοιπόν, με τη μια ή την άλλη μορφή, αναπόφευκτη. Αυτό το συνειδητοποιούν και οι πιο σοβαροί από τους αστούς οικονομολόγους όπως ο Νουριέλ Ρουμπινί, που είχε έγκαιρα χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως τη «Lehman Brothers της Ευρώπης» και που σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε : «Για μένα η πτώχευση είναι αναπόφευκτη. Θα συμβεί. Διότι είναι αδύνατον να επιζήσει η Ελλάδα με ένα χρέος που φθάνει στο 150% του ΑΕΠ.»
Αυτό που σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουμε κατά νου, είναι ότι σε τελική ανάλυση οι προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού είναι υποταγμένες στις προοπτικές τις ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας. Αν ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός έμπαιναν σε μια περίοδο ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους που θα μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα για το ευρώ και να θέσει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως σε συνθήκες αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης ή ακόμα χειρότερα, μιας διαφαινόμενης δεύτερης απανωτής ύφεσης διεθνώς, οι προοπτικές για τον ελληνικό καπιταλισμό παραπέμπουν σε ένα τοπίο χρεοκοπίας, οικονομικής παρακμής και εκρηκτικής ταξικής πάλης.
Το πρόβλημα των τραπεζών
Το μεγάλο δημόσιο χρέος είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρ’ ότι ενισχύθηκε απλόχερα τα προηγούμενα χρόνια συντελώντας σε μέγιστο βαθμό στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους, έχει πολύ δυσοίωνες προοπτικές μέσα στο γενικότερο περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης.
Με την τελευταία καλοκαιρινή ενίσχυση της κυβέρνησης προς τις τράπεζες ύψους 25 δισ. ευρώ σε κρατικές εγγυήσεις προκειμένου να συνεχίσουν να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ με επιτόκιο μόλις 1%, το κρατικό χρήμα προς τις τράπεζες τα τελευταία 2 χρόνια ανέρχεται συνολικά στο αστρονομικό ποσό των 78 δις ευρώ, ποσό που υπερβαίνει τις κρατικές δαπάνες για μισθούς και συντάξεις τριών ετών!
Στην παρούσα φάση οι ελληνικές τράπεζες είναι απόλυτα εξαρτημένες από τα σκανδαλώδη προγράμματα «χορήγησης ρευστότητας» της ΕΚΤ, την ώρα που αρχίζουν να εμφανίζουν απώλειες συγκριτικά με τα υπερκέρδη των προηγούμενων ετών (πτώση 62% για τις 6 μεγαλύτερες στο πρώτο 9μηνο). Σημειώνεται ότι ενώ στην αρχή του 2010 ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ ήταν 49,7 δισ. ευρώ, τον περασμένο Οκτώβριο, το ύψος δανεισμού διπλασιάστηκε στα 92,4 δισ. ευρώ.
Τυπικά η τελευταία πράξη «χορήγησης ρευστότητας» θα γίνει στο τέλος του χρόνου, ενώ στις αρχές του νέου αναμένεται η ΕΚΤ να αποφασίσει αν θα υλοποιήσει ξανά τόσο μακροχρόνιο δανεισμό, ενώ είναι αυξημένες οι πιθανότητες να ανεβάσει γενικά το κόστος «χορήγησης ρευστότητας». Η προοπτική αυτή δυσχεραίνει την θέση των ελληνικών τραπεζών που είναι στενά εξαρτώμενες από τη «ρευστότητα» της ΕΚΤ.
Το πρόβλημα για τις τράπεζες είναι ότι όπως και το κράτος, σε συνθήκες επιδείνωσης της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο, δεν μπορούν να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές, καθώς τα επιτόκια κυμαίνονται κοντά στο 12%! Πρόκειται για επίπεδα που καθιστούν απαγορευτική τη δυνατότητα εξεύρεσης άλλων πηγών ρευστότητας για τις τράπεζες, τέτοιων που να τους επιτρέψουν την επιστροφή στην ΕΚΤ 80 – 85 δισ. ευρώ μέσα στην προσεχή τριετία.
Έτσι, όπως συζητείται το ενδεχόμενο χρονικής επιμήκυνσης για την αποπληρωμή του δανείου του ελληνικού κράτους από την «τρόικα», σχεδιάζεται αναλογικά η επιμήκυνση και της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ. Όμως όπως συμβαίνει και με το πρόγραμμα επιμήκυνσης της αποπληρωμής των δανείων της «τρόικα», μέσα σε ένα περιβάλλον ύφεσης, απειλής για ένα «ντόμινο» χρεοκοπιών και οξυμένων συγκρούσεων εντός της Ευρωζώνης, είναι πολύ αμφίβολο αν θα υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο.
Συνεπώς ένα κοινό νήμα αδυναμίας βλέπουμε να συνδέει την κρίση του αστικού κράτους και των τραπεζών δηλαδή, όπως θα λέγαμε σχηματικά, της καρδιάς και του εγκεφάλου του ελληνικού καπιταλισμού, «οργάνων» που κρατιούνται στη ζωή με, λιγότερο ή περισσότερο, τεχνητό τρόπο.
Σε αυτές τις συνθήκες, η «τρόικα» και η κυβέρνηση πιέζουν στην κατεύθυνση της ενοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος για να μπορέσει να ελεγχθούν καλύτερα οι τύχες του. Όμως καθώς στην τραπεζική αγορά αρχίζουν να υπάρχουν τράπεζες που παρουσιάζουν σοβαρές ζημιές, όπως π.χ πλέον η «Γενική» και η «Εμπορική», τότε οι ανταγωνίστριες τους, δεν έχουν κανένα συμφέρον να τις εξαγοράσουν ή να συγχωνευτούν με αυτές, από τη στιγμή μάλιστα που το γενικό περιβάλλον στην τραπεζική αγορά είναι αυτό της επισφάλειας, σαν αποτέλεσμα του εκρηκτικού αδιεξόδου που διαμορφώνει η κρίση του ευρωπαϊκού και του ελληνικού καπιταλισμού.
Έτσι για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα, η μόνη δύναμη που μπορεί μακροπρόθεσμα να παρέμβει είναι το κράτος. Όμως ένα μοντέλο εκτεταμένης κρατικοποίησης των ζημιών των τραπεζών όπως αυτό που εμφανίστηκε κατά την πρώτη φάση της ύφεσης στη καπιταλιστική Δύση αποκλείεται, εξαιτίας της έκρηξης των ελληνικών κρατικών χρεών. Σε τελική ανάλυση και η μοίρα των τραπεζών μέσα στον ελληνικό καπιταλισμό είναι στενά δεμένη με τις προοπτικές του ελληνικού δημόσιου χρέους, που όπως δείξαμε είναι εξαιρετικά δυσοίωνες. Το πάζλ μιας κρατικής χρεοκοπίας είναι πολύ πιθανό να συμπληρωθεί από τραπεζικές πτωχεύσεις, που θα ταρακουνήσουν συθέμελα το οικοδόμημα του ελληνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Συνεχίζεται…