Η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές του κόσμου. Μετά από τρεις καταρρεύσεις τραπεζών στις ΗΠΑ και μία στην Ελβετία, οι αγορές ψάχνουν να βρουν τον επόμενο αδύναμο κρίκο.
Σήμερα (σ.: 24 Μαρτίου) το πρωί βρέθηκε στο στόχαστρο η Deutsche Bank, με πτώση της τιμής της μετοχής της κατά 13%, και άλλες βρίσκονται πολύ κοντά. Αυτό δείχνει ότι 15 χρόνια μετά την «πιστωτική κρίση» του 2008 δεν έχει επιλυθεί τίποτα.
Άλλη μια μέρα, άλλη μια κρίση
Στα μέσα Μαρτίου κατέρρευσαν στις ΗΠΑ η Silicon Valley Bank και η Signature Bank, αφού οι καταθέτες τους (κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις) απέσυραν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τα κεφάλαιά τους – ή τουλάχιστον την πρόσβαση σε αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι αμερικανικές τράπεζες άρχιζαν να πέφτουν σαν ντόμινο, ξεκινώντας από τις πιο αδύναμες. Μόνο με την εγγύηση όλων των καταθέσεων μπορούσαν η Ομοσπονδιακή Ρυθμιστική Αρχή και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) να ανακόψουν την παλίρροια.
Ακόμη και αυτό ήταν ανεπαρκές, καθώς οι μεγάλες τράπεζες χρειάστηκε να δώσουν 30 δισεκατομμύρια δολάρια στην αμερικανική περιφερειακή τράπεζα First Republic, που φαινόταν ότι επρόκειτο να γίνει το επόμενο θύμα.
Την ίδια στιγμή, η Credit Suisse, ο ελβετικός τραπεζικός γίγαντας, μπήκε σε τροχιά κατάρρευσης και τελικά εξαγοράστηκε από τη μεγαλύτερη ανταγωνίστριά της, τη UBS.
Σε αντίθεση με τις μικρότερες αμερικανικές «ομολόγους» της, η Credit Suisse είναι μια παγκόσμια τράπεζα και μια κατάρρευσή της θα είχε σημαντικές διεθνείς επιπτώσεις. Κατατάσσεται από τις ρυθμιστικές αρχές στις 30 «παγκόσμιες συστημικά σημαντικές τράπεζες». Μια κατάρρευση της Credit Suisse θα σήμαινε καταστροφή για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η ελβετική κεντρική τράπεζα πρόσφερε στην Credit Suisse εγγύηση 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να τη διατηρήσει στη ζωή. Αλλά κι αυτό ακόμα δεν ήταν αρκετό. Στο τέλος, χρειάστηκε να διασωθεί με τον συνδυασμό ενός κρατικού πακέτου και της συγχώνευσης με τη UBS.
Αυτή η τελευταία αναταραχή αποκαλύπτει τη παρατεταμένη αστάθεια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτή είναι πλέον η τρίτη ή τέταρτη σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση από το 2008. Υπήρξε μια κρίση στις αγορές κρατικών ομολόγων το 2011-2012, η κρίση του COVID-19, η κρίση των βρετανικών κρατικών ομολόγων τον Σεπτέμβριο, και τώρα άλλη μια κρίση στις εμπορικές τράπεζες.
Το φθηνό χρήμα που έφθανε στις χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, ιδίως από το 2011, έχει προστατεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από σοβαρές δυσκολίες. Αλλά αυτό έχει φτάσει πλέον στα όριά του.
Πίεση των επιτοκίων
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες να αλλάξουν πορεία. Χρειάστηκε να απομακρυνθούν από τα μηδενικά επιτόκια και την εκτύπωση χρήματος, και να στραφούν στην αύξηση των επιτοκίων. Αυτό αποτέλεσε τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης των επιτοκίων από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Fed, δήλωσε τον περασμένο Αύγουστο:
«Λαμβάνουμε δυναμικά και γρήγορα μέτρα για τη συγκράτηση της ζήτησης, ώστε να ευθυγραμμιστεί καλύτερα με την προσφορά, και για να διατηρήσουμε σταθερές τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Θα συνεχίσουμε μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι η δουλειά έχει ολοκληρωθεί».
Και τον Οκτώβριο πρόσθεσε: «Πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τον πληθωρισμό. Μακάρι να υπήρχε ένας ανώδυνος τρόπος για να γίνει αυτό. Δεν υπάρχει».
Τώρα ο πόνος αρχίζει να φαίνεται. Ο τομέας της τεχνολογίας έχει αρχίσει τις απολύσεις και ο κατασκευαστικός τομέας αρχίζει επίσης να νιώθει τον πόνο.
Οι τράπεζες, ιδιαίτερα η SVB, «την πάτησαν» λόγω του ότι διατηρούσαν έναν μεγάλο αριθμό κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς τους. Αυτό μπορεί να φαινόταν πολύ ασφαλές στοίχημα πριν από ένα ή δύο χρόνια. Αλλά αυτά τα «πολύ ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία δεν είναι πλέον τόσο ασφαλή.
Όταν η SVB χρειάστηκε να τα πουλήσει για να καλύψει τις καταθέσεις που αποσύρονταν αναγκάστηκε να υποστεί μεγάλη ζημιά. Όπως είναι λογικό, ένα 10ετές αμερικανικό κρατικό ομόλογο με επιτόκιο 1% δεν θα προσέλκυε πολλούς επενδυτές, όταν πλέον τα ίδια ομόλογα μπορούν να αποκτηθούν στην αγορά με επιτόκιο 4%.
Όσο μπορεί κανείς να κρατήσει τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους (10, 20, 30 χρόνια), τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Ωστόσο, εάν χρειαστεί να τα πουλήσει μέσα στις παρούσες συνθήκες, τότε πρέπει να τα πουλήσει με ζημία. Τέτοιες απώλειες απείλησαν να καταστήσουν την SVB αφερέγγυα, γεγονός που την ώθησε στην ατυχή έκδοση μετοχών της.
Η ασφάλεια γίνεται επικίνδυνη
Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες εμπλέκονται σε τέτοιο βαθμό στην αγορά ομολόγων είναι η συμμόρφωσή τους με τους νέους κανονισμούς που θεσπίστηκαν μετά την κρίση του 2008. Η ιδέα ήταν ότι, αναγκάζοντας τις τράπεζες να διατηρούν ένα υψηλό επίπεδο «ασφαλών» περιουσιακών στοιχείων, θα μπορούσε να διασφαλιστεί ότι δεν θα επαναληφθεί το 2008.
Φυσικά, όλα εξαρτώνται από το τι θεωρείται ασφαλές. Και αυτό που ήταν μια ασφαλής επένδυση πριν από δύο χρόνια, σήμερα είναι μια επικίνδυνη επιλογή. Όπως το έθεσε ο Γρεγκ Ηπ στη Wall Street Journal: «Το πρόβλημα είναι ότι οι επενδυτές τείνουν να “τα δίνουν όλα” σε μια ασφαλή στρατηγική μέχρι που στο τέλος γίνεται επικίνδυνη». Δηλαδή, η υπερβολική ασφάλεια γίνεται επικίνδυνη.
Αυτή η στρατηγική ανάγκασε τις τράπεζες να αγοράσουν πολλά κρατικά ομόλογα, τα οποία θεωρούνταν ένα από τα ασφαλέστερα περιουσιακά στοιχεία. Οι τράπεζες αύξησαν την έκθεσή τους σε αυτά τα ομόλογα από 12% σε 20%. Αλλά αυτό που κάποτε ήταν ασφαλές περιουσιακό στοιχείο έχει γίνει τώρα πολύ προβληματικό.
Διατηρεί τον απόηχο της κρίσης των βρετανικών κρατικών ομολόγων του Σεπτεμβρίου του 2022. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία, υπό τη συμβουλή των ρυθμιστικών αρχών των συντάξεων, είχαν επενδύσει μεγάλα ποσά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ουσιαστικά στοιχημάτιζαν στο να παραμείνουν χαμηλά τα επιτόκια των βρετανικών ομολόγων. Θεωρούταν κι αυτό ένα ασφαλές στοίχημα.
Όταν το επιτόκιο του ομολόγου αυξήθηκε ραγδαία, ωστόσο, μετά τις οικονομικές ανακοινώσεις της τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας, τα συνταξιοδοτικά ταμεία έπρεπε να πουλήσουν γρήγορα αυτά τα μέσα για να παραμείνουν συμμορφωμένα (τα στοιχήματα αυτά είχαν πάψει να είναι «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία). Και καθώς το έκαναν, αυτό άσκησε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις βρετανικές αγορές ομολόγων, προκαλώντας αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων και αναγκάζοντας τα συνταξιοδοτικά ταμεία να πουλήσουν. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος.
Οι τράπεζες είναι μια χαρά αρκεί να μπορούν να κρατήσουν τα ομόλογα μέχρι να ωριμάσουν. Αλλά αν χρειαστεί να τα πουλήσουν νωρίτερα και με γρήγορους ρυθμούς, τότε πολύ γρήγορα βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα σωρό προβλήματα. Αυτό συνέβη με την SVB, την Credit Suisse και την Signature τις τελευταίες εβδομάδες.
Πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν
Αυτές οι τράπεζες μπορεί να ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος, αλλά δεν είναι οι μόνες. Ο Μάρτιν Γουλφ επισημαίνει πως τα στοιχεία της Fed δείχνουν ότι στα χαρτιά τα περιουσιακά στοιχεία των αμερικανικών τραπεζών άξιζαν 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια παραπάνω από τις υποχρεώσεις τους. Αλλά έχει υπολογιστεί ότι αν έπρεπε να πουληθούν σήμερα αυτά τα στοιχεία, τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια θα εξαφανίζονταν. Αυτό θα έθετε ουσιαστικά μεγάλο μέρος του τραπεζικού τομέα σε αφερεγγυότητα, καθώς τα περιουσιακά τους στοιχεία θα άξιζαν λιγότερο από τις υποχρεώσεις τους.
«Μια γενική απόσυρση καταθέσεων θα έφερνε αυτές τις απώλειες στην επιφάνεια και θα αναιρούσε τον ισοσκελισμό», καταλήγει ο Γουλφ. «Για να αποφευχθεί αυτό, οι αρχές ίσως χρειαστεί να προστατεύσουν όλες τις καταθέσεις».
Αυτός ακριβώς είναι και ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε η Fed. Και άλλες κεντρικές τράπεζες θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της αν χρειαστεί.
Βάζοντας την κεντρική τράπεζα να εγγυάται κάθε τράπεζα, γενικεύουν την κρίση. Οι πολιτικές τους μετατρέπουν την κρίση κάθε τράπεζας σε κρίση του συστήματος ως σύνολο. Εθνικοποιούν τους κινδύνους, ενώ φυσικά ιδιωτικοποιούν τα κέρδη.
Η κρίση του τραπεζικού συστήματος γίνεται λοιπόν κρίση της κεντρικής τράπεζας. Και αυτό σημαίνει κρίση όλου του καπιταλιστικού συστήματος.
Ολόκληρος ο τραπεζικός τομέας έχει γίνει πολύ πιο μονοπωλιακός τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού κλάδου αποτελείται πλέον από τράπεζες της κατηγορίας «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν».
Το 1992, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες έλεγχαν το 10% του τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ. Τώρα αυτό το ποσοστό είναι 40%. Σε άλλες χώρες, ο βαθμός μονοπώλησης είναι υψηλότερος, με τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες να ελέγχουν 60% με 80% της αγοράς.
Οι συνέπειες μιας τραπεζικής πτώχευσης – όχι μόνο για την ίδια την τράπεζα, αλλά και για την ευρύτερη οικονομία – είναι επομένως καταστροφικές.
Κράτη – διασώστες
Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι ρυθμιστικές αρχές και οι κυβερνήσεις, ξανά και ξανά, πρέπει να διασώσουν τις τράπεζες. Οι τράπεζες κρατούν την οικονομία σε αδιέξοδο, όπως φάνηκε με την SVB. Εταιρείες που απασχολούσαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους βρέθηκαν μπροστά στον κίνδυνο να μην μπορέσουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς και τους μισθούς. Και η SVB δεν θεωρούταν καν αρκετά μεγάλη για να έχει «συστημική» σημασία.
Όπως το θέτει ο Γουλφ: «Οι τράπεζες αποκαλύπτονται ως ένα τμήμα του κράτους που παριστάνει ότι είναι τμήμα του ιδιωτικού τομέα».
Στους αστούς σχολιαστές αρέσει να μιλούν για «ηθικό κίνδυνο» όταν αναφέρονται στα προγράμματα διάσωσης – σαν να υπάρχει κάτι «ηθικό» στον καπιταλισμό. Στην πραγματικότητα, είναι ένας τρόπος να πουν ότι εκείνοι οι καπιταλιστές που δεν επιδιώκουν κερδοφόρες στρατηγικές μακροπρόθεσμα, και που παίρνουν υπερβολικά ρίσκα, πρέπει να πτωχεύουν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.
Δεν μπορούν να επιτρέψουν να συμβεί το είδος της καταστροφής που είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση της ισορροπίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Τη δεκαετία του 1930, πάνω από το ένα τρίτο όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ κατέρρευσε. Και οι καταθέτες έχασαν περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές αξίες.
Μια κρίση υποτίθεται ότι αναγκάζει εταιρείες και τράπεζες να κλείσουν, για να δημιουργηθεί χώρος για τις κερδοφόρες.
Στην παράλογη, άναρχη λογική της καπιταλιστικής οικονομίας, η μαζική ανεργία και η μαζική εξαθλίωση για την εργατική τάξη είναι απαραίτητες για τη δημιουργία μιας νέας «ισορροπίας» στην οικονομία. Ο αστός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ το είχε αποκαλέσει «δημιουργική καταστροφή».
Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν συνεχώς την οικονομία σε «μηχανική υποστήριξη». Αυτό οδήγησε στη δημιουργία των λεγόμενων εταιρειών «ζόμπι»: επιχειρήσεις που χάνουν χρήματα και που κανονικά θα έπρεπε να χρεοκοπήσουν, αλλά έχουν κρατηθεί ζωντανές μέχρι τώρα με φθηνή πίστωση. Η Credit Suisse ήταν στην πραγματικότητα μια τράπεζα ζόμπι, η οποία επίσης διατηρούταν ζωντανή με φτηνή πίστωση.
Με την πολιτική των αυξήσεων των επιτοκίων, η άρχουσα τάξη υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος σ’ αυτό. Τώρα όμως έχουν κάνει πίσω. Αμέσως μόλις εμφανίστηκε ο κίνδυνος να προκληθεί σοβαρός «πόνος» στην οικονομία, οι κεντρικοί τραπεζίτες, παρά τα μέχρι τότε αυστηρά λόγια τους, ξαφνικά έπαψαν να είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πολιτικής τους.
Αυτό που περιγράφεται είναι μια κατάσταση όπου η ελεύθερη αγορά πλέον δεν λειτουργεί. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τα στενά όρια της ατομικής ιδιοκτησίας. Η μονοπωλιοποίηση των τραπεζών, η διασύνδεσή τους και η αλληλεξάρτησή τους, όλα αυτά περιγράφουν ακριβώς τον μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Αυτό δεν μπορεί να το χειριστεί η αγορά. Και η παρέμβαση του κράτους είναι μια σιωπηρή παραδοχή της χρεοκοπίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί
Η νέα χρηματοδοτική πρωτοβουλία της Fed ανοίγει άλλο ένα κεφάλαιο δωρεάν ή φθηνής πίστωσης. Και η τελευταία της άνοδος των επιτοκίων, που πραγματοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα και επρόκειτο να φτάσει έως και τις 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, περιορίστηκε στις 0,25 μονάδες.
Επιπλέον, η Fed έχει πλέον αλλάξει γλώσσα. Από εκεί που μίλαγε για «συνεχείς» αυξήσεις επιτοκίων, τώρα λέει ότι μπορεί να χρειαστούν «κάποιες επιπλέον» αυξήσεις.
Γιατί αυτό; Δεν είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβουμε. Ο Μπάιντεν και ο Πάουελ έριξαν μια ματιά στις 250.000 θέσεις εργασίας που κινδύνευαν. Έριξαν μια ματιά στο ενδεχόμενο μιας τραπεζικής κατάρρευσης του τύπου της δεκαετίας του 1930, με αντίστοιχες φυγές καταθέσεων, και αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να το αφήσουν να συμβεί.
Οι αμερικανοί εργαζόμενοι υποφέρουν ήδη και αυτό θα πρόσθεταε ακόμη περισσότερες πιέσεις. Ήδη, ο κομμουνισμός έχει γίνει δημοφιλής στη νεολαία και η ιδέα του σοσιαλισμού έχει υποστήριξη στην κοινωνία γενικότερα. Το «πολιτικό κέντρο» έχει καταρρεύσει και η άρχουσα τάξη έχει χάσει τον έλεγχο πολλών από τους πολιτικούς της εκπροσώπους.
Ταυτόχρονα, στην εξίσωση του πληθωρισμού υπάρχει μια μόνιμη πίεση στην πλευρά της προσφοράς. Το σχέδιο του Πάουελ ήταν, μέσω των αυξήσεων των επιτοκίων, να γίνουν φτωχότεροι οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες, και έτσι να μειωθεί η ζήτηση στην οικονομία. Όμως δεν είχε κανένα σχέδιο για να αντιμετωπίσει προβλήματα προσφοράς.
Δηλαδή, η άρχουσα τάξη δεν έχει κανένα σχέδιο να αντιμετωπίσει τα αυξανόμενα κόστη για πρώτες ύλες, ενέργεια, μεταφορές κ.ο.κ. Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τον προστατευτισμό και τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες. Όλα αυτά επιδεινώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς να προκαλέσουν πόνο στο ένα ή το άλλο μέρος της οικονομίας.
Όπως υποστηρίζει ο Αμερικανός αστός οικονομολόγος Κένεθ Ρόγκοφ στους Financial Times, αναφερόμενος στο κόστος της άμυνας, στην πράσινη μετάβαση και στον «λαϊκισμό»:
«Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αφού κοπάσει ο πληθωρισμός, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να διατηρήσουν το γενικό επίπεδο των επιτοκίων υψηλότερα την επόμενη δεκαετία από ό,τι έκαναν την προηγούμενη, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σταθερό».
Και προσθέτει: «Τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα για τη Fed. Οι συμβιβασμοί που θα αντιμετωπίσει την επόμενη εβδομάδα [αναφερόμενος στην απόφαση για την αύξηση των επιτοκίων] μπορεί να είναι μόνο η αρχή».
Εάν η Fed αναγκάζεται τώρα να επιβραδύνει τον ρυθμό των αυξήσεων των επιτοκίων, προκειμένου να διατηρήσει τον τραπεζικό τομέα στη ζωή, απομένουν ελάχιστα πράγματα για να εμποδιστεί μια απογείωση του πληθωρισμού. Ένα προειδοποιητικό σημάδι είναι ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος μόλις αυξήθηκε απότομα τον περασμένο μήνα.
Ρίχνοντας λάδι στη φωτιά
Φυσικά, κάποιες επιχειρήσεις έχουν κέρδη ρεκόρ μέσα σε αυτήν την κατάσταση. Σύμφωνα με το βρετανικό συνδικάτο Unite: «Το μέσο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων στον δείκτη FTSE 350 εκτινάχθηκε κατά 89% το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2019». Ο πετρελαϊκός κολοσσός BP διπλασίασε τα κέρδη του φτάνοντας τα 23 δισεκατομμύρια λίρες. Ένας άλλος μεγάλος κερδισμένος είναι οι αγροτικές πολυεθνικές, που είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται πάνω από 200%.
Αυτό ώθησε αριστερούς οικονομολόγους να ζητήσουν κινήσεις κατά των πολυεθνικών. Αλλά το μόνο μέτρο που θα λειτουργούσε είναι η εθνικοποίηση. Μόνο με το να παράγουν για τις κοινωνικές ανάγκες και όχι για το ατομικό κέρδος θα μπορούσαν αυτά τα μονοπώλια να παραιτηθούν από τα κέρδη τους προς όφελος της ανθρωπότητας. Αντί γι’ αυτό, αυτά τα μεγάλα κέρδη γίνονται μια ακόμη πρόκληση προς τους εργάτες, που αγωνίζονται να ταΐσουν και να στεγάσουν τους εαυτούς τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι κυβερνήσεις τόσο της Ελβετίας όσο και των ΗΠΑ επισημαίνουν πολύ έντονα πως οι τράπεζες και οι επενδυτές θα πρέπει να πληρώσουν για το τελευταίο κύμα διασώσεων. Είναι προφανές ότι φοβούνται την οργή που θα μπορούσε να προκαλέσει το χάρισμα άλλης μιας λευκής επιταγής στους τραπεζίτες.
Κανείς όμως δεν πιστεύει στα σοβαρά αυτές τις υποσχέσεις. Ναι, αν η ζημιά μπορεί να περιοριστεί σε μερικές μικρές τράπεζες, αυτό μπορεί να είναι εφικτό. Όμως η όλη κατάσταση πιέζει όλο και περισσότερο τις τράπεζες. Και είναι θέμα χρόνου να πέσει η επόμενη τράπεζα. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να κρύψουν το κόστος μέσω λογιστικών τρικ.
Αυτή η κατάσταση έχει τρομερές συνέπειες για την ταξική πάλη. Ο επίμονος πληθωρισμός θα προκαλέσει ακόμη περισσότερες απεργίες και αγώνες για την υπεράσπιση των μισθών και των συνθηκών εργασίας. Υπάρχει ένα όριο στο πόσες σάπιες συμφωνίες μπορούν να υπογράψουν οι ηγέτες των συνδικάτων μέχρι να βρεθούν αντιμέτωποι με μια εξέγερση από τα κάτω. Αυτή τη στιγμή, ακόμη και οι καλύτερες συμφωνίες ισοδυναμούν συνήθως με 2-3% μείωση του πραγματικού μισθού. Οι περισσότερες ισοδυναμούν με περικοπή 5-6% του πραγματικού μισθού.
Για πόσο μπορούν οι εργαζόμενοι να το δέχονται αυτό; Αυτή είναι ήδη η δεύτερη χρονιά με διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη.
Προφανώς, οι αστοί ήλπιζαν να βάλουν ένα γρήγορο τέλος στον πληθωρισμό, ενδεχομένως σε συνδυασμό με κάποιου είδους συμφωνία στην Ουκρανία. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται. Και η πίεση στο τραπεζικό σύστημα σημαίνει ότι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν εύκολα να πυροδοτήσουν μια νέα «α λα 2008» τραπεζική κρίση. Αυτή τη φορά, φυσικά, μετά από 15 χρόνια λιτότητας, επιθέσεων και αστάθειας, οι συνθήκες θα ήταν εντελώς διαφορετικές – και ο αντίκτυπος θα ήταν πολύ πιο σοβαρός.
Αναμφίβολα, η άρχουσα τάξη θα θελήσει να φορτώσει τον λογιαριασμό στην εργατική τάξη, με τη μορφή μειώσεων των πραγματικών μισθών, μαζικής ανεργίας, περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες και αυξήσεων φόρων.
Με όποιον τρόπο και να βγουν από την τωρινή κρίση, αυτός θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία για την εργατική τάξη, προκαλώντας περισσότερα κύματα ταξικής πάλης. Ήδη, πέρυσι, ο πληθωρισμός προκάλεσε ένα επαναστατικό κίνημα στη Σρι Λάνκα. Πού θα ξεσπάσει το επόμενο; Κανείς δεν ξέρει. Αλλά παρόμοιες συνθήκες προετοιμάζονται παντού.
Νίκλας Άλμπιν Σβένσον
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Πάτροκλος Ψάλτης