Στη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, η Γραμματεία κατέθεσε ένα σχέδιο διακήρυξης, το οποίο για πάρα πολλά μέλη και υποστηρικτές του υπό ίδρυση ενιαίου κόμματος, είναι τουλάχιστον ανεπαρκές. Δυστυχώς, οι ηγετικοί σύντροφοι του «Αριστερού Ρεύματος» του Συνασπισμού, δεν αντέταξαν παρά μόνο μια προσθήκη και δυο τροποποιήσεις στο κείμενο της Γραμματείας, σε συμμαχία με τους σ. στον ΣΥΝ από την «Αριστερή Ανασύνθεση». Η επιλογή τους αυτή, δίνει την εικόνα επιμέρους διαφωνιών με την ηγετική πλειοψηφία, ενώ ορισμένες βασικές αδυναμίες του κειμένου της Γραμματείας, μοιάζουν να τους βρίσκουν σύμφωνους.
Προσθήκη και τροποποιήσεις
Στο κείμενο της Γραμματείας, η ενότητα της Αριστεράς περιγράφεται με έναν ασαφή τρόπο – αφήνοντας χώρο για την «πρώην αριστερά» της ΔΗΜΑΡ – και «διευρύνεται» προς «τους αριστερούς σοσιαλιστές» (ποιοι είναι αυτοί;) και «τον φεμινισμό και τη ριζοσπαστική οικολογία», απόψεις που μπορούν να εκφράζονται και από αστικά κόμματα.
Η προσθήκη της ηγεσίας του ΑΡ, σωστά αναφέρει συγκεκριμένα το ΚΚΕ ως προτεινόμενο σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το ότι αποτελεί προσθήκη σημαίνει ότι ακόμα και να υπερψηφιστεί, η διατύπωση του αρχικού κειμένου θα παραμείνει και στο τελικό. Ακόμα, στην προσθήκη δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για ενότητα σε επιμέρους ζητήματα δράσης, για ενότητα με σκοπό την εξουσία ή και για τα δυο, αλλά και ποιες πρέπει να είναι οι «αμοιβαίες υποχωρήσεις» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, που θα πρέπει να γίνουν. Τέλος, αποτελεί σοβαρό λάθος η αναφορά στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν να πρόκειται για δυο μαζικά αριστερά κόμματα. Η επίτευξη συμμαχίας με ένα μαζικό εργατικό κόμμα όπως είναι το ΚΚΕ θα αποτελέσει πραγματικό Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς, ενώ μια συμμαχία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως και με κάθε άλλη οργάνωση της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς, είναι βέβαια καλοδεχούμενη, αλλά θα οδηγήσει απλά σε ένα είδος πιο διευρυμένου ΣΥΡΙΖΑ, με το Ενιαίο Μέτωπο να συνεχίζει να αποτελεί το ζητούμενο στόχο.
Η πρώτη τροποποίηση αφορά στο ζήτημα του χρέους. Στην τροπολογία αυτή γίνεται – σε αντίθεση με το αρχικό κείμενο – σαφής αναφορά στην ταξική φύση του χρέους, στην αδυναμία εξυπηρέτησής του παρά μόνο μέσω της «εξόντωσης του ελληνικού λαού» και στην ανάγκη διαγραφής του ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την τροπολογία, ο αγώνας για διαγραφή του χρέους μπορεί να περιλαμβάνει το συντονισμό και «με κυβερνήσεις άλλων Ευρωπαϊκών χωρών» (της Ιταλικής του Μόντι για παράδειγμα; δεν διευκρινίζεται) αλλά και «επιβάλει τη σύσταση μιας ανεξάρτητης, αξιόπιστης, διεθνούς Επιτροπής για τον έλεγχό του».
Η αναγνώριση της ταξικής φύσης του χρέους δεν είναι σύμφωνη με την υιοθέτηση μια τέτοιας αταξικής προσέγγισης για τη διαδικασία της διαγραφής του. Μια ταξική προσέγγιση δεν συνεπάγεται το συντονισμό με άλλες κυβερνήσεις, αλλά με την εργατική τάξη της Ευρώπης. Δεν συνεπάγεται «αξιόπιστες» επιτροπές, αλλά εργατικό έλεγχο στις κρατικές δαπάνες. Επίσης, δεν αναφέρονται ποιες συγκεκριμένα πρέπει να είναι οι «ριζικές αλλαγές» που πρέπει να συνοδεύσουν τη διαγραφή του χρέους, ώστε να μπορέσει να υπάρξει πραγματική βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, αφήνοντας έτσι να εννοείται ότι αυτές είναι τα ανεπαρκή μέτρα που περιγράφονται στο αρχικό κείμενο. Το μόνο μέτρο που αναφέρεται είναι «το πέρασμα του τραπεζικού συστήματος υπό δημόσια ιδιοκτησία και διεύθυνση και κοινωνικό έλεγχο». Αυτή είναι μια θέση που υπάρχει και στο αρχικό κείμενο και που δεν είναι σαφές αν συνιστά εθνικοποίηση, που ήταν μέχρι τώρα η θέση της ηγεσίας του ΑΡ, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά.
Η δεύτερη τροποποίηση, αποτελεί προσπάθεια να αντικατασταθεί η θέση του αρχικού κειμένου της Γραμματείας για «ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, της σημερινής αρχιτεκτονικής του ευρώ (…) ώστε να επαναθεμελιωθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην κατεύθυνση και υπό τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού» από την σωστή θέση, ότι η Ε.Ε είναι «δεσμευμένη (…) στην συντονισμένη εξουθένωση της εργατικής τάξης κάθε ευρωπαϊκής χώρας, δεν μεταρρυθμίζεται ούτε «επαναθεμελιώνεται» αλλά μόνο ανατρέπεται, στην προοπτική μιας νέας προοδευτικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης». Από μόνη της αυτή η αλλαγή περιέχει όλη την ουσία του ζητήματος. Όμως η ηγεσία του ΑΡ στη συνέχεια επαναλαμβάνει την λανθασμένη ανάλυση πως «η ευρωζώνη συνιστά (…) μοχλό εξαιρετικής επιδείνωσης των ανισοτήτων και ανισορροπιών στο εσωτερικό της» Ε.Ε.. Η πραγματικότητα είναι πως όσο η οικονομία ήταν σε φάση ανάκαμψης η συμμετοχή της Ελλάδας (και της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας κλπ) στην ευρωζώνη ωφέλησε κυρίως τον γερμανικό καπιταλισμό που βρήκε νέα πεδία για εξαγωγές από πλεονεκτική θέση. Ωφέλησε όμως και τον ελληνικό καπιταλισμό.
Διαθέτοντας το ίδιο ισχυρό νόμισμα οι πιο δυνατοί Έλληνες καπιταλιστές μπορούσαν να ανταγωνιστούν ισότιμα τους ευρωπαίους και να συνάψουν ευκολότερα συνεργασίες με ισχυρούς ευρωπαϊκούς ομίλους, η διείσδυση τους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη μπορούσε να γίνει από πλεονεκτική θέση και διασφαλίστηκαν στις ελληνικές επιχειρήσεις ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης. Αντίθετα, με την είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας στην ύφεση, η Ε.Ε. και το κοινό νόμισμα μετατράπηκαν στο αντίθετό τους, σε παράγοντα όξυνσης της κρίσης. Συνεπώς, τον καθοριστικό ρόλο παίζει η φάση στην οποία βρίσκεται η οικονομία. Στη φάση της βαθειάς ύφεσης, η εξαθλίωση των εργαζόμενων δεν διαφέρει ουσιαστικά, είτε μέσα είτε έξω από την Ε.Ε., είτε με το ευρώ είτε με τη δραχμή. Το πραγματικό δίλημμα είναι σοσιαλιστική πρόοδος ή καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Οι σύντροφοι σωστά αναφέρουν ότι το δρόμο προς το σοσιαλισμό θα ανοίξει μια χώρα/ομάδα χωρών, με φυσικό επακόλουθο τη σύγκρουση με την καπιταλιστική Ε.Ε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σοσιαλιστική Ευρώπη πρέπει να αποτελεί μια μακρινή «κατεύθυνση» και «προοπτική». Οι συνθήκες είναι απόλυτα ευνοϊκές, ώστε ένα κάλεσμα αυτών των χωρών προς τους εργάτες της Ευρώπης να ακολουθήσουν το σοσιαλιστικό παράδειγμα, να προκαλέσει άμεσα ένα επαναστατικό «ντόμινο» ανατροπής του καπιταλισμού στη μια χώρα μετά την άλλη.
Συμπερασματικά, η προσθήκη και οι τροπολογίες της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος κινούνται στην σωστή κατεύθυνση, παρ’ ότι έχουν αδυναμίες, αλλά δεν αναιρούν βασικά προβληματικά σημεία του κειμένου της Γραμματείας. Αν οι σύντροφοι παραμένουν πιστοί στη διακήρυξη στην οποία σωστά προέβησαν στο συνέδριο του ΣΥΝ το 2010 για την «ανάγκη επιστροφής στον επαναστατικό Μαρξισμό», θα έπρεπε να καταθέσουν μια εναλλακτική, μαρξιστική διακήρυξη, όπως κάναμε τα μέλη του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουμε στην «Πρωτοβουλία για έναν Επαναστατικό ΣΥΡΙΖΑ».
Πάτροκλος Ψάλτης