3 Ιουνίου 2013
Μια μικρή διαμαρτυρία ενάντια στην καταστροφή του πάρκου Gezi που βρίσκεται δίπλα στην πλατεία Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη, έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα πανεθνικό κίνημα που απαιτεί την παραίτηση του πρωθυπουργού Ερντογάν.
Στις 28 Μαΐου, μερικές δεκάδες άτομα αποφάσισαν να εμποδίσουν τις εργασίες που πραγματοποιούνταν στο πάρκο Gezi για το χτίσιμο ενός νέου εμπορικού κέντρου. Η μικρή αυτή διαδήλωση απαντήθηκε με βίαιη καταστολή από την αστυνομία και τις συμμορίες παραστρατιωτικών κακοποιών. Οι διαδηλωτές είχαν εγκλωβιστεί ώστε να μην υπάρχει οδός διαφυγής και στη συνέχεια δέχθηκαν βροχή δακρυγόνων, ενώ κάηκαν οι σκηνές όσων είχαν κατασκηνώσει εκεί.
Η τουρκική αστυνομία είναι γνωστή για τη βιαιότητά της (βίαιες συγκρούσεις συνέβηκαν και όταν η αστυνομία εμπόδισε τη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς στην πλατεία Ταξίμ). Ωστόσο, αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ίσως εξαιτίας του γεγονότος ότι οι διαδηλωτές επέστρεφαν στο πάρκο κάθε νύχτα, παρόλο που υποβάλλονταν στην ίδια κτηνώδη μεταχείριση. Ίσως ακόμα επειδή το κοινό τους είδε ως απλούς πολίτες και όχι ως ακραίους «ριζοσπάστες» ή συνδικαλιστές. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, οι διαδηλώσεις και η βίαιη καταστολή της αστυνομίας πυροδότησε ένα κύμα συμπάθειας που πολύ γρήγορα έγινε ένα μαζικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση, το οποίο εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Η πρώτη αντίδραση του πρωθυπουργού Ερντογάν ήταν αλαζονική, χλευάζοντας τους διαδηλωτές. Τους προσέβαλε λέγοντας «Αν είστε 20 άτομα μπορούμε να φέρουμε 100.000, αν είστε 100.000, θα φέρουμε 1 εκατομμύριο», δείχνοντας έτσι πως δεν είχε καμία διάθεση να αναστείλει τα έργα για την κατασκευή του εμπορικού κέντρου.
Η απάντηση από τις μάζες ήρθε με μια τεράστια διαδήλωση την Παρασκευή 31 Μαΐου. Εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Στην λεωφόρο Istiklal δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν εναντίον των αστυνομικών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τεράστιες ποσότητες δακρυγόνων και κανόνια νερού για να αποτρέψουν τα πλήθη να έρθουν στην πλατεία Ταξίμ. Οδοφράγματα στήθηκαν σε διάφορα μέρη της πόλης και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες το Σάββατο 1 Ιούνη. Αυτό δεν ήταν πλέον μια μικρή κίνηση λίγων ακτιβιστών, αλλά μια μαζική διαμαρτυρία διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. «Δεν είμαστε ακτιβιστές, είμαστε ο λαός”, φώναζαν κάποιοι. Χτυπούσαν κατσαρόλες και τηγάνια στις γειτονιές όλης της πρωτεύουσας, ενώ σε μερικά σημεία αναβόσβηναν τα φώτα σε τακτά διαστήματα για διαμαρτυρία.
Ολόκληρη η πόλη υποστήριζε τους διαδηλωτές με ζωντάνια, βλέποντας την ωμή βία τις αστυνομίας. Γύρω στη 1:30 τα ξημερώματα σε ολόκληρη την πόλη ακούγονταν ήχοι και βουητά. Οι άνθρωποι χτυπούσαν κατσαρόλες και τηγάνια από τα μπαλκόνια τους, ενώ μερικοί σφύριζαν, όπως δήλωσε ένας αυτόπτης μάρτυρας στο BBC News.
Ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε τη σύνθεση του πλήθους «Έβλεπα τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος με κόκκινες σημαίες, αλλά και τους αντικαπιταλιστές μουσουλμάνους, επαναστάτες, σοσιαλιστές, συνδικαλιστές, κουρδικά κόμματα, ακόμη και το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες, άνεργους, νέους, επαγγελματίες (δασκάλους, αρχιτέκτονες κλπ), ακόμη και άτομα προερχόμενα από τη μέση ή και ανώτερη κοινωνική τάξη.»
Φίλαθλοι αντίπαλων ομάδων ένωσαν τις δυνάμεις τους ενάντια στην αστυνομική βία. Τρεις μεγάλες ομάδες διαδήλωσαν μαζί, η Beşiktaş, η Fenerbahçe και Galatasaray, αλλά σύντομα σε αυτούς προστέθηκαν ακόμη και οι «ορκισμένοι» εχθροί της Μπεσίκτας και της Φενέρ Μπαχτσε. Μια οπαδός της Μπεσικτάς έγραψε στο Τwitter: «Η υπερηφάνεια με πλημμύρισε όταν είδα τους οπαδούς της Γαλατασαράι και Φενέρμπαχτσε να διαδήλωνουν μαζί». Όπως και στην επανάσταση της Τυνησίας και της Αιγύπτου, οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων προσφέρουν πολύτιμη πείρα στις οδομαχίες και τις συγκρούσεις με τους αστυνομικούς. Η συμμετοχή των Κούρδων και των Αλεβιτών στο κίνημα είναι επίσης σημαντική και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αρχικά, μόνο ένας βουλευτής του Κουρδικού Κόμματος υπεράσπισε τους διαδηλωτές κατά τις πρώτες μέρες του κινήματος. Αργότερα το παράδειγμά του ακολούθησαν βουλευτές ακόμα και από το συντηρητικό κόμμα CHP. Τελικά συνέβη να κυματίζουν κουρδικές σημαίες πλάι στις σημαίες του Ατατούρκ και τις σημαίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, γεγονός που αποδεικνύει το εύρος του κινήματος.
Μια έκθεση του πρακτορείου Reuters περιέγραψε την ακόλουθη σκηνή το Σάββατο: «Αφού η αστυνομία απέσυρε τις δυνάμεις της από την πλατεία Ταξίμ, οι υποστηρικτές του φιλοκουρδικού κόμματος BDP της Τουρκίας χόρευαν παραδοσιακούς κούρδικους χορούς λίγα μέτρα μακριά από εθνικιστές Τούρκους που κρατούσαν τούρκικες σημαίες. Όλοι μαζί τραγουδούσαν «χέρι με χέρι ενάντια στον φασισμό.» Ομάδες οπαδών από τις αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες της Φενέρμπαχτσε, Μπεσίκτας και Γαλατασαράι τραγουδούσαν επίσης τραγούδια κατά του φασισμού.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όπως μάλιστα, έχουμε υποστηρίξει εδώ και πολύ καιρό, η πλειοψηφία του κουρδικού πληθυσμού ζει σήμερα σε αστικές περιοχές και είναι εργαζόμενοι στις μεγάλες πόλεις της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας. Έτσι λοιπόν, το μέλλον τους θα εξαρτηθεί από το τι συμβαίνει στις πόλεις αυτές. Οι εθνικές και δημοκρατικές διεκδικήσεις τους μπορούν να βρουν λύση μόνο ως μέρος του κοινού αγώνα με την τούρκικη εργατική τάξη στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.
Πριν από λίγους μήνες κάτι τέτοιο θα φάνταζε ακατόρθωτο, καθώς πολλοί Τούρκοι εργαζόμενοι και ένα σημαντικό κομμάτι της Αριστεράς έχουν επηρεαστεί από την εθνικιστική προπαγάνδα. Αυτό ήταν, και εξακολουθεί να είναι, αλήθεια, σε κάποιο βαθμό. Όμως, λίγες μέρες κοινής πάλης κατά της αστυνομίας και ενάντια στον Ερντογάν, έχουν φέρει πιο κοντά στον αγώνα τους Τούρκους και τους Κούρδους εργάτες, την εργαζόμενη νεολαία, δείχνοντας τις πραγματικές δυνατότητες ενός ταξικού αγώνα.
Αυτή τη φορά οι διαδηλώσεις είχαν ήδη εξαπλωθεί στην πρωτεύουσα Άγκυρα και σε άλλες πόλεις όπως το Izmir (Σμύρνη), το Izmit και άλλες. Τα αιτήματα και τα συνθήματα των διαδηλωτών στράφηκαν από το θέμα της υπεράσπισης του Πάρκου Gezi στην παραίτηση της κυβέρνησης Ερντογάν.
Στη συνέχεια, το Σάββατο, 1η Ιουνίου, η τεράστια διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων που είχαν συγκεντρωθεί στην ασιατική πλευρά της πόλης, αποφάσισε να βαδίσει προς στην πλατεία Ταξίμ με σαφή στόχο την κατάληψή της και την αντίσταση ενάντια στην αστυνομική βία.
Οι διαδηλωτές περπάτησαν 20 χιλιόμετρα μέχρι την Πλατεία Ταξίμ και τίποτε δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Ο πρόεδρος της χώρας κάλεσε την αστυνομία να αποσυρθεί και το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κατασκευαστικό έργο στο πάρκο Gezi πρέπει να διακοπεί (στην πραγματικότητα ο δήμαρχος έχει μόνο άδεια για τη δημιουργία υπόγειου χώρου στάθμευσης!). Στις 16:00 δόθηκε η εντολή να υποχωρήσουν τα ΜΑΤ. Αν δεν το είχαν κάνει, θα ποδοπατούνταν κατά πάσα πιθανότητα από αγανακτισμένες με την αστυνομική βία μάζες, που πλέον είχαν συνειδητοποιήσει τη δύναμή τους.
Οι μάζες εισήλθαν στην πλατεία πλατεία Ταξίμ, σε ένα κλίμα αγαλλίασης. Μια πρώτη, μερική νίκη είχε επιτευχθεί. Τα ΜΑΤ, παρά την κτηνωδία τους, δεν είναι ανίκητα. Αυτό ενθάρρυνε τις μάζες. Το κίνημα είχε πλέον γίνει πραγματικά πανεθνικό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, υπήρχαν πάνω από 90 διαδηλώσεις σε 48 επαρχίες σε όλη τη χώρα, με πάνω από 1000 συλληφθέντες, μόλις κατά το διάστημα μεταξύ 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου. Τα ίδια τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι στις 2/6 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 200 διαδηλώσεις σε 97 πόλεις.
Οι συγκρούσεις έχουν πλέον μετακινηθεί προς την περιοχή Besiktas, όπου βρίσκεται το γραφείο του πρωθυπουργού, το οποίο διαδηλωτές ήθελαν να καταλάβουν. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία διήρκησαν δύο ημέρες. Τη νύχτα της 2ας Ιουνίου, οι διαδηλωτές κατέλαβαν ένα μεγάλο εκσκαφέα, που βρισκόταν εκεί για να καθαρίσει τα οδοφράγματα, και στραφήκαν κατά των ΜΑΤ σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από το γραφείο του Πρωθυπουργού. Στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Άγκυρα, στη Σμύρνη και σε άλλα μέρη, το κίνημα είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά εξέγερσης, με τις μάζες να επιτίθενται κατά της αστυνομίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγκάζοντάς την σε υποχώρηση.
Το ιστορικό του κινήματος
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος; Πώς είναι δυνατόν ένα φαινομενικά μικρό πρόβλημα («λίγα δέντρα», όπως το έθεσε ο Ερντογάν) να έχει προκαλέσει ένα τόσο τεράστιο κίνημα; Πολλοί αναλυτές και σχολιαστές είναι προβληματισμένοι. Πώς μπόρεσε αυτό να συμβεί σε μια οικονομία που έχει πολύ υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης και στην οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει αυξηθεί μέσα σε δέκα χρόνια κυβέρνησης από τον Ερντογάν;
Εδώ δεν έχουμε μια «Αραβική Άνοιξη», επιμένουν, «η οποία υποκινήθηκε από οικονομικά προβλήματα». Εδώ έχουμε ένα «δημοκρατικό κράτος» σε αντίθεση με την Τυνησία και την Αίγυπτο. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπάρχει συσσωρευμένο εύφλεκτο υλικό το οποίο έχει πλέον εκραγεί.
Πρώτα απ ‘όλα, το θέμα της οικοδόμησης του εμπορικού κέντρου στο πάρκο Gezi δεν είναι απλά ζήτημα «λίγων δέντρων». Καταρχήν, η πλατεία Ταξίμ έχει ιστορική σημασία για την τουρκική αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε αυτήν την πλατεία μισό εκατομμύριο άνθρωποι την Πρωτομαγιά του 1976 δέχθηκαν επίθεση από παραστρατιωτικές συμμορίες (που συνδέονται πιθανότατα με τον κρατικό μηχανισμό και με την υποστήριξη της CIA) και τις δυνάμεις ασφαλείας. Σε αυτή τη πλατεία έχασαν τη ζωή τους από τις κατασταλτικές δυνάμεις 42 άνθρωποι και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Η επιστροφή της διαδήλωσης της Πρωτομαγιάς στην πλατεία Ταξίμ και η τιμωρία και καταδίκη των δολοφόνων (κανένας από τους οποίους δεν έχουν ακόμη προσαχθεί στη δικαιοσύνη), είναι αιτήματα τεράστιας συμβολικής σημασίας για την αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Τουρκία.
Όμως υπάρχει και κάτι άλλο. Το πρόγραμμα του δήμου είναι να ανακατασκευάσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις Ταξίμ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου θα στεγαστεί παράλληλα και το νέο το εμπορικό κέντρο. Το έργο θεωρείται μέρος της ατζέντας του Ερντογάν στην προσπάθεια ανάκτησης από τη σύγχρονη Τουρκία του αρχαίου μεγαλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ότι η τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου επρόκειτο να ονομαστεί γέφυρα του «Σουλτάνου Σελίμ». Αυτό εξαγρίωσε τη μειονότητα των Αλεβιτών, που σφαγιάστηκαν κατά τον 16ο αιώνα από τον Σουλτάνο Σελίμ. Η πολιτική αναβίωσης της αίγλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι βαθύτατα προσβλητική όχι μόνο για τους Αλεβίτες, αλλά και για πολλούς Τούρκους, οι οποίοι συνδέονται με την παράδοση του κοσμικού – αστικού κινήματος του Ατατούρκ, στην βάση του οποίου ιδρύθηκε η σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία.
Δεν πρόκειται όμως απλά για μια πάλη μεταξύ κοσμικών και ισλαμιστών. Το σχεδιαζόμενο εμπορικό κέντρο συμβολίζει το κερδοσκοπικό μοντέλο αστικής ανάπτυξης, στο οποίο έχει βασιστεί μέχρι σήμερα η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου διακυβέρνησης από τον Ερντογάν. Η αντίθεση στην τσιμεντοποίηση ολόκληρων περιοχών της πόλης, η εκδίωξη της εργατικής τάξης στα προάστια της πρωτεύουσας, οι προκλητικές συμβάσεις έργων που δίνονται σε εργολάβους – φίλους του κυβερνώντος κόμματος, η κραυγαλέα αντίφαση μεταξύ των πολυτελών κατοικιών και των παραγκουπόλεων, όπου ζουν οι νεοαφιχθέντες εργαζόμενοι, όλα τα παραπάνω στοιχεία συσσωρεύονται στον αγώνα ενάντια στην ανοικοδόμηση ενός ακόμη εμπορικού κέντρου. Η κερδοσκοπική οικοδομική έκρηξη ήταν ένα βασικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης που γνώρισε η Τουρκία και η οποία τώρα πλησιάζει στο τέλος της.
Υπάρχουν, επίσης, ζητήματα δημοκρατίας. Για δέκα χρόνια το ΑΚΡ έχει κυβερνήσει με σιδερένια πυγμή, συλλαμβάνοντας ανεξάρτητους δημοσιογράφους, λογοκρίνοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τα οποία έβαλαν τα δυνατά τους για να θάψουν το σημερινό κίνημα καθώς αναπτυσσόταν), κρατώντας χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές, συλλαμβάνοντας συνδικαλιστές κλπ. Αυτό έχει συνδυαστεί με μια επίθεση στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, όπως για παράδειγμα με τη θέσπιση νόμου για τον περιορισμό στην πώληση αλκοολούχων ποτών.
Υπήρχε μια σχετικά παθητική στάση του λαού έναντι όλων αυτών ή τουλάχιστον δεν προκλήθηκε κάποιο μαζικό κίνημα μέχρι τώρα, καθώς η οικονομία αναπτυσσόταν. Βάσει αυτής της οικονομικής ανάπτυξης το ΑΚΡ σταθεροποίησε την εκλογική του υποστήριξη, η οποία ανέβηκε από 34% το 2002, σε 46% το 2007 και σχεδόν έφτασε στο 50% το 2011.
Tο ΑΚΡ έχει εκ πρώτης όψεως επιτύχει πολύ εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Από το 2002 έως το 2011, η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,5 %. Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από $2.800 το 2001 σε περίπου $10.000 το 2011. Η οικονομία επλήγη από την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού το 2008/09, αλλά ανέκαμψε γρήγορα με ισχυρά ποσοστά ανάπτυξης 9% και 8,5% το 2010 και το 2011.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης βασίστηκε στη μαζική εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που σήμαινε ότι έχει συσσωρευτεί ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος. Μεταξύ του 2008 και του 2012, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 44 δισ. δολάρια, ενώ το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά 55 δισ. δολάρια. Αυτό είναι πλέον μη βιώσιμο.
Ενώ η Τουρκία επωφελήθηκε από εμπορικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κρίση στην Ευρώπη την έχει αναγκάσει να ακολουθήσει μια πιο επιθετική πολιτική, όσον αφορά τις εμπορικές και διπλωματικές της σχέσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Συμπεριφερόμενη ως μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, η Τουρκία προσπάθησε να εξασφαλίσει την παρουσία της στις αγορές και να αποκτήσει σφαίρες επιρροής σε ολόκληρη την περιοχή αποκτώντας διασυνδέσεις με τα νεοσυσταθέντα μουσουλμανικά καθεστώτα της Τυνησίας και της Αιγύπτου, καθώς και με τη δημιουργία ισχυρών δεσμών με την κουρδική περιφερειακή κυβέρνηση στο Βόρειο Ιράκ και την ενεργή υποστήριξη των Ελεύθερου Συριακού Στρατού ανταρτών ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ.
Όλοι οι παράγοντες που δημιούργησαν την «Οθωμανική τίγρη» έχουν πλέον μετατραπεί στο αντίθετό τους. Τρεις εβδομάδες πριν, μια βόμβα στο Reyhanli, στα σύνορα με τη Συρία, σκότωσε 46 άτομα. Πολλοί κατηγορούν την κυβέρνηση για τη συμμετοχή της στον συριακό εμφύλιο πόλεμο. Ο Ερντογάν, ο οποίος προηγουμένως είχε συγκρουστεί ανοιχτά με το Ισραήλ, τώρα επιδιώκει επαναπροσέγγιση με το εβραϊκό κράτος, καθώς πλέον βρίσκονται στην ίδια πλευρά της συριακής σύγκρουσης.
Από οικονομική άποψη, το «θαύμα» τελείωσε. Κάποιοι έχουν περιγράψει την τουρκική οικονομία ως «ένα μπαλόνι που ξεφουσκώνει σταδιακά, ενώ υπόκειται τη σπασμωδική και ακανόνιστη ιδιοτροπία των αγορών». Η αύξηση του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε δραματικά και πλέον είναι σχεδόν στάσιμη. Ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2012 ήταν μόλις 2,2%, με την εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση να συστέλλεται κατά 0,8% το τελευταίο τρίμηνο.
Τα συνολικά στοιχεία της οικονομικής ανάπτυξης, στην πραγματικότητα κρύβουν ένα επίμονο και βαθύ χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Το 2011, όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,5%, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού κατείχε το ήμισυ του εθνικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% είχε μόλις το 6%. Παρά την οικονομική ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία είναι η τρίτη χώρα στον ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη ανισότητα.
Οι κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ των πλουσίων και της πλειοψηφίας του πληθυσμού αποκρυσταλλώνονται στο φορολογικό σύστημα, στο οποίο η έμμεση φορολογία αντιπροσωπεύει τα 2/3 των φορολογικών εσόδων, χτυπώντας τα αδύναμα στρώματα όλο και περισσότερο. Ακόμη και οι έμμεσοι φόροι λειτουργούν άνισα υπέρ των πλουσίων, αφού ο ΦΠΑ είναι 18%, ενώ ο φόρος για το χαβιάρι είναι 8% και 0% για ορισμένες πολύτιμες πέτρες.
Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε γύρω στο 9% καθ ‘όλη αυτήν την περίοδο και τα επίσημα στοιχεία δεν αποτυπώνουν αυτούς που έχουν πάψει να ψάχνουν για να βρουν δουλειά. Η ανεργία των νέων αποφοίτων πανεπιστημίου είναι περίπου 30%. Ο επίσημος αριθμός των ατόμων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας είναι 16%.
Η δυσαρέσκεια που δημιουργούσε μια οικονομική άνθηση που διατηρούσε την κοινωνική ανισότητα, εξισορροπούνταν από τη δημιουργία υψηλότερων προσδοκιών που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Τώρα που η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται απότομα, όλες οι αντιθέσεις έχουν έρθει στο προσκήνιο.
Είναι αυτός ο συνδυασμός των δημοκρατικών ζητημάτων και κοινωνικών εντάσεων που τώρα έχει εκραγεί σε ένα μαζικό κίνημα κατά του Ερντογάν που έχει πιάσει τους πάντες εξ’ απήνης.
Η ταχύτητα με την οποία έχει εξελιχθεί ένα φαινομενικά ήσσονος σημασίας ζήτημα σε ένα μαζικό πανεθνικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση αντανακλά επίσης την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο που ζούμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανατροπή των Μουμπάρακ και Μπεν Αλί το 2010 και οι μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στις περικοπές λιτότητας στη Νότια Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια είχαν σίγουρα αντίκτυπο στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων στην Τουρκία. Αρχικά φάνηκε ότι οι διαδηλώσεις εκείνες άφηναν την Τουρκία ανεπηρέαστη. Όταν όμως οι συνθήκες ωρίμασαν, η ιδέα ότι η ενωμένη μαζική δράση είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός τροφοδότησε τη φαντασία των μαζών και έχει γίνει μια πραγματική δύναμη.
Οι επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή
Οι επαναστατικές εξελίξεις στην Τουρκία θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις σε ολόκληρη την περιοχή, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ευρώπη. Ένα μαζικό κίνημα ενάντια σε μια ισλαμική συντηρητική καπιταλιστική κυβέρνηση στην Τουρκία μπορεί να αποδυναμώσει το κύρος των ισλαμιστών σε άλλες χώρες και την ίδια στιγμή να ενισχύσει το επαναστατικό κίνημα κατά της κυβέρνησης Ennahda στην Τυνησία και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που κυβερνά στην Αίγυπτο.
Έχουν γίνει ήδη διαδηλώσεις στην Κύπρο, όπου μπορούμε τώρα να δούμε την προοπτική επαναστατικών εξελίξεων και στις δύο πλευρές της εθνικής διαίρεσης. Στην Ελλάδα έχουν ήδη λάβει χώρα διαδηλώσεις αλληλεγγύης, και ένα επαναστατικό κίνημα στην Τουρκία είναι ο καλύτερος τρόπος για να οπισθοχωρήσει το φάντασμα του ελληνοτουρκικού σωβινισμού.
Στη Ουάσιγκτον ανησυχούν για την προοπτική επαναστατικών εξελίξεων σε μία ακόμη σύμμαχο χώρα στην περιοχή. Η Τουρκία είναι ένας βασικός παράγοντας της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, ο οποίος απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την περιοχή. Αυτό μας φανερώνει πως μόνο επαναστατικά γεγονότα στις χώρες με ισχυρή εργατική τάξη είναι σε θέση να αποτρέψουν το κατρακύλισμα σε αιματηρούς εμφύλιους με τις ιμπεριαλιστές δυνάμεις να εμπλέκονται και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι ΗΠΑ είναι μια επαναστατική ανατροπή του Ερντογάν. Για το λόγο αυτό συνιστούν αυτοσυγκράτηση και διαμαρτυρήθηκαν επισήμως για «υπερβολική χρήση βίας». Φυσικά, αν η υπερβολική χρήση βίας μπορούσε να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τη συντριβή του κινήματος, τότε δεν θα παραπονιόταν κανείς. Αυτό που πραγματικά εννοούν είναι ότι ανησυχούν για τα αντίθετα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει η υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία.
Ο Ερντογάν συνδυάζει την αλαζονεία και τη χρήση ωμής καταστολής (υπήρξαν αναφορές χθες για ελικόπτερα που έριχναν δακρυγόνα σε κατοικημένες περιοχές), προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει παράλληλα θρησκευτικά συνθήματα. Τώρα λέει πως ήθελε στο Gezi Park να χτίσει ένα τζαμί! Θέλει να δώσει την εικόνα ενός αποφασιστικού και δυνατού πρωθυπουργού, ωστόσο οι φωνές της αντιπολίτευσης δυναμώνουν, ακόμη και μέσα από το ίδιο του το κόμμα.
Όπως έχουμε δει στα επαναστατικά κινήματα στην Τυνησία και την Αίγυπτο, η πιο επικίνδυνη στιγμή για ένα καθεστώς είναι όταν δεν μπορεί πλέον να συντρίψει το κίνημα με βία, αλλά αρχίζει να κάνει παραχωρήσεις. Κάνοντας ακόμα και τις ελάχιστες παραχωρήσεις, ενθαρρύνει το κίνημα να συνεχίσει να μάχεται με επιπλέον αιτήματα. Σε αυτό δίλημμα βρίσκεται ο Ερντογάν και το τμήμα της άρχουσας τάξης που εκπροσωπεί αυτή τη στιγμή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν έχει ακόμα αποθέματα υποστήριξης ανάμεσα στα πιο καθυστερημένα και συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας. Αλλά αυτά τα στρώματα πιθανώς είναι αδρανή και παθητικά, άρα και δύσκολο να κινητοποιηθούν μαζικά ως αντίβαρο στους διαδηλωτές. Υπήρξαν αναφορές για κομματικούς κακοποιούς που βοηθούσαν την αστυνομία σε διάφορες πόλεις, αλλά αυτές είναι μικρές συμμορίες και όχι μαζικές ομάδες διαδηλωτών.
Ήδη παίζεται ένα παιχνίδι «παραχωρήσεων» προκειμένου να εκτονωθεί το κίνημα. Ο πρόεδρος της χώρας Αμπντουλάχ Γκιουλ έχει αποστασιοποιηθεί εμφανώς από τον Πρωθυπουργό Ερντογάν, λέγοντας ότι κατανοεί τις αιτιάσεις των διαδηλωτών και ότι η δημοκρατία δεν συνίσταται σε εκλογές και ψηφοφορίες κάθε λίγα χρόνια. Ωστόσο, αυτά είναι μόνο λόγια, καθώς δεν έχει γίνει καμία πραγματική παραχώρηση .Ο Ερντογάν έχει το μαστίγιο ενώ ο Γκιουλ το καρότο. Αυτό όμως που επιθυμούν και οι δύο είναι το ίδιο: να γυρίσουν οι διαδηλωτές σπίτια τους.
Τι θα συμβεί τις επόμενες ημέρες και ώρες θα είναι αποφασιστικής σημασίας. Το κίνημα δεν έχει ακόμη εξαντλήσει τα αποθεματικά στήριξης στην κοινωνία, έχει δυναμική και αυτοπεποίθηση. Αν κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός θα μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση Ερντογάν.
Ποια είναι η σωστή κατεύθυνση;
Το κίνημα μέχρι τώρα είχε σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητο χαρακτήρα. Αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα από μια μικρή διαμαρτυρία 50 ατόμων σε ένα μαζικό κίνημα, το οποίο τώρα περιλαμβάνει πιθανώς εκατομμύρια διαδηλωτές. Έχει συνενώσει επίσης διάφορα τμήματα της κοινωνίας και διαφορετικών εθνικών ομάδων και μειονοτήτων. Αυτή είναι η δύναμή του.
Ωστόσο, δεν γίνεται να συνεχίσει να παραμένει συνεχώς στους δρόμους..Χθες υπήρξαν έντονες συζητήσεις για την ανάγκη μιας γενικής απεργίας. Αυτός είναι ο μοναδικός εφεξής δρόμος για το κίνημα. Έχουν ήδη γίνει μαζικές διαδηλώσεις στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Οι άνθρωποι έχουν αγωνιστεί ενάντια τα ΜΑΤ. Ο κρατικός μηχανισμός δεν ήταν σε θέση να συντρίψει το κίνημα, όμως η κυβέρνηση παραμένει στη θέση της και ο κρατικός μηχανισμός είναι ακόμα άθικτος.
Η είσοδος της εργατικής τάξης ως οργανωμένης δύναμης στο κίνημα θα μπορούσε να αλλάξει αποφασιστικά την ισορροπία των δυνάμεων. Μια γενική απεργία είναι απαραίτητη. Ήδη στον δημόσιο τομέα, η ένωση εργαζομένων KESK έχει κηρύξει προγραμματισμένη εθνική απεργία στις 4 και 5 Ιουνίου. Οι ηγέτες της DISK (ΓΣΕΕ) ήταν παρόντες στην πλατεία Ταξίμ και ο γενικό γραμματέας απευθύνθηκε στους διαδηλωτές. Η DISK κήρυξε στάσεις εργασίας από τις 12,00 έως τις 14,00 ώστε να συζητήσουν τα σωματεία την κατάσταση και να ορίσουν εθνική εκτελεστική επιτροπή με θέμα την κήρυξη γενικής απεργίας.
Ήδη τα συνδικάτα συζητούν την προκήρυξη γενικής απεργίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τελευταία δημοσιεύματα, η Ένωση Εκπαιδευτικών της Ισταμπούλ κάλεσε απεργία σε πανεπιστήμια και σχολεία. Υπάρχει επίσης η είδηση πως οι εργαζόμενοι στα Νοσοκομεία της Άγκυρας θα ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους υπόλοιπους απεργούς.
Η Τουρκία έχει μια ισχυρή εργατική τάξη που έχει ενισχυθεί και ανανεωθεί τα τελευταία 20 – 30 χρόνια με μια μαζική εισροή μεταναστών από την ύπαιθρο. Οι επαναστατικές παραδόσεις του τούρκικου προλεταριάτου είναι πλούσιες. Ενώ η Τουρκία έχει αρκετές υπανάπτυκτες περιοχές, έχει μια πολύ σύγχρονη βιομηχανική εργατική τάξη.
Η έκκληση για γενική απεργία θα έπρεπε να συνδυάζεται με μια πρόσκληση για σύσταση επιτροπών δράσης σε κάθε εργοστάσιο, χώρο εργασίας και εργατική συνοικία, ώστε να λάβει οργανωμένο και δημοκρατικό χαρακτήρα. Οι επιτροπές αυτές θα μπορούσαν να συντονίζονται σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους.
Στην πραγματικότητα, εάν υπήρχε μια επαναστατική ηγεσία με ρίζες στην εργατική τάξη, θα ήμασταν στις παραμονές της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού στην Τουρκία.
του Jorge Martin
Μετάφραση: Σοφία Παπακωνσταντίνου
{fcomment}