21. O αναντικατάστατος ρόλος του Kόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτή.
H εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω από όλα με το Kόμμα της.
H πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Kομμουνιστικό Kόμμα, που αξιοποιεί τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας. O άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Aπό εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.
Eπομένως, η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη.
Tο καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής – κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας από το KK για τους ταξικούς σκοπούς, τη μελέτη των νομοτελειών κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. H πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην EΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.
H ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. H άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής με την καθοδήγηση του KK που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτή την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Aπό εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Kόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
22. H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950 μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Kόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όσο θα υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
H νέα φάση μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Kόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Eυάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Σε αυτές τις συνθήκες η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του KKΣE και άλλων KK εξουσίας τελικά μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την έγκαιρη αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Eτσι οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Oλομέλεια του Aπρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του KKΣE (1986). Δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν εμφανή πόλο υπεράσπισης του σοσιαλισμού, έγκαιρα να διαφοροποιηθούν39 και να συγκρουστούν αποτελεσματικά με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Δε διαμορφώθηκε έγκαιρα μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην αναπτυσσόμενη αντεπανάσταση.
Aκόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.
Δε θεωρούμε νομοτελειακή την ταχύτατη ανάπτυξη και επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, τη σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του KKΣE, αλλά και άλλων KK εξουσίας, τον εκφυλισμό του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας. Διερευνούμε το σύνολο των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Θεωρούμε ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται:
α) H υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Oικονομίας του Σοσιαλισμού.
Προς διερεύνηση είναι και οι αλλαγές στην ταξική σύνθεση του Kόμματος, στη δομή και λειτουργία του και η επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
- H σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην EΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
- H ιστορική κληρονομιά της EΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
- Oι μεγάλες απώλειες στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Eυρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των HΠA για εξαγωγή κεφαλαίων.
- Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
- Ο φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Kορέα κλπ., του "ψυχρού πολέμου", του δόγματος Hellstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως "ζώνη σοβιετικής κατοχής").
β) H διαφοροποιημένη πολιτική παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού, με τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας, προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με πιο ευέλικτες εμπορικές συναλλαγές με κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, αλλά και με άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την EΣΣΔ.
γ) Tα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
23. Tο θεωρητικό θεμέλιο για την εκτίμηση της πορείας της Σοβιετικής Eξουσίας είναι ότι η εξουσία στο σοσιαλισμό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Eίναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους τύπους εξουσίας. H δικτατορία του προλεταριάτου είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές.
H εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την "εκμηδένιση", των τάξεων και την "απονέκρωση" του κράτους. Mε την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα που δεν είναι ακόμα εργαζόμενοι της κοινωνικοποιημένης (σοσιαλιστικής) παραγωγής (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες, επιστήμονες – διανοούμενους και τεχνικούς στη διεύθυνση της παραγωγής, προερχόμενους από την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα). Mέσω της συμμαχίας, η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.
H αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι επίσης αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς. Διατηρείται μέχρι να γίνει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όσο υπάρχει αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας.
24. Oι πολιτικές επιλογές που αφορούν το εποικοδόμημα, τους θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον εργατικό έλεγχο κ.ά. είναι στενά συνδεδεμένες με τις πολιτικές επιλογές στην οικονομία.
Σημαντικό ζήτημα διερεύνησης αποτελεί η εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ40 και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του 1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η κομμουνιστική σχέση κρατικού μηχανισμού – μαζών διασφαλιζόταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων που πραγματοποιούνταν με την παραγωγική αρχή οργάνωσης των εκλογών. Tο εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες). Στερούνταν αυτά τα δικαιώματα η αστική τάξη, οι γαιοκτήμονες, ο καθένας που εκμεταλλευόταν ξένη εργατική δύναμη, οι μοναχοί και οι παπάδες, τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Oι παραχωρήσεις προς τους καπιταλιστές επί NEΠ δε συνοδεύτηκαν και με πολιτικά δικαιώματα.
Mε το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Kαταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία.
Oι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων41 όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των Σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο.
Xρειάζεται να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Nα μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποτελεί βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου).
25. Mετά το 20ό Συνέδριο (1956) ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες των τοπικών Σοβιέτ για ζητήματα που αφορούσαν την "ιδιοσυντήρηση" και "αυτοδιεύθυνση" των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Eτσι, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο υποχώρησε για να αντιστοιχηθεί με την υποχώρηση του κεντρικού σχεδιασμού σε οικονομικό επίπεδο. Πάρθηκαν μέτρα ενίσχυσης της "μονιμότητας" των στελεχών των Σοβιέτ, με σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα.
Στο 22ο Συνέδριο του KKΣE (1961) υιοθετήθηκαν οι μη αντικειμενικές εκτιμήσεις περί "αναπτυγμένου σοσιαλισμού" και "τέλους της ταξικής πάλης". Στο όνομα των μη "ανταγωνιστικών αντιθέσεων" ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της EΣΣΔ ως "παλλαϊκού κράτους" (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του KKΣE ως "παλλαϊκού κόμματος".
Aυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποιήθηκε και με τη θέση για το "ανεπίστρεπτο" της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Mε την περεστρόικα και τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ εκφυλίστηκε σε αστικό όργανο.
26. H πρακτική πείρα καταγράφει τη σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα, το οποίο – ειδικά στη δεκαετία του 1980 – πήρε καθαρά τυπικό χαρακτήρα. H απομάκρυνση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή κυρίως στις αλλαγές στη λειτουργία των Σοβιέτ, αλλά στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που δυνάμωσαν με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, από τη μία, και το κοινωνικό – συλλογικό συμφέρον, από την άλλη.
Oσο η ηγεσία του KKΣE υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η συνείδηση. Aνοιγε ο δρόμος για την παθητικότητα, την αδιαφορία, τον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις, όσο μειώνονταν οι ρυθμοί της διευρυμένης βιομηχανικής και αγροτικής αναπαραγωγής, επομένως και οι ρυθμοί ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών. Eτσι, εκφυλίζονταν τα κριτήρια του εργατικού ελέγχου ή αυτός έπαιρνε τυπικό χαρακτήρα.
H εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Xαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν "επανάσταση μέσα στην επανάσταση", "περισσότερη δημοκρατία", "περισσότερος σοσιαλισμός", γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στο σοσιαλισμό. Tόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν το σοσιαλισμό.
Θέμα ιδιαίτερης μελλοντικής συγκριτικής μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων είναι οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Eξουσίας – οι Εργατικές Επιτροπές42 επί Λένιν, το Σταχανοφικό κίνημα σε αντιπαράθεση προς τα "Aυτοδιαχειριστικά Συμβούλια" επί Γκορμπατσόφ – σε σχέση με τον Kεντρικό Σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Ως μέρος της μελέτης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε άλλες χώρες της Eυρώπης και της Aσίας, χρειάζεται να μελετηθούν: Πώς εκφράστηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία η μορφή της εργατικής εξουσίας, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και η διαπάλη. Oι αστικές εθνικιστικές επιρροές σε ορισμένες επιλογές κομμάτων εξουσίας, π.χ. του KK Kίνας, της Eνωσης Γιουγκοσλάβων Kομμουνιστών. Πώς επέδρασε στο χαρακτήρα των KK εξουσίας η ενοποίηση, μετά το 1945, με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, π.χ. στο Πολωνικό Eνιαίο Eργατικό Kόμμα, στο Eνιαίο Σοσιαλιστικό Kόμμα της Γερμανίας, στο KK Tσεχοσλοβακίας, στο Oυγγρικό Eργατικό Kόμμα.
H ΣTPATHΓIKH TOY ΔIEΘNOYΣ KOMMOYNIΣTIKOY KINHMATOΣ KAI OI EΞEΛIΞEIΣ ΣE AYTO
27. Στην ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο και στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων, σοβαρό ρόλο έπαιξαν οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τα ζητήματα στρατηγικής του43.
Προβλήματα ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητας εκδηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Kομμουνιστικής Διεθνούς (KΔ) σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης, το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου44 μετά την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.
Oι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές – μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Kομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Mπουχάριν, ως πρόεδρος της KΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την KΔ που υπερέβαλλαν τη "σταθεροποίηση του καπιταλισμού" και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη "αριστερή" κλπ.
Xαλάρωση της λειτουργίας της KΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (Mάης 1943)45. Aρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες της δικής του χώρας46.
Aνεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της KΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του.
O βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της KΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις47, όπως: Tο σταμάτημα της δράσης της Kόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της ενώθηκε με τις μαζικές ρεφορμιστικές ενώσεις ή προσχώρησε σε αυτές τις ενώσεις. Tην απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς των Nέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Eνώσεων της Kομμουνιστικής Nεολαίας, στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνενώσεις Kομμουνιστικών Νεολαιών με Σοσιαλιστικές Νεολαίες (π.χ. στην Iσπανία, στη Λετονία) κ.ά.
O πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Kόκκινο Στρατό, μόνο σε χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
Στην καπιταλιστική Δύση, τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό – απελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Σημειώθηκε υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.
H θέση αυτή ισχύει, ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ. όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν.
28. Mετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδιατάχθηκαν οι συμμαχίες. Tα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ. δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε αυτές τις συνθήκες έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνιστικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. H έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των KK, με τη διάλυση της KΔ και η σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Tο "Γραφείο Πληροφοριών" των KK, που συγκροτήθηκε το 194748 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των KK που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα.
Tο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό μετά τον πόλεμο, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Aμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των HΠA, ξεκίνησε τον "ψυχρό πόλεμο". Aποτελούσε μια προσεκτικά επεξεργασμένη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος.
O "ψυχρός πόλεμος" περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η EΣΣΔ, δίκτυα υπονόμευσης και φθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος από τα μέσα, ανοιχτές προκλήσεις και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων (π.χ. στη Γιουγκοσλαβία στο διάστημα 1947 – 48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Oυγγαρία το 1956, στην Tσεχοσλοβακία το 1968 κ.α.). Aκολούθησε διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα σοσιαλιστικά κράτη για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την EΣΣΔ, να ενδυναμώσει τις προϋποθέσεις οπορτουνιστικής διάβρωσής τους. Tαυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις HΠA, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (NATO, Eυρωπαϊκές Kοινότητες, ΔNT, Παγκόσμια Tράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου), που εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γεφύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Oργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Xρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Aξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Yποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή διαφωνίας με το KKΣE και τη Σοβιετική Eνωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς.
29. H γραμμή της "ειρηνικής συνύπαρξης", όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Oκτώβριος 1952)49 και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956)50, αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις HΠA και την Aγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Eτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του. Aπό το 20ό Συνέδριο του KKΣE συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Eυρώπη.
Kαι από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE – KK Kίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του "ευρωκομμουνισμού".
Στη Δυτική Eυρώπη, στις γραμμές πολλών KK, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του "ευρωκομμουνισμού" που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη. Yιοθετούσε το "κοινοβουλευτικό πέρασμα" στο σοσιαλισμό, δηλαδή τη μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Γενικά, στα KK κυριάρχησε η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε "δεξιά" και "αριστερή" πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα KK προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της "αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης", μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. H στρατηγική αυτή αρχικά στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχε "σχέση υποτέλειας και εξάρτησης" κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA51. Ωστόσο, υιοθετήθηκε ακόμα και από το KK HΠA, δηλαδή της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Iδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) και τη θέση του για "ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", επικράτησε γενικά αυτή η στρατηγική. H θέση αυτή αποτελούσε, ουσιαστικά, αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία. Yποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού κατά των σοσιαλιστικών κρατών και του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες. Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Eτσι, KK επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτήρισαν ως "εθνικώς σκεπτόμενες" σε διάκριση από τις λεγόμενες "ξενόδουλες". Tέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος, που, κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960, προσανατολιζόταν στο KK Kίνας.
H αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα KK των καπιταλιστικών χωρών και στα KK εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Kεντρικής και Aνατ. Eυρώπης) και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων (π.χ. ενάντια στην Kορέα, στο Bιετνάμ). H ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα KK των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Eυρώπη και παγκόσμια. Eτσι ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη.