Το ζήτημα των θεσμών-οργάνων του φοιτητικού κινήματος, καθώς και των θεσμών συνδιοίκησης, είναι μια ατέλειωτη συζήτηση στα πλαίσια της φοιτητικής αριστεράς, όσον αφορά την παρέμβαση της σε αυτά. Δεν λείπουν ακόμη και εντελώς αντίθετες οπτικές και δυστυχώς στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος δεν έχουν λείψει από πλευρά της αριστεράς ούτε γραφειοκρατικές πρακτικές, ούτε και αριστερίστικες αντιλήψεις, ακόμα και μισοαναρχικές που αρνούνται κάθε μορφή αντιπροσώπευσης.
Βεβαίως πρέπει να εξετάσουμε με διαφορετικό τρόπο τα όργανα λειτουργίας του φοιτητικού κινήματος και τα όργανα συνδιοίκησης καθώς έχουν εντελώς διαφορετική φύση ως θεσμοί. Τα μεν αποτελούν τρόπο οργανωτικής συγκρότησης μιας κοινωνικής ομάδας που συνειδητοποιεί και αρχίζει να διεκδικεί τα συλλογικά της συμφέροντα. Με αυτή την έννοια ανεξάρτητα από τη μορφή τους αποτελούν θεσμούς αυτοοργάνωσης. Τα όργανα συνδιοίκησης όμως ανεξαρτήτως αν αποτελούν σε κάποιο βαθμό κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος (κυρίως κατάκτηση αποτελεί η συμμετοχή φοιτητικών εκπροσώπων σε αυτά), στο περιεχόμενο τους είναι όργανα διοικητικής λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Παρ’ όλο λοιπόν που αποτελούν τον τρόπο έκφρασης της «Πανεπιστημιακής αυτοτέλειας», σε αυτά εκφράζονται διαφορετικά και πολλές φορές αντίθετα συμφέροντα. Είναι λοιπόν μορφή δημόσιας(κρατικής) διοίκησης, ενσωματώνοντας παράλληλα ιδιαίτερα συμφέροντα των καθηγητών, των φοιτητών, του κράτους και έτσι έμμεσα εκφράζονται σε αυτά αντίθετα ταξικά συμφέροντα, δηλαδή η ταξική πάλη. Αποτελούν λοιπόν σημείο ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων αυτών.
Ας δούμε όμως πρώτα τα κατεξοχήν φοιτητικά όργανα, δηλαδή τους φοιτητικούς συλλόγους, την ΕΦΕΕ και άλλες μορφές οργάνωσης που προκύπτουν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις, όπως τα Συντονιστικά, και βέβαια τις αμοιβαίες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκινήσουμε με μία παραδοχή. Παρ’ όλο που οι φοιτητές δεν αποτελούν κοινωνική τάξη αλλά ένα διαταξικό στρώμα, το φοιτητικό κίνημα είναι κομμάτι της ταξικής πάλης, τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες και δεν εκφράζει απλώς ιδιαίτερα συντεχνιακά συμφέροντα. Αφ’ ενός γιατί κυρίως στην μεταπολεμική εποχή , η σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας εργατικά και άλλα λαϊκά στρώματα. Αυτά τα στρώματα που είναι και πιο «χτυπημένα» από τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές, αναπτύσσουν μεγαλύτερη συμμετοχή στο φοιτητικό κίνημα.
Αφ’ ετέρου γιατί στην εποχή αυτή και έως σήμερα, το Πανεπιστήμιο άρχισε να «παράγει» επαγγέλματα που περιλαμβάνονται στη μισθωτή εργασία και παράλληλα όλο και περισσότερα από τα παραδοσιακά «ελεύθερα επαγγέλματα» που εντάσσονταν στις μεσαίες τάξεις, προλεταριοποιούνται όπως συνολικά τα μεσαία στρώματα στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης. Έτσι λοιπόν τα αιτήματα που αφορούν στα επαγγελματικά δικαιώματα των φοιτητών είναι στενά δεμένα με τα εργατικά δικαιώματα.
Τέλος γιατί το φοιτητικό κίνημα είναι αποτέλεσμα όχι μόνο τα επίθεσης της κυβέρνησης στα δικαιώματα των φοιτητών, αλλά της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας που γεννιέται από την συμπίεση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Απόδειξη γι’ αυτό άλλωστε είναι και οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης μεταξύ φοιτητών-εργαζόμενων- μαθητών που κτά καιρούς έχουν ξεσπάσει για επιθέσεις που αφορούν- φαινομενικά τουλάχιστον- μία από αυτές τις ομάδες.
Μπορούμε να βρούμε μια κάποια αναλογία ανάμεσα στις οργανωτικές μορφές του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος. Αυτή η αναλογία δεν είναι καθόλου τυχαία. Το φοιτητικό κίνημα χρησιμοποίησε την πλούσια εμπειρία του εργατικού αναζητώντας τις κατάλληλες μορφές οργάνωσης του. Αυτή η αναλογία θα μας χρησιμεύσει και στην παρακάτω ανάλυση.
Βασική οργανωτική μορφή των φοιτητών σε 1ο βαθμό είναι ο Φοιτητικός Σύλλογος (Φ.Σ.). Μέλη του είναι όλοι οι ενεργοί φοιτητές μιας σχολής. Τα όργανα του συλλόγου είναι η Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.) στην οποία συμμετέχουν ισότιμα όλα τα μέλη του, και το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.),το οποίο προκύπτει μέσα από εκλογές και αποτελείται από εκπροσώπους των φοιτητών που συμμετέχουν σε παρατάξεις ανάμεσα στις οποίες κατανέμονται οι έδρες του ΔΣ ανάλογα με τα ποσοστά τους.
Θεωρητικά, ανώτατο όργανο κάθε ΦΣ είναι η ΓΣ η οποία παίρνει τις αποφάσεις αμεσοδημοκρατικά με απόλυτη πλειοψηφία. Το ΔΣ είναι διεκπεραιωτικό-συντονιστικό όργανο ανάμεσα σε δύο ΓΣ. Στην πράξη ωστόσο, το ΔΣ τείνει να υποκαταστήσει τη ΓΣ, αναλαμβάνοντας όλες τις αρμοδιότητες και σε πολλές περιπτώσεις παρακωλύοντας τη διενέργεια της. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς βλέπουμε μια γραφειοκρατική λειτουργία. Για την γραφειοκρατία αυτή ευθύνεται η πρακτική των καθεστωτικών παρατάξεων, ωστόσο το θέμα τίθεται ως εξής: είναι απλώς ζήτημα συσχετισμών ή αυτή είναι η φύση ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου όπως το ΔΣ, να παρεμποδίζει την αμεσοδημοκρατία; Και ως εκ τούτου πρέπει ή όχι να παρεμβαίνουμε στο ΔΣ;
Ένα κομμάτι της φοιτητικής αριστεράς με κύριο εκπρόσωπο την ΕΑΑΚ, τείνει στη 2η άποψη, και η πιο ακραία εκδοχή αυτής της λογικής είναι κάτω από το (γενικά σωστό) σύνθημα «όλη η εξουσία στις ΓΣ» η πλήρης άρνηση κάθε παρέμβαση και συμμετοχής στο ΔΣ.
Όμως θεωρητικά ούτως ή άλλως «όλη η εξουσία» βρίσκεται στις ΓΣ. Αν η συμμετοχή μας στο ΔΣ δεν μπορεί να επιβάλλει αυτό να γίνεται και πράξη, τότε γιατί η απουσία μας θα βοηθήσει; Σε τελική ανάλυση κανένας θεσμός και καμία καταστατική ρύθμιση δεν μπορεί να διασφαλίσει από μόνη της την δημοκρατικότητα και την ορθή λειτουργία των συλλόγων. Δεν είναι ζήτημα μορφής αλλά περιεχομένου. Αν ο σύλλογος είναι ζωντανός, δηλαδή υπάρχει ενεργή και μαζική συμμετοχή στις διαδικασίες του, κανένα ΔΣ δεν μπορεί να τις εμποδίσει. Όταν αντίθετα οι φοιτητές κουράζονται ή απογοητεύονται και αδρανοποιούνται, είναι λογικό να απονεκρώνονται οι διαδικασίες και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να μένει ανεξέλεγκτη και να τις αποτελειώνει.
Σε κάθε διεκδικητικό κίνημα είναι λογικό η άρχουσα τάξη να εξαγοράζει την ηγεσία του για να το χειραγωγήσει, ή και να συγκροτεί ολόκληρους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό του (ΔΑΠ) γι’ αυτό το σκοπό. Ωστόσο η γραφειοκρατία που γεννιέται με αυτό τον τρόπο μπορεί α επικρατήσει μόνο στη βάση της αδράνειας και του εφησυχασμού των μαζών.
Έτσι λοιπόν μικρή σημασία έχουν οι κραυγές για τη μη νομιμότητα του ΔΣ να παίρνει αποφάσεις. Έχει όμως μεγάλη σημασία η παρέμβαση μας σε αυτό αφ’ ενός γιατί έστω και ένα μικρό κομμάτι των φοιτητών του δίνει σημασία και πρέπει να έρχεται σε επαφή και με τη δική μας άποψη μέσα από αυτό, αφ’ ετέρου γιατί ο μόνος τρόπος να του ασκήσουμε πραγματική πίεση, είναι να «ανοίξουμε τις πόρτες του» στους φοιτητές για να εκτεθεί η γραφειοκρατία στα μάτια τους- και αυτό σημαίνει παρέμβαση με μαζικούς όρους. Τέλος γιατί είναι ένα εργαλείο να μπλοκάρουμε κάποιες αρνητικές αποφάσεις ή να διευκολύνουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες αν το επιτρέπουν οι συσχετισμοί.
Εξ’ άλλου και η ΓΣ στις ίδιες συνθήκες γίνεται πεδίο άσκησης γραφειοκρατικών πρακτικών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να την εγκαταλείψουμε. Από την άλλη σε ένα σύλλογο με υγιή λειτουργία το ΔΣ θα ήταν χρήσιμο όργανο γιατί δεν γίνεται για τα τρέχοντα ζητήματα να συγκαλείται κάθε μέρα ΓΣ, κάτι τέτοιο θα απαξίωνε την πραγματική- πολιτική σημασία της. Αυτό είναι και το νόημα των αντιπροσωπευτικών θεσμών, να συμπληρώνουν την αμεσοδημοκρατία. Για να γίνεται αυτό όμως σωστά πρέπει δίπλα στην αντιπροσώπευση να υπάρχει κοινωνική λογοδοσία, για να μην γίνονται οι αντιπρόσωποι ανεξέλεγκτοι. Αυτό σημαίνει ότι μαζί με την αιρετότητα των αντιπροσώπων πρέπει να εξασφαλίζονται και η δυνατότητα άμεσης ανάκλησης τους από τις ΓΣ αν δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του οργάνου και δεν εκφράζουν πλέον αυτούς που τους εξέλεξαν.
Πολύ οξύτερη είναι η διαφωνία σχετικά με την ΕΦΕΕ. Η ΕΦΕΕ είναι κατ’ αντιστοιχία με την ΓΣΕΕ το τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών, που συνενώνει τους ΦΣ σε έναν πανελλαδικό Φορέα εκπροσώπησης. Το όργανο αυτό είναι πρακτικά ανύπαρκτο, καθώς Πανσπουδαστικό Συνέδριο Αντιπροσώπων των ΦΣ έχει να συγκληθεί από το 1995 σαν αποτέλεσμα της κορύφωσης της γραφειοκρατικοποίησης του οργάνου αυτού, των συλλόγων και της υποχώρησης και του εφησυχασμού του Φοιτητικού κινήματος, αλλά και τυχοδιωκτικών λογικών από πλευράς της ΕΑΑΚ και της ΠΑΣΠ.
Υπάρχουν κομμάτια της φοιτητικής αριστεράς που περιγράφουν αυτή την εξέλιξη ως θετική και την ίδια την ΕΦΕΕ σαν ένα όργανο του γραφειοκρατικού ενσωματωμένου συνδικαλισμού, σαν όργανο της ίδιας της αστικής τάξης για να κρατάει σε αδράνεια τους φοιτητές.
Η άποψη αυτή είναι τουλάχιστον αφελής. Η ΕΦΕΕ ιδρύθηκε σαν αποτέλεσμα αγώνων του φοιτητικού κινήματος από την ίδια την αριστερά. Η άρχουσα τάξη στην πραγματικότητα δεν θέλει να υπάρχει καμία οργάνωση των κοινωνικών ομάδων που έχουν αντιτιθέμενα στα δικά της συμφέροντα. Γι’ αυτό και σαμποτάρει συστηματικά και προσπαθεί να διαλύσει κάθε τέτοια οργάνωση. Και αυτό γιατί ακόμη και η πιο γραφειοκρατικοποιημένη οργάνωση κάτω από τις πιέσεις της βάσης της μπορεί να αναγκαστεί να πάρει αγωνιστικές αποφάσεις και να γίνει έτσι επικίνδυνη. Αυτό έχει αποδειχτεί επανειλημμένα στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Μήπως όμως οι γραφειοκρατικές δομές της ΕΦΕΕ λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη συγκρότηση κινήματος; Καμία γραφειοκρατική ηγεσία δεν μπορεί να εμποδίσει ένα πραγματικά μαζικό κίνημα. Αναγκαστικά ο ηγεσίες κάτω από την πίεση της βάσης θα αναγκάζονταν να ευθυγραμμιστούν με το κίνημα. Εξ’ άλλου το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και αντίστροφα: Υπήρξε έλλειψη κεντρικού Συντονισμού στο πρόσφατο κίνημα; Προφανώς και υπήρξε. Η ΕΦΕΕ ακόμη και αν δεν λειτουργούσε προωθητικά σίγουρα δεν θα μπορούσε να εμποδίσει το κίνημα. Αντίθετα ίσως κάτω από την πίεση του να έμπαιναν οι βάσεις για την αλλαγή των συσχετισμών και την αλλαγή της ΕΦΕΕ σε ένα πραγματικά αγωνιστικό όργανο που θα λειτουργούσε προωθητικά σε επόμενες κινητοποιήσεις.
Υπάρχουν όμως άλλες δικαιολογημένες ενστάσεις. Για παράδειγμα η αντιπροσώπευση τόσων φοιτητών σε ένα κεντρικό όργανο δεν εκφυλίζεται, δεν υπάρχει κίνδυνος να είναι ανεξέλεγκτοι οι αντιπρόσωποι; Τα συντονιστικά δεν ήταν επαρκή όργανα κεντρικού συντονισμού για το κίνημα; Ποια θα ήταν η σχέση τους με την ΕΦΕΕ αν υπήρχε;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι αναγκαίο ένα πανελλαδικό όργανο που θα βοηθάει στη γενίκευση των αγωνιστικών εμπειριών των φοιτητών, θα λειτουργεί βάσει προγράμματος και θα διευκολύνει το συντονισμό και την αλληλεγγύη μεταξύ των πολυπληθών ΦΣ και με άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Ένα τέτοιο όργανο πρέπει να έχει μόνιμα χαρακτηριστικά και να μην διαλύεται κάθε φορά που υποχωρούν οι κινητοποιήσεις (π.χ. που δεν υπάρχουν καταλήψεις) γιατί τότε ο απολογισμός και η γενίκευση της εμπειρίας είναι αδύνατα.
Τα συντονιστικά αγώνα που λειτούργησαν την προηγούμενη περίοδο ήταν ένα θετικό βήμα, ωστόσο η λειτουργία τους κάθε άλλο παρά δημοκρατική και αποτελεσματική ήταν. Το γεγονός ότι η συμμετοχή σε αυτά γινόταν εντελών πρωτοβουλιακα και χωρίς καμία αντιπροσωπευση στο όνομα της «αμεσοδημοκρατείας» ευθύνεται για αυτό. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα όργανο στο οποίο να συμμετέχουν αμεσοδημοκρατικα 100 και πλέον χιλιάδες φοιτητές από όλη την Ελλάδα που συμμετέχουν στο κίνημα. Έτσι όσοι πήγαιναν εκεί εκπροσωπούσαν την άποψη τους η της παράταξης τους και όχι του συλλόγου τους αφού δεν έδιναν λόγο πίσω στην Γ.Σ με αποτέλεσμα τα όργανα αυτά να έχουν μετατραπεί σε πεδίο γραφειοκρατικών λογικών και παραταξιακών συγκρούσεων.
Βεβαίως το γεγονός ότι η ΕΦΕΕ θα συγκροτείται από εκλεγμένους αντιπρόσωπους που εκλέγονται στις ετήσιες εκλογές, αποτελεί ένα προβλημα. Οι εκλογές δεν αποτελούν παρά μια στιγμιαία αποτύπωση της συνείδησης. Η συνείδηση όμως δεν είναι στατική και ειδικά σε περίοδο κινήματος αλλάξει με αλματώδεις ρυθμούς, με αποτέλεσμα η εκφρασμένη συσχετισμοί να μην είναι πια αντιπροσωπευτικοί.
Σε κάθε περίπτωση σε περίοδο κινήματος θα πρέπει να συκγροτούνται συντονιστικά ανεξαρτήτως της ύπαρξης της ΕΦΕΕ. Τα συντονιστικά έχουν έναν ανάλογο ρόλο των απεργιακών επιτροπών στο εργατικό κίνημα. Σε μια απεργία για να παίρνονται οι αποφάσεις σε επίπεδο βάσης, την οργάνωση του αγώνα αναλαμβάνουν απεργιακές επιτροπές αποτελούμενες από αιρετούς και ανακλητούς αντιπρόσωπους της Γ.Σ και όχι του Δ.Σ του σωματείου.
Έτσι λοιπόν σε περίοδο κινήματος θα πρέπει να συγκροτούνται σε όλα τα επίπεδα συντονιστικές επιτροπές των Φ.Σ που συμμετέχουν αποτελούμενες από αιρετούς και ανακλητούς αντιπρόσωπους των Γ.Σ. Τα συντονιστικά αυτά θα αναλαμβάνουν την οργάνωση του αγώνα, ώστε να αντανακλώνται αυτόματα οι συσχετισμοί στη συνείδηση των φοιτητών. Αυτά θα παίρνουν τις αποφάσεις ακόμη και αν η ΕΦΕΕ είναι αντίθετη, λειτουργώντας και ως μέσο πίεσης για την ευθυγράμμιση της με το κίνημα.
Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά σκέψεις βασισμένες στην εμπειρία του κινήματος. Το ζήτημα είναι η κουβέντα αυτή να ανοίξει με σοβαρούς όρους στην φοιτητική αριστερά, ώστε η εμπειρία του φοιτητικού κινήματος να γίνει κτήμα των φοιτητών, να αποτυπωθεί στη βελτίωση των οργανωτικών δομών του, για να αποτελέσει προϋπόθεση νίκης και οδηγό για τους αγώνες που έρχονται.