10ο συνέδριο ΚΝΕ : κριτική στις θέσεις του Κ.Σ. από τη σκοπιά του Μαρξισμού
Από τις αρχές Γενάρη, δημοσιεύτηκαν οι θέσεις του Κ.Σ. της ΚΝΕ, σηματοδοτώντας την έναρξη του προσυνεδριακού διαλόγου για το 10ο συνέδριο της οργάνωσης, που θα διεξαχθεί στις 7, 8 και 9 Μάη. Το συνέδριο αυτό, διεξάγεται σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη για την εργατική τάξη και τη νεολαία, και βέβαια για την Αριστερά, που οφείλει να εκπροσωπεί και να καθοδηγεί τον αγώνα τους.
Στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν από το 9ο συνέδριο της οργάνωσης, έλαβαν χώρα εξελίξεις αποφασιστικής σημασίας για την ταξική πάλη, αλλά και την πορεία του καπιταλισμού σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε το μεγάλο φοιτητικό κίνημα του 2006-07, τη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, τη μάχη για το ασφαλιστικό, αλλά και μια σειρά εργατικούς αγώνες, 2 κεντρικές εκλογικές μάχες και την πρόσφατη κατάρρευση της ΝΔ, αλλά πάνω απ΄ όλα, τη μεγαλύτερη διεθνή καπιταλιστική κρίση από τη δεκαετία του 1930, που έχει φέρει τον ελληνικό καπιταλισμό στο χείλος της χρεοκοπίας – με ραγδαίες επιπτώσεις για την ελληνική κοινωνία – και επικαθορίζοντας όλα τα παραπάνω.
Όλα αυτά, σηματοδοτούν μια νέα περίοδο για την ταξική πάλη στην Ελλάδα και διεθνώς, ριζικά διαφορετική από την εικόνα υποχώρησης και ήττας που σφράγισε τη δεκαετία του 1990. Μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας και τη στροφή στα αριστερά (έχει ήδη εκφραστεί και στο εκλογικό πεδίο).
Καθήκον μιας κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας εν όψει του συνεδρίου της, θα ήταν βέβαια να προσπαθήσει να παρέχει στη νεολαία μια κρυστάλλινη και λεπτομερή ανάλυση της κατάστασης και των προοπτικών, σαν οδηγό για τους αγώνες που την καλεί να δώσει και σαν εργαλείο για το ιδεολογικό και πολιτικό ατσάλωμα των μελών της, ώστε να αποτελέσουν την ηγεσία των αγώνων αυτών. Δυστυχώς όμως, το κείμενο του Κ.Σ. της ΚΝΕ, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον.
Ο χαρακτήρας του κειμένου
Φαίνεται εκπληκτικό, αλλά στις 43 σελίδες του κειμένου, δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή προσπάθεια να δοθεί μια συνολική ανάλυση και εκτίμηση της περιόδου, πριν οι συγγραφείς του περάσουν στο σκέλος των καθηκόντων για τα μέλη και τα καθοδηγητικά όργανα. Σαν να μην έχει επέλθει κάποια αξιοσημείωτη αλλαγή στην κατάσταση που να δικαιολογεί την ανάγκη εξήγησης.
Το κείμενο στέκεται μόνο σε κάποια επιμέρους παραδείγματα αγωνιστικών κινητοποιήσεων, όμως εξετάζοντάς τα έτσι, δηλαδή αποκομμένα από την συνολική εικόνα της περιόδου και της φάσης στην ταξική πάλη, στην οποία εντάσσονται, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε μονόπλευρα και εσφαλμένα συμπεράσματα. Έτσι τα καθήκοντα στα οποία καταλήγει το κείμενο φαντάζουν σαν αφηρημένες φόρμουλες, έξω από τη συγκεκριμένη κατάσταση, σαν οργανωτικές πανάκειες για κάθε περίσταση που θα λύσουν από μόνες τους όλα τα προβλήματα, χωρίς την επίπονη πολιτική εξήγηση. Το κείμενο καταλήγει να είναι ένα «οργανωτίστικο» κείμενο, που δεν καλύπτει τις ανάγκες των μελών και πολύ περισσότερο, δεν τα παροτρύνει να προβληματιστούν πάνω στα πολιτικά ζητήματα, να τα συζητήσουν και να ανεβάσουν έτσι το πολιτικό τους επίπεδο, κάτι που θα έπρεπε να είναι πάντα ο στόχος του συνεδρίου μιας κομμουνιστικής οργάνωσης.
Πιθανά οι συντάκτες του κειμένου να απαντήσουν, ότι δεν χρειάζεται μια τέτοια εκτεταμένη ανάλυση, καθώς καλύπτεται από την πρόσφατη απόφαση του 18ου συνεδρίου του κόμματος. Όπως και να χει όμως, μια οργάνωση νεολαίας, δρα σε συνθήκες εν μέρει διαφορετικές από αυτές στις οποίες δρα το κόμμα, καθώς έρχεται σε επαφή με διαφορετικούς προβληματισμούς και έχει έστω και εν μέρει διαφορετικές ανάγκες συζήτησης, στις τάξεις των μελών της. Επιπρόσθετα, τα μέλη της ΚΝΕ, δεν ταυτίζονται με αυτά του κόμματος (δεν συμμετέχουν οργανωτικά και στα δύο) και σίγουρα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να τοποθετηθούν ισότιμα με τα μέλη του κόμματος για όλα αυτά τα ζητήματα και όχι απλά, να δεχτούν τις κομματικές αποφάσεις σαν άκαμπτα δόγματα.
Ο χαρακτήρας του κειμένου αντανακλά λοιπόν την υποτίμηση από το Κεντρικό Συμβούλιο (Κ.Σ) της ανάγκης των μελών για ουσιαστική πολιτική συζήτηση, πέρα από τα οργανωτικά καθήκοντα και τη συνολική υποτίμηση της ΚΝΕ ως αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο που ακόμα και αν συμφωνεί με το ΚΚΕ σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα, έχει το δικαίωμα να τοποθετείται ισότιμα. Αντανακλά την λανθασμένη διαχρονική αντίληψη της ηγεσίας, ότι το ΚΚΕ έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στην πολιτική εκτίμηση και την χάραξη της γραμμής και η ΚΝΕ απλά συζητά πάνω στο πώς θα υλοποιηθεί αυτή η γραμμή στη νεολαία.