Το πρωί της 19ης Μαρτίου, περίπου εκατό κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν από την αστυνομία στην Τουρκία. Ήδη από τον Φεβρουάριο είχαν προηγηθεί συλλήψεις αντιφρονούντων από όλο το πολιτικό φάσμα: από δημάρχους, αριστερούς δημοσιογράφους, ακτιβιστές, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκούς μέχρι μετριοπαθείς κεντρώους πολιτικούς, ακροδεξιούς δημαγωγούς και influencers των social media, συμπεριλαμβανομένου ενός αστρολόγου που είχε προβλέψει την εκλογική ήττα του Ερντογάν!
Όμως, τα γεγονότα της Τετάρτης σηματοδοτούν μια σοβαρή κλιμάκωση. Ανάμεσα στους κρατούμενους είναι και ο Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχος της μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη) και η πιο εξέχουσα πολιτική μορφή της αντιπολίτευσης. Είναι ο δεύτερος πιο ισχυρός πολιτικός στη χώρα μετά τον Ερντογάν. Εδώ και χρόνια, το καθεστώς προσπαθούσε να τον παγιδεύσει με ένα μπαράζ νομικών διώξεων, αλλά εκείνος κατάφερνε πάντα να ξεγλιστράει. Από το 2019 είναι δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, μια θέση που θεωρείται ιδανική αφετηρία για μια προεδρική υποψηφιότητα. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ερντογάν είχε διατελέσει δήμαρχος της πόλης τη δεκαετία του ’90. Την Κυριακή, ο Ιμάμογλου οδηγήθηκε επίσημα στη φυλακή και απομακρύνθηκε από τη δημαρχία.
Η χρονική στιγμή της σύλληψής του δεν είναι τυχαία. Ο Ιμάμογλου ετοιμαζόταν να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τις προκριματικές εκλογές του κεμαλικού Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), που ήταν προγραμματισμένες για την Κυριακή 23 Μαρτίου. Ήδη βρισκόταν σε προεκλογική εκστρατεία. Οι προεδρικές εκλογές έχουν επισήμως προγραμματιστεί για το 2028, αλλά μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες δεν είναι απίθανη καθώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Ερντογάν δεν μπορεί να διεκδικήσει άλλη θητεία, εκτός αν προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές ή γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος.
Με σκοπό να μπλοκάρει την υποψηφιότητα του Ιμάμογλου, οι ελεγχόμενοι από το καθεστώς δικαστές τον συνέλαβαν με κατασκευασμένες κατηγορίες περί συνεργασίας με το ένοπλο κουρδικό PKK και συγκρότησης «εγκληματικής οργάνωσης». Πιο πριν, το κρατικό Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης είχε ακυρώσει το πτυχίο του, το οποίο αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διεκδίκηση της προεδρίας στην Τουρκία.
Μετά τις συλλήψεις, ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης απαγόρευσε όλες τις διαδηλώσεις, τις μαζικές συγκεντρώσεις και τις συνεντεύξεις τύπου στην πόλη για τέσσερις ημέρες. Χιλιάδες αστυνομικοί αναπτύχθηκαν σε όλη την πόλη. Οι αρχές έκλεισαν κεντρικούς σταθμούς του μετρό ενώ απέκλεισαν σημαντικές πλατείες και λεωφόρους. Η πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιορίστηκε.
Ο πρόεδρος του CHP, Οζγκιούρ Οζέλ, χαρακτήρισε τα γεγονότα ως «αποπνικτικό πραξικόπημα». Τα γεγονότα αυτά έχουν τρομοκρατήσει τους καπιταλιστές. Η αξία της λίρας κατέρρευσε την Τετάρτη, και η κεντρική τράπεζα διέθεσε εκατομμύρια για τη σταθεροποίησή της. Οι δείκτες του χρηματιστηρίου επίσης σημείωσαν κατακόρυφη πτώση. Οι επενδυτές φοβούνται ότι αυτή η καταστολή προμηνύει αστάθεια και αναταραχές. Επιπλέον, ανησυχούν ότι η μοναδική προτεραιότητα του Ερντογάν είναι η πολιτική του επιβίωση, την οποία τοποθετεί πάνω από τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών.
Αδιαμφισβήτητα, τα γεγονότα της Τετάρτης αποτελούν ένα σημαντικό βήμα στη βοναπαρτιστική πορεία του καθεστώτος του Ερντογάν. Δεν είναι απίθανο το καθεστώς να στραφεί πλέον ανοιχτά εναντίον ολόκληρου του CHP. Ήδη γίνονται έρευνες για το τελευταίο του συνέδριο. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας αυτές τις αυταρχικές μεθόδους, ο Ερντογάν διακινδυνεύει να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, προκαλώντας ένα μαζικό κίνημα εναντίον του διεφθαρμένου καθεστώτος του. Ήδη οι διαδηλώσεις που έχουν ξεσπάσει είναι οι μεγαλύτερες από την περίοδο των κινητοποιήσεων στο Πάρκο Γκεζί.
Κρίση του καθεστώτος
Εδώ και αρκετά χρόνια, το τουρκικό καθεστώς βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Ο Ερντογάν βρίσκεται στην εξουσία από το 2002. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης, επωφελήθηκε από τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες διεθνώς και στη χώρα. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με την κρίση του 2008. Η θέση του Ερντογάν κλονίστηκε σοβαρά από τις μαζικές διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί το 2013. Το 2014-16, αυτή η αντιπολιτευτική διάθεση βρήκε έκφραση στην άνοδο του αριστερού, φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP).
Ωστόσο, η καταστολή που ακολούθησε το κίνημα του Γκεζί, η διεύρυνση του Συριακού Εμφυλίου Πολέμου, η επακόλουθη προσφυγική κρίση και η αναζωπύρωση της κουρδικής σύγκρουσης το 2016 κλόνισαν τις μάζες. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο Ερντογάν επιβίωσε από ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, μετά από το οποίο προχώρησε σε βίαιη καταστολή των πολιτικών του αντιπάλων. Αξιοποίησε αυτό το γεγονός για να «ξηλώσει» τους αντιπάλους του από τον κρατικό μηχανισμό και να τον ελέγξει πλήρως. Αυτό αποτέλεσε ένα καθοριστικό πλήγμα για την παλαιά κεμαλική ελίτ που κυριαρχούσε στον κρατικό μηχανισμό από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.
Εν τω μεταξύ, το πραξικόπημα σύγχυσε και αποθάρρυνε την εργατική τάξη και τη νεολαία. Οι διαδηλώσεις μειώθηκαν για αρκετά χρόνια. Ωστόσο, η διάθεση άρχισε να αλλάζει μετά την πανδημία. Η Τουρκία βυθίστηκε σε μια βαθιά οικονομική κρίση και είχαμε μια δραματική άνοδο των τιμών. Ο πληθωρισμός επηρέασε όλες τις καπιταλιστικές χώρες μετά την πανδημία, αλλά στην Τουρκία επιδεινώθηκε από την εμμονή του Ερντογάν να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια, τα οποία εξασφάλιζαν φθηνά δάνεια στους φίλους του καπιταλιστές στην αγορά ακινήτων. Το 2024 ωστόσο, άλλαξε πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια και οδηγώντας σε κάποιου είδους σταθεροποίηση της αξίας της λίρας. Αυτό χαροποίησε τους καπιταλιστές, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης των εργατών και των φτωχών συνέχισαν να επιδεινώνονται. Η ζωή έγινε επίσης πιο δύσκολη για τα μικροαστικά στρώματα. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια απότομη άνοδο των αντιπολιτευτικών διαθέσεων στην κοινωνία.
Τα χρόνια 2022-23 είχαμε μια μεγάλη άνοδο στον αριθμό των απεργιών. Στις προεδρικές εκλογές του 2023, ο λαϊκός θυμός εκφράστηκε με την άνοδο των ποσοστών της αντιπολίτευσης και στην οριακή νίκη του Ερντογάν.
Οι τοπικές εκλογές του Μαρτίου 2024 αποτέλεσαν ένα σοβαρό πλήγμα για τον Ερντογάν. Το κόμμα του (AKP) έχασε όλες τις μεγάλες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα, η Προύσα και η Σμύρνη, καθώς και ιστορικά ισχυρά κέντρα του AKP στην Ανατολία όπως το Ντενιζλί. Το κεμαλικό CHP άρχισε να προηγείται του AKP στις δημοσκοπήσεις.
Μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν χάνει τον έλεγχο. Αυτή η αποδυνάμωσή του εξηγεί το νέο κύμα καταστολής. Στο συνέδριο του AKP τον Μάρτιο, δεσμεύτηκε ότι θα αντιμετωπίσει «το πρόβλημα της αντιπολίτευσης που δηλητηριάζει τη δημοκρατία». Με τη σύλληψη του ηγέτη του CHP, το καθεστώς δείχνει ξεκάθαρα ότι εγκαταλείπει κάθε επίφαση δημοκρατίας. Είναι αποφασισμένο να διατηρηθεί στην εξουσία με κάθε κόστος.
Στην παρούσα σύγκρουση δε διακυβεύεται μόνο το προσωπικό μέλλον του Ερντογάν, αλλά και ολόκληρο το πλέγμα διαπλοκής, νεποτισμού και συμφερόντων που έχει υφάνει τα τελευταία 23 χρόνια κυριαρχίας του AKP. Πρόκειται για μια κομβική απόφαση, την οποία ο Ερντογάν αναμφίβολα ζύγισε προσεκτικά.
Σε μια προσπάθεια να διχάσει και να αποπροσανατολίσει την αντιπολίτευση, ξεκίνησε νέο κύκλο ειρηνευτικών συνομιλιών με τον ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Οτσαλάν κάλεσε στον τερματισμό του ένοπλου αγώνα και τη διάλυση του PKK – μια αναμφίβολα ιστορική κίνηση. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Ερντογάν πιθανότατα έκανε ορισμένες παραχωρήσεις, έστω και συμβολικού χαρακτήρα.
Στόχος του είναι να διασπάσει τη συμμαχία των Κεμαλικών με τους Κούρδους εθνικιστές, μια εύθραυστη συμμαχία που είχε σχηματιστεί ενάντια στο AKP. Η κουρδική ψήφος είναι καθοριστική όχι μόνο στις περιοχές με κουρδική πλειοψηφία στα νοτιοανατολικά, αλλά και σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπλέον, οι Κούρδοι βουλευτές παίζουν ρόλο ρυθμιστή σε ένα κοινοβούλιο διχασμένο μεταξύ του AKP και των Κεμαλικών. Ο Ερντογάν, εκτιμώντας ότι η φαινομενική λήξη της κουρδικής σύγκρουσης θα μπορούσε να αποσπάσει τους Κούρδους από τους Κεμαλικούς, αισθάνθηκε πιο ασφαλής να χτυπήσει τους τελευταίους.
Αυτή την τακτική την έχει χρησιμοποιήσει ξανά στο παρελθόν. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, όταν το κουρδικό κίνημα και το HDP είχαν εξελιχθεί σε πόλο έκφρασης των αντισυστημικών διαθέσεων, ο Ερντογάν συμμάχησε με το CHP και εξαπέλυσε έναν ανελέητο πόλεμο κατά των Κούρδων, τόσο στην Τουρκία όσο και στη Συρία. Στη διαδικασία αυτή, απαγόρευσε το HDP και φυλάκισε την ηγεσία του. Τώρα ακολουθεί ακριβώς την ίδια τακτική ενάντια στο CHP.
Ο Ερντογάν λαμβάνει υπόψη του και το διεθνές περιβάλλον. Ο ισχυρός στρατός της Τουρκίας και η αναπτυγμένη αμυντική της βιομηχανία αποτελούν πολύτιμα πλεονεκτήματα για την τρέχουσα κούρσα εξοπλισμών των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Παίζοντας αυτό το χαρτί, επιχειρεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση έναντι της ΕΕ. Παρότι οι Βρυξέλλες εξέδωσαν τις συνηθισμένες διαμαρτυρίες για τη σύλληψη του Ιμάμογλου, είναι απίθανο ο αυταρχισμός του Ερντογάν να αποτελέσει εμπόδιο στη διαδικασία προσέγγισης ΕΕ-Τουρκίας.
Η Τουρκία έχει αναδειχθεί, επίσης, ως ο βασικός διαμεσολαβητής στη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ, όπου διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα και για τους Ευρωπαίους – ξεκινώντας από το ζήτημα των Σύρων προσφύγων. Η επίλυση του κουρδικού ζητήματος στο εσωτερικό της Τουρκίας θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία και με τους Κούρδους της Συρίας, ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση του στη Δαμασκό.
Ταυτόχρονα, προσβλέπει στην απόκτηση ρόλου στις ειρηνευτικές συνομιλίες για την Ουκρανία και επιχειρεί να κερδίσει την εύνοια τόσο του Τραμπ όσο και του Πούτιν. Ο Ερντογάν θεωρεί πως βρίσκεται σε αρκετά ισχυρή διεθνή θέση ώστε να προχωρήσει σε μια ευρεία κατασταλτική εκστρατεία στο εσωτερικό. Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι Financial Times, «η σημασία που έχει αποκτήσει η Άγκυρα για την ευρωπαϊκή άμυνα, σε συνδυασμό με την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ενδέχεται να αποτέλεσαν παράγοντες που ενθάρρυναν τον Ερντογάν […] να κινηθεί εναντίον του βασικού του αντιπάλου».
Ωστόσο, η στρατηγική του Ερντογάν ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Παρότι ο διεθνής Τύπος τον περιγράφει ως «ισχυρό ηγέτη», τα θεμέλια του καθεστώτος του έχουν γίνει εξαιρετικά εύθραυστα. Οι συλλήψεις προκάλεσαν μια γενικευμένη αγανάκτηση.
Το απόγευμα της 19ης Μαρτίου, εκατοντάδες φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης διαδήλωσαν εντός του ιδρύματος και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Δεν διαμαρτύρονταν μόνο για την κρατική καταστολή, αλλά και για τον ρόλο της πανεπιστημιακής διοίκησης στην ακύρωση του πτυχίου του Ιμάμογλου. Το φοιτητικό κίνημα εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλα πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και άλλων πόλεων. Το ίδιο βράδυ, παρά την τετραήμερη απαγόρευση διαδηλώσεων και τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, πραγματοποιήθηκαν μαζικές κινητοποιήσεις σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα. Το κύμα διαδηλώσεων συνεχίστηκε και το Σαββατοκύριακο 22 και 23 Μαρτίου, με εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες να βγαίνουν στους δρόμους σε όλη τη χώρα, αψηφώντας τη βίαιη αστυνομική καταστολή.
Επιπλέον, αν ο Ερντογάν επιδίωκε να σπείρει διχόνοια μεταξύ του φιλοκουρδικού Κόμματος Ισότητας και Δημοκρατίας (DEM) και του CHP, το μόνο που κατάφερε ήταν να τους φέρει πιο κοντά. Άλλωστε, η κατηγορία περί «διασύνδεσης» του Ιμάμογλου με το PKK σχετίζεται με τη συνεργασία του με το DEM, το οποίο είναι ο επόμενος στόχος της καταστολής.
Με λίγα λόγια, η λαϊκή αντίδραση έχει ήδη ξεκινήσει και οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτες. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος φόβος των καπιταλιστών, τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι διαδηλώσεις κλιμακώνονται ραγδαία. Οι φοιτητές βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα – και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για μια νέα γενιά που δεν κουβαλά το βάρος της ήττας του κινήματος του Πάρκου Γκεζί και δεν έχει ζήσει την καταστολή που ακολούθησε το πραξικόπημα του 2016.
Η αντιπολίτευση
Φαίνεται πως o βασικός παράγοντας που οδήγησε τον Ερντογάν σε αυτή την κίνηση δεν είναι η ευνοϊκή διεθνής κατάσταση, αλλά η αδυναμία της αντιπολίτευσης. Βασίζεται στο ό,τι δεν θα υπάρξει σοβαρή αντίσταση απέναντί του – και αυτή η εκτίμηση δεν είναι αβάσιμη.
Μπορεί το CHP να έχει καταγράψει ραγδαία άνοδο στις δημοσκοπήσεις και σημείωσε σημαντική επιτυχία στις περσινές τοπικές εκλογές, ωστόσο η άνοδός του αντανακλά περισσότερο την απόρριψη του Ερντογάν παρά τη μαζική υποστήριξη προς το παραδοσιακό αστικό κόμμα της Τουρκίας (CHP). Ο Ιμάμογλου είναι ένας πολιτικός του κεφαλαίου, του οποίου το οικονομικό πρόγραμμα δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτό του Ερντογάν. Προέρχεται από επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς η οικογένειά του διατηρεί μεγάλη κτηματομεσιτική εταιρεία. Το CHP επικρίνει τον Ερντογάν για την υπονόμευση του συντάγματος, της δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους, υπερασπίζοντας ουσιαστικά το παλιό καθεστώς πριν από τον Ερντογάν.
Από την άλλη, το AKP έχει χτίσει τη βάση του στα πιο θρησκόληπτα και συντηρητικά στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ένιωθαν αποκλεισμένα από τις κοσμικές πολιτικές των Κεμαλικών – αν και το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να χάνει στήριξη ακόμα και εκεί.
Η μόνη διέξοδος για την εργατική τάξη είναι μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική: η ενότητα όλων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, γύρω από ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ενάντια στους καπιταλιστές και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, είτε είναι Κεμαλικοί είτε Ισλαμιστές. Ωστόσο, η τουρκική και κουρδική αριστερά, η οποία θα μπορούσε να διατυπώσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, έχει ευθυγραμμιστεί με το CHP, εστιάζοντας αποκλειστικά στην εκλογική ανατροπή του Ερντογάν. Αυτή η στρατηγική οδήγησε στη μείωση των διαδηλώσεων, παρά το κύμα δυσαρέσκειας, απεργιών και εργατικών συγκρούσεων των τελευταίων ετών.
Δεν έχουμε καμία πολιτική συμπάθεια προς τον Ιμάμογλου, καθώς είναι ένας αστός πολιτικός που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ωστόσο, η σύλληψή του αποτελεί σοβαρή επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, η οποία αργά ή γρήγορα θα στραφεί και εναντίον των εργαζομένων και της νεολαίας. Η εργατική τάξη οφείλει να αντιδράσει – αλλά με τα δικά της μέσα και στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις.
Η υποστήριξη προς το CHP είναι μια καταδικασμένη συνταγή ήττας. Παρ’ όλα αυτά, οι δηλώσεις των ηγετών της Αριστεράς μετά τη σύλληψη δείχνουν ότι ακολουθούν ακριβώς αυτή την τακτική. Το DEM δεν πρόβαλε ανεξάρτητα συνθήματα, περιοριζόμενο σε γενικόλογες εκκλήσεις για «δημοκρατία». Αντίστοιχα, το Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας (TİP) κάλεσε «τον λαό να υψώσει τη φωνή του». Η συνδικαλιστική ομοσπονδία DİSK ανέλυσε σωστά πως η καταστολή του Ερντογάν στοχεύει τελικά στην ενίσχυση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αλλά και αυτή περιορίστηκε σε γενικές εκκλήσεις για «ενότητα».
Η στρατηγική αυτή αφήνει την πρωτοβουλία στο CHP, το οποίο δεν έχει κανένα σχέδιο για πραγματική ανατροπή του καθεστώτος. Αντίθετα, έχει επιλέξει έναν νομικίστικο, θεσμικό και συμβολικό δρόμο αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν απειλεί πραγματικά τον Ερντογάν.
Χαρακτηριστικά, ενώ αποκάλεσαν τη σύλληψη του Ιμάμογλου «πραξικόπημα», στην πράξη το μόνο που έκαναν ήταν να δώσουν έμφαση στις κομματικές τους προκριματικές εκλογές. Παρά το γεγονός ότι 15 εκατομμύρια ψήφισαν σε αυτές (εκ των οποίων 13 εκατομμύρια ήταν μη μέλη), γεγονός που δείχνει τη μαζική οργή, πρόκειται για μια καθαρά συμβολική κίνηση που δεν συνοδεύτηκε από πραγματικές δράσεις.
Η λαϊκή βάση, όμως, αντιλαμβάνεται την ανεπάρκεια των Κεμαλικών. Οι ηγέτες του CHP αποδοκιμάστηκαν στις συγκεντρώσεις της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας, όταν ζήτησαν από τον κόσμο να επικεντρωθεί στις προκριματικές εκλογές. Οι διαδηλωτές απάντησαν σωστά: «Η λύση βρίσκεται στους δρόμους, όχι στην κάλπη». Παράλληλα, το CHP αντιτάχθηκε στην πρωτοβουλία των διαδηλωτών να πορευτούν στην πλατεία Ταξίμ.
Η ανικανότητα του CHP να εμπνεύσει την κουρδική κοινότητα είναι εξίσου προβληματική. Ο δήμαρχος της Άγκυρας, ένας σκληροπυρηνικός εθνικιστής, χαρακτήρισε πρόσφατα την κουρδική σημαία «κουρέλι», προκαλώντας μαζικές αποδοκιμασίες.
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια κομβική στιγμή. Η έκβαση της παρούσας σύγκρουσης δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων καθώς αποτελεί πάλη ζωντανών δυνάμεων. Υπάρχει η δυνατότητα να ηττηθεί ο Ερντογάν, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η μαζική κινητοποίηση στους δρόμους, οργανωμένη μέσα από επιτροπές σε κάθε γειτονιά, πανεπιστήμιο και χώρο εργασίας. Οι διαδηλώσεις πρέπει να κλιμακωθούν προς μια γενική απεργία, ώστε η εργατική τάξη να χρησιμοποιήσει τη συντριπτική της δύναμη για να γονατίσει το καθεστώς.
Η πάλη ενάντια στον Ερντογάν πρέπει να είναι ταξική, επαναστατική και ριζικά ανεξάρτητη από τους Κεμαλικούς. Η εμπειρία των αγώνων ενάντια στον Βούτσιτς στη Σερβία και στον Μητσοτάκη στην Ελλάδα δείχνει τον δρόμο. Η μαχητική Αριστερά, τα συνδικάτα και το φοιτητικό κίνημα μπορούν να ηγηθούν της αντίστασης, μόνο αν προβάλουν τα δικά τους συνθήματα, το δικό τους πρόγραμμα και το δικό τους σχέδιο δράσης.
Αρτούρο Ροντρίγκεζ Χόφμαν
24/2/2025
Μετάφραση από www.marxist.com: Ηλίας Κυρούσης