Διαβάστε μια πολύ καλή ανάλυση, μεταφρασμένη από την ιστοσελίδα www.marxist.com, σχετικά με τα πολιτικά συμπεράσματα από τις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία.
Την Κυριακή, το κόμμα του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το κόμμα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης (AKP), κέρδισε μια άνετη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της Τουρκίας. Για πολλούς από τους χιλιάδες ριζοσπαστικoποιημένους νέους και εργαζόμενους αυτό ήρθε σαν ένα τεράστιο σοκ. Πώς μπόρεσε αυτός ο κραυγαλέος δολοφόνος και επίδοξος τύραννος να λάβει την υποστήριξη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού;
AKP (Κόμμα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης) 49.29% – 313 έδρες
CHP (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) 25.5% – 134 έδρες
MHP (Εθνικιστικό Κίνημα) 12% – 42 έδρες
HDP (Δημοκρατικό Κόμμα του Λαού) 10.69% – 61 έδρες
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το AKP πέτυχε σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από ό,τι στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Έτσι, ανέκτησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είχε χάσει τον Ιούνιο, κάτι που είχε αποτελέσει την πρώτη μεγάλη πολιτική ήττα για τον Ερντογάν.
Ήταν οι εκλογές δίκαιες;
Ήταν οι εκλογές δίκαιες; Πώς θα μπορούσαν να είναι, όταν το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, πατρίδα των Κούρδων, οι οποίοι υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το αριστερό HDP, βρίσκεται σε κατάσταση ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου από τον Ιούλιο. Βίαιες στρατιωτικές επιδρομές, πολιορκίες και ελεύθεροι σκοπευτές, τρομοκρατούν γειτονιές για να επιβάλουν αυθαίρετες απαγορεύσεις κυκλοφορίας και έχουν κοστίσει πάνω από 2000 ζωές – πολλές από αυτές, αν όχι οι περισσότερες, άνηκαν σε αθώους νέους, παιδιά και ηλικιωμένους. Πώς θα μπορούσαν να είναι οι εκλογές δίκαιες, όταν το εκλογικό υλικό του βασικού αριστερού κουρδικού κόμματος έχει κατασχεθεί και εκατοντάδες γραφεία του λεηλατήθηκαν από ομάδες που οργανώνονται και προστατεύονται από το κράτος; Όταν αρκετές χιλιάδες αριστεροί και κούρδοι αγωνιστές, μεταξύ των οποίων πολλοί εκλεγμένοι τοπικοί αξιωματούχοι, έχουν δεχτεί επιθέσεις, έχουν κυνηγηθεί και φυλακιστεί χωρίς κανέναν λόγο;
Τους τελευταίους τρεις μήνες έχει επιβληθεί ένα κλίμα τρόμου στην Τουρκία από την άρχουσα κλίκα. Εκατοντάδες αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς υπέστησαν τραμπουκισμούς και σκοτώθηκαν σε επιθέσεις από το κράτος ή σε τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από ισλαμιστές και εθνικιστικές εντολοδόχους. Μετά την διάδοση του τρομακτικού βίντεο που έδειχνε να σέρνεται στους δρόμους από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας το σώμα του 24χρονου ηθοποιού Haci Lokman Birlik (που σκοτώθηκε από την αστυνομία), ο Sabah, το πιστό φερέφωνο του καθεστώτος, το δικαιολόγησε λέγοντας ότι αυτό αποτελεί μια συνήθη πρακτική σε όλο τον κόσμο. Ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, εν τω μεταξύ υποσχέθηκε να ξεκινήσει έρευνα σχετικά με το λόγο βιντεοσκόπησης του περιστατικού!
Η βομβιστική επίθεση της Άγκυρας, στην οποία σκοτώθηκαν περισσότερα από εκατό άτομα σε μια διαδήλωση των συνδικάτων και της Αριστεράς υπέρ της ειρήνης, συγκλόνισε όλη την Τουρκία. Ενώ εκατομμύρια άνθρωποι θρηνούσαν και θυμωμένα κατηγορούσαν το κράτος για τη συνενοχή του, το καθεστώς επιτέθηκε χωρίς καθόλου να απολογηθεί για αυτό, στα θύματα και στην Αριστερά. Οι ενέργειες της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, η οποία εξαπέλυσε επίθεση στους διαδηλωτές που προσπαθούσαν να διαφύγουν, στους τραυματίες και στα ασθενοφόρα, επιβεβαιώνουν τη συνενοχή του κράτους στην βάρβαρη αυτή τρομοκρατική πράξη.
Ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου μιλώντας λίγες μέρες αργότερα, δήλωσε ότι οι απόψεις της κυβέρνησής του και του κόμματός του είναι κατά «360 μοίρες» (!) διαφορετικές από εκείνες του ISIS – τον επίσημο δράστη των επιθέσεων. Ωστόσο, αυτό το λάθος εκ παραδρομής δεν διορθώθηκε ποτέ από τον πρωθυπουργό, ο οποίος διέταξε την απαγόρευση δημοσιοποίησης κάθε είδησης που θα αφορούσε την έρευνα σχετικά με την τρομοκρατική επίθεση. Έτσι, ενώ οι πληροφορίες σχετικά με τους δράστες και τους δεσμούς τους με τους ισλαμιστές – καθώς και με το κράτος – ήταν εύκολο να αποκτηθούν και να διανεμηθούν μέσω των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης, η διάδοσή τους μέσα στην Τουρκία ήταν παράνομη.
Ο Νταβούτογλου ισχυρίστηκε επίσης ότι το κράτος είχε εκ των προτέρων στην κατοχή του τα ονόματα των δεκάδων ισλαμιστών βομβιστών αυτοκτονίας, τους οποίους ωστόσο δεν μπορούσε να συλλάβει, γιατί δεν είχαν κάνει ακόμα τίποτα παράνομο. Εν τω μεταξύ, δεκάδες δημοσιογράφοι, αγωνιστές, και απλοί άνθρωποι είχαν συλληφθεί για «τουίτς» και για σχόλια που υποτίθεται ότι προσέβαλλαν τον Πρόεδρο. Δύο αγόρια ηλικίας 12 και 13 ετών για παράδειγμα, αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης δύο χρόνων γιατί έσκισαν αφίσες του προέδρου, προκειμένου να τις πουλήσουν σε παλιατζή.
H σκόπιμη ασάφεια του κράτους στην ερώτηση για την υποστήριξή της στον ISIS και της εξόντωσης αριστερών ακτιβιστών, συγκεκριμένα μετά τη βομβιστική επίθεση της Άγκυρας, ήταν ένα μήνυμα του Ερντογάν – ένα μήνυμα που ο αριστερός συμπρόεδρος του HDP Ντεμιρτάς σωστά μετέφρασε ως εξής: «Αν μας αντιτεθείτε θα σας σκοτώσουμε κάτω από το φως της ημέρας και μετά θα το συγκαλύψουμε». Τις επόμενες εβδομάδες η κρατική τρομοκρατία συνεχίστηκε. Όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι κρατούνταν και οποιαδήποτε επίσημη ελευθερία του τύπου υπήρχε περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από απειλές, δικαστικές αποφάσεις και ένα κύμα απαλλοτριώσεων εταιριών – μολονότι ανήκαν σε αστούς – εχθρικών προς στην εξουσία του Ερντογάν.
Από την προηγούμενη εβδομάδα των εκλογών ο Ερντογάν κατόρθωσε έναν μονοπωλιακού τύπου έλεγχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε – μαζί με τους υπόλοιπους πόρους του κράτους – για να διαδώσει τα ψέματά του και τις στρεβλώσεις του, για να εντείνει περαιτέρω το κλίμα τρόμου και την αντι-κουρδική υστερία.
Μέσα στην διπροσωπία που χαρακτηρίζει τους δυτικούς «δημοκράτες», η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ (μια υποψήφια για το βραβείο Νόμπελ!), πήγε στην Τουρκία για να στηρίξει τον Ερντογάν, προσφέροντας ακόμα και την ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε στην Τουρκία – ζητώντας ως αντάλλαγμα την παρεμπόδιση από πλευράς της Τουρκίας της εισόδου των προσφύγων στην Ε.Ε.
Η δημοσίευση της κρίσιμης έκθεσης προόδου για την Τουρκία καθυστερήθηκε από την Κομισιόν μέχρι και το πέρας των εκλογών. Το μέγεθος της τρομοκρατίας και του φόβου δεν μειώθηκε την ημέρα των εκλογών. Συγκεκριμένα, οι κουρδικές περιοχές ενισχύθηκαν σημαντικά με στρατεύματα προκειμένου να αυξήσουν την πίεση στους ψηφοφόρους. Μια αντιπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μίλησε για την πιο «μιλιταριστική ατμόσφαιρα» που έχει δει ποτέ της.
Φυσικά πολλές παρατυπίες συμπεριλαμβανομένης και της άμεσης νοθείας έχουν καταγγελθεί: εκλογικά τμήματα μέτρησαν περισσότερες ψήφους από τους ψηφοφόρους, υποψήφιοι του κόμματος ΑΚP που έστειλαν μέσω tweeter εικόνες των ψηφοδελτίων πριν την έναρξη της διαδικασίας της ψηφοφορίας και πολλές περιοχές της Κων/πολης όπου η Ανώτατη Τουρκική Εφορευτική Επιτροπή ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των εκλογών πριν την παράδοση των εκλογικών εγγράφων. Πως μπορεί οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία κάτω από αυτές τις συνθήκες να είναι δίκαιη και ελεύθερη; Ο Ερντογάν δεν προτίθετο να αφήσει τίποτα στην τύχη. Παρόλα αυτά, το AKP δεν κέρδισε τις εκλογές απλά επειδή προέβη σε νοθεία, αλλά κυρίως εξαιτίας της εκστρατείας του τρόμου.
Ισορροπώντας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις
Αφού αρχικά πολέμησε ενάντια κυρίως στις εθνικιστικές και ρεπουμπλικανικές φατρίες της τουρκικής αστικής τάξης, προκειμένου να ανελιχθεί στην εξουσία πάνω από μια δεκαετία πριν, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το AKP (το κόμμα Δικαιοσύνης & Ανάπτυξης) είναι η αυξημένη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας και της εργατικής τάξης και η μετατόπιση τους προς τα αριστερά. Η τάση αυτή έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση της κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο πάρκο Gezi το 2013, και στο κύμα απεργιών και διαμαρτυριών που ακολούθησαν. Η εντεινόμενη ταξική πάλη αντικατοπτρίζεται εν μέρει στην άνοδο του HDP, μιας αριστερής οργάνωσης που έχει τις ρίζες της στο Κουρδικό κίνημα. Η είσοδος τους στο κοινοβούλιο τον Ιούνιο ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο το AKP έχασε την πλειοψηφία. Αυτό κατέστρεψε τα όνειρα του Ερντογάν να αναβιώσει το σουλτανάτο της Τουρκίας συγκεντρώνοντας τις εξουσίες στο γραφείο του Προέδρου υποβαθμίζοντας παράλληλα σε διακοσμητικό ρόλο τη θέση του κοινοβουλίου.
Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε καιροσκοπικά τις διαπραγματεύσεις με το κουρδικό κίνημα με σκοπό να προκαλέσει χτύπημα από τα αριστερά στους Τούρκους εθνικιστές οι οποίοι εκπροσωπούνται κυρίως από το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα). Στη συνέχεια κινήθηκε απότομα προς την αντίθετη πλευρά, κάνοντας επίθεση στους Κούρδους, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των μικροαστών και των λούμπεν εθνικιστών σωβινιστών, με σκοπό να αποκόψει το HDP από την υπόλοιπη τουρκική εργατική τάξη – στοχεύοντας στη διαίρεση της εργατικής τάξης στη βάση των εθνικών γραμμών.
Προκαλώντας το PKK να επιτεθεί στις τουρκικές δυνάμεις δολοφονώντας Τούρκους στρατιώτες και αστυνομικούς – κανένας από τους οποίους φυσικά δεν ανήκε στις ελίτ γύρω από τον Ερτογάν και τους φίλους του – κατόρθωσε να δημιουργήσει κλίμα τρόμου, αστάθειας και αβεβαιότητας, συμπαρασύροντας παράλληλα ένα στρώμα των τουρκικών μαζών πίσω του.
Ήταν αυτή η τακτική που απέφερε καρπούς, όχι μόνο ανάμεσα στις συντηρητικές μεσαίες τάξεις της Ανατολίας από τις οποίες απέσπασε υψηλά ποσοστά στις τελευταίες εκλογές, αλλά και στους Κούρδους συντηρητικούς που είχαν υποστηρίξει το HDP τον Ιούνιο. Το HDP έχασε συνολικά 1 εκατομμύριο ψήφους σε σύγκριση με τις εκλογές του Ιουνίου, η πλειοψηφία των οποίων χάθηκε στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, στις κατεξοχήν περιοχές που αποτελούν εκλογικά του φρούρια.
Παρόλο που ο Ερντογάν δεν είχε επίσημη θέση σε αυτήν την εκλογική διαδικασία – ως Πρόεδρος δεν του επιτρέπεται να είναι μέλος ή δημόσιος υποστηρικτής κάποιου υποψήφιου κόμματος – πρωταγωνίστησε σε αυτές τις εκλογές. Το μήνυμα που έστειλε ήταν σαφές: έχετε να επιλέξετε ανάμεσα σε μένα, τον εγγυητή της τάξης και της ενότητας στην Τουρκία, και σε αυτούς που θα προσφέρουν μόνο χάος.
Η αντιπολίτευση
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων ψήφισε ενεργητικά κατά του Ερντογάν. Αυτό δείχνει την πολωμένη κατάσταση στην Τουρκία σήμερα. Το έθνος είναι διχοτομημένο σε δυο στρατόπεδα, με την πλειοψηφία του πληθυσμού κατά του Ερντογάν, τη διεφθαρμένη του διακυβέρνηση, τις απολυταρχικές, ισλαμικές του τάσεις και τις ιμπεριαλιστικές του περιπέτειες. Την ίδια στιγμή, η εκστρατεία του ΑΚΡ δεν χαρακτηρίστηκε από καμιά ελπίδα και ενθουσιασμό για το μέλλον, αλλά αντίθετα ήταν ιδιαίτερα υποτονική.
Το πραγματικό ερώτημα πρέπει επομένως να είναι: γιατί νίκησε; Γιατί κάποιος που θεωρείται διεφθαρμένος και μαφιόζος και δεν προξενεί κανέναν ενθουσιασμό, κερδίζει τις εκλογές σε μια τόσο πολωμένη ατμόσφαιρα; Ο Ερντογάν έχει εμπλακεί σε μια σειρά σκανδάλων χωρίς τελειωμό· ενεργεί σαν κοινός μαφιόζος και είναι κοινά αποδεκτό ότι βρίσκεται πίσω από την αυξανόμενη παρουσία του ISIS και άλλων ισλαμικών οργανώσεων, οι οποίες παίζουν αποσταθεροποιητικό ρόλο τα τελευταία τρία χρόνια στην Τουρκία. Είναι επίσης ξεκάθαρο στην πλειοψηφία του πληθυσμού ότι άσχετα από το κατά πόσο αντιπαθούν το ΡΚΚ, είναι ο Ερντογάν που προκαλεί τον πόλεμο με εκείνο, και επομένως προκαλεί το θάνατο εκατοντάδων Τούρκων στρατιωτών και αστυνομικών, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. Ωστόσο, αν και οι μάζες ριζοσπαστικοποιούνται όλο και περισσότερο, δεν τους παρουσιάστηκε κανένα πολιτικό σχέδιο στις εκλογές που θα μπορούσε να βγάλει από το αδιέξοδο και το χάος στην Τουρκία σήμερα.
Το CHP ιστορικά είναι το κόμμα, το οποίο αποσπούσε τις αριστερόστροφες τάσεις στην τουρκική κοινωνία. Αλλά για τους περισσότερους εξ αυτών που ψάχνουν μια διέξοδο στην Τουρκία σήμερα, το κόμμα και ιδιαίτερα ο επικεφαλής του, Κεμάλ Κιλιτσνταρόγλου, δεν φαίνεται καθόλου διαφορετικό από τους τυπικούς «πραγματιστές» πολιτικούς. Δηλαδή, ένα κόμμα χωρίς αρχές. Στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους το κόμμα ενώθηκε με το ακροδεξιό ΜΗΡ στην υποστήριξη ενός κοινού υποψηφίου, ο οποίος όχι μόνο υπεράσπιζε ένα δεξιό οικονομικό πρόγραμμα, αλλά και επιλέχτηκε για τα ξεκάθαρα ισλαμικά του διαπιστευτήρια.
Ενώ η βάση του CHP το έσπρωχνε προς τα αριστερά και στην αντιπολίτευση εναντίον του ΑΚΡ, η ηγεσία του ήταν εξαιρετικά μετριοπαθής στην αντιμετώπιση του Ερντογάν, φτάνοντας μέχρι το σημείο να έχει σοβαρές διαπραγματεύσεις, για να μπει σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό – μια παγίδα, στην οποία έχουν πέσει όλα τα κόμματα. Αλλά, προσπαθώντας να μιμηθεί το ΑΚΡ ή νομιμοποιώντας τα εγκλήματά του προσεγγίζοντάς το, το CHP αυτο-απαξιώθηκε και αποξενώθηκε από τα καλύτερα στοιχεία των εργατών και της νεολαίας. Έτσι, δεν κεφαλαιοποίησε την πτώση της δημοτικότητας του Ερντογάν και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό στάσιμο σε σχέση με τα εκλογικά ποσοστά του 2011.
Ένας πρώην σύμβουλος του συνιδρυτή του ΑΚΡ, Αμπντουλάχ Γκουλ, μιλώντας για την έλλειψη μιας εναλλακτικής λύσης απέναντι στο ΑΚΡ είπε ότι «τα άλλα κόμματα έχουν αγνοήσει εντελώς αυτό το ζήτημα: οι εκστρατείες τους δεν έχουν προσπαθήσει να δημιουργήσουν μια κινητοποίηση γύρω από μια ιδέα όπως αυτή του ΑΚΡ. Πράγματι, συνεπαρμένη από το μεγαλύτερο από ποτέ αρνητικό κλίμα γύρω από την παγκόσμια εικόνα του ΑΚΡ η αντιπολίτευση ήταν σχεδόν σίγουρη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν άλλο ένα κοινοβούλιο χωρίς αυτοδυναμία, με το ΑΚΡ να παραμένει κάτω από τις 276 έδρες».
Τo HDP
To HDP ήταν μια εξαίρεση στον κανόνα του τουρκικού πολιτικού σκηνικού κατά την τελευταία δεκαετία. Παρότι η γενική ρητορική ήταν ενός «ήπιος» λόγος ασάφειας και «μετριοπάθειας», το HDP θεωρείτο ως μια ριζοσπαστική και λαϊκή φωνή. Την ίδια ώρα, ο ριζοσπαστικός και ηρωικός αγώνας των Σύριων Κούρδων του YPG, μιας ομάδας η οποία θεωρείται ως μέρος της ίδιας τάσης με το HDP, έχει εμπνεύσει εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους, οι οποίοι είχαν απελπιστεί από το φλερτ του Ερντογάν με τον ISIS και άλλους αντιδραστικούς ισλαμιστές. Επιπρόσθετα, παρά τις πολλές απόπειρες της ηγεσίας του HDP να έρθει σε συμβιβασμό με τον Ερντογάν, οι βίαιες επιθέσεις του ενάντια στο HDP έκανε το κόμμα έναν φυσικό πόλο έλξης για πολλούς νεολαίους που αντιπαθούν τον Ερντογάν.
Με την επίκληση του «πνεύματος του πάρκου Γκεζί», το HDP απευθύνεται στη μεγαλύτερη αδυναμία του κουρδικού κινήματος τα τελευταία 40 χρόνια – δηλαδή στο ότι βασιζόταν μόνο στις κουρδικές περιοχές και γύρω από κουρδικά εθνικά αιτήματα. Με το να γίνει μια παν-τουρκική οργάνωση, σε αντίθεση με μια απλώς κουρδική, το HDP έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο γεφύρωμα του χάσματος μεταξύ του κουρδικού και του τουρκικού τμήματος της εργατικής τάξης, ένα χάσμα το οποίο είχε καλλιεργηθεί επιμελώς από την άρχουσα τάξη. Το γεφύρωμα αυτού του χάσματος ήταν σε σημαντικό βαθμό και ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα της αυξανόμενης αφομοίωσης αυτών των δύο τμημάτων μέσα από δεκαετίες εντεινόμενης αστικοποίησης. Το κόμμα επίσης κατάφερε να ενώσει τη διαχρονικά κατακερματισμένη και παραλυμένη Αριστερά και τα πιο προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης. Αυτή είναι μια θέση που έχει διατηρήσει.
Έτσι, ενώ οι ψήφοι του HDP έπεσαν από 6.000.000 τον Ιούνιο σε 5.100.000, αυτό το αποτέλεσμα παραμένει καλύτερο από τις 3.900.000 ψήφους που έλαβε στις προεδρικές εκλογές του 2014 και διπλάσιες από τις 2.500.000 που έλαβε η κουρδική-αριστερή υποψηφιότητα στις προεδρικές του 2011. Παρά τις προσπάθειες του Ερντογάν να απωθήσει το HDP από τις πολυπληθείς τουρκικές περιοχές στη Δύση, το κόμμα διατήρησε την παρουσία του εκεί· ένα καθαυτό σημαντικό επίτευγμα μέσα σε τέτοιες συνθήκες.
Αλλά, ενώ χιλιάδες νεολαίοι υποστήριξαν το HDP, πλατιά στρώματα ήταν σκεπτικά απέναντί του. Κατά τη διάρκεια του κινήματος του πάρκου Γκεζί, ενώ η πλειοψηφία της βάσης του κόμματος συμμετείχε στο κίνημα, ο κομματικός μηχανισμός δεν έλαβε μέρος με έναν οργανωμένο τρόπο και φαινόταν στην πραγματικότητα να απέχει από το κίνημα, ώστε να διασώσει τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώρα μεταξύ της κυβέρνησης και του ΡΚΚ.
Κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών μόλις ένα χρόνο πριν, ο ίδιος τρόπος σκέψης είχε ως αποτέλεσμα το HDP να μην ασκεί πειστική κριτική προς τον Ερντογάν στα μάτια των μαζών. Αν και το κόμμα άλλαξε τη γραμμή του σε τέτοια ζητήματα, η ηγεσία του σταθερά φαίνεται να είναι πρόθυμη για συμβιβασμούς. Το καλοκαίρι, μόλις μια βδομάδα πριν από τη σφαγή στο Σουρούτς, η ηγεσία του HDP άφηνε ανοιχτή την πόρτα για διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία συνασπισμού με το ΑΚΡ, σε περίπτωση που κατέρρεαν οι διαπραγματεύσεις με τα υπόλοιπα κόμματα. Αργότερα, αφότου ο Ερντογάν ξεκίνησε έναν μονομερή εμφύλιο πόλεμο εναντίων των Κούρδων και της Αριστεράς, το κόμμα προσχώρησε ακόμα και στην προσωρινή κυβέρνηση, η οποία σχηματίστηκε μετά την ανακοίνωση των εκλογών και στην οποία συμμετείχε και το AKP, με το σκεπτικό ότι θα χρησιμοποιούσε τις θέσεις του για να εκθέσει τον Ερντογάν και να πολεμήσει το ΑΚΡ «από τα μέσα».
Ακόμα και σήμερα, μόλις λίγες μέρες μετά τις εκλογές και αφού έχει γίνει πασιφανές ότι ο Ερντογάν θα γαντζωθεί στην εξουσία με κάθε κόστος, οι εκπρόσωποι του HDP αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχτούν το προεδρικό του σύστημα με μια συνταγματική αναθεώρηση. Αν και αυτό διαψεύστηκε αργότερα, ακόμα τροφοδοτεί τις υποψίες που υποκινεί ο Ερντογάν – ότι το HDP είναι πρόθυμο να προδώσει το κίνημα και να φτάσει σε συμφωνία με τον Ενρτογάν με αντάλλαγμα μια καλύτερη συμφωνία στο κουρδικό εθνικό ζήτημα.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το HDP είχε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα με πολλά σωστά δημοκρατικά αιτήματα, όπως τον τερματισμό του πολέμου, περισσότερη αυτονομία στις τοπικές αρχές, περισσότερα δικαιώματα για τις εθνικές μειονότητες και ένα ξεκάθαρο αίτημα για ειρήνη. Ωστόσο, αυτά τα αιτήματα επισκίασαν πλήρως τα κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα του HDP και στα μάτια του λαού ήταν άλλη μια επιβεβαίωση των ψεμάτων και των διαστρεβλώσεων της κυβέρνησης – ότι το HDP νοιάζεται μόνο για τους Κούρδους. Εκτός αυτού, πολλά από τα αιτήματα του κόμματος ήταν αντίστοιχα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με εκείνα των άλλων κομμάτων, γεγονός που έκανε τις διαφορές τους σχεδόν αμελητέες.
Παρ’ όλα αυτά, η βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα οδήγησε σε ένα κύμα αντικυβερνητικών αισθημάτων και μια συσπείρωση γύρω από το HDP. Τις μέρες μετά τη βομβιστική επίθεση εκατοντάδες χιλιάδες λαού βγήκαν στους δρόμους. Τα πανεπιστήμια κατά μήκος όλης της χώρας έκλεισαν από αυθόρμητη κινητοποίηση των φοιτητών και οι εργάτες του δημόσιου τομέα απέργησαν μαζί με πολλούς βιομηχανικούς εργάτες. Στις κουρδικές περιοχές το κλίμα ήταν ακόμα πιο τεταμένο, στα όρια της εξέγερσης σε συγκεκριμένες περιοχές, στις οποίες ξέσπασε μαζική αντίσταση κατά των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς έκανε μια δυνατή ομιλία που παρακολούθησαν εκατομμύρια άνθρωποι, στην οποία δήλωσε αυτό που γνώριζαν όλοι: ότι το κράτος – και ο Ερντογάν συγκεκριμένα – βρισκόταν πίσω από την τρομοκρατία στην Τουρκία.
Η τριήμερη γενική απεργία, στην οποία κάλεσαν τα συνδικάτα μετά την επίθεση, ήταν το πιο σημαντικό απεργιακό κίνημα των τελευταίων ετών και έδειξε ότι η εργατική τάξη προετοιμάζεται να μπει στην πάλη κατά του Ερντογάν. Αυτό το κίνημα δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Ήταν η αντανάκλαση της συσσωρευμένης και γενικευμένης οργής των εργατών και της νεολαίας που προκλήθηκε από επιθέσεις χρόνων στο βιοτικό επίπεδο, καθώς και στα κατακτημένα με σκληρό αγώνα κοσμικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Έγινε επίσης ξεκάθαρο ότι το καθεστώς ταρακουνήθηκε από αυτό το κίνημα. Αλλά η δυνατότητα για τη μετατροπή του κινήματος σε μια πανεθνική μαζική πάλη παρέμεινε ανεκπλήρωτη. Στην πραγματικότητα, οι μαζικές δράσεις ακυρώθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μπροστά στον κίνδυνο των επιθέσεων. Ενώ αυτό ήταν ένα σωστό μέτρο, πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι από τους 2.000 ανθρώπους που δολοφονήθηκαν απευθείας από το καθεστώς, μόλις οι 150 σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μαζικών διαδηλώσεων. Ο Ερντογάν δε χρειάζεται μια μαζική συγκέντρωση για να σκοτώσει ανθρώπους. Ούτε θα εγκαταλείψει την εξουσία οικειοθελώς αν καταψηφιστεί. Ο μόνος τρόπος να καθαιρεθεί είναι να προετοιμαστεί ένα κίνημα από τα κάτω στη βάση της επαναστατικής κίνησης των τουρκικών και κουρδικών μαζών.
Οι ελιγμοί του Ερντογάν
Η έλλειψη μιας τέτοιας εξέλιξης έδωσε στον Ερντογάν περισσότερο χώρο να ελιχθεί. Με την απουσία μια ισχυρής και ξεκάθαρης εναλλακτικής λύσης μαζί με την αυξανόμενη αβεβαιότητα και αστάθεια, τα πιο καθυστερημένα και συντηρητικά τμήματα των μικροαστών – τα οποία βρίσκονται υπό τεράστια πίεση από την καταρρέουσα οικονομία και την αυξανόμενη αστάθεια και αναζητούν απεγνωσμένα μια ισχυρή τάξη να στηριχτούν – στράφηκαν προς τον Ερντογάν. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών, τα οποία στερούνται της ικανότητας να ενεργήσουν ανεξάρτητα και πάντα καταλήγουν να υποστηρίζουν την πιο αποφασισμένη και ισχυρή από τις δύο κύριες τάξεις – την εργατική τάξη και την αστική τάξη.
Οι υποσχέσεις του Ερντογάν για σταθερότητα και επιστροφή στην οικονομική ευημερία των πρώτων δέκα χρόνων της διακυβέρνησής του ταιριάζει απόλυτα στον έμφυτο συντηρητισμό αυτού του στρώματος, το οποίο δεν βλέπει καμία άλλη εναλλακτική λύση, για να σταματήσει το χάος που κυριεύει τη ζωή του. Με τη διαίρεση της εργατικής τάξης στη βάση εθνικών γραμμών και με την επιβολή ενός καθεστώτος τρόμου, ο Ερντογάν κατάφερε να εμφανιστεί ισχυρός, ενσαρκώνοντας και διασφαλίζοντας όλο το έθνος. Ολόκληρη η εκστρατεία του ήταν, στην πραγματικότητα, προσανατολισμένη προς αυτό, με πιο χαρακτηριστικό το σύνθημα «δεν είμαι εγώ, δεν είσαι εσύ, είναι η Τουρκία».
Αυτό είχε επίσης αντίκτυπο στις συντηρητικές κουρδικές περιοχές. Όσο το HDP αναπτυσσόταν και το κουρδικό κίνημα στη Συρία έκανε μεγάλα βήματα προς τα μπροστά, εκείνες υποστήριζαν το κίνημα· αλλά μόλις οι εντάσεις αυξήθηκαν χωρίς να οργανώνεται μια μαζική απάντηση από τους Κούρδους ηγέτες, τα κουρδικά μεσαία στρώματα αποθαρρύνθηκαν και έπεσαν στην απαισιοδοξία. Βλέποντας μια επιστροφή στις μεθόδους του ΡΚΚ, οι οποίες δεν πέτυχαν πολλά πράγματα μετά από 40 χρόνια εμφυλίου πολέμου, στράφηκαν πίσω προς το ΑΚΡ ικετεύοντας για σταθερότητα.
Αστάθεια ενόψει
Τα προβλήματα της Τουρκίας όμως, δεν αποτελούν απλά ένα ζήτημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας· είναι μέρος της κρίσης του τουρκικού καπιταλισμού. Όσο η τουρκική οικονομία – υποστηριζόμενη από την παγκόσμια οικονομία – αναπτυσσόταν, η ακραία ανισότητα και η διεφθαρμένη διακυβέρνηση της άρχουσας τάξης ήταν ανεκτή στις εργατικές μάζες. Αλλά καθώς η οικονομία επιβραδυνόταν, οι μάζες γίνονταν όλο και πιο ριζοσπαστικές και ανήσυχες. Για να υπερασπιστεί την κυριαρχία και τα προνόμιά της, η άρχουσα κλίκα έπρεπε να στραφεί προς τα δεξιά και να στηριχτεί στα πιο καθυστερημένα και αντιδραστικά στρώματα. Αλλά με την στροφή αυτή προς τα δεξιά τροφοδοτούσε και την αυξανόμενη πόλωση.
Οι αντιδραστικές δυνάμεις που εξέθρεψε για να επέμβουν στη Συρία και για να συντρίψουν την Αριστερά στην Τουρκία, θα αναπτύξουν μια δική τους λογική. Όπως κάθε Πακιστανός και Σύριος μπορεί να επιβεβαιώσει, όλα εκείνα τα καθεστώτα που έχουν προσπαθήσει να «δαμάσουν» τους ισλαμιστές το έχουν μετανιώσει. Για να διατηρήσει τη θέση του, ο Ερντογάν έχει προλειάνει το έδαφος για αυτό που θα μπορούσε να αποδειχτεί η «Συριοποίηση» της Τουρκίας – δηλαδή η αποδιάρθρωσή της, όχι μόνο μεταξύ των Κούρδων και των Τούρκων, αλλά επίσης και μεταξύ των ανατολικών και δυτικών τμημάτων της χώρας, που θα μπορούσε ενδεχομένως να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα καταρρέον κράτος.
Η πρόσφατη εκλογική νίκη ωστόσο, θα τροφοδοτήσει τη μεγαλομανία του Ερντογάν, κάνοντάς τον ακόμα πιο αδίστακτο και αλαζόνα. Η εκστρατεία του εναντίον των Κούρδων δεν θα τελειώσει, καθώς πιθανότατα θα προσπαθήσει να «βάλει στη θέση τους» όλους αυτούς που ύψωσαν το ανάστημά τους εναντίον του. Έτσι, η σταθερότητα που περιμένει η μεσαία τάξη δεν θα έρθει. Ούτε και τα προηγούμενα χρόνια ευημερίας, τα οποία προήλθαν από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, θα επιστρέψουν. Καθώς αυτή η πραγματικότητα ξημερώνει για τις μάζες, το μόνο που θα μείνει είναι η αυξανόμενη ανισότητα και η αυξανόμενη εκμετάλλευση των Τούρκων εργατών και της νεολαίας. Η λεηλασία του Παλατιού και των αυλικών του μαζί με την αυξανόμενη φτώχεια και τη μιζέρια θα φέρνουν τις εργαζόμενες μάζες σε σύγκρουση με την άρχουσα κλίκα ξανά και ξανά. Οι μικροαστοί θα ταλαντεύονται μεταξύ συντηρητισμού, προσδοκώντας για την σταθερότητα που υποσχέθηκε ο Ερντογάν και αγανάκτησης και οργής από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του. Αλλά δεν έχουν κάπου αλλού να στραφούν πέρα από την εργατική τάξη.
Η δεσποτική φύση του Ερντογάν προκαλεί φυσικά και ρωγμές στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, μια μερίδα της οποίας ανησυχεί σοβαρά για την κατεύθυνση που παίρνει η κυβέρνησή του. Αλλά οι φιλελεύθεροι αστοί, οι οποίοι κάποτε έπαιζαν έναν εν μέρει προοδευτικό ρόλο, έχουν ξεπέσει σε έναν άτολμο παρασιτισμό. Ενώ ανησυχούν για τα σχέδια του Ερντογάν, φοβούνται περισσότερο το κίνημα των μαζών. Έτσι, παρά τις συχνές αντιρρήσεις τους ήταν πάντα πρόθυμοι να συνεργαστούν και να διαπραγματευτούν με τον Ερντογάν, ο οποίος με τη σειρά του εξασφαλίζει τα κέρδη τους ληστεύοντας τα κρατικά ταμεία ή προσελκύοντας κερδοσκοπικά κεφάλαια στην Τουρκία. Ο οπισθοδρομικός, λούμπεν και μαφιόζικος χαρακτήρας του καθεστώτος του Ερντογάν είναι μια αντανάκλαση του αδιεξόδου της ίδιας της άρχουσας τάξης.
Η μόνη τάξη που μπορεί να δείξει μια διέξοδο είναι η τουρκική εργατική τάξη – η ισχυρότερη εργατική τάξη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Αλλά η εργατική τάξη δεν έχει την πρέπουσα ηγεσία ή οργάνωση. Παραμένει καθήκον του HDP να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της επαναστατικής νεολαίας και των εργατικών μαζών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας στοχευμένης και αποφασιστικής προσπάθειας να συνδεθούν οι αγώνες των εργατών σε όλη τη χώρα, να γενικευτούν και να φτάσουν τα αίτηματά τους ένα πανεθνικό επίπεδο μέσω ενός ριζοσπαστικού προγράμματος και ενός σχεδίου πάλης. Αν αυτό γίνει αποφασιστικά, μια τέτοια πάλη θα προσέλκυε γρήγορα μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης, τα οποία έχουν πληγεί εξίσου από την κρίση του καπιταλισμού αλλά είναι ανίκανα να βρουν μια διέξοδο μέσω της δικιάς τους τάξης.
Την ίδια στιγμή, το κόμμα πρέπει να συνδέσει τα καθημερινά αιτήματα με τη γενική πάλη κατά του καπιταλισμού. Ο αγώνας για δικαιοσύνη, ειρήνη και πολιτισμένο βιοτικό επίπεδο δεν μπορεί να κατακτηθεί όσο η εξουσία παραμένει στα χέρια μιας μειοψηφίας. Μόνο παίρνοντας στα χέρια τους την οικονομική και κρατική εξουσία, μπορούν οι εργαζόμενες μάζες να ξεπεράσουν τη σήψη και την αποσάθρωση της κοινωνίας που επιφέρει ο καπιταλισμός. Αυτό πρέπει να εξηγηθεί υπομονετικά στις μάζες, οι οποίες σταδιακά θα καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα μέσα από τη ζωντανή τους εμπειρία.
Η Τουρκία διέρχεται μέσα από ταραχώδεις καιρούς. Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν μια νίκη για τον Ερντογάν, αλλά δεν αποκαλύπτουν ολόκληρη την κατάσταση. Οι εκλογές δεν μπορούν να παρουσιάσουν παρά μόνο μια στατική εικόνα μιας ρευστής διαδικασίας, ούτε μπορούν να αποκαλύψουν τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Η Τουρκία σιγοβράζει λίγο κάτω από το σημείο βρασμού. Ο εξαπλωμένος θυμός και η απογοήτευση αποκαλύπτονται μέσω τυχαίων κινήσεων και γεγονότων και στη συνέχεια εξασθενούν λόγω της απουσίας οργανωμένης ηγεσίας. Όμως, ενώ αυτό παρέχει στην άρχουσα τάξη έναν προσωρινό χώρο για ελιγμούς, δεν επιλύει τις βασικές αντιθέσεις. Σε μια τέτοια εκρηκτική κατάσταση οι διαθέσεις μπορούν να μεταμορφωθούν μέσα σε 24 ώρες και ο σημερινός θριαμβευτής Ερτογάν μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με ένα επαναστατικό κίνημα που θα τον έσβηνε από τον χάρτη. Όταν οι εργαζόμενοι και η νεολαία της Τουρκίας αρχίσουν να κινούνται, τίποτα δεν θα μπορεί να τους σταματήσει. Η κίνηση τους θα εγκαινιάσει μια νέα φάση στην ταξική πάλη, όχι μόνο στην Μέση Ανατολή αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Χαμίντ Αλιζαντέχ
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com:
Ιωσήφ Σπάρταλης, Χάρης Μασαούτης, Άγγελος Σταμούλης
Επιμέλεια : Νίκος Σέντης