Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΚριτική στο κείμενο θέσεων της ΚΠΕ του ΣΥΝ - Μέρος B΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Κριτική στο κείμενο θέσεων της ΚΠΕ του ΣΥΝ – Μέρος B΄

ΙV. Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Προηγμένος καπιταλισμός;

Στην τέταρτη αυτή ενότητα του κειμένου υποστηρίζεται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας «προηγμένος καπιταλισμός». Για να στοιχειοθετηθεί αυτή η άποψη γίνεται επίκληση του αυξημένου επενδυτικού ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια, της αυξημένης κερδοφορίας του, των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, ακόμα και των (φανταστικών) τεχνολογικών του «επιδόσεων».  Τίποτα από αυτά όμως δεν στοιχειοθετούν την εικόνα ενός προηγμένου καπιταλισμού.
Οι αυξημένες επενδύσεις στα Βαλκάνια που τα τελευταία χρόνια συνοδεύονταν και από μεταφορά της παραγωγής, αποδυνάμωσαν την εγχώρια παραγωγική βάση του ελληνικού καπιταλισμού. Με βάση τα ίδια τα στοιχεία της πιο πρόσφατης έκθεσης του ΙΟΒΕ (Φθινόπωρο 2007) η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται σε διαρκή κρίση. Τέλος, όπως γράφτηκε στις 3/2/2008 στο ένθετο «Οικονομία» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «η Ελλάδα έχει υποστεί τα τελευταία 4 χρόνια καθίζηση σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας». Το ίδιο το κείμενο θέσεων άλλωστε αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία «αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας», γεγονός που αντανακλάται στο διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας στο εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές – εξαγωγές). Επιδεινούμενη ανταγωνιστικότητα, ισχνή παραγωγική βάση, θέση ουραγού στον τομέα της τεχνολογίας, πως στ’ αλήθεια μπορεί να στοιχειοθετηθεί η άποψη περί «προηγμένου ελληνικού καπιταλισμού»;
Αυτή η λάθος εκτίμηση για τον «προηγμένο ελληνικό καπιταλισμό» δημιουργεί σοβαρή σύγχυση στις τάξεις των αγωνιστών της αριστεράς. Η ελληνική άρχουσα τάξη αποκτά το πρόσθετο κοινωνικό κύρος της άρχουσας τάξης σε μια χώρα που κάνει βήματα οικονομικής προόδου, βοηθούμενη να κρύβει πίσω από τη ρητορική της «ισχυρής Ελλάδας» τον απόλυτο παρασιτισμό και την πολύπλευρη παρακμή που την χαρακτηρίζουν.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «στον πάτο» των αναπτυγμένων χωρών της καπιταλιστικής Δύσης. Παρ’ ότι ως ο πιο ισχυρός καπιταλισμός της περιοχής διαδραματίζει έναν τοπικό ιμπεριαλιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, διαθέτει μια ανταγωνιστικότητα που διαρκώς επιδεινώνεται έναντι των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών, στο επίκεντρό του βρίσκονται σταθερά παρασιτικές οικονομικές δραστηριότητες και αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η σοβαρή αδυναμία να αναπτύξει την εγχώρια παραγωγική του βάση.

V. ΤΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΜΕ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Ο στρατηγικός στόχος και οι «παγίδες» του

Στην ενότητα αυτή τίθεται το πιο αποφασιστικό ζήτημα : η πολιτική πρόταση του ΣΥΝ. Στο κείμενό της η ΚΠΕ αναφέρει : «Από την ίδρυσή του, ο ΣΥΝ έχει διακηρύξει ότι στρατηγικός του στόχος είναι ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, δηλαδή η ανατροπή και υπέρβαση των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, ανατροπή και υπέρβαση που θα επιτευχθούν  μέσα από την προώθηση τομών και ριζικών αλλαγών σε όλους τους τομείς, τομών και αλλαγών που θα προκύπτουν από τους πολύμορφους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που θα συναντούν πάντα την πλατιά συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας και θα προωθούνται από εκείνη. Σήμερα οι τομές και αλλαγές αυτές έχουν ως αντικείμενο τον νεοφιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.»
Μέσα σε τόσο λίγες γραμμές γίνεται κατορθωτό να συνυπάρχουν τόσα πολλά λάθη και τόσο μεγάλη σύγχυση. Ο σοσιαλισμός για άλλη μια φορά συμπληρώνεται από τους εύηχους όρους «δημοκρατία και ελευθερία», δημιουργώντας όλων των ειδών τις παρανοήσεις και τα λαθεμένα συμπεράσματα. Ας τα δούμε ένα-ένα :
1) Η υπεράσπιση του κατασκευάσματος του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία» προϋποθέτει την  παραδοχή ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ένας γενικά «αντιδημοκρατικός και ανελεύθερος» σοσιαλισμός. Αυτή η παραδοχή που υποτίθεται ότι φωτογραφίζει τον σταλινισμό στην πραγματικότητα κάνει ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις σε αυτόν, αφού τον αναγνωρίζει κι αυτόν σαν ένα είδος σοσιαλισμού, ενώ αποτελούσε ακριβώς το αντίθετο, αφού ήταν το καρκίνωμα πάνω στο σώμα ενός εργατικού κράτους που στέκονταν εμπόδιο στη μετάβαση αυτού του κράτους στο σοσιαλισμό.
2) Οι όροι «δημοκρατία» και «ελευθερία» τίθενται αφηρημένα, χωρίς ταξικό προσδιορισμό. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ένας σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία για όλους, ανεξάρτητα από την ταξική τους θέση. Ο σοσιαλισμός όμως, όπως εκφράστηκε μέσα από τα έργα των κλασικών, μεγάλων θεωρητικών του, είναι ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο ακόμα δεν έχουν εξαλειφθεί οι τάξεις και στο οποίο την εξουσία έχει στα χέρια της η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα τέτοιο ταξικό καθεστώς να εξασφαλίζει «δημοκρατία και ελευθερία» ισότιμα και για τους πρώην εκμεταλλευτές και για τους πρώην εκμεταλλευόμενους. Οι επαναστατημένοι πρώην εκμεταλλευόμενοι, όπως στο παρελθόν οι εκμεταλλευτές, θα έχουν δημιουργήσει τους δικούς του θεσμούς εξουσίας. Οι νέοι αυτοί θεσμοί είναι βέβαιο ότι για να διατηρηθούν πρέπει να περιστείλουν τουλάχιστον όσες ελευθερίες θα επέτρεπαν στους παλιούς εκμεταλλευτές να επιδιώκουν την παλινόρθωση του καθεστώτος τους. Με αυτή την έννοια ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έχει «δημοκρατία και ελευθερία για όλους». Θα καταπιέσει και μάλιστα σκληρά όσους επιθυμήσουν να γυρίσουν πίσω τον τροχό της Ιστορίας. Η δημοκρατία συνεπώς, στο πλαίσιο ενός τέτοιου  κοινωνικού συστήματος είναι ταξικά προσδιορισμένη. Είναι πρώτα και πάνω από όλα εργατική δημοκρατία, δημοκρατία των εργαζόμενων ανθρώπων που προσπαθούν να καταργήσουν για πάντα τις τάξεις και τα κάθε λογής υπολείμματα της ταξικής κοινωνίας. Ο σοσιαλισμός λοιπόν έχει σαν συστατικό του στοιχείο την εργατική δημοκρατία κι όχι την δημοκρατία και την ελευθερία γενικά, έννοιες που μπορούν να αποκτήσουν προϋποθέσεις πανανθρώπινης εφαρμογής μόνο στην αταξική, κομμουνιστική κοινωνία.
3) Ποιοι λόγοι λοιπόν επιβάλουν την χρησιμοποίηση των όρων ελευθερία και δημοκρατία γενικά; Μα φυσικά η «ανάγκη» να γίνουν σεβαστά τα «απαράγραπτα» και «ιερά» δικαιώματα των καπιταλιστών στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον έλεγχο του κράτους. Αυτά τα «δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθέριες» θέλουν να υπερασπίσουν οι θιασώτες του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία». Ο όρος άλλωστε αυτός δεν είναι καθόλου καινούριος, δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία μεταπολεμικά, ενώ οι ενδιαφερόμενοι αγωνιστές μπορούν να τον συναντήσουν πολλές φορές στα ιδεολογικά και πολιτικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών 1980, 1990, κύρια μάλιστα επί εποχής κυριαρχίας των εκσυγχρονιστών του Κ. Σημίτη.
Όταν μιλούν για δημοκρατία οι ρεφορμιστές εννοούν όπως οι αστοί, τη σημερινή αστική δημοκρατία. Κάνουν ότι δεν είδαν και δεν έμαθαν τίποτα για τους δημοκρατικούς θεσμούς που ανέδειξαν όλες οι μεγάλες προλεταριακές επαναστάσεις (σοβιέτ, εργατικά συμβούλια). Γι΄ αυτούς δημοκρατία είναι το καθολικό εκλογικό δικαίωμα κάθε 4 ή πέντε χρόνια και το αστικό κοινοβούλιο.
Όταν μιλούν για ελευθερία εννοούν την ελευθερία της αγοράς, την ελευθερία των καπιταλιστών να κερδίζουν, να αγοράζουν και να πουλάνε. Γι΄ αυτό άλλωστε και «ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» του κειμένου Θέσεων παρά την αφηρημένη επίκληση της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αρνείται να μιλήσει συγκεκριμένα για την κοινωνικοποίηση των βασικών τομέων και τον σχεδιασμό της οικονομίας.

Ο σταδιακός, ρεφορμιστικός δρόμος

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που θα επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία» : «μέσα από την προώθηση τομών και ριζικών αλλαγών σε όλους τους τομείς, τομών και αλλαγών που θα προκύπτουν από τους πολύμορφους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που θα συναντούν πάντα την πλατιά συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας και θα προωθούνται από εκείνη.» Ο δρόμος λοιπόν είναι η προώθηση αλλαγών που θα προκύπτουν από αγώνες. Αυτό όμως δεν διευκρινίζει απολύτως τίποτα. Τι είδους αλλαγές θα γίνουν; Οι αγώνες αυτοί πως θα συμπεριφερθούν στην σημερινή αστική εξουσία και τους θεσμούς της; Θα υψώσουν τον εαυτό τους ως το επίπεδο μιας επαναστατικής κυβέρνησης για να περάσουν αυτές τις αλλαγές; Τι εννοείται όταν αναφέρεται ότι θα συναντάται η πλατειά κοινωνική συναίνεση; Μήπως ότι οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν αποδεχτές και από την άρχουσα τάξη; Τι θα γίνει αν η άρχουσα τάξη αντιδράσει; Μήπως στο βωμό της «πλατειάς συναίνεσης» θα εγκαταλειφθούν οι αλλαγές;
Τα εύλογα αυτά ερωτήματα αφήνονται σκόπιμα αναπάντητα από το κείμενο. Το μόνο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι σήμερα οι αλλαγές δεν πρόκειται να πάνε πέρα από την κατάργηση του νεοφιλελευθερισμού. «Σήμερα οι τομές και αλλαγές αυτές έχουν ως αντικείμενο τον νεοφιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.» Με άλλα λόγια ο στρατηγικός στόχος αποκλείεται σήμερα. Ακόμα κι αυτός ο θολός  «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» μετατίθεται για το αόριστο μέλλον…
Βλέπουμε λοιπόν στο κείμενο την κλασσική μέθοδο του ρεφορμισμού. Ο στρατηγικός στόχος χωρίζεται με ένα αγεφύρωτο χάσμα από το σήμερα. Δεν είναι επίκαιρος. Αυτό που προέχει είναι οι «άμεσες» διεκδικήσεις, οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται το άλλοθι για να εγκαταλειφθεί τελικά ο στρατηγικός στόχος, σαν να επρόκειτο ποτέ αυτές να επιτευχθούν ανεξάρτητα από την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Οι αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές θα προωθούνται σταδιακά και πάντα με την επιδίωξη της πιο πλατειάς κοινωνικής συναίνεσης. Είναι προφανές ότι σε αυτή την ομαλή, ρεφορμιστική διαδικασία χώρος για την κοινωνική επανάσταση, τους θεσμούς της και τις επαναστατικές μέθοδες επιβολής της θέλησης των εκμεταλλευομένων στους εκμεταλλευτές δεν υπάρχει.

Από τι πρέπει να αποτελείται όμως το πρόγραμμα του κόμματος σήμερα κατά την ΚΠΕ;

Κράτος τροχονόμος κεφαλαίων και ουδέτερος ελεγκτής

«1. Απαιτείται να τεθούν υπό κοινωνικό και δημόσιο έλεγχο η κίνηση των διεθνών κεφαλαίων, ιδιαίτερα των καθαρά κερδοσκοπικών, οι ξένες επενδύσεις και οι όροι του διεθνούς εμπορίου.» Εδώ είμαστε αντιμέτωποι με μια κλασσική ρεφορμιστική αυταπάτη. Η κοινωνία πρέπει να παρέμβει στον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, στη διαμόρφωση των όρων εμπορίου, όμως πρέπει να στέκεται με ευλάβεια μπροστά στην ατομική ιδιοκτησία. Υποτίθεται βέβαια ότι οι προγραμματικές προτάσεις του κόμματος πρέπει να οδηγούν όπως αναφέρεται ρητά «στην κατεύθυνση που οδηγεί στην πραγματοποίηση του στρατηγικού μας στόχου», δηλαδή όπως έχει αναφερθεί στην «ανατροπή-υπέρβαση» των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όμως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι πάνω από όλα σχέσεις ιδιοκτησίας. Το κείμενο δεν μας λέει τίποτα γι’ αυτές. Δεν έχει θέσεις για τη σφαίρα της ιδιοκτησίας της παραγωγής. Δεν υπάρχει η θέση για κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Χωρίς την κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων δηλαδή της μεγάλης βιομηχανίας, της πίστης και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, κανένας ουσιαστικός «δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στις κίνηση των κεφαλαίων, στις ξένες επενδύσεις και στους όρους εμπορίου.
«2. Απαιτούνται βαθιές δημοκρατικές τομές στο κρατικό μηχανισμό, ώστε ο δημόσιος τομέας να αποκτήσει ουσιαστικό παρεμβατικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας υπό απολύτως δημοκρατικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα, απαιτείται η διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων ώστε ο κοινωνικός έλεγχος να καθίσταται  ουσιαστικότερος και αποτελεσματικότερος.» Είναι εμφανές εδώ, ότι το κράτος δεν αντιμετωπίζεται ταξικά, αλλά ουδέτερα. Δεν είναι το κράτος της άρχουσα τάξης, αλλά μια ουδέτερη δύναμη, «ο δημόσιος τομέας»  που πρέπει να αποκτήσει «παρεμβατικό ρόλο» προφανώς για το «καλό της κοινωνίας». Όπως όμως γνωρίζει ο κάθε σύντροφος που έχει έρθει σε στοιχειώδη επαφή με την κλασσική μαρξιστική φιλολογία, με τα γραπτά των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν («Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους», «Κράτος κι Επανάσταση» κ.α) , το κράτος σε μια ταξική κοινωνία δεν είναι δύναμη ουδέτερη, αλλά είναι κράτος της άρχουσας τάξης.
Αυτό που περιγράφεται από τη θέση αυτή του προγράμματος είναι ένα μοντέλο κρατικού παρεμβατισμού μέσα στον καπιταλισμό. Το σημερινό αστικό κράτος όμως, σύμφωνα με την άποψη του Μαρξ (βλέπε π.χ «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία») που επαληθεύτηκε πολλές φορές από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, δεν μπορεί να μεταρρυθμισθεί και να μετατραπεί σε υπηρέτη της κοινωνίας. Είναι ανάγκη να συντριβεί και να αντικατασταθεί  από το κράτος της εκμεταλλευόμενης τάξης, από τη δικτατορία του προλεταριάτου ή σωστότερα από ένα κράτος της εργατικής δημοκρατίας. Έτσι το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι απλά όπως αναφέρεται στο κείμενο «η διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων», αλλά η ίδια η άσκηση της εξουσίας από τα δημοκρατικά όργανα των εργαζόμενων.
Το κείμενο συνεχίζει αναπτύσσοντας τον οικονομικό ρόλο που θέλει να διαδραματίσει το ουδέτερο αυτό κράτος, υποστηρίζοντας ότι «σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να επανέλθουν ή να παραμείνουν στον έλεγχο του δημοσίου όλοι οι τομείς στρατηγικού χαρακτήρα (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, διαχείριση υδάτινων πόρων, υποδομές, λιμάνια κλπ) και να αποκτήσουν ένα κοινωνικό κι αναπτυξιακό προσανατολισμό με όρους δημοσίου συμφέροντος.». Εδώ έχουμε την κλασσική γλώσσα της σοσιαλδημοκρατίας. Αποφεύγεται επιμελώς να διευκρινισθεί το αν ο «έλεγχος» των τομέων αυτών θα συνεπάγεται και την κατοχή της απόλυτης ιδιοκτησίας από την πλευρά του κράτους ή αν θα συμμετέχουν σε αυτούς τους στρατηγικούς τομείς ιδιωτικά κεφάλαια. Στους τομείς «στρατηγικού χαρακτήρα» δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, ούτε το μεγάλο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και πάνω από όλα, δεν συμπεριλαμβάνονται οι τράπεζες. Πως είναι δυνατόν να προσανατολιστούν προς το δημόσιο συμφέρον αυτοί οι τομείς όταν η παραγωγή, η διανομή και η πίστη είναι σε ιδιωτικά χέρια;
Τέλος πουθενά δεν προβλέπεται συγκεκριμένος ρόλος για τους εργαζόμενους στην οικονομία. Ο εργατικός έλεγχος και ο δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας από τα όργανά τους είναι προφανώς περιττές έννοιες για την ηγεσία του ΣΥΝ, αφού για τα πάντα θα φροντίζει ο «κοινωνικά προσανατολισμένος δημόσιος τομέας» διανθισμένος με μια αδιευκρίνιστη «συμμετοχή» από τους εργαζόμενους…
Πιο κάτω  (σημείο 4) το κείμενο διατείνεται ότι « απαιτείται ουσιαστικός έλεγχος του δημοσίου στη λειτουργία της ανεξέλεγκτης αγοράς, με τη δυνατότητα να καθορίζει όπου χρειάζεται το πλαίσιο τιμών και τα ποσοστά κέρδους.» Εδώ για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι το κράτος, «το δημόσιο», αντιμετωπίζεται από την ηγεσία του ΣΥΝ όχι σαν το κράτος της άρχουσας τάξης, αλλά σαν ουδέτερος εκπρόσωπος της κοινωνίας. Πως όμως το κράτος μπορεί να καθορίσει τα επίπεδα των τιμών και τα ποσοστά των κερδών όταν ολόκληρη η οικονομική δύναμη (τράπεζες, βιομηχανία, εμπόριο, γη) ανήκει στους καπιταλιστές και ανά πάσα στιγμή μπορούν να τη χρησιμοποιούν  για να προστατεύουν τα επίπεδα των κερδών τους; Πως μπορούν να γίνουν από αυτό το κράτος αποτελεσματικές παρεμβάσεις ενάντια στην κερδοσκοπία, όταν τα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής γραφειοκρατίας (δικαστές, κρατικά στελέχη, αξιωματικοί στρατού και σωμάτων ασφαλείας κ.α), λειτουργούν ανεξέλεγκτα από τους εργαζόμενους, απολαμβάνουν προνόμια που τους δένουν με χίλια νήματα με τους καπιταλιστές και κυριαρχούν σε μια κρατική μηχανή που είναι φτιαγμένη για να υπηρετεί την άρχουσα τάξη;

Οι τράπεζες και η ηθικοποίησή τους

Στη θέση 5 γίνεται λόγος για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όμως αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε στο μίνιμουμ χωρίς την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που συνθλίβει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δυστυχώς αυτά που αναφέρονται στη θέση 6 για τις τράπεζες είναι ευχολόγια χωρίς περιεχόμενο : «Απαιτείται ο έλεγχος του δημοσίου επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος με στόχο την παρεμπόδιση των τραπεζών να λειτουργούν ληστρικά απέναντι στους καταναλωτές και να προβαίνουν σε καθαρά κερδοσκοπικές επενδύσεις. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να αναπροσαρμοστεί στην κατεύθυνση της προστασίας των καταναλωτών και της λαϊκής αποταμίευσης.» Ο ληστρικός ρόλος των τραπεζών είναι στη φύση τους. Μπορεί η ηθική των ρεφορμιστών να προβλέπει ότι οι κερδοσκόποι τραπεζίτες «οφείλουν να προστατεύουν τους καταναλωτές και τη λαϊκή αποταμίευση» όμως ο Σάλλας, ο Βγενόπουλος και οι συνάδελφοί τους δεν πρόκειται ποτέ να συμμεριστούν την ηθική αυτή. Μόνο η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με τη δημιουργία μιας κεντρικής εθνικής τράπεζας που θα εξασφαλίζει τις αναγκαίες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας, μπορεί να βάλει τέλος στον σημερινό ληστρικό ρόλο των τραπεζών.

Λειψός Χωρισμός

Στη θέση 11 προβάλλεται ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, χωρίς όμως το απαραίτητο συμπλήρωμα του, δηλαδή τη θέση για κοινωνικοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, που θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Χωρίς αυτή τη θέση, ο χωρισμός ισοδυναμεί με αμνήστευση του ληστρικού ρόλου που παίζει το αγύρτικο εκκλησιαστικό κατεστημένο στις πλάτες χιλιάδων «πιστών».

Φεμινισμός και γυναικεία καταπίεση

Ένα ακόμα από τα σημεία του κειμένου που χρίζουν σοβαρής εξέτασης είναι η θέση για την υπεράσπιση του φεμινισμού. Σύμφωνα με το κείμενο «η κοινωνία αποτελείται από άνδρες και γυναίκες, η σχέση εξουσίας του ενός φύλου πάνω στο άλλο έχει πολιτική διάσταση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την όλη διαχείριση του δημόσιου χώρου. Σε αυτή τη βάση, ο φεμινισμός αναπροσδιορίζει και εμπλουτίζει την πολιτική…». Ασφαλώς, πάνω από όλα η κοινωνία αποτελείται από τάξεις. Η καταπίεση της γυναίκας στη σημερινή της μορφή είναι καρπός της εκμεταλλευτικής φύσης της κοινωνίας, είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Τα γιατροσόφια του φεμινισμού που υιοθετούνται από το κείμενο, δηλαδή οι λεγόμενες «θετικές διακρίσεις» με την προώθηση γυναικών σε θέσεις κοινωνικής και πολικής ευθύνης δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα της γυναικείας καταπίεσης. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι πρόβλημα ελλιπούς συμμετοχής της γυναίκας στα κέντρα αποφάσεων, όπως πιστεύουν οι φεμινίστριες, αλλά είναι ζήτημα που συνδέεται με την ανάγκη εξάλειψης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης συνολικά.
Μέτρα όπως η υποστηριζόμενη από την ΚΠΕ «επέκταση του «νόμου για το1/3» και στα ψηφοδέλτια των εθνικών εκλογών» δεν  μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην υπόθεση της απελευθέρωσης της γυναίκας. Αντίθετα, την γυναικεία καταπίεση θα καταπολεμήσει αποφασιστικά η δημιουργία ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών, η αναβάθμιση και επέκταση του Ολοήμερου σχολείου, η δημιουργία ενός δικτύου δημόσιων χώρων εστίασης και διεκπεραίωσης των λειτουργιών που στο πλαίσιο της σημερινής οικογένειας πέφτουν στις πλάτες των γυναικών  (πλύσιμο ρούχων, σιδέρωμα κ.α), η λήψη δηλαδή αποφασιστικών κοινωνικών μέτρων που θα απαλλάξουν τη γυναίκα από τα σημερινά της βάρη. Είναι δεδομένο ότι το κόστος αυτών των μέτρων μπορεί να αναλάβει μόνο μια σοσιαλιστικά σχεδιασμένη οικονομία, γι’ αυτό και ο αγώνας για το σοσιαλισμό είναι στενά δεμένος με τον αγώνα ενάντια στη γυναικεία καταπίεση .

Μια «εξαγνισμένη» Τοπική Αυτοδιοίκηση

Στον τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το κείμενο της ΚΠΕ επαναφέρει τις αυταπάτες για την ουδετερότητα του κράτους : «Αν η τοπική αυτοδιοίκηση αναπτύσσει με αυτό το πνεύμα την πολιτική της ως δημόσιος και ως κοινωνικός θεσμός τότε κατορθώνει, όχι μόνο να στηρίζει αλλά και να αναδεικνύει την κοινωνική συλλογικότητα». Όμως οι δήμοι και οι νομαρχίες αποτελούν το τοπικό διοικητικό γρανάζι του αστικού κράτους. Οι ΟΤΑ διαχειρίζονται και διανέμουν στο κεφάλαιο μεγάλα κρατικά και κοινοτικά ποσά και όλο και πιο πολύ, συγκεντρώνουν στην δικαιοδοσία τους τομείς παραδοσιακής κρατικής ευθύνης.  Καμία ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και κανένας ουσιαστικό λαϊκός έλεγχος δεν υπάρχει στα πεπραγμένα των νομαρχών και των δημάρχων στο πλαίσιο της Τ.Α. Με αυτή την έννοια, η ΤΑ δεν αποτελεί καθόλου έναν αφηρημένα «δημόσιο και κοινωνικό» θεσμό που μπορεί να αναδεικνύει την κοινωνική  …συλλογικότητα.

Το Περιβάλλον και η πανάκεια των προτύπων

Αλλά και στο ζήτημα του περιβάλλοντος, βλέπουμε στις θέσεις έντονη τη σφραγίδα της ρεφορμιστικής ηθικολογίας : «Τελικά απαιτείται η συνολικότερη αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού προτύπου. Η κλιματική αλλαγή και όλα τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνιμα και αποτελεσματικά μόνο σε αυτή τη βάση». Προφανώς η ΚΠΕ θεωρεί ότι ο – κατά τα άλλα στρατηγικός της στόχος – «σοσιαλισμός» ούτε για την σωτηρία του περιβάλλοντος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Αρκεί να πείσουμε τα αφεντικά της οικονομίας και τους προφανώς συνυπεύθυνους  για τη μοίρα τους καταναλωτές να αλλάξουν …πρότυπα. Μια ακόμα θέση – πρότυπο κενής, ρεφορμιστικής ηθικολογίας….

 

Διεθνείς σχέσεις, αγγελικά πλασμένες

Η ρεφορμιστική ηθικολογία εκτείνεται και στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. «Η οργάνωση των διεθνών σχέσεων συνολικά οφείλει να διέπεται από μια πολυδιάστατη αντίληψη για την ειρήνη και την ασφάλεια. Ο ΟΗΕ καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση εφόσον αναβαθμίσει τις λειτουργίες της Γενικής του Συνέλευσης και προωθήσει τον εκδημοκρατισμό του συνόλου των θεσμικών του οργάνων.» Τι κι αν οι διεθνείς σχέσεις φυσιολογικά αντανακλούν συσχετισμούς ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα. Τι κι αν ο ΟΗΕ ουδέποτε διαδραμάτισε ρόλο ανεξάρτητο από τη θέληση του ιμπεριαλισμού και από το συσχετισμό δύναμης που επικρατεί διεθνώς. Για τους συντρόφους της ΚΠΕ όλα μπορούν και πρέπει να υπακούουν στην ανώτατη ηθική της «ειρήνης και της ασφάλειας».
Αυτό που ασφαλώς δεν αναφέρθηκε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει, είναι ο τρόπος που θα πεισθεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και οι υπόλοιποι «ομόλογοί» του να υπολογίσουν τον ΟΗΕ και τους κανόνες του, όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά τους. Δεν μπορεί κανένας ηθικολόγος να υποδείξει στους ιμπεριαλιστές πως θα οργανώσουν τις διεθνείς σχέσεις. Μόνο η ασυμφιλίωτη πάλη των εργαζόμενων ενάντια στον ιμπεριαλισμό για τη νίκη του σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο, μπορεί να οδηγήσει σε διεθνείς σχέσεις ειρήνης και ασφάλειας για τους λαούς. Μόνο το ξερίζωμα της εκμετάλλευσης παγκόσμια μπορεί να οδηγήσει σε διεθνή ύφεση και ειρήνη. Η ειρήνη και η ασφάλεια στις διεθνείς σχέσεις είναι ασυμβίβαστες έννοιες με την κυριαρχία του καπιταλισμού στον πλανήτη.

Ψήφος εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό

Είναι επίσης αξιοσημείωτη η ευμενής μεταχείριση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού έναντι του αμερικάνικου. Το κείμενο τονίζει χαρακτηριστικά :  «Σε αυτή τη βάση, αντιστεκόμαστε στον ατλαντισμό της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. και συνεπικουρεί το ΠΑΣΟΚ ζητώντας όχι τη διεύρυνση, αλλά την κατάργηση του ΝΑΤΟ, στηρίζουμε τη διαβαλκανική συνεργασία και την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Βαλκανίων..» Εχθρός για τους συντρόφους της ΚΠΕ δεν είναι ο ιμπεριαλισμός, αλλά ο ατλαντισμός, δηλαδή μόνο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Υποστηρίζουν μάλιστα την «Ευρωπαϊκή προοπτική» των Βαλκανικών χωρών, ενδιαφερόμενοι ενεργά για την πλήρη πρόσδεση των Βαλκανίων στο δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και δεν αναφέρουν πουθενά ποια προβλήματα των λαών θα λύσει αυτή.

Κυπριακό στο έλεος των «Ανάν»

«Σε σχέση με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει άμεσα η χώρα» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η ΚΠΕ ζητά «να αναληφθούν νέες πρωτοβουλίες για την επίλυση του Κυπριακού», προφανώς από τους διεθνείς οργανισμούς και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, σπέρνοντας για άλλη μια φορά την αυταπάτη ότι μπορούν να λύσουν το πρόβλημα αυτοί που το δημιούργησαν.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν αναφέρεται τίποτα για τις ανεξάρτητες, ταξικές πρωτοβουλίες για κοινή δράση που είναι ανάγκη να λάβουν οι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι μέσα από τις συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις, με απώτερο στόχο μια σοσιαλιστική ομοσπονδία χωρίς την κυριαρχία των αστικών τάξεων και την παρουσία του ιμπεριαλισμού στο νησί. Οι εργαζόμενοι στην Κύπρο προφανώς σύμφωνα με την ΚΠΕ, πρέπει να περιμένουν παθητικά το πότε θα έρθει το επόμενο σχέδιο Ανάν.

 

Μακεδονικό : υπόδειξη ονόματος!

Σχετικά με το Μακεδονικό το κείμενο Θέσεων της ΚΠΕ, αφού διαβεβαιώνει ότι αντιπαλεύει κάθε εθνικισμό και αλυτρωτισμό ζητά «άμεση λύση με σύνθετη ονομασία και γεωγραφικό προσδιορισμό του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ».
Όμως η άρνηση της ΚΠΕ να αποδεχθεί την ονομασία που οι ίδιοι οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας επιθυμούν για το έθνος και το κράτος τους και το αίτημά της να ονομάζονται διαφορετικά, καθόλου δεν συνάδει με μια συνεπή αντι-εθνικιστική στάση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές ΜΑΣ.
Στο ζήτημα των σχέσεων με την Τουρκία, το κείμενο κάνει λόγο εντελώς απαράδεκτα για της διαφορές «μας» με την Τουρκία («Επιδιώκουμε να αρθούν οι διαφορές μας με την Τουρκία..» ) ταυτίζοντας τους πρωτοπόρους αριστερούς αγωνιστές που θα κληθούν να ψηφίσουν αυτό το κείμενο με την ελληνική άρχουσα τάξη και τις ιστορικές διαφορές και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που εκείνη έχει με την Τούρκικη άρχουσα τάξη στην ευρύτερη περιοχή.
Η ΚΠΕ δηλώνει ότι στηρίζει «την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τη γείτονα μέσα από πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν σε όλα τα επίπεδα» αναγνωρίζοντας ουσιαστικά στους έλληνες και τούρκους αστούς την πρόθεση και την ικανότητα να εξασφαλίσουν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών. Φυσικά, ούτε κι εδώ αναφέρεται τίποτα για τον ανεξάρτητο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι εργατικές τάξεις των δύο χωρών με τις συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις, στην κατεύθυνση της υπέρβασης των τεχνητών διαφορών που καλλιεργούν τα αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα και του κοινού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Για αυτούς δεν προτείνονται «πρωτοβουλίες», Ας αρκεστούν στις πρωτοβουλίες των αστών…
Και βέβαια δεν θα μπορούσε κι εδώ να λείψει ως κορωνίδα του «ευρωπαϊσμού» (βλέπε δηλαδή της πίστης στους στόχους του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού) της ΚΠΕ η απαίτηση για  «συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε. με τήρηση των ευρωπαϊκών κριτηρίων περί εκδημοκρατισμού και περί κατοχύρωσης των ανθρώπινων, πολιτικών, κοινωνικών και μειονοτικών δικαιωμάτων». Βλέπετε ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας δεν μπορεί να εναποτεθεί στην ίδια την πάλη του τουρκικού εργατικού κινήματος, αλλά πρέπει να αποτελεί εργολαβία του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού….Τώρα το πώς η «προστάτιδα των δημοκρατικών δικαιωμάτων» Ε.Ε μπορεί παράλληλα να συναλλάσσεται και να υποστηρίζει καθεστώτα δικτατορικά σε δεκάδες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Μ. Ανατολής, είναι κάπως δύσκολο να μας το εξηγήσει η ΚΠΕ. Μάλλον θα φταίνε οι κακές επιρροές του «ατλαντισμού»….

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα