Πριν από λίγα χρόνια, οι εστίες κινδύνου για τον παγκόσμιο καπιταλισμό ήταν σχετικά λίγες, με κορυφαίες στο μικρό κατάλογο τις τράπεζες των ΗΠΑ και αργότερα, το κρατικό χρέος στην Ελλάδα και τη Ν. Ευρώπη γενικότερα. Σήμερα κι ενώ αυτές οι εστίες παραμένουν ενεργές, οι παράγοντες συστημικού κινδύνου είναι πλέον πάρα πολλοί.
Είναι το τεράστιο χρέος των ΗΠΑ – που πέρσι σχεδόν τέτοια εποχή οδηγούσε σε αναστολή της λειτουργίας του ομοσπονδιακού κράτους – καθώς και τα γιγάντια χρέη Κίνας (ανυπολόγιστο επίσημα) και Ιαπωνίας (άνω του 200% του ΑΕΠ). Είναι η εμφάνιση της τρίτης μέσα σε μια εξαετία ύφεσης στην Ευρωζώνη, που αποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα η τελευταία δεν ανέκαμψε ποτέ από την κρίση του 2008. Είναι τα τεράστια ανοίγματα των ευρωπαϊκών τραπεζών, 25 από τις οποίες «κόπηκαν» ακόμα και σε αυτά τα πολύ επιεική πρόσφατα «stress tests» της ΕΚΤ. Είναι η διολίσθηση της Ιαπωνίας σε βαθειά ύφεση (πτώση 6,5% στο ΑΕΠ) κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Είναι η σοβαρή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της Κίνας. Είναι η είσοδος σε ύφεση όλων των υπολοίπων BRICS. Είναι η πρωτοφανής και απόλυτη εξάρτηση των καπιταλιστών παγκόσμια από το φθηνό, δανεικό χρήμα των Κεντρικών Τραπεζών. Είναι η αυξανόμενη υπερπαραγωγή, την ώρα που η καταναλωτική δύναμη των μαζών συρρικνώνεται, που σπρώχνει τους καπιταλιστές διεθνώς σ’ έναν τρομερό ανταγωνισμό για αγορές. Είναι η γενικευμένη απουσία διάθεσης για επενδύσεις, παρά την τεράστια προσφορά φθηνού χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες, αφού τα μεν αστικά κράτη είναι υπερχρεωμένα και περικόπτουν τα δημόσια επενδυτικά προγράμματα και οι δε καπιταλιστές, βλέπουν ότι οι αγορές διαρκώς «στενεύουν» και οι τιμές πέφτουν.
Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα είναι παραδομένο σ’ έναν «φαύλο κύκλο». Αν οι αστοί αποδεχτούν, όπως οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν, ότι το βασικό πρόβλημα είναι τα κρατικά χρέη, τότε η λογική λύση πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού είναι η όλο και πιο άγρια λιτότητα. Όμως έτσι η ύφεση θα γίνεται βαθύτερη και μόνιμη. Αν αποδεχτούν, όπως οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν, ότι το βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη κρατικών δαπανών και επενδύσεων, τότε θα πρέπει να κινηθούν προς τη μαζική διοχέτευση κρατικού χρήματος στην οικονομία. Αυτό όμως θα συνιστά την τέλεια συνταγή ώστε ο σημερινός αποπληθωρισμός να μετατραπεί σε ισχυρό πληθωρισμό, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα για ένα «ντόμινο» κρατικών χρεοκοπιών.
Στην πραγματικότητα, ό,τι κι αν κάνουν για να διαχειριστούν την κρίση πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, θα είναι λάθος και αναποτελεσματικό. Όπως οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούμε, αν δεν λυθεί αποφασιστικά η θεμελιώδης αντίφαση ανάμεσα στην τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αν δηλαδή δεν αντικατασταθεί ο καπιταλισμός από μια σοσιαλιστική, σχεδιασμένη οικονομία, καμία οριστική διέξοδος από την κρίση δεν μπορεί να βρεθεί.
Όμως οι εστίες κίνδυνου για τον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν είναι μόνο οικονομικές. Μια σειρά άλλου είδους παράγοντες αστάθειας έχουν εμφανιστεί τους τελευταίους μήνες. Είναι ο ιός Έμπολα που απειλεί με επιδημία ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι η παρατεταμένη κρίση στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο, όπου η μία χώρα μετά την άλλη παραδίνεται στο αιματηρό χάος της πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών αστικών και ιμπεριαλιστικών συμμοριών. Είναι η κρίση στην Ουκρανία που έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης, πλήττοντας μέσα από τις αμοιβαίες οικονομικές κυρώσεις ήδη σοβαρά τις ρωσικές, αλλά και τις γερμανικές εξαγωγές και επαναφέροντας τον εφιάλτη του προστατευτισμού που θα μπορούσε να αποκλιμακώσει την παγκοσμιοποίηση και να ρίξει τη διεθνή οικονομία σε βαθιά ύφεση.
Ωστόσο το επίκεντρο της κρίσης παραμένει η Ευρωζώνη, όπου η είσοδος στην ύφεση προκαλεί μια πολύ σοβαρή σύγκρουση ανάμεσα στις ισχυρότερες αστικές τάξεις Βορά και Νότου, που αναμένεται να οξυνθεί στο ερχόμενο Eurogroup.
Η σκληρή στάση της τρόικας
Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό περιβάλλον κρίσης και αναβίωσης των συγκρούσεων μεταξύ των ισχυρών καπιταλιστών, ο αδύναμος ευρωπαϊκός καπιταλιστικός κρίκος της Ελλάδας – παρά την αναιμική ώθηση που έδωσε στο ελληνικό ΑΕΠ ο τουρισμός στο τρίτο τρίμηνο του έτους – δεν έχει κανένα περιθώριο ουσιαστικής ανάκαμψης, είτε με μια κυβέρνηση αστική, είτε με μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα επιχειρήσει απλά να διαχειριστεί την κρίση του.
Τρία αποφασιστικά πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι το οικονομικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού είναι πλήρες. Το πρώτο ήταν το κραχ στο ελληνικό χρηματιστήριο στα μέσα του προηγούμενου μήνα, που έδειξε την πλήρη ανυπαρξία εμπιστοσύνης από το ξένο κεφάλαιο στις δυνατότητες ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού. Το δεύτερο ήταν η εκτόξευση της τιμής των ελληνικών ομολόγων πάνω από τις 8 μονάδες, που απέδειξε ότι η έξοδος στις αγορές ήταν μια επικοινωνιακή «σαπουνόφουσκα» της συγκυβέρνησης και ότι ο δρόμος του δανεισμού από τις αγορές είναι ερμητικά κλειστός. Για όποιον θελήσει να κυβερνήσει πάνω στο έδαφος του παρηκμασμένου, χρεοκοπημένου ελληνικού καπιταλισμού το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: είτε υποταγή στην τρόικα για να χρηματοδοτείται το χρέος με τους σκληρούς μνημονιακούς όρους της, είτε χρεοκοπία και επιστροφή σ’ ένα σοβαρά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα. Με άλλα λόγια, είτε ελεγχόμενα και σταθερά αυξανόμενη εξαθλίωση χωρίς κρατική χρεοκοπία, είτε κρατική χρεοκοπία με απότομη και ανεξέλεγκτη εξαθλίωση.
Το τρίτο σημαντικό γεγονός ήταν το ηχηρό χαστούκι που εισέπραξε η συγκυβέρνηση στο Eurogroup της 6ης Νοέμβρη, όπου ξεκαθαρίστηκε πως δεν θα υπάρξει καμία «προληπτική γραμμή πίστωσης» για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού χωρίς πρόσθετα μέτρα, δηλαδή χωρίς μειώσεις μισθών και συντάξεων, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, κατάργηση ουσιαστικά του δικαιώματος της απεργίας (με υποχρεωτική διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ όλων των εργαζόμενων ενός χώρου) και απαγόρευση διευκολύνσεων στους οφειλέτες στην εφορία και τις τράπεζες.
Από πού πηγάζει όμως αυτή η σκληρή στάση της τρόικας; Η ύφεση στην Ευρωζώνη έχει ήδη κάνει τους Βορειοευρωπαίους αστούς πιο φειδωλούς έναντι του υπερχρεωμένου Νότου. Επίσης τους ωθεί ισχυρότερα στην επιδίωξη να ολοκληρώσουν στην Ελλάδα τη διαμόρφωση ένα ακραίου αντεργατικού προτύπου ώστε να εισάγουν ευκολότερα επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα στις δικές τους χώρες. Οι γενικότερα δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές στην Ευρώπη έχουν επίσης κάνει και το ΔΝΤ ακόμα σκληρότερο, επιδιώκοντας στην πραγματικότητα να αποσυρθεί εντελώς από την έκθεσή του στο ρίσκο των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης.
Η σκληρή στάση της τρόικας εκφράζει επίσης και το γεγονός ότι πλέον η Ελλάδα δεν είναι το σημαντικότερο τρέχον ευρωπαϊκό ζήτημα, καθώς το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στην έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ της Γερμανίας από τη μία πλευρά και της Ιταλίας και της Γαλλίας από την άλλη, για τα όρια των ελλειμμάτων.
Η «πολιτική αβεβαιότητα»
Αυτό που κυριαρχεί στους κύκλους του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου είναι αναμφίβολα ο φόβος για την προοπτική πολιτικής συστημικής αστάθειας, που δημιουργείται από την άνοδο της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σε συνδυασμό με την εκρηκτική πορεία του ισπανικού PODEMOS προς την εξουσία, θα μπορούσε να γίνει ένα σοβαρό πανευρωπαϊκό πρόβλημα για τους αστούς.
Όλα τα διεθνή αστικά επιτελεία τονίζουν την αβεβαιότητα που διαμορφώνει η άμεση προοπτική μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε το κραχ στο ελληνικό χρηματιστήριο αποτελούσε σαφέστατα μια «προειδοποιητική βολή» ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, μια ένδειξη ότι οι κερδοσκόποι του διεθνούς κεφαλαίου δεν πρόκειται να είναι καθόλου διαλλακτικοί και ανεκτικοί έναντι μιας μελλοντικής κυβέρνησής του.
Αυτό που φοβούνται οι καπιταλιστές από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι (δυστυχώς ανύπαρκτες) αντικαπιταλιστικές προθέσεις της ηγετικής του ομάδας, αλλά οι ριζοσπαστικές πιέσεις της εργατικής τάξης πάνω στο κόμμα και την κυβέρνησή του. Φοβούνται ότι η εκλογή μιας αυτοδύναμης αριστερής κυβέρνησης θα γίνει το έναυσμα για μια γενική, μαχητική εργατική αντεπίθεση για να επιστρέψουν όλες οι κατακτήσεις που χάθηκαν στα χρόνια των Μνημονίων.
Έτσι η βασική επιλογή της άρχουσας τάξης σήμερα είναι να πιέσει ασφυκτικά τον ΣΥΡΙΖΑ να μπει στο «κάδρο» της «εθνικής συναίνεσης και συνεννόησης», φροντίζοντας παράλληλα να αποφευχθεί μια αριστερή κυβερνητική αυτοδυναμία με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων εξαγορών βουλευτών, συνταγματικών πραξικοπημάτων και με τα αντιδραστικά όργανα του αστικού κράτους να είναι ικανά για κάθε μικρή ή μεγάλη προβοκάτσια στο βωμό αυτού του σκοπού.
Κυπριακή ΑΟΖ και «εθνική συνεννόηση»
Τώρα οι έλληνες αστοί προσπαθούν να αξιοποιήσουν τη διένεξη με την Τουρκία για την Κυπριακή ΑΟΖ, σπρώχνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα κλίμα «εθνικής συνεννόησης».
Τι γίνεται όμως επί της ουσίας σε αυτή τη διένεξη; Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το ότι καθίσταται ιδιαίτερα χρήσιμη για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στη Μ. Ανατολή, την τρέχουσα οικονομική αδυναμία της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και την αυξανόμενη διεθνή δυσαρέσκεια της Δύσης για την αδιάλλακτη στάση του Ισραήλ στο παλαιστινιακό ζήτημα, διεκδικεί μερίδιο από την πίττα του υποθαλάσσιου πλούτου της Κύπρου σαν προστάτης της Βόρειας Κύπρου, κάνοντας επίδειξη στρατιωτικής δύναμης. Αυτή η στάση είναι απόλυτα φυσιολογική από καπιταλιστική σκοπιά, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία και η Βόρεια Κύπρος μέχρι στιγμής αποκλείονται από την καπιταλιστική μοιρασιά του φυσικού αερίου της Κύπρου. Εδώ δεν είμαστε αντιμέτωποι με κάποια ιδιαίτερη «τουρκική πρόκληση», αλλά με μια απόλυτα αναμενόμενη αντίδραση της καπιταλιστικής Τουρκίας στην απόπειρα παραμερισμού της από τους αστούς ανταγωνιστές της στην περιοχή.
Παρά το κλίμα εθνικιστικής υστερίας που δημιουργούν οι έλληνες αστοί, αυτή τη δεδομένη στιγμή η Τουρκία δεν φαίνεται να επιθυμεί μια πολεμική αναμέτρηση, έχοντας μια εύθραυστη εσωτερική συνοχή λόγω του οξυμένου, λόγω Κομπάνι, Κουρδικού ζητήματος. Αυτό που επιδιώκει είναι να πιέσει για να συμμετάσχει στην ενεργειακή λεία της Κυπριακής ΑΟΖ. Σε αυτή της την προσπάθεια, η αστείας ισχύος τριμερής συμφωνία Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου δεν μπορεί να έχει κανέναν ουσιαστικό αποτρεπτικό ρόλο. Όμως με δεδομένη τη διαρκή στρατιωτική ένταση, ο θεωρητικός αποκλεισμός της πιθανότητας για μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας στην παρούσα φάση, δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο για σοβαρά «θερμά» ελληνοτουρκικά επεισόδια, που θα αναδείξουν τη φιλοπόλεμη φύση των καπιταλιστικών συγκρούσεων στην περιοχή.
Η οξυμένη ανισότητα και οι αγωνιστικές διεργασίες στη νεολαία
Τα στοιχεία που έρχονται στο φως για την προκλητική ανισότητα ανάμεσα στις τάξεις στη σημερινή Ελλάδα είναι ενδεικτικά για την απόλυτα αντιδραστική φύση του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τη Eurostat, σχεδόν 4 εκατομμύρια Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με την Unisef, 1 στα 3 παιδιά αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας. Όλα αυτά, σε μια στιγμή που όπως ανακοίνωσε το Υπουργείο Εργασίας μόνο το 7% των εργαζόμενων της χώρας εργάζονται με συλλογικές συμβάσεις.
Στην αντίπερα κοινωνική όχθη, τα κέρδη των 200 μεγαλύτερων ομίλων για το 2013 σύμφωνα με την ICAP ανήλθαν σε 7 δις ευρώ, ενώ η Eurostat ανακοίνωσε ότι το πλουσιότερο 10% του ελληνικού πληθυσμού αύξησε τα εισοδήματά του από την αρχή της κρίσης.
Στο πεδίο της ταξικής πάλης, σε αντίθεση με την εδραιωμένη παράλυση που έχουν επιβάλει στο εργατικό κίνημα τόσο η οργανική απροθυμία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να καλέσει πραγματικούς αγώνες διαρκείας, όσο και η τρομακτικά δυσχερής οικονομική θέση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι εργαζόμενοι, είδαμε τις τελευταίες μέρες την αφύπνιση της μαθητικής νεολαίας. Οι μαθητές με το αυθόρμητο, αλλά μικρής διάρκειας ξέσπασμά τους με καταλήψεις και μαχητικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, αλλά και οι φοιτητές που πήραν τη σκυτάλη αντιπαλεύοντας επίσης με καταλήψεις την αυταρχική πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση με πρωταγωνιστή τον διαβόητο πρύτανη Φορτσάκη στα Πανεπιστήμια, αντανακλούν – όπως πάντοτε συμβαίνει με τη νεολαία που αποτελεί το ευαίσθητο βαρόμετρο της κοινωνίας – τον αναπόφευκτο ερχομό μιας νέας, επαναστατικής περιόδου.
Ο μονόδρομος της αριστερής – σοσιαλιστικής αυτοδυναμίας
Στο πολιτικό πεδίο, όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει η μόνη εκλογική επιλογή για να φύγει η συγκυβέρνηση των Μνημονίων, τόσο η ηγετική ομάδα με την πολιτική της απογοητεύει τους πιο δραστήριους και πρωτοπόρους αγωνιστές της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Η πρόσφατη συνάντηση του σ. Αλέξη Τσίπρα με τη γυναίκα – σύμβολο της αστικής «Ολυμπιακής» διαφθοράς και σπατάλης στη χώρα, που ενίσχυσε την εικόνα της συστημικής στροφής της ηγετικής ομάδας είναι μόνο το «κερασάκι» στην τούρτα μιας πολιτικής που αντί να δίνει το μήνυμα της μαχητικής στάσης απέναντι στην τρόικα και την ελληνική άρχουσα τάξη, επιχειρεί να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν φερέγγυο συνομιλητή τους και του επιφυλάσσει τον ρόλο του υπερασπιστή της κεϋνσιανής πολιτικής της «ποσοτικής χαλάρωσης».
Όμως και η ηγεσία του ΚΚΕ με τα γνωστά τελεσίγραφα επαναστατικής φρασεολογίας στις μάζες και με συμβολικές μορφές δράσης όπως η (σχετικά μαζική) συγκέντρωση της 1ης Νοέμβρη, δεν ενθουσιάζει καθόλου τους εργαζόμενους και τη νεολαία και δεν τους πείθει ότι διαθέτει μια ορατή εναλλακτική λύση. Έτσι η συσπείρωση στον ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την εκλογή μιας αυτοδύναμης δικής του κυβέρνησης γίνεται μονόδρομος.
Με δεδομένη τη λαθεμένη πολιτική και τακτική της ηγετικής ομάδας, η συσπείρωση αυτή, θέτει σοβαρά πολιτικά καθήκοντα και δημιουργεί ιστορικές ευκαιρίες για την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει σαν βασικό «κορμό» την «Αριστερή Πλατφόρμα» (ΑΠ) και οργανικό τμήμα της επίσης, την Κομμουνιστική Τάση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ επανειλημμένα μπαίνει αυτές τις μέρες στο στόχαστρο του αστικού Τύπου, στον οποίο εμφανίζονται ανοικτές εκκλήσεις προς την ηγετική ομάδα «να την απομακρύνει». Οι αστοί γνωρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατική στροφή της ηγετικής ομάδας μπορεί να κυριαρχήσει στο εσωτερικό του κόμματος μόνο αν τσακιστούν όλες οι κομμουνιστικές ή φιλο-κομμουνιστικές απόψεις, πριν προφτάσουν να απειλήσουν να γίνουν πλειοψηφικές.
Η ηγεσία της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει μιας επικείμενης αυτοδυναμίας έχει χρέος να μείνει μακριά από το φλερτ με κυβερνητικές και λοιπές διαχειριστικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και να επικεντρώσει στην πάλη για την υιοθέτηση ενός μαρξιστικού εναλλακτικού προγράμματος πριν να είναι αργά και το κόμμα ανέβει στην κυβέρνηση αυτο-παγιδευμένο στις σοσιαλδημοκρατικές διαχειριστικές αυταπάτες. Όμως δυστυχώς τα ηγετικά στελέχη της ΑΠ δεν δείχνουν διατεθειμένα να ακολουθήσουν αυτόν τον αναγκαίο δρόμο.
Μόνο η Κομμουνιστική Τάση στο πλαίσιο της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζει σήμερα ένα εφ’ όλης της ύλης εναλλακτικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα και απαιτεί συστηματικά στις κομματικές διαδικασίες, αλλά και δημόσια, τη διεξαγωγή ενός έκτακτου συνεδρίου για να συζητηθεί και να αποφασιστεί δημοκρατικά το κυβερνητικό πρόγραμμα του κόμματος.
Καλούμε κάθε αριστερό αγωνιστή να συσπειρωθεί στην Κομμουνιστική Τάση παλεύοντας οργανωμένα για μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με αυτοδυναμία, που θα οδηγήσει όμως όχι σε μια κυβέρνηση μίζερης αστικής διαχείρισης και συνδιαλλαγής με την τρόικα και το κεφάλαιο, αλλά σε μια γνήσια σοσιαλιστική κυβέρνηση, που με στήριγμα την ενεργή κινητοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας θα διαγράψει το ληστρικό χρέος, θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας και θα δώσει το έναυσμα σε κοινό συντονισμό με την ευρωπαϊκή Αριστερά – ξεκινώντας από το εκρηκτικά ανερχόμενο ισπανικό «PODEMOS» – για την ανατροπή του καπιταλισμού στη μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ολόκληρης της ηπείρου.