Συμπεράσματα από τις εξελίξεις στην Τουρκία και τις εκτεταμένες «εκκαθαρίσεις» του Ερντογάν στον κρατικό μηχανισμό μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και κάποια πρώτα σχόλια για τη σημερινη εισβολή του τουρκικού στρατού στη Β. Συρία.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου στην Τουρκία έδειξε το πόσο διχασμένη είναι η τουρκική άρχουσα τάξη και πόσο αδύναμη είναι η αστική δημοκρατία στη χώρα.
Αρκετές εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα έγιναν μια σειρά ενεργειών από τον Ερντογάν που δημιούργησαν προβληματισμό σ’ ένα τμήμα της άρχουσας τάξης και της ηγεσίας του στρατού και επιτάχυναν τα σχέδια για την πραξικοπηματική ανατροπή του.
Ο Ερντογάν είχε ήδη ξεκινήσει «εκκαθαρίσεις» στις ένοπλες δυνάμεις, ωθώντας έτσι τους επίδοξους πραξικοπηματίες στην επίσπευση της εφαρμογής των σχεδίων τους. Επίσης είχε αλλάξει εντελώς κατεύθυνση σε σοβαρά ζητήματα, κυρίως εξωτερικής πολιτικής. Βλέποντας την εξαιρετική αδυναμία του ISIS μπροστά στις ρωσικές, τις ιρανικές και τις συριακές δυνάμεις, επεδίωξε την εξομάλυνση των τουρκικών σχέσεων με το καθεστώς Άσαντ. Έστειλε επίσης επιστολές προς τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν ζητώντας συγνώμη για το θάνατο του Ρώσου πιλότου, του οποίου το αεροπλάνο κατέρριψε η τουρκική Πολεμική Αεροπορία στη Συρία τον περασμένο Οκτώβριο και κατηγόρησε τους υποστηρικτές του άσπονδου πολιτικού εχθρού του, του Γκιουλέν, στην Πολεμική Αεροπορία για το «ατυχές συμβάν». Αυτό απέχει πολύ από την αλαζονική στάση του Ερντογάν έναντι της Ρωσίας μόλις πριν από λίγους μήνες.
Επίσης, ο Ερντογάν επέτρεψε στις δυνάμεις του SDF στη Βόρεια Συρία (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, μέτωπο με κορμό το κουρδικό αριστερό YPG ), να διασχίσουν τον ποταμό Ευφράτη και να κλείσουν το διάδρομο ISIS – Τουρκίας μεταξύ Τζαραμπλούς και Αζάζ. Αυτό ήταν κάτι που ο ίδιος ο Ερντογάν είχε παλιότερα ορίσει ως «κόκκινη γραμμή» για την Τουρκία, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να εισβάλει στη Συρία από το να επιτρέψει να συμβεί αυτό. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε μεγάλο θυμό στους ηγετικούς κύκλους του στρατού, το μόνο ισχυρό σημείο σύνδεσης των οποίων με το κόμμα του Ερντογαν ήταν διαχρονικά η εχθρότητα σε όλες τις μορφές της κουρδικής ανεξαρτησίας.
Ο Ερντογάν ακόμη, προώθησε την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, κάτι που πρακτικά ισοδυναμεί με πλήρη κατάρρευση της επίσημης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων. Επιπλέον, η βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης λίγες εβδομάδες πριν το πραξικόπημα και ο γενικότερος «ορυμαγδός» από τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS είχαν ήδη αυξήσει τη δυσαρέσκεια για τον Ερντογάν στους κύκλους της άρχουσας τάξης, με σημαντικούς εκπροσώπους της να τον αντιμετωπίζουν ως ανίκανο να εγκαθιδρύσει τη σταθερότητα και ως υπεύθυνο για την τρομοκρατία, επειδή βοήθησε τον ISIS και άλλες ισλαμιστικές δυνάμεις στον πόλεμο της Συρίας.
Όλα αυτά τα γεγονότα υπονόμευσαν την εγχώρια υποστήριξη στον Ερντογάν και ενθάρρυναν τους αντιπάλους του στο στρατό. Ωστόσο, η αποτυχία του πραξικοπήματος δίνει τώρα στον Ερντογάν τη δυνατότητα να επιβάλει τη δική του ανοικτά βοναπαρτιστική κυριαρχία, «εκκαθαρίζοντας» δεκάδες χιλιάδες αντιπολιτευόμενα (πραγματικά ή υποτιθέμενα αντιπολιτευόμενα) στελέχη του στρατού και συνολικά του τουρκικού κρατικού μηχανισμού και αντικαθιστώντας τα με πιστούς υποστηρικτές του.
Με αυτές τις μεθόδους, στην πραγματικότητα ο Ερντογάν προσπαθεί να θωρακίσει το καθεστώς του προληπτικά, όχι τόσο πλέον από ένα εχθρικό σ’ αυτόν πραξικόπημα από τον στρατό, αλλά, κυρίως από την ίδια την επαναστατική θύελλα που τα τελευταία χρόνια φαινόταν καθαρά ότι απειλεί το τουρκικό κράτος και τον τουρκικό καπιταλισμό, με πρώτο «σταθμό» το μαζικό κίνημα του 2013 στο πάρκο «Γεζί» και εμβρυακή πολιτική έκφραση τα σχετικά υψηλά ποσοστά του αριστερού κουρδικού HPD στις εκλογές που ακολούθησαν.
Η εισβολή στη Συρία
Η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία στα τέλη Αυγούστου, είναι μια ακόμα εντυπωσιακή μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, που πηγάζει από την απελπισμένη προσπάθειά του να σταθεροποιηθεί στην εξουσία και να θωρακίσει τον εύθραυστο τουρκικό καπιταλισμό.
Η εισβολή αυτή, που έγινε με το «πράσινο φως» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όπως εκφράστηκε με την επίσκεψη στην Τουρκία του Αμερικάνου αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, απέδειξε ότι η αντι-αμερικάνικη ρητορική του Ερντογάν μετά το πραξικόπημα ήταν εντελώς καιροσκοπική. Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν επιχειρεί να συσπειρώσει τον σπαρασσόμενο από τις ίδιες τις εκκαθαρίσεις του, αλλά και τη γενικευμένη δυσαρέσκεια στις γραμμές του για την επίσημη κυβερνητική πολιτική, τουρκικό στρατό. Πάνω από όλα, προσπαθεί να ματαιώσει τα σχέδια δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους που θα συμπεριλαμβάνει και τμήμα της Τουρκίας, ενώ δείχνει έμπρακτα ότι είναι αποφασισμένος να σπάσει κάθε δεσμό του καθεστώτος του με τον ISIS, στο πλαίσιο της προσέγγισης του με το καθεστώς Άσαντ και τον διεθνή συμμαχικό άξονα, που είτε από την αρχή (Ρωσία, Ιράν), είτε εξ ανάγκης το τελευταίο διάστημα το στηρίζει ή πλέον το ανέχεται σαν το «μικρότερο κακό» (ΗΠΑ, ΕΕ).
Την ίδια στιγμή, οι Κούρδοι αγωνιστές έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν, καθώς βλέπουν να επιβεβαιώνονται οι προειδοποιήσεις των μαρξιστών ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί η κουρδική ανεξαρτησία με τη στήριξη σε συμμαχίες με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο οποίος βλέπει πλέον στο τουρκικό κράτος και όχι στο προοδευτικό κίνημα των Κούρδων της Βόρειας Συρίας, τον πιο αποτελεσματικό σύμμαχο για να νικηθεί ο ISIS.
Είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση του Ερντογάν για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία λήφθηκε για να αποτραπεί η εδραίωση των δυνάμεων του κουρδικού YPG σε μία μεγάλη έκταση της βόρειας Συρίας, κάτι που θα έθετε σε θανάσιμο κίνδυνο τα ζωτικά συμφέροντα του Τουρκικού καπιταλισμού. Το ΥPG είχε αποκτήσει σχεδόν τον πλήρη έλεγχο της βορειοανατολικής Συρίας. Ακόμη πιο ανησυχητική για την τουρκική κυβέρνηση ήταν η πιθανή δημιουργία μιας ελεγχόμενης από τους Κούρδους ζώνης δυτικά του Ευφράτη, μετά την κατάληψη από το SDF της πόλης Μανμπίζ, νότια της Τζαραμπλούς, στις αρχές Αυγούστου. Αυτή ήταν μία εξαιρετικά ανεπιθύμητη εξέλιξη για την τουρκική κυβέρνηση, η οποία ανέκαθεν θεωρούσε τον Ευφράτη ως μία «κόκκινη γραμμή» που ποτέ δεν πρέπει να διασχίσουν οι κουρδικές δυνάμεις.
Η εκκαθάριση του στρατού μετά το πραξικόπημα και η αδίστακτη καταστολή της εσωτερικής αντιπολίτευσης έχει επιφέρει μια προσωρινή σταθεροποίηση του καθεστώτος του Ερντογάν, ο οποίος τώρα προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία του καταφεύγοντας σε μια πιο επιθετική στάση στον πόλεμο στην Συρία και ιδιαίτερα απέναντι στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα, τόσο στη Συρία, όσο και στην Τουρκία.
Η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία στοχεύει στην υπονόμευση της εδραίωσης μίας «de facto» ανεξάρτητης κουρδικής περιοχής, ελεγχόμενης από το YPG στα βορειοανατολικά της Συρίας, δίπλα στα τουρκικά σύνορα. Έχει επίσης σαν στόχο την περεταίρω εξώθηση του κουρδικού κινήματος σε μία ένοπλη σύγκρουση μέσα στην Τουρκία. Οι κυνικοί υπολογισμοί του Ερντογάν στοχεύουν στο να υπονομεύσουν την αυξανόμενη αντιπολίτευση στο καθεστώς του και να ανακόψουν την πιθανότητα μίας έκρηξης της ταξικής πάλης στην Τουρκία κλιμακώνοντας τεχνητά την σύγκρουση με τους Κούρδους. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Ερντογάν να κρατηθεί στην εξουσία απειλούν να σύρουν την Τουρκία και ολόκληρη την περιοχή σε μία ακόμα πιο βαθιά κρίση.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν αντιμέτωπος εδώ και καιρό με τη βαθιά κρίση του τουρκικού καπιταλισμού και τη γενικευμένη δυσαρέσκεια, «τρικλίζει» πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία. Αν υπήρχε ένα γενικευμένο κίνημα της εργατικής τάξης με επαναστατικό πρόγραμμα και προοπτική, θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα συμπτώματα βαθειάς κρίσης του αστικού καθεστώτος στην Τουρκία για να πετύχει την κατάληψη της εξουσίας, προσφέροντας μια πραγματικά προοδευτική εναλλακτική λύση, μακριά από την επιλογή πλευράς σε αντιδραστικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφορετικών πτερύγων της άρχουσας τάξης, που έχουν να κάνουν μόνο με το ποιος θα εκμεταλλευτεί τον εργαζόμενο λαό. Η απουσία ενός τέτοιου κινήματος, κάνει τον Ερντογάν να έχει ακόμα περιθώρια πολιτικών ελιγμών. Αλλά προσπαθώντας να σώσει τη δική του θέση με σπασμωδικές και βίαιες ενέργειες όπως οι εκτεταμένες «εκκαθαρίσεις» στο κράτος , η εισβολή στη Συρία και η επίθεση στους Κούρδους, αποσταθεροποιεί συνεχώς την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και άθελά του δημιουργεί το ευνοϊκό έδαφος πάνω στο οποίο αναπόφευκτα θα αναπτυχθεί η προλεταριακή επανάσταση στο μέλλον.
Αλέξης Μητσόπουλος, Σταμάτης Καραγιαννόπουλος, Ηλίας Κυρούσης
Πηγή ενημέρωσης www.marxist.com