Το παρακάτω κείμενο είναι το πρώτο κεφάλαιο του έργου του Τρότσκι με τίτλο «Αποτελέσματα και Προοπτικές». Σε αυτό το έργο, ο Τρότσκι αναπτύσσει για πρώτη φορά τη «Θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης», η οποία επαληθεύτηκε με θαυμαστό τρόπο από τα γεγονότα της επανάστασης του 1917.
Η πρώτη δημοσίευση του έργου έγινε το 1906 στην Πετρούπολη, λίγο μετά την επανάσταση του 1905. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Κομμουνιστική Διεθνή το 1921, για να τυπωθεί και να διαδοθεί ευκολότερα από τα διάφορα τμήματά της, την πρώτη περίοδο που αυτή καθοδηγούταν από τον Λένιν και τον Τρότσκι και πριν ελεγχθεί και εκφυλιστεί από το σταλινισμό.
Η ελληνική μετάφραση που δημοσιεύουμε εδώ, έγινε από την «Εργατική Εξουσία», που εξέδωσε το έργο σε περιορισμένα αντίτυπα το 1999.
Αν συγκρίνουμε την κοινωνική ανάπτυξη στη Ρωσία με την κοινωνική ανάπτυξη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες -τις οποίες εξετάζουμε όλες μαζί επειδή έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τη Ρωσία- μπορούμε να πούμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό της ρώσικης κοινωνικής ανάπτυξης είναι ο σχετικός πρωτογονισμός και η αργοπορία της.
Δεν θέλουμε να επιμείνουμε εδώ στις φυσικές αιτίες αυτού του πρωτογονισμού, αλλά σαν γεγονός παραμένει αναμφισβήτητο: η ρωσική κοινωνική ζωή χτίστηκε σε πιο φτωχές και πιο πρωτόγονες οικονομικές βάσεις.
Ο μαρξισμός διδάσκει ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθορίζει την κοινωνικο-ιστορική διαδικασία. Η δημιουργία οικονομικών σχηματισμών και τάξεων [1] είναι δυνατή μόνον όταν αυτή η ανάπτυξη έχει φτάσει σ’ ένα ορισμένο στάδιο. Η ταξική διαφοροποίηση, που καθορίζεται από την ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας και τη δημιουργία πιο ειδικευμένων κοινωνικών λειτουργιών, προϋποθέτει ότι ένα μέρος του πληθυσμού, που απασχολείται στην άμεση υλική παραγωγή, παράγει υπερπροϊόν, δηλαδή προϊόν μεγαλύτερο απ’ αυτό που καταναλώνει: δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν και να πάρουν μορφή μη παραγωγικές τάξεις παρά μόνο απαλλοτριώνοντας αυτό το υπερπροϊόν.
Επιπλέον, ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στις ίδιες τις παραγωγικές τάξεις είναι δυνατός μόνο όταν η γεωργία επιτύχει έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης, όταν δηλαδή μπορεί να εξασφαλίσει την παροχή προϊόντων στον μη αγροτικό πληθυσμό. Αυτές οι θεμελιακές αρχές της κοινωνικής ανάπτυξης διατυπώθηκαν ξεκάθαρα ήδη από τον Άνταμ Σμιθ.
Έτσι, αν και η περίοδος Νοβγκορόντ της ιστορίας μας συμπίπτει με την έναρξη του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, ο αργός ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, που είχε να κάνει με δυσμενείς φυσικο-ιστορικές συνθήκες (λιγότερο ευνοϊκή γεωγραφική θέση, αραιός πληθυσμός), ήταν σίγουρο ότι θα καθυστερούσε τη διαδικασία ταξικής διαφοροποίησης και θα της έδινε έναν πιο πρωτόγονο χαρακτήρα.
Είναι δύσκολο να πούμε τι μορφή θα είχε πάρει η ρώσικη κοινωνική ανάπτυξη αν είχε παραμείνει απομονωμένη και κάτω από την επίδραση μόνο των εσωτερικών τάσεων. Αρκεί να πούμε ότι αυτό δεν συνέβη. Η ρώσικη κοινωνική ζωή, χτισμένη πάνω σε συγκεκριμένα εσωτερικά οικονομικά θεμέλια, ήταν ταυτόχρονα κάτω από την επιρροή, ακόμη και την πίεση, του εξωτερικού κοινωνικο-ιστορικού περιβάλλοντος.
Όταν αυτή η κοινωνική και κρατική οργάνωση, ήρθε σε σύγκρουση, καθώς σχηματιζόταν, με άλλους γειτονικούς οργανισμούς, ο σχετικός πρωτογονισμός της και η συγκριτικά μεγάλη ανάπτυξη των άλλων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία που ακολούθησε. Το ρωσικό κράτος, που μεγάλωσε σε μια πρωτόγονη οικονομική βάση, σύναψε σχέσεις και ήρθε σε σύγκρουση με κράτη που είχαν χτιστεί σε υψηλότερα και πιο σταθερά θεμέλια. Έτσι παρουσιάστηκαν δύο πιθανότητες: ή το ρώσικο κράτος θα υπέκυπτε στην πάλη εναντίον τους, όπως η Χρυσή Ορδή υπέκυψε στον αγώνα εναντίον του Μοσχοβίτικου κράτους, ή θα τις ξεπερνούσε με την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων και θα απορροφούσε πολύ περισσότερες ζωτικές δυνάμεις απ’ ότι εάν έμενε απομονωμένο. Η οικονομία της Ρωσίας ωστόσο ήταν αρκετά αναπτυγμένη ώστε να αποτρέψει την πρώτη πιθανότητα. Το κράτος δεν κατέρρευσε, αλλά άρχισε να αναπτύσσεται κάτω από την τρομερή πίεση των οικονομικών δυνάμεων.
Έτσι, το σημαντικότερο δεν ήταν ότι η Ρωσία περιστοιχιζόταν από εχθρούς από όλες τις πλευρές. Αυτό από μόνο του δεν εξηγεί την κατάσταση. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει για κάθε ευρωπαϊκή χώρα, εκτός ίσως από την Αγγλία. Στην αμοιβαία πάλη τους για επιβίωση, αυτά τα κράτη στηρίζονταν σε παρόμοιες, πάνω κάτω, οικονομικές βάσεις και κατά συνέπεια, η ανάπτυξη των κρατικών οργανώσεών τους δεν δεχόταν τόσο ισχυρές εξωτερικές πιέσεις.
Η πάλη ενάντια στους Τάταρους της Κριμαίας και του Νογκάι χρειάστηκε τρομερή προσπάθεια. Αλλά αυτή δεν ήταν φυσικά μεγαλύτερη από την προσπάθεια που χρειάστηκε ο εκατονταετής πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία. Δεν ήταν όμως οι Τάταροι που ανάγκασαν την Παλιά Ρωσία να εισάγει πυροβόλα όπλα και να δημιουργήσει τα μόνιμα συντάγματα των Στρέλτσι. Δεν ήταν οι Τάταροι που αργότερα την υποχρέωσαν να δημιουργήσει ιπποτικό ιππικό και πεζικό, αλλά η πίεση της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Σουηδίας.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της πίεσης από την Δυτική Ευρώπη, το κράτος καταβρόχθιζε ένα εξαιρετικά μεγάλο μέρος του υπερπροϊόντος, δηλαδή ζούσε σε βάρος των προνομιούχων τάξεων που σχηματίζονταν, κι έτσι καθυστερούσε την ήδη αργή ανάπτυξή τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το κράτος άρπαζε το «αναγκαίο προϊόν» του αγρότη, του στερούσε τα μέσα για να ζήσει, τον ανάγκαζε να φύγει από τη γη του πριν προλάβει καλά-καλά να εγκατασταθεί-και έτσι καθυστερούσε την αύξηση του πληθυσμού και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, στο βαθμό που το κράτος καταβρόχθιζε ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του υπερπροϊόντος, καθυστερούσε την ήδη αργή διαφοροποίηση ανάμεσα στις τάξεις. Στο βαθμό που άρπαζε ένα μεγάλο μέρος του αναγκαίου προϊόντος, κατέστρεφε ακόμη και την πρωτόγονη παραγωγική βάση πάνω στην οποία στηριζόταν.
Αλλά για να υπάρξει, για να λειτουργήσει και πάνω απ’ όλα για να απαλλοτριώσει το κοινωνικό προϊόν που απαιτούσε, το Κράτος χρειαζόταν μια ιεραρχική οργάνωση των τάξεων. Γι’ αυτό, την ίδια ώρα που υπέσκαπτε τα οικονομικά θεμέλια της ανάπτυξής του, ταυτόχρονα προσπαθούσε να αναγκάσει αυτά τα θεμέλια να αναπτυχθούν με κυβερνητικά μέτρα και-όπως κάθε άλλο κράτος- προσπαθούσε να στρέψει αυτήν την ανάπτυξη των τάξεων προς όφελός του. Ο Μιλιούκωφ, ο ιστορικός της ρώσικης κουλτούρας, βλέπει σ’ αυτό μια άμεση αντίθεση με την ιστορία της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά η αντίθεση δεν βρίσκεται εδώ.
Οι μοναρχίες του Μεσαίωνα, που μετατράπηκαν σε γραφειοκρατικές απολυταρχίες, αποτελούσαν μια μορφή κράτους που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και σχέσεις. Αλλά αυτό το ίδιο το κράτος, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, απέκτησε τα δικά του συμφέροντα (δυναστικά, της Αυλής, γραφειοκρατικά…) που ήρθαν σε σύγκρουση όχι μόνο με τα συμφέροντα των κατώτερων, αλλά και με τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων. Οι κυρίαρχες τάξεις, που αποτελούσαν τον αναγκαίο «ενδιάμεσο τοίχο» ανάμεσα στις μάζες και την κρατική οργάνωση, εξασκούσαν πίεση στο κράτος και προσπαθούσαν να τον κάνουν υπηρέτη των συμφερόντων τους. Αλλά και η κρατική εξουσία, σαν ανεξάρτητη δύναμη, έβλεπε κι αυτή από τη δική της σκοπιά τα συμφέροντα των κυριάρχων τάξεων. Ανέπτυσσε αντίσταση στις φιλοδοξίες τους και προσπαθούσε να τις καθυποτάξει. Η πραγματική ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και τις τάξεις προχωρούσε με ζιγκ-ζαγκ, που καθορίζονταν κάθε φορά από το συσχετισμό των δυνάμεων. Μια παρόμοια στα βασικά σημεία διαδικασία πραγματοποιήθηκε και στη Ρωσία.
Το κράτος προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τις αναπτυσσόμενες οικονομικά ομάδες για να τις καθυποτάξει στα δικά του οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Οι κυρίαρχες οικονομικά ομάδες προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για να ενισχύσουν τα κέρδη τους με τη μορφή ταξικών [estate] προνομίων. Σ’ αυτό το παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων, το αποτέλεσμα ήταν πολύ περισσότερο προς όφελος της κρατικής εξουσίας από ότι στην περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης. Η ανταλλαγή εξυπηρετήσεων ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα -σε βάρος των εργαζόμενων μαζών- που φαίνονται καθαρά στην απονομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, βαρών και προνομίων, ήταν λιγότερο πλεονεκτική για τους ευγενείς και τον κλήρο στη Ρωσία απ’ ότι στις μεσαιωνικές μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι, ενώ στη Δύση οι τάξεις δημιούργησαν το κράτος, στη Ρωσία η κρατική εξουσία δημιούργησε τις τάξεις για τα συμφέροντά της (όπως λέει ο Μιλιούκωφ).
Οι τάξεις δεν μπορούν να δημιουργηθούν από το κράτος με νόμο. Πριν η μια ή η άλλη κοινωνική ομάδα πάρει μορφή σαν προνομιούχα τάξη με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας, πρέπει να έχει αναπτυχθεί οικονομικά με όλα τα κοινωνικά της πλεονεκτήματα. Οι τάξεις δεν μπορούν να κατασκευαστούν σύμφωνα με μια προκαθορισμένη κλίμακα ιεραρχίας ή με τον κώδικα τιμής της Λεγεώνας των Ξένων. Η κρατική εξουσία μπορεί μόνο να βοηθήσει με όλους της τους πόρους τη στοιχειακή οικονομική διαδικασία που φέρνει στο προσκήνιο ανώτερους οικονομικούς σχηματισμούς.
Όπως δείξαμε προηγουμένως, το ρώσικο κράτος καταβρόχθιζε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων του έθνους, παρεμποδίζοντας έτσι τη διαδικασία κοινωνικής μορφοποίησης, αλλά χρειαζόταν αυτή τη διαδικασία για τους δικούς του σκοπούς. Είναι φυσικό λοιπόν ότι κάτω από την επιρροή και την πίεση του πιο διαφοροποιημένου δυτικού περιβάλλοντος, μια πίεση που μεταφερόταν μέσω της στρατιωτικής-κρατικής οργάνωσης, το κράτος με τη σειρά του προσπαθούσε να εξαναγκάσει την ανάπτυξη κοινωνικής διαφοροποίησης πάνω σε πρωτόγονα οικονομικά θεμέλια.
Επιπλέον, η ίδια η ανάγκη εξαναγκασμού, που προερχόταν από την αδυναμία του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, σήμαινε ότι το κράτος θα χρησιμοποιούσε τη μεγάλη του δύναμη για να κατευθύνει ως κηδεμόνας την πορεία της ανάπτυξης των ανώτερων τάξεων σύμφωνα με τη διακριτική του ευχέρεια. Αλλά στην πορεία αυτή, το ίδιο το κράτος παρεμποδιζόταν από την αδυναμία του και τον πρωτόγονο χαρακτήρα της ίδιας του της οργάνωσης, που οφειλόταν, όπως είδαμε, στον πρωτογονισμό της κοινωνικής δομής.
Έτσι, το ρώσικο κράτος, που οικοδομήθηκε στη βάση των ρωσικών οικονομικών συνθηκών, σπρωχνόταν προς τα μπρος από τη φιλική, και ακόμη περισσότερο από την εχθρική πίεση των γειτονικών κρατών, που είχαν αναπτυχθεί σε μια υψηλότερη οικονομική βάση. Από ένα σημείο και πέρα -ιδιαίτερα από τα τέλη του 17ου αιώνα- το κράτος προσπάθησε με όλη του τη δύναμη να επιταχύνει τη φυσική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Νέοι κλάδοι χειροτεχνίας, μηχανήματα, εργοστάσια, μεγάλη βιομηχανία, κεφάλαιο εμφυτεύτηκαν τεχνητά, θα μπορούσαμε να πούμε, στη φυσική οικονομική πορεία. Ο καπιταλισμός έμοιαζε να είναι απότοκο του κράτους. Απ’ αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλη η ρώσικη επιστήμη είναι το τεχνητό προϊόν της κυβερνητικής προσπάθειας, μια τεχνητή εμφύτευση στο φυσικό ρου της εθνικής άγνοιας. [2]
Η ρώσικη σκέψη, όπως και η ρώσικη οικονομία, αναπτύχθηκε κάτω από την άμεση πίεση της υψηλότερης σκέψης και των πιο αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης. Λόγω του «φυσικού» χαρακτήρα των οικονομικών συνθηκών, δηλαδή της μικρής ανάπτυξης του εξωτερικού εμπορίου, οι σχέσεις με τις άλλες χώρες περνούσαν κυρίως μέσα από το κράτος, και κατά συνέπεια, η επιρροή απ’ αυτές τις χώρες πρώτα εκφράστηκε με την άγρια πάλη για την επιβίωση του κράτους και μετά με τον άμεσο οικονομικό ανταγωνισμό.
Η δυτική οικονομολογία επηρέασε τη ρώσικη οικονομολογία μέσω του κράτους. Για να μπορέσει να επιβιώσει εν μέσω καλύτερα εξοπλισμένων εχθρικών χωρών, η Ρωσία αναγκάστηκε να στήσει εργοστάσια, να οργανώσει σχολές ναυπηγικής, να εκδώσει βιβλία για τα οχυρωματικά έργα κτλ. Αλλά αν η γενική πορεία της εσωτερικής οικονομίας αυτής της τεράστιας χώρας δεν πήγαινε προς την ίδια κατεύθυνση, αν η ίδια η ανάπτυξη των οικονομικών συνθηκών δεν είχε δημιουργήσει τη ζήτηση για γενική και εφαρμοσμένη επιστήμη, όλες οι προσπάθειες του κράτους θα απέβαιναν άκαρπες.
Η εθνική οικονομία, που αναπτυσσόταν μ’ ένα φυσικό τρόπο από φυσική οικονομία σε χρηματική-εμπορευματική οικονομία, ανταποκρινόταν μόνο σ’ εκείνα τα μέτρα της κυβέρνησης που αντιστοιχούσαν στην ανάπτυξή της και μόνο στο βαθμό που πραγματικά της αντιστοιχούσαν. Η ιστορία της ρώσικης βιομηχανίας, του ρωσικού νομισματικού και πιστωτικού συστήματος είναι η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό. «Η πλειοψηφία των κλάδων της βιομηχανίας (μέταλλο, ζάχαρη, πετρελαιοειδή, απόσταξη, ακόμη και η υφαντουργία)», γράφει ο καθηγητής Μεντελέγιεφ, «ξεκίνησαν υπό την άμεση επιρροή κυβερνητικών μέτρων, μερικές φορές ακόμη και με τη βοήθεια μεγάλων κυβερνητικών επιδοτήσεων, αλλά κυρίως επειδή η κυβέρνηση πάντα συνειδητά ακολουθούσε την πολιτική του Προστατευτισμού. Στην εποχή του Αλέξανδρου, η κυβέρνηση πραγματικά ενέγραψε αυτήν την πολιτική στη σημαία της… Οι υψηλότεροι κυβερνητικοί κύκλοι, αποδεχόμενοι πλήρως τις αρχές του Προστατευτισμού σε σχέση με τη Ρωσία, απέδειξαν ότι είναι πιο προχωρημένοι από τις μορφωμένες μας τάξεις σαν σύνολο» (Ντ, Μεντελέγιεφ, Προς μία Κατανόηση της Ρωσίας, Αγ. Πετρούπολη, 1906, σελ. 84).
Ο πολύξερος υπερασπιστής του βιομηχανικού Προστατευτισμού ξεχνάει να προσθέσει ότι η πολιτική της κυβέρνησης υπαγορεύτηκε όχι από καμία έγνοια να αναπτυχθούν οι βιομηχανικές δυνάμεις, αλλά κυρίως για δημοσιονομικούς και εν μέρει στρατιωτικούς-τεχνικούς λόγους. Γι’ αυτό, η πολιτική του Προστατευτισμού ήταν συχνά αντίθετη όχι μόνο με τα βασικά συμφέροντα της βιομηχανικής ανάπτυξης, αλλά ακόμη και με τα ατομικά συμφέροντα διαφόρων ομάδων επιχειρηματιών. Έτσι, οι ιδιοκτήτες βαμβακουργιών ανοιχτά δήλωναν ότι «οι υψηλοί δασμοί στο βαμβάκι διατηρούνται όχι με σκοπό να ενθαρρύνουν την καλλιέργεια βαμβακιού, αλλά αποκλειστικά για το δημοσιονομικό συμφέρον». Όπως και με τη «δημιουργία» τάξεων η κυβέρνηση επιδίωκε να εξυπηρετήσει πάνω απ’ όλα τους στόχους του κράτους, έτσι και με την «εμφύτευση» της βιομηχανίας, το ενδιαφέρον της είχε να κάνει με τις απαιτήσεις του κρατικού θησαυροφυλακίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο ότι η απολυταρχία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφύτευση του εργοστασιακού συστήματος παραγωγής στο ρώσικο έδαφος. Τη στιγμή που η αναπτυσσόμενη αστική κοινωνία άρχισε να αισθάνεται την ανάγκη για τους πολιτικούς θεσμούς της Δύσης, η απολυταρχία απέδειξε ότι ήταν οπλισμένη μ’ όλη την υλική ισχύ των ευρωπαϊκών κρατών. Στηριζόταν σε μια συγκεντροποιημένη γραφειοκρατική μηχανή, η οποία ήταν εντελώς άχρηστη για να εγκαθιδρύσει νέες σχέσεις, αλλά ήταν πολύ ενεργητική για συστηματική καταστολή. Οι πελώριες αποστάσεις της χώρας είχαν ξεπεραστεί από τον τηλέγραφο, που δίνει αυτοπεποίθηση στις πράξεις της διοίκησης και σχετική ομοιομορφία και ταχύτητα στις διαδικασίες της (στο ζήτημα της καταστολής).
Οι σιδηρόδρομοι μπορούσαν να μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις ταχύτατα από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο. Οι προεπαναστατικές κυβερνήσεις της Ευρώπης δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα για σιδηρόδρομους και τηλέγραφους. Ο στρατός στη διάθεση του απολυταρχισμού ήταν κολοσσιαίος -και έστω κι αν αποδείχτηκε άχρηστος για τις σοβαρές αναμετρήσεις του Ιαπωνικού Πολέμου- ήταν παρ’ όλα αυτά αρκετά καλός για την εσωτερική κυριαρχία. Όχι μόνο η κυβέρνηση της Γαλλίας πριν τη μεγάλη Επανάσταση, αλλά ακόμη και η κυβέρνηση του 1848 δεν ήξερε τίποτα παρόμοιο με το ρωσικό στρατό του σήμερα.
Με την εντατική εκμετάλλευση της χώρας μέσω του δημοσιονομικού και στρατιωτικού μηχανισμού, η κυβέρνηση έφτασε τον ετήσιο προϋπολογισμό της στο τεράστιο ποσό των 2 δισ ρουβλίων. Με την υποστήριξη του στρατού και του προϋπολογισμού της, η απολυταρχική κυβέρνηση μετέτρεψε το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο σε θησαυροφυλάκιό της, και ο ρώσος φορολογούμενος έγινε έτσι ένας ανήμπορος υποτελής αυτού του χρηματιστηρίου. Έτσι, στη δεκαετία του ογδόντα και του ενενήντα του 19ου αιώνα, η ρωσική κυβέρνηση αντιμετώπιζε τον κόσμο σαν μια κολοσσιαία στρατιωτική-γραφειοκρατική και δημοσιονομική-χρηματιστηριακή οργάνωση ακατανίκητης δύναμης.
Η οικονομική και στρατιωτική δύναμη της απόλυτης μοναρχίας υπερνίκησε και τύφλωσε όχι μόνο την ευρωπαϊκή αστική τάξη αλλά και το ρώσικο φιλελευθερισμό, που έχασε κάθε πίστη στη δυνατότητα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τον απολυταρχισμό με μια ανοιχτή αναμέτρηση δυνάμεων. Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς του απολυταρχισμού φαινόταν να αποκλείει κάθε πιθανότητα για μια ρώσικη επανάσταση. Αλλά στην πραγματικότητα αποδείχτηκε ακριβώς το αντίθετο.
Όσο πιο συγκεντροποιημένη είναι μια κυβέρνηση και όσο πιο ανεξάρτητη είναι από την κοινωνία, τόσο πιο γρήγορα γίνεται ένας απολυταρχικός οργανισμός που στέκεται πάνω από την κοινωνία. Όσο πιο μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις έχει ένας τέτοιος οργανισμός, τόσο πιο πολύ και με μεγαλύτερη επιτυχία μπορεί να συνεχίσει τον αγώνα του για επιβίωση. Το συγκεντροποιημένο κράτος με τον προϋπολογισμό των 2 δισ, το χρέος των 8 δισ και το στρατό των πολλών εκατομμυρίων αντρών υπό τα όπλα, θα μπορούσε να επιβιώνει για πολύ καιρό, αφού είχε σταματήσει να ικανοποιεί ακόμη και την παραμικρή ανάγκη κοινωνικής ανάπτυξης -όχι μόνο τις ανάγκες της εσωτερικής διοίκησης, αλλά ακόμη και τις ανάγκες της στρατιωτικής ασφάλειας, για την εξασφάλιση της οποίας σχηματίστηκε αρχικά.
Όσο πιο πολύ τραβά μια τέτοια κατάσταση, τόσο μεγαλώνει η αντίφαση ανάμεσα στις ανάγκες της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης και την πολιτική της κυβέρνησης, που έχει αναπτύξει την ισχυρή αδράνεια όλων αυτών των δισεκατομμυρίων. Μετά την εποχή των «μεγάλων μεταρρυθμίσεων-μπαλωμάτων» -που όχι μόνο δεν εξάλειψαν τις αντιφάσεις, αλλά αντίθετα για πρώτη φορά τις αποκάλυψαν ζωηρά- έγινε ακόμη πιο δύσκολο, και ψυχολογικά αδύνατο, να πάρει η κυβέρνηση εθελοντικά το δρόμο του κοινοβουλευτισμού. Η μόνη διέξοδος απ’ αυτές τις αντιφάσεις ήταν η συσσώρευση αρκετού ατμού στη μηχανή της απολυταρχίας μέχρι να τη διαλύσει.
Έτσι, η διοικητική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη του απολυταρχισμού, χάρη στην οποία μπόρεσε να επιβιώσει παρά την κοινωνική ανάπτυξη, όχι μόνο δεν απέκλειε τη δυνατότητα επανάστασης, όπως νόμιζαν οι φιλελεύθεροι, αλλά αντίθετα έκανε την επανάσταση τη μόνη διέξοδο. Επιπλέον αυτή η επανάσταση είχε εκ των προτέρων εγγυημένο ένα τόσο πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα, όσο η μεγάλη δύναμη του απολυταρχισμού έσκαβε μια άβυσσο ανάμεσα στον εαυτό της και το έθνος. Ο ρωσικός μαρξισμός μπορεί δίκαια να υπερηφανεύεται ότι μόνον αυτός εξήγησε την κατεύθυνση αυτής της ανάπτυξης και προέβλεψε τις γενικές της μορφές [3] ενώ οι φιλελεύθεροι τρέφονταν με τον πιο ουτοπικό «πρακτικισμό» και οι επαναστάτες ναρόντνικοι ζούσαν με φαντασμαγορίες και με την πίστη στα θαύματα.
Όλη η προηγούμενη κοινωνική ανάπτυξη έκανε την επανάσταση αναπόφευκτη. Αλλά τότε ποιες ήταν οι δυνάμεις της επανάστασης;
Σημειώσεις
1. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν όρο που στα αγγλικά μεταφράζεται ως «estate» και στα γαλλικά «etat» και αναφέρεται σε ένα κοινωνικό στρώμα της προ-καπιταλιστικής κοινωνίας, το οποίο κατείχε καθορισμένα δικαιώματα και καθήκοντα. Στην προεπαναστατική Γαλλία, για παράδειγμα, η αριστοκρατία αποτελούσε την «πρώτη τάξη», η εκκλησία τη «δεύτερη τάξη», ενώ η «τρίτη τάξη» περιλάμβανε όλους εκείνους που δεν κατείχαν τα προνόμια των ευγενών ή της εκκλησίας, δηλαδή αστούς, καταστηματάρχες, δικηγόρους, επιστήμονες, αγρότες κτλ. Στα ελληνικά δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα ξεχωριστή απόδοση του όρου και γι’ αυτό θα χρησιμοποιείται ο όρος «τάξη» αντ’ αυτού. Ο Τρότσκυ χρησιμοποιεί την έννοια αυτή συστηματικά σε όλο το πρώτο κεφάλαιο. (Σημείωση του Έλληνα Μεταφραστή)
2. Αρκεί να θυμηθούμε τα τότε χαρακτηριστικά των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και το σχολείο για να καταλάβουμε ότι αυτό ήταν τουλάχιστον εξίσου «τεχνητό» προϊόν του κράτους όσο και το εργοστάσιο. Οι εκπαιδευτικές προσπάθειες του κράτους δείχνουν αυτόν τον «τεχνητό» χαρακτήρα. Τους μαθητές που έκαναν σκασιαρχείο τους αλυσόδεναν. Όλο το σχολείο ήταν αλυσοδεμένο. Η μαθητεία ήταν μια μορφή υπηρεσίας. Οι μαθητές έπαιρναν μισθούς κτλ. κτλ. (Λ.Τ.)
3. Ακόμη και ένας αντιδραστικός γραφειοκράτης όπως ο καθηγητής Μεντελέγιεφ δεν μπορεί παρά να το παραδεχτεί. Μιλώντας για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, παρατηρεί: «Οι σοσιαλιστές αντιλήφθηκαν κάτι εδώ, και εν μέρει το κατανόησαν, αλλά πήγε χαμένο γιατί ακολούθησαν το Λατινισμό [!] τους, συνέστησαν τη χρήση βίας, ενθάρρυναν τα βάρβαρα ένστικτα του πλήθους και θέλησαν επαναστάσεις και εξουσία». (Προς μία Κατανόηση της Ρωσίας, σελ. 120). (Σημείωση της Αγγλικής μετάφρασης).