Η υπεραντιδραστική κυβέρνηση της ΝΔ, για άλλη μια φορά βάζει στο στόχαστρο τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες που κατάφεραν να προσφύγουν στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 (Νόμος Κατσέλη), πριν τον καταργήσουν ουσιαστικά οι προκάτοχοι της – η δήθεν προοδευτική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Συγκεκριμένα, με νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που κατατέθηκε σε διαβούλευση την 1η Σεπτεμβρίου (άλλη μια προσχηματική διαβούλευση 15 ημερών χωρίς να ζητηθεί η γνώμη των δικαστικών, των δικηγόρων, των ενώσεων καταναλωτών και δανειοληπτών και όλων όσων αφορά η συγκεκριμένη ρύθμιση- εκτός φυσικά από τις τράπεζες και τα funds) και αναμένεται να ψηφιστεί εντός του Σεπτεμβρίου, ορίζονται εν συντομία τα εξής:
1. Για όσες υποθέσεις είναι εκκρεμείς στον 1ο βαθμό και η δικάσιμος τους έχει οριστεί (για πρώτη φορά ή εξ αναβολής) μετά τις 15/6/2021, ο αιτών- οφειλέτης, πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να καταθέσει μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας αίτηση επαναπροσδιορισμού της υπόθεσης σε συντομότερη δικάσιμο μέσα σε προθεσμία που αρχίζει την 1η/10/2020 και λήγει κλιμακωτά- ανάλογα με τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης από την 15/11/2020 μέχρι και τις 31/3/2021, δηλαδή από 1,5 μήνα έως 6 μήνες. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια, ότι αν ο αιτών δεν καταθέσει την αίτηση σε αυτή την προθεσμία χάνει το δικαίωμα του να φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο και κάθε προστασία του νόμου.
2. Στην αίτηση επαναπροσδιορισμού, πρέπει να περιλαμβάνονται αναλυτικά τα στοιχεία των πιστωτών (τράπεζες κλπ) των οφειλετών και του ιστορικού της υπόθεσης, διαδικαστικού (πότε κατατέθηκε η αίτηση, τυχόν αναβολές- επανασυζητήσεις, ματαιώσεις κλπ) και πραγματικού (πότε αναλήφθηκαν τα δάνεια, πόσα και ποια είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένα με υποθήκες – προσημειώσεις κλπ).
3. Στην αίτηση ακόμα περιλαμβάνεται δήλωση συναίνεσης άρσης του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου των οφειλετών, υπέρ των πιστωτών.
4. Μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού, πρέπει οι οφειλέτες να προσκομίσουν με ποινή απαραδέκτου (διαφορετικά δηλαδή χάνουν το δικαίωμα) όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα που θα προσκόμιζαν στη δίκη και να προβάλλουν και αποδείξουν όλους τους ισχυρισμούς τους, εγγράφως, χωρίς να οριστεί δικάσιμος με εξέταση μαρτύρων ή των ίδιων των οφειλετών. Ο δικαστής λοιπόν θα παίρνει το φάκελο με τα έγγραφα και θα βγάζει απόφαση βάσει αυτών, χωρίς να έχει ο αιτών το δικαίωμα, όπως είχε μέχρι σήμερα να καταθέσει ο ίδιος στο δικαστήριο ή να εξετάσει μάρτυρες (παρά μόνο αν το κρίνει απαραίτητο ο δικαστής). Στερείται δηλαδή ο οφειλέτης από την προφορική διαδικασία απόδειξης, σε πλήρη αντίθεση με το ισχύον σύστημα (ανακριτικό σύστημα) της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, με βάση το οποίο εκδικάζονταν οι συγκεκριμένες υποθέσεις, λόγω της φύσης τους.
5. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά εντός 6 μηνών από την δικάσιμο που ορίζεται και δεν υπάρχει δικαίωμα αναβολής ούτε για σπουδαίο λόγο.
6. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων ασκούνται εντός 3 μηνών από την έκδοση απόφασης, αντί για προθεσμία 2 ετών που ίσχυε μέχρι σήμερα (Σε περίπτωση που δεν γίνει επίδοση της απόφασης, οπότε η προθεσμία είναι 30 μέρες).
Είναι φανερό, ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περιλαμβάνει εξαιρετικά δυσμενείς ρυθμίσεις, αλλά και περιορισμό νόμιμων δικαιωμάτων για τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες, όλους όσους δηλαδή υπήρξαν τα θύματα της οικονομικής κρίσης, έχασαν τις δουλειές τους ή περικόπηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις τους και είχαν αναλάβει δάνεια, υπολογίζοντας σε εισοδήματα και συνθήκες των προηγούμενων ετών. Για άλλη μια φορά, με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αλλά και ως δόλιοι έως και απατεώνες μέχρι αποδείξεως του εναντίου! Για άλλη μια φορά, η αδυναμία του κράτους να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις διεξαγωγής της δίκης και ολοκλήρωσης της σε εύλογο χρόνο (λόγω μόνιμων ελλείψεων στις θέσεις δικαστών και υπαλλήλων), μεταφέρεται στις πλάτες των πολιτών και των δικηγόρων, υποβάλλοντας τους σε πρόσθετο άγχος, ταλαιπωρία και έξοδα. Σαν να είχε ευθύνη ο πολίτης ή ο συνήγορος του, εάν το δικαστήριο δεν είχε συντομότερη δικάσιμο, όταν προσέφυγε για να ρυθμίσει τα χρέη του και σαν να μην ήθελε ο ίδιος να τελειώσει με την διαδικασία για να συνεχίσει την ζωή του! Και σαν να φταίει ο ίδιος, που δεν μπόρεσαν τελικώς τα Δικαστήρια να προσδιορίσουν οίκοθεν τις υποθέσεις, σε εύλογο χρόνο με βάση την προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση. (Τροποποίηση του 2015 του Νόμου Κατσέλη).
Αλήθεια, τι θα αλλάξει τώρα και θα βρεθούν ανοιχτά πινάκια, για να μπορέσουν να προσδιοριστούν οι υποθέσεις, που δεν προσδιορίστηκαν αυτεπάγγελτα την προηγούμενη φορά (με βάση προηγούμενη τροποποίηση του νόμου); Μάλιστα αυτή τη φορά, με το συγκεκριμένο νομοθέτημα ουσιαστικά φτάνουμε στην αρνησιδικία και την αποστέρηση από το δικαίωμα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, αφού μια προθεσμία που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης και για την οποία μπορεί ο πολίτης να μην ενημερωθεί, χωρίς δική του υπαιτιότητα, θα του στερήσει ένα νόμιμο δικαίωμα του! Απόλυτη ανασφάλεια δικαίου, διακριτική μεταχείριση και αρνησιδικία. Ένα αντισυνταγματικό τερατούργημα, με δύο λόγια.
Φαίνεται πως η κυβέρνηση ίσως στοχεύει σε αυτό ακριβώς, να χάσουν αρκετοί πολίτες την προθεσμία και να μην έχουν τελικά πρόσβαση στην Δικαιοσύνη, ώστε να απελευθερωθούν οι ειρηνοδίκες να δικάζουν τις «Πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου» (οδηγώντας στην πτώχευση τους ίδιους αυτούς πολίτες που δεν θα μπορέσουν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με το Ν. 3869/2010), με βάση το άλλο νομοθετικό τερατούργημα, του Νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Άλλωστε στο ίδιο ακριβώς αποσκοπεί η θεσμοθέτηση της fast-truck διαδικασίας χωρίς προφορική συζήτηση, που κερδίζει χρόνο για τους Ειρηνοδίκες, αλλά στερεί έστω και μερικώς από τους οφειλέτες την πρόσβαση στον φυσικό τους Δικαστή και την δυνατότητα να αναπτύξουν προφορικά τα προβλήματα τους, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν και τους οδήγησαν σε υπερχρέωση και όσα περιστατικά δεν αποδεικνύονται από τα φορολογικά έγγραφα (όπως π.χ είναι η ανάγκη στήριξης άλλων μελών της οικογένειας, οι οφειλές μισθών από τους εργοδότες -που φυσικά δεν τις δηλώνουν συνήθως στην εφορία- αλλά έχει γίνει μόνιμη κατάσταση για τους εργαζόμενους κ.α.). Η άλλη στόχευση βέβαια της συγκεκριμένης ρύθμισης, είναι να μην έρχεται ο δικαστής σε άμεση επαφή με τον οφειλέτη, για να μένει συναισθηματικά και ηθικά ανέπαφος από τα προβλήματα του και να βλέπει ξερά χαρτιά, οπότε να μειώνεται η ψυχολογική πίεση στους Δικαστές, ώστε να απορρίπτουν με μεγαλύτερη ευκολία τις αιτήσεις.
Συνοψίζοντας, και με αυτό το αντιδραστικό τερατούργημα η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει για ποιους δουλεύει (τράπεζες) και ποιους θεωρεί εχθρούς της (εργαζόμενους και φτωχά λαϊκά στρώματα). Και βεβαίως, δείχνει τις προθέσεις της να τελειώνει με το όποιο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των οφειλετών έχει απομείνει, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τον πλήρη εξανδραποδισμό των υπερχρεωμένων οφειλετών, που θα εξαναγκάζονται να συναινούν στις δυσμενέστατες ρυθμίσεις οφειλών που τους προτείνουν οι Τράπεζες (αν τους έχει απομείνει κάποιο εισόδημα) και ταυτόχρονα για να βγει ανεμπόδιστα η λαϊκή περιουσία στο σφυρί ή και να περάσει στα χέρια των τραπεζών και των «επενδυτών»-παρασίτων, όταν οι οφειλέτες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις ρυθμίσεις αυτές.
Απέναντι σε όλα αυτά, το εργατικό κίνημα πρέπει να απαιτήσει και να επιβάλει την αυτοτελή νομοθετική προστασία της κύριας κατοικίας οφειλετών που αποδεδειγμένα δεν μπορούν σήμερα να ανταποκριθούν στις οφειλές τους. Πρέπει επιπλέον να διεκδικηθεί μία γενικευμένη σεισάχθεια, με πάγωμα των οφειλών για όσο διάστημα βρίσκεται κάποιος σε ανεργία και διαγραφή μεγάλου μέρους των οφειλών, ανάλογα με τα σημερινά εισοδήματα των οφειλετών, αλλά και διαγραφή οφειλών που δεν ανταποκρίνονται σήμερα σε πραγματική περιουσία, με την απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων που έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει.
Για να μπορούν ωστόσο να πραγματοποιηθούν αυτά στο σύνολο τους, πρέπει το εργατικό κίνημα να μπορεί να ελέγξει τους μοχλούς της οικονομίας, την κυβέρνηση και το τραπεζικό σύστημα και αυτό προϋποθέτει την εδραίωση μιας κυβέρνησης των εργαζομένων που θα κοινωνικοποιήσει τις τράπεζες και επαναδιαπραγματευτεί και διαγράψει τα δάνεια των οφειλετών στη βάση των σημερινών τους δυνατοτήτων και λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές βιοτικές τους ανάγκες με όρους αξιοπρέπειας. Ένας τέτοιος στόχος πρέπει να αποτελεί βασική αιχμή για το πρόγραμμα της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά οι διεκδικήσεις αυτές πρέπει να τεθούν ήδη από σήμερα και να γίνουν αντικείμενο διεκδίκησης ενός μαζικού κινήματος των εργαζόμενων τάξεων και των φτωχών υπερχρεωμένων δανειοληπτών.
Παναγιώτης Κολοβός