Κλιμάκωση της διασπαστικής πολιτικής
Στη σελ. 32, κάτω από τον τίτλο «συμπεράσματα από τις φοιτητικές και σπουδαστικές κινητοποιήσεις..» διαβάζουμε: «…Από το 9ο συνέδριο μέχρι σήμερα, είχαμε δύο σημαντικά ξεσπάσματα κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ…». Στη συνέχεια, αφού πληροφορηθούμε ότι η ΚΝΕ ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στην άνοδο των φοιτητικών αγώνων, διαβάζουμε μια σειρά πρωτότυπα συμπεράσματα όπως, ότι «Αποδείχτηκε προετοιμασμένη και η Σοσιαλδημοκρατία, με επεξεργασμένη την παρέμβαση της για την ενσωμάτωση των νεολαιίστικων αγώνων..», «Συγκροτήματα του Τύπου για τους δικούς τους λόγους στήριζαν κάθε δύναμη στις κινητοποιήσεις, αρκεί να ήταν εχθρική προς το Κόμμα και την ΚΝΕ. Αναπτύχθηκε έντονος αντικομουνισμός..», «Το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη φάση των κινητοποιήσεων στήριξε ανοιχτά, μέσα και έξω από τις σχολές αριστερίστικες και «αναρχοαυτόνομες» δυνάμεις, αφού αυτό επέτρεπε και τα αντιπολιτευτικά του παιχνίδια να πραγματοποιεί χωρίς πολιτικές δεσμεύσεις και το φοιτητικό κίνημα να συνεχίσει να υπονομεύει…», μαθαίνουμε όμως τελικά, ότι «Η ΚΝΕ με τις κατάλληλες προσαρμογές εμπόδισε τους σχεδιασμούς που ήθελαν την περιθωριοποίηση της. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση των κινητοποιήσεων, στη διαμόρφωση πολιτικών συνθημάτων καταδίκης της πολιτικής ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΕΕ» και «Η Οργάνωση βγήκε συνολικά ωριμότερη δίνοντας μάχη με τον οπορτουνισμό που ανέβαινε, μάχη για την υπεράσπιση της στρατηγικής του Κόμματος, κόντρα στα σχέδια επίθεσης που μπήκαν σε εφαρμογή με επίκεντρο την ΚΝΕ».
Σε αυτό το σημείο, είναι προφανές ότι προκειμένου να αποκρυφτεί η ήττα της τακτικής απομόνωσης της ΚΝΕ μέσα στις σχολές στον πρώτο γύρο των κινητοποιήσεων το 2006 που την ανάγκασε να κάνει στροφή 180 μοιρών, στη συνέχεια και ως τα μέσα των καταλήψεων του 2007, επιστρατεύεται κάθε λογής φανταστικό σενάριο. Όταν οι πλατειές μάζες των φοιτητών μπήκαν στον αγώνα, απαίτησαν την πλατύτερη δυνατή ενότητα πάνω στα κοινά αιτήματα, καταδικάζοντας στην απομόνωση κάθε πολιτική δύναμη που έμπαινε εμπόδιο σε αυτήν την ενότητα. Ανίκανη να καταλάβει αυτή την απλή αλήθεια, η ηγεσία της ΚΝΕ, αναζητά τα αίτια της απομόνωσης της από τους φοιτητές σε κάθε λογής φανταστική και απίθανη συμμαχία του ΠΑΣΟΚ, με «αναρχοαυτόνομους», σε επιθέσεις από τα ΜΜΕ, που κατά τα άλλα στήριζαν κάθε άλλη δύναμη μέσα στο κίνημα-(στην πραγματικότητα σχεδόν ανεξαιρέτως συκοφαντούσαν το κίνημα στο σύνολο του), κλπ. Η ηγεσία της ΚΝΕ, προκειμένου να μην απομονωθεί τελείως, και να γλιτώσει τις επερχόμενες συνέπειες μιας σοβαρής εσωτερικής κρίσης, αναγκάστηκε να αλλάξει ριζικά τακτική, μπαίνοντας στα ενωτικά πλαίσια με τις άλλες αριστερές δυνάμεις, διαλύοντας το ξεχωριστό συντονιστικό της και συμμετέχοντας στο συντονιστικό των κατειλημμένων σχολών και σε κοινά συλλαλητήρια. Όλη αυτή την στροφή, το Κ.Σ την περιγράφει, με την αμήχανη φράση ««Η ΚΝΕ με τις κατάλληλες προσαρμογές εμπόδισε τους σχεδιασμούς που ήθελαν την περιθωριοποίηση της». Βέβαια, όπως φάνηκε στην πορεία, η ηγεσία της ΚΝΕ στάθηκε εντελώς ανίκανη να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα από αυτή τη στροφή, αφού με την υποχώρηση του κινήματος, βρήκε μια αστεία αφορμή για να σπάσει το ενιαίο μέτωπο και να επιστρέψει στην συνηθισμένη τακτική των ξεχωριστών κινητοποιήσεων και συντονισμού, χωρίς να εξηγήσει στοιχειωδώς στα μέλη και τους οπαδούς της αυτή τη νέα στροφή. Από τότε, όπως φαίνεται και στο κείμενο, επέλεξε να υποκρίνεται ότι όλα αυτά δεν συνέβησαν ποτέ…
Πολλά από τα μέλη και τους υποστηριχτές της ΚΝΕ, θα περίμεναν ίσως από το Κ.Σ, στα πλαίσια του συνεδρίου, να εξηγήσει ειλικρινά και συγκεκριμένα, κάτω από ποιο λογικό σχεδιασμό συνέβηκαν αυτές οι δύο απανωτές στροφές τακτικής, ή πού έγιναν λάθη και ποια ήταν τελικά η κατάλληλη τακτική. Μάταια! Ο Λένιν εξηγούσε, ότι δεν είναι αρκετό να διορθώνεις ένα λάθος, αν δεν το εξηγήσεις διεξοδικά, είναι αναπόφευκτο να επαναλάβεις το ίδιο ή κάποιο χειρότερο. Βέβαια η ηγεσία της ΚΝΕ, αποδεικνύεται απρόθυμη να κάνει είτε το ένα, είτε το άλλο.
Έτσι λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα που βγάζει από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, είναι ότι αυτές «ενσωματώθηκαν, δεν οδήγησαν στην αλλαγή των συσχετισμών, στην άνοδο της ριζοσπαστικοποίησης στη μάζα των σπουδαστών… κ.λ.π» και ότι «Το συμπέρασμα είναι πως όσο το ευρύτερο λαϊκό και κύρια το εργατικό κίνημα βρίσκεται κάτω από την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού, σε βαθιά κρίση… το φοιτητικό κίνημα μπορεί να έχει ξεσπάσματα και με ανεβασμένες μορφές πάλης, αλλά εύκολα θα ενσωματώνεται». Οι συντάκτες βέβαια δεν μας εξηγούν τι ακριβώς σημαίνει και πως τεκμηριώνεται η εκτίμηση ότι το κίνημα «ενσωματώθηκε»! Γιατί ούτε πάντως συμβιβάστηκε με κάποια παραχώρηση της κυβέρνησης, ούτε και υιοθέτησε αιτήματα λιγότερο μαχητικά, ούτε και πήγε σε κάποιας μορφής διάλογο με την κυβέρνηση της ΝΔ. Η αλήθεια είναι ότι το κίνημα μετά από μια μακρά περίοδο κινητοποιήσεων και αφού πέτυχε μια σημαντική νίκη, αναστέλλοντας την αναθεώρηση του «Άρθρου 16», με την υποχώρηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια ηττήθηκε και υποχώρησε. Ηττήθηκε, λόγω της απομόνωσής του από το εργατικό και το μαθητικό κίνημα και κάτω από την κουραστική για τους φοιτητές επίδραση των εκφυλιστικών, διασπαστικών λογικών, σε μη πολιτική βάση, από τις βασικότερες αριστερές παρατάξεις. Και σε αυτή την ήττα βασική ευθύνη έχει, εκτός των άλλων και η ηγεσία της ΚΝΕ, που ήταν η πρώτη που έσπευσε να σπάσει το μέτωπο, απογοητεύοντας τους φοιτητές.
Είναι σωστό, ότι δεν μπορεί να πετύχει και πολλά το φοιτητικό κίνημα, αποκομμένο από το εργατικό (όχι βέβαια ότι αναγκαστικά θα «ενσωματώνεται»), αλλά είναι επίσης αλήθεια, ότι για την έλλειψη αποτελεσματικής προσπάθειας για συμμαχία, ευθύνεται και η ηγεσία της ΚΝΕ, που συστηματικά αρνήθηκε το συντονισμό με οποιοδήποτε άλλο φορέα των εργαζομένων-ακόμα και την ΠΟΣΔΕΠ- εκτός από τα συνδικάτα που ελέγχει το ΠΑΜΕ!
Στη συνέχεια, στο ίδιο κεφάλαιο, το Κ.Σ, ανάγει σε βασικό καθήκον και στόχο πάλης, τη συγκρότηση ενός μετώπου στο χώρο των φοιτητών, στα πρότυπα του ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα, του «Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών» (ΜΑΣ). Σε αυτό το μέτωπο δεν καλεί βέβαια, καμία από τις αριστερές φοιτητικές παρατάξεις, με τις οποίες συμμάχησε στο παρελθόν – στη μόνη φάση που πέτυχε κάποια νίκη το φοιτητικό κίνημα – αλλά όσους φοιτητές οργανωμένους σε συλλόγους, επιτροπές αγώνα κλπ, είναι προσανατολισμένοι «σε αντιμονοπωλιακή γραμμή …στο πλευρό του ΠΑΜΕ» (σελ 35). Άλλο ένα μέτωπο δηλαδή, της ΚΝΕ γύρω από τον εαυτό της!
Μάλιστα, στα πλαίσια αυτής της τακτικής, ανακοινώνεται έμμεσα και η απαξίωση της ΠΚΣ σαν ζωντανής παράταξης (κάτι που έχει γίνει στην πράξη αρκετό καιρό πριν), με την φράση «Μπορεί να αξιοποιηθεί με τη μορφή εκλογικού σχήματος»! Επίσης, αφήνεται ανοιχτό, το ενδεχόμενο της εξώθησης αυτής της πολιτικής γραμμής ακόμη και ως την οργανωτική διάσπαση – αν και δεν ομολογείται ανοιχτά – με φράσεις όπως «πήραμε τη μεγάλη απόφαση για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού Κινήματος …αφήνοντας πίσω μια και καλή τον εκφυλισμό, τον κυβερνητικό συνδικαλισμό…» και «Η διαλυτική κατάσταση στο φοιτητικό κίνημα απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της παράταξης μέσα στο κίνημα, να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για την ισχυροποίηση των μορφών οργάνωσης».
Βέβαια, ένα από τα πιο προβληματικά στοιχεία των θέσεων, είναι η έλλειψη κάθε αναφοράς και ανάλυσης της νεολαιίστικης εξέγερσης του 2008, ενός από τα πιο σημαντικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην εξέγερση, είναι σε μια παράγραφο, στη σελ. 36, στο κεφάλαιο για τη δράση στα σχολεία, με τον όρο «κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή, το Δεκέμβρη του 2008». Καμία προσπάθεια δεν γίνεται να εξηγηθούν, η αναπάντεχη τροπή των γεγονότων και οι λόγοι της πρόωρης υποχώρησης του κινήματος.
Η όλη ανάλυση που γίνεται και εδώ, για την επίθεση στα συντονιστικά της ΚΝΕ, είναι εκτός πραγματικότητας. Οι συντάκτες, ανακάλυψαν και εδώ, «ΜΜΕ που αποθέωναν το αυθόρμητο για να μην γίνει συνειδητό..», «αρθρογραφούσαν «για την κουκούλα που απελευθερώνει», έδιναν μαθήματα για το πώς να επιτίθενται οι μαθητές στα αστυνομικά τμήματα, μιλούσαν για «εξέγερση»». Η μόνη ουσία αυτής της παραγράφου, είναι ότι η ηγεσία της ΚΝΕ, αρνείται να χαρακτηρίσει εξέγερση το νεολαιίστικο κίνημα, χωρίς ξεκάθαρο λόγο. Ο μόνος ίσως λόγος που μπορούμε να φανταστούμε, είναι ότι δεν μπορεί να διανοηθεί οποιαδήποτε εξέγερση την οποία δεν καθοδηγεί και ελέγχει το ίδιο το ΚΚΕ και η ΚΝΕ.
Είναι άλλο πράγμα να μην αποθεώνεις το αυθόρμητο, εις βάρος του συνειδητού, και άλλο πράγμα να αρνείσαι την ύπαρξή του. Βεβαίως το ουσιαστικό ερώτημα και εδώ, είναι τι ακριβώς έκανε η ηγεσία της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, προκειμένου να συμβάλλει στην μετατροπή του αυθόρμητου σε συνειδητό και οργανωμένο κίνημα. Η απάντηση είναι δυστυχώς, ότι όχι απλά δεν συνέβαλλε σε αυτό, αλλά έπαιξε ανασταλτικό ρόλο, απομονώνοντας ένα κομμάτι των πιο συνειδητών και πρωτοπόρων μαθητών και φοιτητών, από τις πλατειές ανοργάνωτες μάζες που μπήκαν στο κίνημα, βοηθώντας άθελα της, στην απομόνωση και ήττα του κινήματος.
Συμπερασματικά, η άρνηση της ηγεσίας της ΚΝΕ να βγάλει οποιοδήποτε συμπέρασμα από τις αρνητικές επιπτώσεις της διασπαστικής τακτικής που έχει ως σήμερα ακολουθήσει στο νεολαιίστικο κίνημα, όπως και στο εργατικό, και η επιμονή της στην κλιμάκωση αυτής της πολιτικής, είναι αντικειμενικά, η χειρότερη υπηρεσία που προσφέρει στο κίνημα.
Η στάση απέναντι στις άλλες αριστερές δυνάμεις
Η επιμονή σε αυτή την πολιτική περιχαράκωσης των δυνάμεων της ΚΝΕ, φαίνεται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται σε όλο το κείμενο οι άλλες αριστερές δυνάμεις και πρώτα απ’ όλα ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε όλο το κείμενο, αν και δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην ανάγκη ενότητας της αριστεράς – μια από τις στοιχειώδεις ανάγκες που ενστικτωδώς αντιλαμβάνονται οι απλοί εργάτες και νεολαίοι ως προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντεπίθεση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος – υπάρχουν διάσπαρτες συκοφαντίες για τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Την τιμητική τους σε συκοφαντίες έχουν ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παράλληλα εκλείπει κάθε ίχνος ουσιώδους και εποικοδομητικής πολιτικής κριτικής, στα υπαρκτά προβλήματα και αδυναμίες της πολιτικής τους. Μια τέτοια κριτική, θα είχε θετική επίδραση και στον πολιτικό και ιδεολογικό εξοπλισμό των ίδιων των μελών της ΚΝΕ, αλλά και στους αριστερούς αγωνιστές που προσανατολίζονται σε αυτές τις δυνάμεις. Βέβαια, η καλύτερη υπηρεσία στο κίνημα, θα ήταν η συνοδεία μιας τέτοιας αυστηρής αλλά ουσιώδους κριτικής, από μια έκκληση για ενότητα στη δράση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που θα οδηγούσε στην αγωνιστική ανάταση του κινήματος και της αριστεράς.
Ένας τέτοιος στόχος, βρίσκεται έξω από την ατζέντα των συντακτών του κειμένου, βρίσκεται όμως στην κορυφή της ατζέντας της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, και γι’ αυτό πρέπει να τον επιδιώξουν, τα μέλη και οι απλοί αγωνιστές της ΚΝΕ, στην περίοδο αμέσως μετά το συνέδριο τους.