Ας περάσουμε όμως σε κάποια καίρια ερωτήματα σε σχέση με το οικονομικό σκέλος του προγράμματος. Πρώτα- πρώτα, οι σύντροφοι της ηγεσίας πρέπει να μας απαντήσουν τι είναι αυτό που θα πείσει τους έλληνες και ξένους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας να δεχτούν να χάσουν ότι κατέκτησαν τα τελευταία δυο χρόνια των Μνημονιακών πολιτικών (συντριβή του εργατικού κόστους, απαλλαγή από φόρους και εισφορές κλπ) και να δεχτούν να βάλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη και να συμβάλλουν όσο τους αναλογεί σε φόρους, πληρώνοντας παράλληλα μεγαλύτερους μισθούς; Πως θα εμποδίσουμε αυτούς τους «κυρίους» να πάρουν τα κεφάλαια τους και να φύγουν για να βρουν αλλού φορολογικούς παραδείσους, μισθούς πείνας και πιο φιλικές κυβερνήσεις; Ή να περάσουν σε πάγωμα επενδύσεων, φυγή κεφαλαίων και απολύσεις για να σαμποτάρουν τις μεταρρυθμίσεις;
Δεύτερον, πως θα αναγκάσουμε αυτούς τους «μάστορες» της φοροδιαφυγής και της απάτης να δηλώσουν τα πραγματικά τους εισοδήματα και να τα κρατήσουν στη χώρα για να φορολογηθούν; Μήπως θα το καταφέρει αυτό η κυβέρνηση με το εργαλείο του διάτρητου φορολογικού μηχανισμού του κράτους, που είναι φτιαγμένος ιστορικά για να πιάνει τα μικρά ψάρια, αφήνοντας παντελώς ανενόχλητα τα μεγάλα; Δυστυχώς σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει προσπάθεια απάντησης μέσα στο πρόγραμμα. Κατά τη γνώμη μας οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τον πόλεμο που θα εξαπολύσουν απέναντι σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα προσπαθήσει σοβαρά να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα, οι έλληνες και ξένοι καπιταλιστές. Και σε αυτό τον πόλεμο θα μπορέσουν να αμυνθούν αποτελεσματικά και να αντεπιτεθούν μόνο αν εμπιστευθούν τα διδάγματα της ιστορικής εμπειρίας του εργατικού κινήματος από ανάλογες περιστάσεις.
Αποτελεσματικά εργαλεία, είναι η εφαρμογή του εργατικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής και στο τραπεζικό σύστημα, το άνοιγμα των λογιστικών βιβλίων των επιχειρήσεων με την κατάργηση του εμπορικού μυστικού και του τραπεζικού απορρήτου που χρησιμεύουν σαν εργαλεία για αυτή τη διαρκή απάτη εις βάρος της κοινωνίας και η απαλλοτρίωση κάθε επιχείρησης που κλείνει ή απολύει μαζικά με εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση, για να σωθεί η παραγωγή της χώρας (βλ την προγραμματική μας πρόταση για περισσότερες λεπτομέρειες) .
Δε μπορούμε βέβαια, να μη σχολιάσουμε πως ίσως το πιο έωλο σημείο του προγράμματος είναι η «δημιουργία όρων» για την επιστροφή καταθέσεων και την ανακοπή της εξόδου καταθέσεων, και η συμπληρωματική πρόβλεψη διμερούς συμφωνίας με την Ελβετία και άλλες χώρες για τη φορολόγηση των καταθέσεων ελλήνων πολιτών! Χωρίς τη δέσμευση των καταθέσεων πάνω από ένα συγκεκριμένο ύψος, από μία ενιαία κρατική τράπεζα, την απαγόρευση διακίνησης κεφαλαίων-που παρεμπιπτόντως σημαίνει άμεση κατάργηση των θεμελιωδών συνθηκών της ΕΕ και το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου δεν μπορούμε να φανταστούμε πως θα μπορούσε να γίνει αυτό σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και πολιτικής αστάθειας και οι σύντροφοι δε μας εξηγούν περισσότερα.
Τέλος, μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες του παρόντος προγράμματος, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση του βασικότερου προβλήματος της ελληνικής εργατικής τάξης, του προβλήματος της ανεργίας. Δεν υπάρχει ούτε καν η παραδοσιακή προγραμματική μας θέση για τη θέσπιση του 35ωρου χωρίς μειώσεις μισθών, και την μείωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Η επαναφορά αυτών των θέσεων είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εργατική τάξη και μάλιστα σαν πρώτο βήμα για την εφαρμογή μίας κινητής κλίμακας ωρών εργασίας, μέχρι να απορροφηθούν όλοι οι άνεργοι- το μοίρασμα δηλαδή της υπάρχουσας δουλειάς σε όλο το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Αν αυτή η θέση δεν γίνει αποδεκτή από τους εργοδότες, η κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα όπλα του εργατικού ελέγχου και της απαλλοτρίωσης, γιατί το δικαίωμα όλων στη δουλειά και την επιβίωση, είναι σημαντικότερο από το δικαίωμα σε μια οποιαδήποτε ιδιοκτησία.
Οι αλλαγές στο κράτος
Στο τμήμα του προγράμματος για τον «εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος», τις αλλαγές στη «δημόσια διοίκηση» και τα σώματα ασφαλείας, περιγράφονται μερικές πολύ ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση μιας πιο δημοκρατικής διοίκησης, με περιορισμό των δυσανάλογων εξουσιών και της θεσμοθετημένης αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας. Περιλαμβάνονται μέτρα όπως η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και ο περιορισμός της βουλευτικής ασυλίας που χρησιμοποιούνται για την αποτροπή τιμωρίας όλων των εμπλεκόμενων σε σκάνδαλα. Επίσης η θέσπιση δημοψηφισμάτων, ο πολιτικός έλεγχος των σωμάτων ασφαλείας, ο αφοπλισμός της αστυνομίας σε διαδηλώσεις και η κατάργηση των ειδικών μονάδων καταστολής (ΜΑΤ-ΥΜΕΤ κλπ), η συνδικαλιστική ελευθερία στο στρατό και την αστυνομία κ.α. Όλα τα μέτρα του προγράμματος σε αυτό τον τομέα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκή.
Το αστικό κράτος είναι φτιαγμένο σαν ένα όργανο ταξικής καταπίεσης και περιφρούρησης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Έχει αποδειχτεί πολλές φορές στην ιστορία ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης δεν ταυτίζεται με τον έλεγχο του κράτους, καθώς οι μηχανισμοί καταστολής του, είναι αυτόνομοι και χρησιμοποιούνται πολλές φορές, όταν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης από μια κυβέρνηση της Αριστεράς ή ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, για να «ευθυγραμμίσουν» την κυβερνητική εξουσία με την πραγματική κρατική εξουσία, μέσω ενός πραξικοπήματος. Αν λοιπόν μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θέλει να εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να στηριχτεί σε αυτόν τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό αφήνοντας τον ανέγγιχτο, αλλά να τον καταργήσει δημιουργώντας στη θέση του έναν άλλο, στηριγμένο στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και του λαού.
Συμπληρωματικά λοιπόν στο πρόγραμμα, πρέπει να συμπεριληφθούν μια σειρά άλλα μέτρα που θα επιφέρουν ριζικές αλλαγές στις δομές του κράτους, όπως η εκλογή όλων των αξιωματικών στο στρατό από τους φαντάρους και η δυνατότητα των φαντάρων και κατώτερων αξιωματικών να αποφασίζουν μέσα από γενικές συνελεύσεις για τα ζητήματα που αφορούν στη μονάδα τους, η υπαγωγή του ελέγχου των σωμάτων ασφαλείας στις μαζικές οργανώσεις των εργαζόμενων και του λαού εκτός από την κυβέρνηση, στην προοπτική της αντικατάστασης της από λαϊκές πολιτοφυλακές, η δυνατότητα ανάκλησης κάθε αιρετού αντιπροσώπου του λαού από το σώμα που τον εξέλεξε και η λογοδοσία του, η αιρετότητα και ανακλητότητα των δικαστών, ο περιορισμός των αποδοχών όλων των κρατικών αξιωματούχων στο μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη, η θεσμοθέτηση ουσιαστικών εξουσιών για τις λαϊκές συνελεύσεις και συμβούλια στις συνοικίες πχ για τα θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης (για μια ολοκληρωμένη πρόταση σχετικά με αυτό το ζήτημα διαβάστε την Μαρξιστική πρόταση για το πρόγραμμα της Κυβέρνησης της Αριστεράς).
Η εξωτερική- αμυντική πολιτική
Στον τομέα αυτό, το πρόγραμμα περιέχει μια σειρά σημαντικών αλλαγών, όπως είναι η αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ, η απεμπλοκή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από κάθε πολεμική αποστολή εκτός συνόρων και η μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Πολύ θετική είναι η προσήλωση σε μια φιλειρηνική εξωτερική πολιτική και σε μια προσπάθεια συνεννόησης και ισότιμων σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Όμως υπάρχουν μια σειρά αυταπάτες για το ρόλο Διεθνών Οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, που αποδεδειγμένα έχει παίξει πάρα πολλές φορές το ρόλο του ως ουραγού των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, νομιμοποιώντας ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο όνομα της «ειρήνης» και της «δημοκρατίας». Επίσης γίνεται μια απαράδεκτη παραχώρηση στον ελληνικό αστικό εθνικισμό, σε σχέση με το όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία πρέπει άμεσα να φύγει από το πρόγραμμα (κοινά αποδεκτή λύση με γεωγραφικό προσδιορισμό κλπ).
Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι λείπει από αυτό το τμήμα του προγράμματος, παρά τα σωστά του σημεία, μια ταξική διεθνιστική οπτική, που μπορεί να είναι η μόνη βάση της εξωτερικής πολιτικής μιας πραγματικά αριστερής κυβέρνησης. Οι επικλήσεις στο «φιλειρηνισμό» και το «σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο», πρέπει να δώσουν τη θέση τους, σε μια προσπάθεια για συντονισμό και κοινό αγώνα των εργατικών τάξεων των γειτονικών χωρών, αλλά και των χωρών της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, μέσα από μια συνεργασία των εργατικών οργανώσεων και της Αριστεράς σε αυτές τις χώρες. Είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι οι Τούρκοι αστοί και το στρατιωτικό τους κατεστημένο έχει καμία ειλικρινή διάθεση συνεργασίας με μια ελληνική αριστερή κυβέρνηση για την ειρήνη. Αντίθετα έχει κάθε λόγο να πιστεύει κανείς ότι η τούρκικη εργατική τάξη έχει μια τέτοια διάθεση και μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να συνεργαστεί μαζί της και να ενισχύσει τη θέση της.
Σε αυτή τη βάση, η εξωτερική πολιτική πρέπει να στηρίζεται πέραν από τις έτσι κι αλλιώς αναγκαίες εμπορικές συνεργασίες, στον πραγματικό διεθνισμό, στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία με όλους τους λαούς που αγωνίζονται και τις εργατικές τάξεις κάθε χώρας. Αυτό μπορεί να γίνει αποτελεσματικά μόνο μέσα από την οικοδόμηση μιας Νέας Διεθνούς Οργάνωσης των Εργατών, μια πρωτοβουλία που είχε στο πρόσφατο παρελθόν προκύψει σαν πρόταση από την επαναστατημένη Λατινική Αμερική (βλ. πρόταση Τσάβες) και πρέπει να αναδειχτεί εκ νέου από μια κυβέρνηση της ελληνικής Αριστεράς.
Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνουν κινήσεις θεσμοθέτησης της ουσιαστικής συνεργασίας των Αριστερών κομμάτων και των συνδικαλιστικών Οργανώσεων των βαλκανικών χωρών, της Τουρκίας και της Ευρώπης, μέσα από κοινά συνέδρια, διμερείς συμφωνίες συνεργασίας, κοινές καμπάνιες κλπ.
Κλείνοντας λοιπόν, πρέπει να πούμε ότι το πρόγραμμα που παρουσίασε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντάει με έναν επαρκή και αποφασιστικό τρόπο στα βασικά καθήκοντα που θα προκύψουν σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι αλήθεια ότι όπως έλεγε ο Μαρξ, «ένα πραγματικό βήμα του κινήματος αξίζει παραπάνω από μια ντουζίνα προγράμματα» και η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα θα είναι ένα ιστορικό βήμα για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Ωστόσο οι συνειδητοί αγωνιστές του, πρέπει με προσοχή να δώσουν τον αγώνα για να εξοπλίσουν το κίνημα με το σωστό πρόγραμμα, καθώς χωρίς αυτό, η απόλυτα συνειδητή και οργανωμένη αντεπίθεση του ταξικού εχθρού, μπορεί να γυρίσει το κίνημα πολλά βήματα πίσω.
{fcomment}